You are on page 1of 192

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΔΟΓΜΑΤΟΣ, ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΩΝ- ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ : ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Θέμα μεταπτυχιακής διατριβής : «Η εγκατάσταση των Μικρασιατών


προσφύγων της Καππαδοκίας, στα χωριά της (Νέας) Αραβησσού,
της (Νέας) Αξού και του Νέου Μυλότoπου της επαρχίας Γιαννιτσών».

μεταπτυχιακός σπουδαστής : Λάζαρος Η. Κενανίδης


σύμβουλος καθηγητής: κ. Aθανάσιος Ε. Καραθανάσης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2008
Ταπεινό αφιέρωμα σε όλους εκείνους
που έμειναν εκεί, στην πατρώα γη….
νεκροί και ζωντανοί !

Το τραγούδι των προσφύγων

(απόσπασμα)

-Νεκροί σπαρμένοι στις πεδιάδες και στα περιβόλια


και στα ερμοτόπια και στα βράχια της Ανατολής,
τα που σας ρίξανε σπαθιά, που σας φάγανε βόλια,
βαθιά στα σπλάχνα της Φυλής

ας ριζωθούν α! να στοιχειώσουν ύστερα μυστήρια,


και βούκεντρα πάντα για νέα οργώματα ας γεννούν,
αίματα, νεύρα και θυμοί και χέρια εκδικητήρια.
Πάντα οι νεκροί ας μας κυβερνούν!

Κωστής Παλαμάς 3-11-1922.

Eξώφυλλο:
Προσφυγικές κατοικίες του προγράμματος Εποικισμού
στα χωριά: α. (Νέα) Αραβησσός β. (Νέα) Αξός και γ. Νέος Μυλότοπος.
Δήμος Κύρρου. Επαρχία Γιαννιτσών. Νομός Πέλλας.
φωτ: Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Οπισθόφυλλο:
α. Στήλη με ελληνική επιγραφή από τα ελληνιστικά χρόνια. Ενεχίλ Καππαδοκίας.
΄ φωτ. Σάββα και Βαρβάρας Τατόγλου.
β. H βρύση της Αξού μπροστά στο χάνι και το σχολείο. 28-3-04.
φωτ. Αποστόλη Παυλίδη.
γ. Άποψη του σημερινού χωριού Κουρούμτζα (Gurumze)
φωτ. από Διαδίκτυο.

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ


Ως κριτήρια για την επιλογή του συγκεκριμένου θέματος αποτέλεσαν τα παρακάτω
στοιχεία :

Η πρωτοτυπία του θέματος, αλλά και η απουσία ανάλογης εργασίας σε επίπεδο


μεταπτυχιακών σπουδών στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης .
Το οφειλόμενο χρέος για συστηματική καταγραφή των συνθηκών ζωής και
εγκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων της Καππαδοκίας στα χωριά (Νέα)
Αραβησσός, (Νέα) Αξός και Νέος Μυλότοπος, στα πρώτα δύσκολα χρόνια, μετά την
υποχρεωτική Aνταλλαγή των Πληθυσμών. Παρόμοια επιστημονική έρευνα για αυτή την
περιοχή της επαρχίας Γιαννιτσών λείπει από την βιβλιογραφία
Η από το καλοκαίρι του 1998 υπηρεσία μου ως καθηγητής θεολόγος, στο
Γυμνάσιο (Νέας ) Αραβησσού, συνετέλεσε στο να αναθερμανθεί το ενδιαφέρον μου για
την ιστορία της Καππαδοκίας, καθώς και τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές δομές
της περιοχής των αλησμόνητων πατρίδων. Ταυτοχρόνως, η επαφή μου με τους κατοίκους
της (Νέας) Αραβησσού, της ( Νέας) Αξού και του Νέου Μυλότοπου, γειτονικών -μεταξύ
τους- χωριών, μου έδωσε το έναυσμα και την αφορμή να μελετήσω σε βάθος τα ήθη,
έθιμα, συνήθειες, χαρακτήρα, γλωσσικό ιδίωμα και, γενικά, παραδόσεις, τις οποίες οι
παλαιότεροι έφεραν μαζί τους
Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών χωριών είναι το γεγονός ότι, στην ολότητά
τους, συγκροτούνται από αμιγώς προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι κατατρεγμένοι,
πάμφτωχοι, ρακένδυτοι και ανέστιοι –όσοι, βεβαίως, επέζησαν του βίαιου ξεριζωμού το
1924 –μεταφέρθηκαν για να εγκατασταθούν στην φιλόξενη ελληνική γη της Μακεδονίας.
Η απόσπασή μου στην σχολική βιβλιοθήκη του Γυμνασίου της (Νέας)
Αραβησσού με τον πλούτο των 6500 περίπου τίτλων βιβλίων, περιοδικών και του
άφθονου οπτικοακουστικού υλικού που διαθέτει, είχε πολλαπλασιαστικά οφέλη για μένα,
μια και μου πρόσφερε την δυνατότητα και την ευχέρεια να μελετήσω, να ερευνήσω σε
βάθος και να εντρυφήσω σε ένα πλήθος από, ενδιαφέροντα και σχετιζόμενα με την Μικρά
Ασία, πονήματα μελέτες, και συγγράμματα.
Το γεγονός ότι έλκω την καταγωγή μου από την πολύπαθη αλλά, ταυτόχρονα, και
ευλογημένη Καππαδοκία, περιοχή της Μικράς Ασίας, συνετέλεσε καταλυτικά στην τελική
μου απόφαση να ασχοληθώ εκτενώς με το εν λόγω θέμα. Επιθυμούσα διακαώς να ψάξω
για τις ρίζες μου, την καταγωγή μου, τους παππούδες και τους προππαπούδες μου. Ήταν
μια επιλογή συνειδητή και καρπός ώριμης σκέψης. Ίσως λίγο αργά, να συνειδητοποίησα κι
εγώ την ανάγκη να καταγραφεί, να διασωθεί και να προβληθεί, αρκούντως, όλη αυτή η
ιστορική πορεία της φυλής μου. Αλλά από την άλλη, παραμυθούμαι πως και εγώ, με την
σειρά μου, έχω κάτι να προσφέρω στην ενδιαφέρουσα, ωστόσο, ελάχιστα προβεβλημένη,
ιστορία του ξεριζωμένου αυτού τμήματος της Ρωμιοσύνης.
Η ανάγκη διάσωσης πολύτιμων πληροφοριών και προσωπικών προφορικών
μαρτυριών από πρόσωπα, συγγενικά, οικεία, ή, απλώς, γνωστά συνετέλεσε τα μέγιστα
στον εμπλουτισμό της μεταπτυχιακής εργασίας. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες γέροντες,
που σιγά –σιγά αποχωρούν κι αυτοί από την επίγεια ζωή τους, παίρνουν μαζί τους τις
όποιες εικόνες, αναμνήσεις, παραστάσεις αλλά και διηγήσεις παλαιοτέρων –πατεράδων και
παππούδων- για την ζωή, τις συνθήκες διαβίωσης, τις χαρές, τις λύπες και τα όνειρα των
ταλαιπωρημένων και βασανισμένων παππούδων μου. Πολλοί από αυτούς έμειναν για
πάντα στην πατρώα γη, δεμένοι με την μητέρα πατρίδα, παρέα με τα φαντάσματα του
παρελθόντος και τις ψυχές των κατοίκων της oρφανεμένης γης της Καππαδοκίας· πιστοί

