You are on page 1of 4

Καταρχάς θέλω να ευχαριστήσω, εκ μέρους όλης της συντακτικής

ομάδας του περιοδικού, τη Λέσχη και το Φεστιβάλ των Αναιρέσεων, με


το οποίο εξάλλου έχουμε και μια πολύ καλή σχέση. Έχουμε παρευρεθεί
στην Αθήνα, έχουμε παρευρεθεί στην Πάτρα, ωστόσο είναι η πρώτη
φορά που ερχόμαστε στη Θεσσαλονίκη και γενικότερα στη βόρεια
Ελλάδα και αυτό ήταν κάτι που το επιθυμούσαμε.

Πιστεύω χρειάζεται να σταθούμε στον τίτλο της συζήτησης, ο οποίος


είναι και πολύ εύστοχος. Αθλητισμός και Οπαδισμός. Πέραν του ότι ο
αθλητισμός και ο κόσμος των κερκίδων είναι έννοιες που βρίσκονται σε
μια συνεχή διαλεκτική, απενοχοποιεί τον όρο «οπαδισμός». Σκεφτείτε
μόνο την έκφραση ή τις σκέψεις του μέσου συμπολίτη μας ακούγοντας
τη λέξη οπαδός ή οπαδισμός. Φυσικά κάτι τέτοιες απόψεις, που κολλάνε
συχνά μαζί με στερεότυπα του τύπου «όπιο των λαών»,
«οπαδός=χουλιγκάνος». θεωρούνται πια τουλάχιστον παρωχημένες.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι η κοινωνιολογία των σπορ είναι ένα από τα πιο
χοτ ακαδημαϊκά πεδία εδώ και αρκετά χρόνια, ενώ υπάρχουν
τουλάχιστον δύο επιστημονικά journals αποκλειστικά για το ποδόσφαιρο.

