Professional Documents
Culture Documents
ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Γιώργος Σεφέρης
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
1. Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
2. Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
3. όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
4. και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
5. πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
6. Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
7. λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη '
8. νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
9. ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
10. σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
11. βαριά μια νάρκη.
12. Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
13. όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
14. σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
15. στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
16. ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
17. νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι '
18. σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
19. πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
20. μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
21. ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
22. τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
23. Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Τελευταίος Σταθμός
Τον Απρίλη του 1941 μπαίνουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β' και η κυβέρνηση
Τσουδερού φεύγουν για την Κρήτη, και μετά την πτώση της Κρήτης πηγαίνουν στη Μέση Ανατολή
(Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Λίβανο, Ν. Αφρική). Είναι η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Ο Σεφέρης μαζί
τους. Είναι διπλωμάτης , ακόλουθος Τύπου. 'Ολη την περίοδο του πολέμου την περνούν εκεί, ενώ οι
Έλληνες στην κυρίως Ελλάδα πάσχουν παντοιοτρόπως.
- Το ποίημα γράφεται το 1944, με το πέρας του πολέμου, στην Κάβα ντέι Τιρέννι, λιμάνι της
Ιταλίας, τον τελευταίο σταθμό των Ελλήνων διπλωματών, πριν ξεκινήσουν για την Ελλάδα.
Τώρα είναι καιρός για τον ποιητή να κάμει έναν απολογισμό, τι είδε, τι έζησε, τι ήταν ο πόλεμος,
πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι τέτοιες εποχές, να σκεφτεί το μέλλον -αν υπάρχει-, την Ελλάδα
και τους Έλληνες, ήρωες και αντιήρωες.
11. Γιατί μιλούσε τόση ώρα για φεγγάρια ο ποιητής; Ποια εξήγηση δίνει;
12. Με ποιο τρόπο θα μας μιλήσει ο ποιητής;
Τι έκαμναν συχνά Έλληνες απο την Ελλάδα και τι έκαμνε ο ποιητής όταν τους
συναντούσε ;
13. Πόθεν έρχονται και ποιες σκέψεις στριφογυρίζουν στο μυαλό του ποιητή;
14. Είναι διπλωμάτες. Πώς νιώθουν; Tι είναι γι' αυτούς το αξίωμά τους;
15. Είναι βροχερό φθινόπωρο. Καθένας έχει μια πληγή που βρίσκεται σε έξαρση. Τι είδους
πληγή μπορεί να είναι αυτή; Δυο ειδών .
Πώς συμπεριφέρονται οι διπλωμάτες τώρα;
24. Ποιες καταστροφές και από πού και πότε τις είδε αυτά ο ποιητής ( ή ο
φίλος συνομιλητής του);
25. Το μυαλό του ποιητή είναι γεμάτο απο εικόνες φρίκης. Πώς αποδίδεται στο ποίημα αυτό;
(χώμα, δάσος, δέντρα μπάνιαν, συνειρμοί).
26. Ποια μέσα χρησιμοποίησε και ποια εξήγηση δίνει ο ποιητής για τα
μέσα που χρησιμοποίησε στη συγγραφή του ποιήματος;
27. Η φρίκη. Πώς παρουσιάζεται στο ποίημα;
28. Μνησιπήμων πόνος= πόνος που θυμίζει τα παθήματα. μιμνήσκω, πήμα= πάθημα
Συνολική θεώρηση
α. Τόπος, χρόνος, έμπνευση, κατάσταση -εισαγωγή.
β. Εξήγηση του τρόπου συγγραφής, λόγω των φρικτών που θα ακολουθήσουν.
γ. Πόθεν έρχονται, σκέψεις για τους πολιτισμούς και την Ελλάδα.
δ. Οι διπλωμάτες.
ε. Ο άνθρωπος στον πόλεμο
στ. Γιατί λέει τα ίδια και τα ίδια ο ποιητής . ( Οι παθόντες, Ο τόπος
Οι εικόνες φρίκης και σκοτωμένων φίλων )
ζ. Εξήγηση για τα μέσα που χρησιμοποιεί ο ποιητής στη συγγραφή του ποιήματος.
η. Ήρωες.