3
στο υπέρτατο χρέος: άνθρωποι και χώμα είναι «αδέλφια δίδυμα» και πρέπει να είναι για
πάντα μαζί.
Η μεθοδική και επιστημονική καταγραφή και διαφύλαξη κάποιων από τα
σημαντικότερα έθιμα, που έφεραν οι ξεριζωμένοι παππούδες μου από την αλησμόνητη
πατρίδα μας την Καππαδοκία, είναι χρέος βαρύ και απαιτεί μεράκι, σοβαρότητα και
υπευθυνότητα. Ο λαογραφικός πλούτος, που υπάρχει, παραμένει, εν μέρει, αναξιοποίητος.
Η προβολή του θα συμβάλει, ουσιαστικά, στην ενίσχυση της αυτογνωσίας των κατοίκων
της περιοχής αυτής, στην συνείδηση της κοινής καταγωγής τους –μιας και οι τρεις
προέρχονται από γειτονικές περιοχές– στην σφυρηλάτηση της ενότητας τους –
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα –και, επίσης, στην επιπλέον διεύρυνση των γνώσεων τους για
τις πατρίδες τους.
Τύχη αγαθή συνετέλεσε και τα βήματά μου στον χώρο της Θεολογικής Σχολής
με οδήγησαν στην συνεργασία με τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής. του Α.Π.Θ., κ.
Αθανάσιο Ε. Καραθανάση. Στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών ομίλησα με τον
σύμβουλο καθηγητή μου για τους προβληματισμούς μου, για την καταγωγή μου και την
Καππαδοκία. Έτσι μου συμπαραστάθηκε, με καθοδήγησε και συμπλήρωσε τις όποιες
ελλείψεις είχε εμφανίσει η μεταπτυχιακή εργασία μου. Οι επισημάνσεις και οι διορθωτικές
παρεμβάσεις του συνέβαλαν στην ευπρόσωπη μορφή της παρούσης μεταπτυχιακής
διατριβής.

Επίσης, οφείλω να ευχαριστήσω θερμά τους απλοϊκούς ανθρώπους της περιοχής,


ολιγογράμματους στην πλειονότητά τους, οι οποίοι με συγκινητική προθυμία και
ανυστερόβουλη διάθεση, πλούτισαν το όλο κείμενο με αφηγήσεις, περιγραφές και
νοσταλγικές αναμνήσεις από τις αλησμόνητες πατρίδες και τα πρώτα δύσκολα χρόνια της
εγκατάστασής τους στα προαναφερθέντα τρία χωριά .