Εδώ και σχεδόν 2 δεκαετίες, το Modern Football εμφανίζεται σε πανό,


γκράφιτι, σημαίες και γενικότερη σε όλο σχεδόν το φάσμα της οπαδικής
σημειολογίας. Αν και μόνο δύο λέξεις, ως όρος συμπυκνώνει πολλαπλές
διαστάσεις ενός φαινομένου (ντόπινγκ, στήσιμο αγώνων, απαγορεύσεις
μετακινήσεων) που στον πυρήνα του δεν είναι τίποτα άλλο από το εξής
ένα: την αχαλίνωτη τάση του συστήματος να εκμεταλλεύεται και να
ηγεμονεύει, τον δημόσιο χώρο.
Η εκμετάλλευση μας παραπέμπει γρήγορα γρήγορα στο οικονομικό
κομμάτι. Από τη δεκαετία του ’70, όταν και η FIFA εισήλθε σε μια
διαδικασία ταχείας σύνδεσης με τις αγορές, κάτι που εκφράστηκε μέσα
από το μότο «Θα πουλήσουμε ένα προϊόν που λέγεται ποδόσφαιρο», η
γενικότερη στρατηγική αυτών που διαχειρίζονται τις τύχες του
αθλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο βασίζεται σε αυτήν τη ρήση ως
ευαγγέλιο. Πλέον οι εμπορευματοποιημένες λειτουργίες του αθλήματος
συνιστούν μια τεράστια πολιτισμική βιομηχανία, και το χρήμα που
κυκλοφορεί μέσα και χάρη στις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις προκαλεί
ίλιγγο. Όλο αυτό φυσικά έχει τεράστιες συνέπειες στη φυσιογνωμία του
σύγχρονου αθλητισμού και του ποδοσφαίρου ειδικότερα καθώς
δημιουργεί μεγάλες οικονομικές και αγωνιστικές ανισότητες ανάμεσα
στους συλλόγους, ακριβοπληρωμένους σταρ με δυσθεώρητες υπεραξίες
και μεταγραφικά ποσά, συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια λίγων και
εκλεκτών, μαρασμό ή εξαφάνιση ομάδων ανίκανων να ανταπεξέλθουν
στον ανταγωνισμό, και εντέλει σε συγκεκριμένα στεγανά κυριαρχίας
(ξέρουμε ποιες ομάδες θα διεκδικήσουν τα εγχώρια πρωταθλήματα, ποιες
το Champions League, ποιες το Παγκόσμιο Κύπελλο κλπ).
Ο δεύτερος πυλώνας της συστημικής ηγεμονίας αφορά τους (πολιτικούς)
όρους με τους οποίους διεξάγεται το άθλημα. Στη μοντέρνα το εποχή, το
ποδόσφαιρο διεξάγεται ήδη, όσον αφορά τις μεγάλες διοργανώσεις, ή
τείνει να διεξάγεται, στην περιφέρεια του διεθνούς ποδοσφαίρου,
αποστειρωμένα. Όχι πανό με πολιτικό νόημα, όχι καπνογόνα, όχι
μετακινήσεις, όχι θέσεις ορθίων. Πρόκειται για μια διαδικασία
«κάθαρσης» του παιχνιδιού η οποία εξελίχθηκε παράλληλα με τον
οικονομικό μετασχηματισμό του σε προϊόν. Το ίδιο σημαντικό όμως
είναι ότι, χρονικά, αυτή η διαδικασία αποστείρωσης συνέπεσε με τη
ριζοσπαστικοποίηση του οπαδικού υποκειμένου.
Τη δεκαετία του ’70 και του ‘80, με αφετηρία τη Βρετανία και την Ιταλία
αναδύθηκαν/αναπτύχθηκαν οι οργανωμένες μορφές γηπεδικής
υποστήριξης, στη μεν Βρετανία τα firms στη μεν Ιταλία οι ultras.
Πρόκειται για τις δύο όψεις ενός κοινού φαινομένου, κατά το οποίο
κοινωνίες που βιώνουν βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση γίνονται
μάρτυρες της ριζοσπαστικοποίης της νεολαίας των εργατο-λαϊκών
στρωμάτων, κ α ι μέσα στα γήπεδα. *Στη Βρετανία τα ταξικά
χαρακτηριστικά των firms υπερίσχυαν μια τυχόν συγκροτημένης
πολιτικής ιδεολογίας, ενώ στους ultras η πολιτική στράτευση συχνά ήταν
σαφώς πιο έκδηλη όπως φαίνεται από τα ονόματα και τα σύμβολα που
υιοθέτησαν. *Βία ως εκδήλωση κοινωνικής δυσαρέσκειας σε
αντιδιαστολή με τη βία ως μέσο επίδειξης ή προστασίας του χώρου τους.
Για την ακρίβεια οι Ιταλοί ultras και κατόπιν οι Ισπανοί, είναι αυτοί
έχουν συνδέσει τον ευρωπαϊκό οπαδισμό με την αριστερά και το
κομμουνιστικό κίνημα.