θ Κλείσιμο με διαπίστωση
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Λίγες νύχτες με φεγγάρι αρέσουν στον ποιητή. Τα αστέρια μπορεί να τα διαβάσει πιο
καθαρά από το φεγγάρι. Συνήθως τ΄αστέρια τα μελετά όχι με μεγάλη δεξιότητα, κι ανάλογα
με τον κόπο της μέρας ή της περιόδου που τέλειωσε βγάζει άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες. .
Όμως τώρα τα άστρα είναι κρυμμένα κάτω απο τα σύννεφα. Με τ΄αστέρια προσπαθεί κανείς
να προβλέψει το μέλλον, αλλά το μέλλον είναι θολό. Το φεγγάρι βοηθά στην αναπόληση και
στη μνήμη του παρελθόντος.
Ο ποιητής (σαν το Μακρυγιάννη που μετά απο τον πόλεμο μας έδωσε τα
Απομνημονεύματά του) κάθεται άνεργος τώρα και κάνει απολογισμό: λογαριάζει. Λίγες
βραδιές με φεγγάρι έμειναν στη μνήμη του: σε νησιά χλωμά, αργά όταν χανόταν το φεγγάρι,
ή σε βόρειες πολιτείες, όταν έριχνε το ναρκωτικό του φως σε ανθρώπινα μέλη, σε δρόμους
και σε ποτάμια. Κι όμως, το ψεσινό φεγγάρι ξεπέρασε τα σύννεφα κι έκανε τα σπίτια στην
αντίπερα πλαγιά σαν σμαλτωμένα. ( Η Κάβα ντει Τιρέννι περιβάλλεται από βουνά).
Οι Έλληνες διπλωμάτες περιμένουν την ώρα που θα επιτρέψουν στην πατρίδα, σαν ένα χρέος
τους, που κρατήθηκε για πολύ στην κάσα, και τώρα έρχεται η ώρα να το εξαργυρώσουν,
δίνοντας το νόμισμα, τη μονέδα, περιμένοντας όμως το ανάλογο αντίκρισμα, (την πλερωμή),
αξιώματα.
Το σιωπηλό φεγγάρι αρέσει στον ποιητή. Τον βοηθά να θυμηθεί.
Ο ποιητής μας εξηγεί τον τρόπο συγγραφής του ποιήματος. Είναι συνειρμικός, το ένα φέρνει
το άλλο. Με το ψεσινό φεγγάρι που τον ενέπνευσε θυμάται άλλα βράδια με φεγγάρι, κι ίσως
αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να αρχίσει να μιλά για πράγματα ομολογουμένως δύσκολα,
που δύσκολα εκφράζονται, θα μας τα πει όμως όπως μιλά σε φίλο, που ερχόταν κρυφά από
την Ελλάδα στην Αίγυπτο ή και στην Ιταλία, φέρνοντας πληροφορίες απο το σπίτι κι απο
τους άλλους συντρόφους, κι ο ποιητής έτρεχε να του ανοίξει βιαστικά την καρδιά του, να του
πει τι συμβαίνει στην εξορία, να του τα πει, πριν γίνει κι ο νεοερχόμενος το ίδιο όπως εκείνοι
εκεί οι διπλωμάτες, με το μυαλό μόνο στο συμφέρον τους.
Οι διπλωμάτες επιστρέφουν απο χώρες της Μέσης Ανατολής. Στο μυαλό του ποιητή
στριφογυρίζει το κρατίδιο της Κομμαγηνής, ένα αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας, που
έσβησε σαν λυχνάρι. Ίσως και η μικρή Ελλάδα, τώρα με το τέλος του πολέμου χαθεί απο το
χάρτη, αφού τόσα και τόσα συμβαίνουν στο μοίρασμα του κόσμου μετά από έναν πόλεμο.
Εδώ κάποτε υπήρχαν πολιτείες μεγάλες, που έζησαν χιλιάδες χρόνια και τώρα δεν είναι παρά
τόποι βοσκής για αγελάδες. Οι πολιτισμοί ακμάζουν και παρακμάζουν. (Ένα μοτίβο
επανερχόμενο στην ποίηση του Σεφέρη.) Μήπως κι η Ελλάδα πάθει το ίδιο.