4
2. Μια κρίση…
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 θεωρείται ως το πλέον συντριπτικό
πλήγμα εναντίον της Ρωμιοσύνης, όχι μόνο όσον αφορά στην ιστορική πορεία της στον
20ο αιώνα, αλλά σε ολόκληρη την μακραίωνη διαδρομή της.
Συγκρινόμενη με την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1438, την άλωση της
Βασιλεύουσας το 1453, της Τραπεζούντας το 1461, της Κύπρου το 1571 και της Κρήτης
το 1669 παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες αλλά και ουσιαστικές διαφορές.
Σε όλες τις παραπάνω θλιβερές ιστορικές επετείους, παρά τα όποια πλήγματα
υπέστη ο Ελληνισμός, τους διωγμούς, τους μαζικούς εξισλαμισμούς, την φυσική και
ηθική εξόντωση, μεγάλο τμήμα του παρέμεινε στις πατρογονικές εστίες του,
αντιπαρήλθε τις δυσμενείς συνθήκες και αξιοποιώντας προς το θετικό τις συγκυρίες–εν
ευθέτω χρόνω-μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι μεγαλούργησε.
Στην περίπτωση, όμως, της μικρασιατικής καταστροφής υφίσταται ζήτημα
ξεριζωμού, εξολόθρευσης και γενοκτονίας. Χιλιάδες Ελλήνων εξοντώθηκαν και όσοι
επέζησαν –από τις κακουχίες, τους μαζικούς εκτοπισμούς, από την φοβερή τραγωδία –
θλιβερές υπάρξεις, ανθρώπινα ράκη, κυριολεκτικά στοιβαγμένοι σε σαπιοκάραβα
αποβιβάζονται στα λιμάνια της ελεύθερης Ελλάδας, με την εικόνα του τρόμου
χαραγμένη στα πρόσωπά τους. Ό,τι άφησαν εκεί, κινητή και ακίνητη περιουσία, βιος,
εικόνες, πρόσωπα αγαπημένα τα έκλεισαν στην ψυχή τους, τα φύλαξαν στη μνήμη τους.
Η μισή καρδιά τους έμεινε στην Ανατολή, εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, και τα όνειρα των
ανθρώπων οι αίτιοι της τραγωδίας τα έπνιξαν στην Δύση, στα παράλια της ωραίας
Ιωνίας.
Επιπλέον, στην αντιπαράθεση μεταξύ παλαιάς ελεύθερης Ελλάδας και προσφάτως
απελευθερωθείσας νέας Ελλάδας, προστίθεται ένα νέο στοιχείο: Στο διευρυμένο
ελληνικό κράτος, απότοκο των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 -1913 με την
ενσωμάτωση της Κρήτης, των νησιών του Αιγαίου, της δυτικής Θράκης, της
Μακεδονίας, της νότιας Ηπείρου, μέσα από την διαδικασία της απελευθέρωσης αυτών
των περιοχών, προστίθεται το 1924 μια τεράστια μάζα ανθρώπων στον εθνικό κορμό. Οι
καινούριοι κάτοικοι δεν έχουν πια πατρίδα, δεν έχουν εδάφη, είναι, όπως πολύ εύστοχα
χαρακτηρίστηκαν, «το κινητό υπόλοιπο του ισολογισμού του ελληνικού
αλυτρωτισμού»1. Η συναισθηματική φόρτιση, η μνήμη και η ιστορική συγκυρία παίζουν
τον δικό τους ρόλο. Στην Ανατολή οι Ρωμιοί έχασαν πολλά. Αυτή, όμως, που κυρίως
τρώθηκε ήταν η ιστορική μνήμη. …Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε
Άθω2… Η Μεγάλη Ιδέα έχει θαφτεί. Εδώ σταμάτησε η Ιστορία. Η Ρωμιοσύνη απώλεσε
τον ένα πνεύμονά της και τώρα αναπνέει μόνο με τον άλλο... Στα 1453 εάλω η Πόλις,
στα 1922 εάλω το Βυζάντιον……Ο δικέφαλος αετός τώρα πια κοιτάει μοναχά στην
Δύση, στην Ανατολή υπάρχουν πλέον μόνον ερείπια, στάχτες και σκοτεινές ψυχές.
Μέσα στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χάος που επικράτησε στο
ελλαδικό κρατίδιο, η πολιτεία δέχθηκε ως στοργική μητέρα τα σπαράγματα του
Ελληνισμού, θλιβερά κατάλοιπα ενός κυνηγημένου, ηττημένου και ταπεινωμένου
έθνους. Η αναπάντεχη συμφορά και αφύσικη, συνάμα, εξέλιξη προκάλεσε τεράστια
αναστάτωση στον κρατικό μηχανισμό. Απροετοίμαστη καθώς ήταν, υποδέχθηκε ενάμιση
εκατομμύριο ελληνορθόδοξους πρόσφυγες, νηστικούς, ρακένδυτους, άρρωστους,
απελπισμένους, κατατρεγμένους και ορφανούς. Αναμόχλευση πολιτικών παθών,
κομματικές έριδες, κοινωνικές προστριβές, αναστάτωση ηθών κι εθίμων, έντονες
διαφωνίες κι εχθρότητες, διεκδικήσεις για την διανεμόμενη γη και ασθένειες

1
Γιώργος Τσεδόπουλος, κ.ά., Πέρα από την καταστροφή,15
2 Oδυσσέας Ελύτης, Το Αξιον Εστί, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 40

5
ακολούθησαν την εγκατάσταση χιλιάδων ανέστιων ανθρώπων. Η χέρσα γη έπρεπε να
καλλιεργηθεί. Τα ψυχικά και σωματικά τραύματα άργησαν πολύ να επουλωθούν .
Όταν η πληγωμένη χώρα μας άρχισε δειλά-δειλά να ανακάμπτει και να
επιτελεί δειλά βήματα προόδου, δέχθηκε ασμένως την συμβολή των προσφύγων, η οποία
αποδείχθηκε εξαιρετικά πολύτιμη. Οι πρόσφυγες με τον δυναμισμό που τους διέκρινε,
την αποφασιστικότητα, την θέληση για επιβίωση, την εργατικότητα και την λιτότητα
που τους χαρακτήριζε, ρίζωσαν στα χώματα που τους παραχωρήθηκαν, έσφιξαν τα
δόντια τους και ξεκίνησαν μια νέα ζωή. Τα πρώτα βήματα έγιναν. Οι δυσκολίες πολλές,
οι αμοιβαίες καχυποψίες μεταξύ ντόπιων κι επήλυδων δεδομένες. Οι εντάσεις και οι
διενέξεις συχνές …Ο πόνος αγιάτρευτος. Αλλά δεν γινόταν και αλλιώς …Έπρεπε να
πνίξουν την θλίψη τους, να νικήσουν τον πόνο που ένοιωθαν, να σηκώσουν ψηλά το
κεφάλι, να δουν κατάματα τον ήλιο, να δημιουργήσουν. Αυτή η χώρα τους έλαχε, σε
αυτήν θα ζήσουν, εδώ θα φτιάξουν οικογένειες, εδώ θα γεννήσουν τα παιδιά τους. Εδώ
θα συνεχιστεί η Ρωμιοσύνη …..
Όχι, αυτοί δεν ήταν οι ηττημένοι· όχι, αυτοί δεν έχασαν τον πόλεμο· αυτοί
πάλεψαν για την ελευθερία τους, για την ενσωμάτωσή τους στον ελληνικό κορμό και
παραμένουν υπερήφανοι, γιατί, όπως το αναγνώρισε με δήλωσή του και ο Κεμάλ
Ατατούρκ τον Σεπτέμβριο του 1923 σε πανηγυρική ομιλία του στη μεγάλη τουρκική
εθνοσυνέλευση: «Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στη Μικρά Ασία δεν ηττήθη ο γενναίος
ελληνικός στρατός, η πολιτική του ηγεσία ηττήθη » 3.