Έως το τέλος της χιλιετίας, η αντίδραση των αστικών κυβερνήσεων αλλά
και των υπερδομών του αθλήματος είχε ως αποτέλεσμα μια ραγδαία
θεσμική αντεπίθεση που περιέλαβε μεταξύ άλλων: κοινωνικό
αποκλεισμό των λαϊκών στρωμάτων (Βρετανία), εκστρατείες
δυσφήμισης από τα ΜΜΕ, σκληρή καταστολή οπαδών (φακέλωμα
στοιχείων, προσαγωγές, πρόστιμα), τιμωρίες των ίδιων και των ομάδων,
δημιουργώντας ουσιαστικά όλο αυτό το υπόστρωμα που μαζί με την
εμπορευματοποίηση του αθλήματος, αποκρυστάλλωσε το Modern
Football. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε το πόσο σημαντικός είναι ο
έλεγχος του δημόσιου χώρου (και) μέσα από τα γήπεδα, δεν έχουμε παρά
να στρέψουμε το βλέμμα μας στα γήπεδα της Τυνησίας και της
Αιγύπτου.
Στις μέρες μας, όπου πλέον οι οπαδικές παραδόσεις του παρελθόντος
έχουν εξασθενίσει ή μεταλλαχθεί, και το ερώτημα που επανέρχεται είναι
το εξής: ποιος είναι ο ρόλος των οπαδών μέσα σε ένα περιβάλλον
πανίσχυρης φιλελεύθερης ηγεμονίας;
Δεδομένου ότι είναι αναμφίβολα κομμάτι της κοινωνίας, θα μπορούσαμε
να ισχυριστούμε πρώτα πρώτα ότι χρειάζεται να συμμετέχουν στα
κοινωνικά και γιατί όχι πολιτικά δρώμενα αναπτύσσοντας στρατευμένες
και προοδευτικές πολιτικές θέσεις. Αυτό θα ήταν ευχής έργον, και όπου
συμβαίνει είναι πολύ σημαντικό. Ταυτόχρονα όμως, είναι πολύ δύσκολο
να το δούμε σε γενικευμένη κλίμακα, καθώς σε μια κερκίδα
συσσωρεύεται πλήθος ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές, ιδέες,
πολιτισμικές παραστάσεις κλπ, που βρίσκεται εκεί πρωτίστως για να
υποστηρίξει μια αθλητική ομάδα και όχι για να πράξει πολιτική
προπαγάνδα. Μην ξεχνάμε ότι η κερκίδα είναι μια προσωρινή αυτόνομη
ζώνη με δικούς της κανόνες.
Μπορεί όμως να υπάρξει μια πιο γειωμένη στόχευση, που δεν θα
προσδίδει χιμαιρικά χαρακτηριστικά στο οπαδικό υποκείμενο και δεν θα
το κάνει να νιώθει άβολα μέσα στο πλαίσιο που λειτουργεί. Μια
συλλογική και οργανωμένη μάχη απέναντι στην προσβολή των
δικαιωμάτων και της έννοιας του πολίτη (όπως εκφράζεται με
απαγορεύσεις μετακινήσεων ή τις κάρτες φιλάθλου) είναι κάτι που
πρέπει να απαιτούμε από την εγχώρια οπαδική σκηνή. Ένα δεύτερο είναι
ο κόσμος να γίνει συμμέτοχος ή υπεύθυνος στον σύλλογο που
υποστηρίζει. Να αποτελέσουν οι οπαδοί τους κινητήριους μοχλούς σε μια
διαδικασία εκδημοκρατισμού των ομάδων τους, και παράλληλα του
παιχνιδιού.
Να είμαστε σίγουροι ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία θα μπορούν να
γίνουν δεκτά πιο εύκολα προοδευτικά πολιτικά προτάγματα.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου οι παράγοντες με τους οποίους έχουμε
μπλέξει ειδικά τα τελευταία χρόνια οδηγούν στο παιχνίδι στον βούρκο,
αυτό ίσως είναι μια πρόκληση που οι ίδιοι οι οπαδοί θα χρειαστεί να
απαντήσουν πολύ σύντομα. Το πώς θα απαντήσουν σε αυτήν την
πρόκληση είναι κι αυτό ένα περίπλοκο ζήτημα. Θα γίνει μέσα από τις
κερκίδες των παραδοσιακών ομάδων και τα φώτα της δημοσιότητας
(Γερμανία), ή μέσα από τη δουλειά του μυρμηγκιού και τη δημιουργία
αυτοοργανωμένων αθλητικών πρωτοβουλιών (Ελλάδα); Πέραν από το
απαντήσουμε ναι ή όχι σε αυτό το ερώτημα, πιο επωφελές θα ήταν να
πλατύνουμε αυτό το δίλημμα μέσα από έναν δημιουργικό και συνεχή
διάλογο. Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση των οπαδών στο Modern
football, οφείλει να είναι Reclaim the Game.

You might also like