Οι διπλωμάτες επιστρέφουν απο τα παράλια της Αιγύπτου, (Πρωτέας, ο θεός που άλλαζε
συνεχώς μορφή, τον συνάντησε ο Οδυσσέας για να του πει με ποιο τρόπο θα επιστρέψει στην
πατρίδα, άρα αλλαγές πολλές είδε ο ποιητής κατά τον πόλεμο). Οι διπλωμάτες νιώθουν σαν
ψυχές αποξηραμένες, χωρίς ζωντάνια, τόσες αμαρτίες που έχουν κάνει στο δημόσιο βίο τους,
καθένας με το αξίωμά του που τον κρατά δέσμιο, όχι ελεύθερο άνθρωπο. ( στίχος40)
Είναι φθινόπωρο , βρέχει στην Κάβα (είναι τόπος χαμηλός, γύρω γύρω βουνά), και η πληγή
του καθενός οξύνεται, ερεθίζεται. Για άλλους αυτή η πληγή είναι η μοίρα τους που
ερεθίζεται, ίσως ήρθε η ώρα να πληρώσουν για τα κακά που έκαμαν (νέμεση-μοίρα), άλλων
όμως οξύνονται μόνο οι κακές τους συνήθειες, ο δόλος, η απάτη. Τώρα που πλησιάζει ο
ερχομό στην πατρίδα όλο και περισσότερο απατούν ο ένας τον άλλο, δολιεύονται, φαίνονται
όλοι πολύ ανήσυχοι, θέλουν να εκμεταλλευτούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν στην
πατρίδα ενώ οι ίδιοι τίποτε δεν έκαναν.
Ο άνθρωπος φθείρεται στους πολέμους, ο άνθρωπος είναι χόρτο, εύθραυστος,
αδύναμος, πρόσκαιρος. Φιλήδονος, φοβάται το φως της μέρας, προτιμά το σκοτάδι.
Κερδοσκόπος, αφού για το κέρδος τρέχει όσο κι αν είναι κουρασμένος. Άπληστος, απλώνει
τα νεύρα του όπου υπάρχει κέρδος, όπως το χόρτο απλώνει τις ρίζες του, να πιει να
ξεδιψάσει. Όταν όμως έρθει η ώρα του θερισμού, η ώρα του απολογισμού, προτιμά άλλοι να
λογοδοτήσουν , άλλοι να πληρώσουν για το κακό. Σαν έρθει η ώρα να λογοδοτήσει για τα
έργα του, ο ένας φωνάζει να φύγει το κακό, επικαλείται θεούς και δαίμονες, άλλος
μπερδεύεται μες στ' αγαθά του, χάνεται μες στα πλούτη του, άλλος ρητορεύει. Αλλά τι να τα
κάνεις όλα αυτά όταν οι ζωντανοί είναι μακριά, όταν οι πραγματικοί πατριώτες έμειναν στην
πατρίδα, ή όταν οι ήρωες είναι πεθαμένοι, κι απόμειναν αυτοί οι τιποτένιοι; Μήπως όμως δεν
πρέπει να ζητάμε πολλά από τον άνθρωπο; Μήπως ο άνθρωπος είναι μόνο ένα βιολογικό ον,
υπεύθυνο για να διαιωνίζει τη ζωή, να διασφαλίζει τη διαιώνιση του είδους; Καιρός όμως για
σπορά, όπως είναι καιρός και για θερισμό. Όμως, ακόμα κι αν o άνθρωπος είναι μόνο
βιολογικό ον, ένα χόρτο, ισχύει αυτό: Υπάρχει κατάλληλη εποχή για σπορά, όπως και
κατάλληλη εποχή για θερισμό. Με άλλα λόγια, όπως ήταν κάποτε καιρός των έργων έτσι
τώρα είναι καιρός του απολογισμού για τα έργα.