3
Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Η πορεία των ελληνικών σχέσεων και η Κύπρος, 559.
6
A΄ ΜΕΡΟΣ

1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Χρήσιμο είναι να εξετασθεί η προέλευση του ονόματος της Καππαδοκίας. Οι εκδοχές,


που αναφέρονται περί της καταγωγής του, υποστηρίζονται από τον Ηρόδοτο τον
Αλικαρνασσέα, από την ομώνυμη πόλη της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, που προβαίνει
στην διαπίστωση -- το εν λόγω όνομα είναι περσικής προέλευσης-- πως οι Έλληνες
αποκαλούν τους κατοίκους της περιοχής Σύριους, ενώ οι ίδιοι οι Πέρσες τους ονομάζουν
Καππαδόκες. Ο Πλίνιος (61-112 μ.Χ.) υποστηρίζει ότι το όνομα έχει ληφθεί από τον
παραπόταμο Καππαδώξ του Άλυος, του γνωστού μεγάλου ποταμού, ο οποίος λειτουργεί
ως φυσικό σύνορο μεταξύ Καππαδοκίας και Γαλατίας4. Σε αυτό συνηγορεί η συριακής
προέλευσης λέξη Capdac=σύνορο. Άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι η φυλή των
Καππαδοκών, κλάδου της Ιαπετικής οικογένειας, ονόμασε έτσι την χώρα που κατοίκησε
ήδη από το 1600 π.Χ.5. Ο Αρριανός (95-175 μ.Χ.) προτάσσει δύο απόψεις : ή ότι ο
ηγεμόνας των Ασσυρίων Καππαδώξ έδωσε το όνομά του στην περιοχή ή ότι προέρχεται
από την λέξη Catpaducia (Καππαδοκία) και η οποία στην περσική γλώσσα μεταφράζεται
ως η χώρα των ωραίων αλόγων.6 Γεγονός είναι ότι οι μεγάλες πεδιάδες και τα οροπέδιά
της ευνοούσαν την εκτροφή αλόγων7. Στα επιγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του
Ναζιανζηνού συναντάται αρκετές φορές το επίθετο Εύιππος. Στον Ηρόδοτο, πάντως,
μαρτυρείται ότι ανάμεσα στους ποικίλους λαούς που συμμετείχαν στην κατακτητική
εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας (481-479) περιλαμβάνονταν και
Καππαδόκες 8.
Στις αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν (1963-1965) στην περιοχή
της Μαλακοπής (Deriguyu) βρέθηκαν ίχνη του γνωστού πολιτισμού των Χετταίων, που
άκμασε πριν το 1200π.Χ. με πρωτεύουσα τη Χαττούσα (Μπογάζκιοϊ). Στο διάβα της
ιστορίας εμφανίζονται οι Φρύγες, ενώ γύρω στο 700 η περιοχή κατακτάται από τους
Ασσύριους, κατόπιν από τους Μήδους και, αργότερα, από τους Πέρσες 9.
Οι ιστορικές περίοδοι της Καππαδοκίας, σύμφωνα με τον Παύλο Καρολίδη,
λαμβάνουν το όνομά της, και οριοθετούνται ως εξής :
1. Καππαδοκία φρυγική. Περίοδος εκτεινόμενη από την αρχαιότητα έως το 878 π.Χ.,
έτος κατά το οποίο η εν λόγω περιοχή καταλαμβάνεται από το αρχικό κράτος των
Ασσυρίων.
2. Καππαδοκία ιρανική (878-322 π.Χ.). Σε αυτή την χρονική περίοδο έχει παγιωθεί,
πλέον, η υπαγωγή της στο ασσυριακό κράτος.
3. Καππαδοκία μακεδονική (322-301π.Χ.).Έτος κατά το οποίο η κυριαρχία των
Μακεδόνων έλαβε τέλος.
4. Καππαδοκία ελληνιστική (301π.Χ.—66 μ.Χ.). Η αφομοίωση του ελληνιστικού
πολιτισμού έχει συντελεστεί, ακολουθεί η κατάκτηση της περιοχής από τις Ρωμαϊκές
λεγεώνες.
5. Καππαδοκία ρωμαϊκή, περίοδος που διαρκεί από το 66 μ.Χ.-400 μ.Χ.

4
Μαρία Β. Ασβέστη, Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκία, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα,
1980, 12.
5
ό.π. ,12.
6
Αθανάσιος Ε.Καραθανάσης , Καππαδοκία, εκδ. Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη,2001, 27.
7
Δημήτριος Αθανασιάδης, Μνημεία και Παράδοση της Καππαδοκίας, Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισ—
μού, τ. 10, εκδ. Κεσόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1999, 305.
8
Χρύσης Πελεκίδης, Ιστορία Ελληνικού Έθνους , τ. Β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1971, 317.
9
Αθανασιάδης ό.π. , 306 .
7
6. Καππαδοκία βυζαντινή και αραβική, μακρά χρονική περίοδος που διαρκεί από το 400
μ.Χ. έως το 1071 μ.Χ.(μάχη του Ματζικέρτ).
7. Καππαδοκία τουρκική, που περιλαμβάνει όλη την ιστορική διαδρομή από το 1071
μ.Χ. έως την ολοκληρωτική πλέον υποταγή της περιοχής της Καππαδοκίας στις
οθωμανικές ορδές .10
Η πολιτισμική επίδραση του ελληνικού πολιτισμού πάνω στην Καππαδοκία υπήρξε
μια διαδικασία μακροχρόνια, αλλά και ουσιαστική· ήδη από την περίοδο της δυναστείας
των Αριαραθών μαρτυρούνται τέτοια γεγονότα. Στα χρόνια της επικράτησης των
Μακεδόνων η τάση αυτή συνεχίστηκε. Σημαντικότατη ήταν, βέβαια, και η συμβολή της
ίδρυσης και ανάπτυξης μιας σειράς από ελληνικές αποικίες, γιατί διέδωσαν την
κουλτούρα και την ελληνική γλώσσα στις περιοχές όπου απλωνόταν η εμβέλειά τους. Ο
εξελληνισμός της περιοχής οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό στην στρατιωτική, πολιτική
και πολιτιστική εξάπλωση του μακεδονικού κράτους, αρχής γενομένης από την νικηφόρα
εκστρατεία του Αλέξανδρου του Γ΄, του επονομαζόμενου Μέγα. Ο τελευταίος, μάλιστα,
στο τμήμα εκείνο της Καππαδοκίας που κατέλαβε, όρισε ως τοπικό σατράπη Μακεδόνα
στρατηγό, τον Ευμένη, στον οποίο και αποδόθηκε η περιοχή11. Η μακεδονική κυριαρχία
δεν διήρκεσε και μεγάλο χρονικό διάστημα· μόλις 21 χρόνια. Η διάδοση του ελληνικού
πολιτισμού συνεχίστηκε και στην ελληνιστική περίοδο, με τους διαδόχους του
Μακεδόνα βασιλιά και στρατηλάτη, δίχως να κοπάσει με την επιβολή της ρωμαϊκής
κατάκτησης. Ήδη οι ελληνικές πόλεις της Καισάρειας και των Τυάνων, που
μετονομάστηκε προσωρινά σε «Ευσέβεια, η προς τω Ταύρω», είχαν το δικαίωμα να
κόβουν το δικό τους νόμισμα 12 .
Ο Αριαράθης, εξόριστος ηγεμόνας επί μακεδονικής κυριαρχίας, επανήλθε στον
προσωρινά απωλεσθέντα θρόνο του. Έτσι η βασιλική δυναστεία των Αριαραθών
συνέχισε απρόσκοπτα την νομή της εξουσίας. Στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου,
μάλιστα, μαρτυρείται και πόλη με το όνομα Αριαράθεια13. Στα χρόνια της ηγεμονίας του
Αριαράθου Στ΄ παρατηρήθηκε ακμή της καλλιέργειας και διάδοσης των ελληνικών
γραμμάτων και του πολιτισμού. Απαραίτητη δέσμευση της τότε καθεστηκυίας τάξης
αποτελούσε η διατήρηση καλών σχέσεων με τους Ρωμαίους κατακτητές της οικουμένης,
οι οποίοι είχαν μεταβάλει ολόκληρη τη Μεσόγειο Θάλασσα σε Ρωμαϊκή λίμνη (Μare
Νostrum). Mε την ολοκληρωτική επικράτηση των κυρίαρχων Ρωμαίων το 17 μ.Χ., η
Καππαδοκία κατέστη ρωμαϊκή επαρχία έχοντας ως διοικητή Ρωμαίο αξιωματούχο, που
έφερε τον τίτλο του επιτρόπου ( procurator)14 .
Στους πρόποδες του βουνού Αργαίου υφίστατο μια παλιά πόλη, η Μάζακα –η οποία,
μάλιστα, για ένα διάστημα ονομαζόταν και Ευσέβεια η προς τω Αργαίω– το όνομά της
ερμηνεύονταν ως «η πόλη του φεγγαριού».Απολάμβανε καθεστώτος ευρείας αυτονομίας
και είχε δικό της άρχοντα επί Ρωμαιοκρατίας15. Για την μετονομασία της πόλης σε
Καισάρεια υπάρχουν δύο εκδοχές : α) επειδή προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Τιβέριου(
14-37 μ.Χ.), διαδόχου και θετού γιου του Καίσαρα Αύγουστου, της έδωσε αυτό το
όνομα, θέλοντας έτσι να τιμήσει τον προκάτοχό του στον θρόνο16 και β) ο τελευταίος
τοπικός βασιλιάς της Καππαδοκίας, ο Αρχέλαος, επέλεξε αυτό το όνομα προς τιμήν του
προστάτη του, Καίσαρα της Ρώμης 17.

10
Παύλος Καρολίδης , Καππαδοκικά, 1874, 161
11
Nikolas G. L. Hammond, Mέγας Αλέξανδρος, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία 1999, 113.
12
Ιωάννης Ταϊφάκος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΣΤ΄,εκδ.Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1976,247
13
Πολύμνια Αθανασιάδη –Fowden, Ιστορία Ελληνικού Έθνους τ. Ζ΄,εκδ.Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι
1976, 45.
14
Καραθανάσης, Καππαδοκία, 28
15
Ταϊφάκος , ό.π , 246.
16
Σκιάδης, Αλησμόνητες πατρίδες του ελληνισμού τ. Ι΄ εκδ.Κεσόπουλος, Θεσσαλονίκη 1999, 318.
17
Ταϊφάκος, ό.π., 246.
8
Άλλη ονομασία με την οποία είναι γνωστή η περιοχή είναι Καραμανία (περιοχή
του Καραμάν). Το αυτόνομο κράτος που δημιουργήθηκε, κυβερνήθηκε τον 12ο και 13ο
αιώνα υπό την δυναστεία των Καραμάν18, έλαβε εκ τούτου το όνομα Καραμανία. Οι δε
κάτοικοι της αποκαλούνται Καραμανλήδες ή Καραμανίτες. Βέβαια, αυτή η λέξη,
τουρκικής προέλευσης, πιθανώς να δηλώνει τους μελαχροινούς, τους μελαμψούς
ανθρώπους. Εξάλλου, στην τουρκική γλώσσα καράς σημαίνει μαύρος19. Το 1256 έλαβε
χώρα η ίδρυση του εμιράτου του Karamanogullari, το οποίο έπεται χρονικά της
αποσύνθεσης του Σελτζουκικού κράτους, που ως πρωτεύουσά του είχε την μεγάλη πόλη
του Ικονίου20. Στα 1261 ο Καραμάν έλαβε τον τίτλο του εμίρη. Στη σημερινή Τουρκία
υφίσταται πόλη με το όνομα Καραμάν, η οποία ταυτίζεται με την παλιά ελληνική πόλη
Λάρανδα στην αρχαία Λυκαονία 21. Το κράτος αυτό καταλάμβανε μια τεράστια έκταση
μέσα στον χώρο της Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν από την Σπάρτη (Isparta) της Πισιδίας
έως ανατολικά της επαρχίας της Καισάρειας και από την Άγκυρα της Γαλατίας έως την
Αττάλεια της Κιλικίας. Ο πληθυσμός του δεν ξεπερνούσε τότε τα δύο εκατομμύρια
κατοίκους, σε μιαν, όντως, αραιοκατοικημένη περιοχή22. Ο Οθωμανός σουλτάνος
Βαγιαζήτ(1389-1402), με την επεκτατική πολιτική του, υπέταξε όλα τα αυτόνομα
εμιράτα της Μ Ασίας, ανάμεσά τους και το Καραμάν 23. Το όνομα Καραμανίτες
συναντάται ακόμη και στον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, όπου αναφέρεται
σε μια μάχη μεταξύ Ελλήνων και Καραμανιτών .24
Υφίσταται, ωστόσο, και μία προφορική παράδοση ότι κάποιος σουλτάνος στην
προσπάθειά του να αλλαξοπιστήσει και να εξισλαμίσει τους Καππαδόκες εφάρμοσε μια
σειρά σκληρών μεθόδων, αλλά τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρότατα. Εξοργισμένος
είπε : Βάι-βάι καρά ιμάν! Με άλλα λόγια «πω-πω τι μαύρη πίστη!». Όπως δεν γίνεται
να αλλάξει το μαύρο χρώμα, έτσι δεν γίνεται να αλλάξει ούτε η πίστη των Ελλήνων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την δοξασία οι κάτοικοι της Καππαδοκίας, ελληνόφωνοι και,
κυρίως, οι τουρκόφωνοι, έλαβαν την ονομασία Καραμανλήδες 25 .
Όσον αφορά στην γεωγραφική τοποθέτησή της, η Καππαδοκία βρίσκεται στο
κέντρο της Μικράς Ασίας και συνορεύει βόρεια με την Γαλατία, το Μεσογειακό Πόντο,
νότια με την Κιλικία, δυτικά με την Φρυγία, την Γαλατία και τη Λυκαονία και ανατολικά
με την περιοχή των πηγών των μεγάλων ποταμών του Τίγρη και του Ευφράτη.
Οριοθετείται ανάμεσα στα βουνά Ταύρος (Melendiz Dag) στα νοτιοδυτικά, Αντιταύρος
(Ala Dag) στα νοτιοανατολικά, ενώ, πιο βόρεια, ο ψηλός Αργαίος (σημ.Ερτζιγιές Νταγ)
(υψόμετρο 3916μ.) απλώνει την σκιά του στην γνωστή πόλη της Καισάρειας (Kayseri).
Γνωστοί, αλλά μικροί σε μέγεθος, ποταμοί είναι ο Melendiz, o Μέλας ποταμός
(Κarasu irmak), ο Oνοπνίκτης ( Υenice irmak ), ο Σάρος ποταμός (Σεϊχούν), ο Πύραμος
(Δζιχάν). Ο πλέον γνωστός, αλλά, ταυτοχρόνως, και ο μεγαλύτερος είναι ο Άλυς (Kizil
irmak= ερυθρός ποταμός) με μήκος 1000 χλμ περίπου, o οποίος μετά από μια μεγάλη
διαδρομή πολλών χιλιομέτρων εκβάλλει στη Μαύρη Θάλασσα. Οι λιγοστές λίμνες είναι
η Στεφάνη (βόρεια Καππαδοκία), η Τάττα (Τουζ γκιολ) στα δυτικά της Καισάρειας και η
Ίντζε Σου (ανάμεσα στο Ίντζεσού και την Καισάρεια) 26.