Ο ποιητής σαν να έχει μπροστά του το φίλο του και να του τα λέει, τον ακούει να
διαμαρτύρεται: πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου λες; Όμως πώς μπορείς να αλλάξεις τη σκέψη
του πρόσφυγα, του αιχμάλωτου, του ανθρώπου που πουλήθηκε σαν εμπόρευμα; Όπως δεν
μπορείς να αλλάξεις τη σκέψη αυτών των ανθρώπων, και θα τους ακούς να σου λένε πάντα
τα ίδια και τα ίδια έτσι και ο ποιητής , έζησε αυτές τις εφιαλτικές στιγμές των ανθρώπων,
γι΄αυτό και λέει τα ίδια και τα ίδια. Αν ζούσε την εποχή των ανθρωποφάγων και μαζί τους,
θα 'ταν προτιμότερο. Ίσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς τους, να κάμνει ό,τι θέλει , χωρίς
πληρωμή (ο ποιητής είναι πληρωμένος υπάλληλος του δημοσίου και νιώθει πολύ
δυστυχισμένος). Θα ΄ταν προτιμότερο να σεριανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
(καλλωπιστικών φυτών), ν' ακούει τα ταμπούρλα κάτω απο το μπαμπού, καθώς χορεύουν οι
πρωτόγονοι αυλικοί με πραγματικές προσωπίδες, γιατί οι αυλικοί του Γεωργίου Β' φορούσαν
μεν προσωπείο αλλά δε φαινόταν, όντας υποκριτές και ψεύτες. Καλύτεροι λοιπόν οι
πραγματικοί ανθρωποφάγοι παρά οι προσωπιδοφόροι υποκριτές διπλωμάτες, που άλλο
πρόσωπο έδειχναν και άλλο ήταν.
Ο ποιητής συνεχίζει να δικαιολογεί γιατί λέει τα ίδια και τα ίδια. Οι εικόνες που έχει
στο μυαλό τους αυτές είναι . Δεν αλλάζουν, άρα ούτε και τα λόγια του μπορούν να
αλλάξουν. Είδε τον τόπο να βομβαρδίζεται και να καίεται , σε ταξίδια πολλές φορές (δικά
του ή των φίλων του), είτε με το τρένο είτε με το βέβαιο να βυθιστεί πλοίο. Όλα αυτά είναι
ριζωμένα στο μυαλό του και δεν αλλάζουν, οι εικόνες που φύτεψε ο πόλεμος μες στο μυαλό
του μοιάζουν με τα δέντρα μπάνιαν, που ρίχνουν τα κλωνιά τους στη γη και ξαναφυτρώνουν
άλλα δέντρα (συνειρμική γέννηση των εικόνων) κι έτσι απλώνουν παντού. Το μυαλό του
ποιητή κι όσων έζησαν τον πόλεμο μοιάζει μ' ένα παρθένο δάσος (δε χωρά τίποτ' άλλο)
γεμάτο από σκοτωμένους φίλους.
Αφού είδε τόσο φρικτά πράγματα κατά τον πόλεμο, θα καταλάβαμε τώρα γιατί μιλά
έτσι, με παραμύθια και παραβολές. Είναι για να τ' ακούει γλυκότερα ο ακροατής φίλος, γιατί
η φρίκη είναι ζωντανή ακόμα, και η φρίκη δεν έγινε ακόμα λόγος , δεν μπορεί ακόμα να την
εκφράσει, και κατακυριεύει την ψυχή του ποιητή μέρα και νύχτα στον ύπνο του ο καημός
που του θυμίζει τα παθήματα (μιμνήσκω πήματα= υπενθυμίζω παθήματα).
Κι ο φίλος τον σπρώχνει να μιλήσει και για ήρωες. Μου λες να μιλήσω για ήρωες, να
μιλήσω για ήρωες! Δεν γνώρισα ήρωες. Ο Μιχάλης, ένας απλός φαντάρος, που έφυγε με
ανοιχτές πληγές απο το νοσοκομείο, ίσως να μιλούσε για ήρωες, γιατί ήταν ήρωας και
γνώρισε ήρωες. Φεύγοντας λοιπόν απο το νοσοκομείο ούρλιαζε μέσα στη νύχτα και τον
ακούγαμε και άγγιζε εκεί που πονούσαμε, αφού η Ελλάδα πάει στα σκοτεινά (Κομμαγηνή):
Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε, φώναζε. Ήρωας λοιπόν είναι όποιος
αγωνίζεται χωρίς να ξέρει το αποτέλεσμα. Ήρωας είναι όποιος ανοίγει δρόμους, όποιος δεν
περιμένει ανταπόδοση. Ενώ οι διπλωμάτες ...
Επιβεβαιώνεται λοιπόν και πάλι πως λίγες είναι οι νύχτες με φεγγάρι που αρέσουν
στον ποιητή. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