18
Ασβέστη , ό.π. ,12.
19
Δημητριάδης, 283.
20
Αναστάσιου Ιορδάνογλου, περ. ‘’Βαλκανικά Σύμμεικτα’’ Καραμανλήδικες επιγραφές Ι.Μ. ζωοδόχου
Πηγής Βαλουκλή , 63-65 .
21
Γιάννης Μαγκριώτης , Θράκη. Η έπαλξη του ελληνικού βορρά, εκδ.Ρήσος, Αθήναι 1995, 164 .
22
Ιbrahim H. Konyali , Karaman Tarihi (=Ιστορία της Καραμανίας) , Κωνσταντινούπολη 1967.
23
Μαγκριώτης , ό.π., 165.
24
Βιτσέντζος Κορνάρος, έκδοση 100 αθάνατα έργα, επιμ. Λίνος. Πολίτης.
25
Συμεών Κ. Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, εκδ.Ι L P productions, Θεσσαλονίκη 2005, 208.
26
Καραθανάσης , Καππαδοκία, σχετ. χάρτης.
9
Χαρακτηριστικό τοπίο Καππαδοκίας. Απρίλιος 2008.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

Από την αρχαιότητα ακόμη η τεράστια σε έκταση περιοχή της Καππαδοκίας διαιρείτο
ως εξής: α. η Καππαδοκία η προς τω Πόντω και η προς τω Ταύρω,
β. η Καππαδοκία εντός του Ταύρου και επέκεινα,
γ. η Καππαδοκία η εντός του Άλυος και η εκτός αυτού.
Άλλη διαίρεση, φυσική και πολιτική, την διακρίνει σε α) Μεγάλη Καππαδοκία και
β) Ποντική
. Στην βυζαντινή περίοδο, και συγκεκριμένα στην εποχή της βασιλείας του Θεοδόσιου
του Α΄ (379 -395), διακρίνονται δύο περιοχές: η Καππαδοκία η Α΄, με έδρα την
Καισάρεια, και η Καππαδοκία η Β΄, με έδρα τα Τύανα. Επί βασιλείας του μεγάλου
αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α΄ (527-565), η Καππαδοκία η μεγάλη συγκρότησε το
θέμα των Χαρσιανών, ενώ η μικρή παρέμεινε ξεχωριστό θέμα .

10
2. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

α΄ -- Πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή περίοδος.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως στην περιοχή κήρυξαν τον χριστιανισμό ο


απόστολος Ανδρέας και, πιθανόν, και ο Παύλος, ενώ ο απόστολος Πέτρος, ο οποίος
έδρασε ιεραποστολικά στην περιοχή ανάμεσα στα έτη 45 και 64 μ.Χ., συντάσσοντος την
πρώτη καθολική επιστολή του, την γράφει στα ελληνικά και την απευθύνει: «τοις
εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας και
Βιθυνίας…»27 .Αυτό σημαίνει ότι ήδη από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. η πλειοψηφία του
πληθυσμού γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, στην οποία άλλωστε γράφτηκαν κι όλα
τα βιβλία - 47 στον αριθμό - της Καινής Διαθήκης. Σημαντική βοήθεια στην επικράτησή
του προσέφερε η χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους κατοίκους της..
Η διάδοση του Χριστιανισμού στην Καππαδοκία έγινε με αρκετές δυσκολίες και
κωλύματα , τα οποία προέβαλαν οπαδοί άλλων θρησκειών, ειδωλολάτρες , Iουδαίοι αλλά
και το ίδιο το επίσημο ρωμαϊκό κράτος.
Οι Καππαδόκες, οι οποίοι περιγράφονται στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων,
που συνέγραψε ο ευαγγελιστής και απόστολος Λουκάς στα χωρία Πράξ,. 2,8-10 («και
πως ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν η εγεννήθημεν, Πάρθοι και
Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και
Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν …ακούομεν
λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού »), ήδη γνώριζαν
ελληνικά, αν και ορισμένοι επιστημονικοί κύκλοι τους θεωρούν ως εξελληνισμένους
Εβραίους28. Στην δε επιστολή του αποστόλου των εθνών Παύλου «προς Γαλάτας»
εικάζεται ότι αποστέλλεται προς τους Καππαδόκες. Και αυτό, διότι με αυτήν την
ονομασία συναντάται σε αρκετά χειρόγραφα29. Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε λιγότερο
στις δυτικές επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και πολύ περισσότερο στις
ανατολικές επαρχίες. Μάλιστα στην Συρία, Αίγυπτο, Φρυγία, Πόντο, Βιθυνία και στην
Καππαδοκία, ήδη από τον 2ο αιώνα, είχε ισχυροποιηθεί τόσο γερά, ώστε κάθε σκέψη για
καταπολέμηση και εκμηδένισή του ήταν ανεδαφική. Η επικράτηση του Χριστιανισμού
ήταν πλέον δεδομένη.
Σύμφωνα με την παράδοση ως πρώτος χρονολογικά επίσκοπος Καππαδοκίας
αναφέρεται ο εκατόνταρχος Λογγίνος, που ήταν παρών στον θάνατο του Ιησού πάνω
στον σταυρό (Λουκ 23,46-47)30. Ο Σωσίπατρος, που ήταν μαθητής του αποστόλου
Παύλου, τον οποίο και αποκαλεί πνευματικό συγγενή του («ασπάζονται υμάς Τιμόθεος,
ο συνεργός μου, και Λούκιος και Ιάσων και Σωσίπατρος, οι συγγενείς μου» Ρωμ.16,24),
πρώτος διεποίμανε ως επίσκοπος το Ικόνιο31. Γύρω στο 200 μ.Χ. αναφέρεται το όνομα
του Αλέξανδρου ως επίσκοπου και, αργότερα, το 264 μ.Χ. ο επίσκοπος Φιρμιλιανός,
μαθητής του Ωριγένη, αναλαμβάνει την διαποίμανση της περιοχής. Ειδικά η Καισάρεια
μαρτυρείται ως έδρα επισκοπής από τα τέλη του 2ου αι., ενώ εγκαθίσταται εκεί και η
γνωστή ρωμαϊκή Legio Fulmimata, της οποίας αρκετοί στρατιώτες μεταστράφηκαν στον
Χριστιανισμό32. Η παρουσία του Αγίου Γρηγορίου του «θαυματουργού», μαθητή,

27
Πέτρου Α΄ καθολική επιστολή (1,1). Καινή Διαθήκη, εκδ.Ζωή, Αθήναι.
28
π. Γεώργιος Μεταλληνός,Βασίλης Π. Κέκης, Η χριστιανική Καππαδοκία, Η δικιά μας Καππαδοκία
εκδ. Ακρίτας,Αθήνα 2004, 51.
29
ό. π. , 51.
30
ό. π., 52
31
Δάφνης ,
32
Σκιάδης, Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού, τ. 10,324.
11
επίσης, του Ωριγένη, ως επισκόπου της Νεοκαισάρειας και πνευματικού της γιαγιάς του
Μεγάλου Βασιλείου, της Αγίας Μακρίνας σηματοδοτεί τον 3ο μ.Χ. αιώνα .33
Η Καππαδοκία αγιάστηκε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια από το αίμα των αγίων
και μαρτύρων της Ορθοδοξίας. Τα τρίδυμα αδέλφια, Ελεύσιππος, Μελάσιππος και
Σπεύσιππος, πρόσφεραν την ζωή τους κατά την διάρκεια των διωγμών, που εξαπέλυσε ο
φιλόσοφος Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180). Ο Θεσπέσιος και η
Θεοδότα μαρτύρησαν επί Σεπτήμιου Σεβήρου (193-211). Ο Φιρμιλιανός και ο Γρηγόριος
Νεοκαισάρειας μαρτύρησαν στα χρόνια του Καρακάλλα. Ο Αλέξανδρος, ο Κύριλλος, ο
Μερκούριος, καθώς, επίσης, και ο Αλέξανδρος Καισαρείας, επίσκοπος Ιεροσολύμων
μαρτύρησαν επί Δεκίου (249-251). Ο Μάμας και ο Πορφύριος στην Καισάρεια το 272
επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270-275). Ο Βαρλαάμ, η Δωροθέα, η Ιουλίττα, η
Κατωλίνη, ο Σέργιος ο Καππαδόκης, ο Θεόδωρος και, τέλος, ο Γεώργιος ο
Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος και με τόπο καταγωγής από το χωριό Ποτάμια.
Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο δημοφιλής άγιος σκότωσε τον δράκο στα ριζά του όρους
Αργαίου. Όλοι οι παραπάνω μαρτύρησαν επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305)34,
οπότε εκδηλώθηκε και ο μεγαλύτερος, σε ανθρώπινα θύματα, διωγμός των Ρωμαίων
εναντίον των χριστιανών κατοίκων της αυτοκρατορίας .
Η Καππαδοκία δεν ήταν πατρίδα μόνο μαρτύρων της χριστιανικής πίστης αλλά και
πατέρων της Εκκλησίας, όπως οι προαναφερθέντες, Αλέξανδρος Καισαρείας, επίσκοπος
Ιεροσολύμων, Φιρμιλιανός Νεοκαισαρείας, εξαιρετικός θεολόγος, Γρηγόριος ο
«θαυματουργός» (213-270). Ο Γρηγόριος είναι αυτός που, ουσιαστικά, εισήγαγε την
αλεξανδρινή ερμηνευτική σχολή στις περιοχές της Καππαδοκίας και του Πόντου,
έχοντας επιτελέσει πλούσιο συγγραφικό έργο35. Ο Αμφιλόχιος, επίσκοπος Ικονίου και
εξάδελφος του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, ασκούσε την εργασία του νομικού στην
Κωνσταντινούπολη, αλλά γρήγορα αποσύρθηκε στην έρημο, για να ασκητέψει.
Προτάθηκε από τον Βασίλειο τον Μέγα για την χηρεύουσα θέση του επισκοπικού
θρόνου του Ικόνιου και, όταν ανέλαβε την διαποίμανση της εκκλησιαστικής επαρχίας,
την ελάμπρυνε με την παρουσία, τη μορφή και το έργο του36. Σήμερα πλέον θεωρείται
ως ο πολιούχος του Ικόνιου. Ο Γρηγόριος ο Φωτιστής, αρμενικής καταγωγής, γεννήθηκε
στην Καισάρεια και μετέδωσε τον Χριστιανισμό στην μακρινή Αρμενία, όπου τον
δέχθηκαν ο ηγεμόνας της, Τιριδάτης ο Β΄, και ο λαός του (290-295). Σε ένα μικρό
χωριουδάκι την Αριανζό, κοντά στην Ναζιανζό (σήμερα Νέζενι)37, γεννήθηκε ο
Γρηγόριος ο θεολόγος (329-389/90)38, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως επί τριετία
(378-381). Επίσκοπος Καισάρειας χειροτονήθηκε ο Βασίλειος ο Μέγας (330-379),
γνωστός από το πνευματικό και κοινωνικό του έργο. Παροιμιώδης έμεινε η φιλανθρωπία
του, αγαπημένος άγιος των παιδιών και των οικονομικά ασθενέστερων.39 Όταν ο
αιρετικός αρειανιστής αυτοκράτορας, ο Ουάλης (364-378)40, επιδίωξε να μειώσει το
κύρος και την πνευματική εμβέλεια του εν λόγω ιεράρχη και προχώρησε στην
διχοτόμηση της μητρόπολης της Καππαδοκίας σε 2 εκκλησιαστικές περιφέρειες, της
Καισάρειας και των Τυάνων41, τότε ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε με σύνεση τον
νεοτοποτηθέντα Άνθιμο Τυάνων και άνθρωπο της εύνοιας του βασιλιά και δημιούργησε
νέες επισκοπές στα Σάσιμα (Aξός-σημερινό Χασάκιοϊ) και στη Νύσσα., όπου

33
π. Γ. Μεταλληνός , 52.
34
ό.π., 52 .
35
Φούσκας, Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας Επίσκοπος ο θαυματουργός ,
36
Σκιάδης, ό.π. τ.10 , 408.
37
π. Γ. Μεταλληνός , 54.
38
Αθανασιάδης, Αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού τ.10,, 325.
39
ό.π.., 325.
40
Στήβεν Ράνσιμαν, Η Βυζαντινή Θεοκρατία, εκδ Δόμος.Αθήνα 1984,339.
41
Αθανασιάδης, 326.
12
χειροτονήθηκαν άνθρωποι ικανότατοι42. Εξαιρετική υπήρξε η προσφορά των αδελφών
του, όπως ήταν, μάλιστα, ο Γρηγόριος Νύσσης, βαθυστόχαστος και φιλοσοφικός νους,
ο Πέτρος Σεβαστείας, ο Ναυκράτιος, πέντε ακόμη αδελφές και η αδελφή του Μακρίνα η
Οσία, που εορτάζεται μαζί με την γιαγιά τους, επίσης Μακρίνα.43. Οι σοφοί πατέρες της
Ορθόδοξης Εκκλησίας με επιτυχία αντιμετώπισαν τις αιρετικές κακοδοξίες, πέτυχαν
αρμονική σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού και ολοκλήρωσαν το έργο του
εξελληνισμού της Καππαδοκίας. Η Καππαδοκία θα έχει εξελληνιστεί, αφού πλέον είχε
επικρατήσει ο Χριστιανισμός 44.
Στην πρώτη οικουμενική σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας, συμμετείχε και ο
Ευλάβιος ή Ευλάλιος, ο Ερμογένης, ο Διάνοιος, ο Ευσέβιος Kαισαρείας, ο οποίος
μάλιστα, αν και αιρετικός, βάπτισε σε χριστιανό τον Μέγα Κωνσταντίνο λίγο πριν τον
θάνατό του .
Μετά την εν Χαλκηδόνα Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η μητρόπολη Καισαρείας
διατήρησε την πρώτη θέση ανάμεσα στις άλλες («α΄ γεροντική μητρόπολις του
συνταγματίου»), ο δε μητροπολίτης είχε τον τίτλο «Υπέρτιμος των υπερτίμων και
έξαρχος πάσης Ανατολής»45.
Στα 532, επί Ιουστινιανού, η κακοδιοίκηση, η βαριά φορολογία και οι
αντιδημοφιλείς δραστηριότητες του συνεργάτη του αυτοκράτορα, Ιωάννη του
Καππαδόκη, ήταν βασικές αιτίες της έκρηξης της γνωστής στάσης του Νίκα46.
Επί αυτοκράτορα Μαυρίκιου(582-602), του πρώτου ελληνικής καταγωγής
αυτοκράτορα, ιδιαίτερη πατρίδα του οποίου υπήρξε η Αραβησσός, έγιναν προσπάθειες
και προωθήθηκαν αγροτικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στην βελτίωση της θέσης
των μικροϊδιοκτητών γης. Εντούτοις, πολλοί από την ανώτερη και μεσαία τάξη
μετανάστευσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα, μεταξύ των οποίων και στην πρωτεύουσα
του κράτους. Έτσι, όμως, η ύπαιθρος αποψιλώνεται δημογραφικά. Είναι ενδεικτικό της
οικονομικής δυσπραγίας τους ότι οι ελάχιστες στον αριθμό εκκλησίες, που έχουν
διασωθεί από εκείνη την χρονική περίοδο, είναι μικρές στις διαστάσεις και φτωχικές
στην όψη 47.
Οι θρησκευτικές διαμάχες στην αυτοκρατορία έφτασαν στο αποκορύφωμά τους την
περίοδο της εικονομαχίας (α΄ και β΄ περίοδος: 726-843). Επί βασιλείας της δυναστείας
των Ισαύρων αλλά και, αργότερα, εξαιτίας άλλων βασιλέων της δυναστείας του
Αμορίου, πολλοί ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί εικονόφιλοι εξορισθέντες από την επίσημη
πολιτεία ή διαφεύγοντας, εκουσίως, από τα αστικά κέντρα κατέφυγαν σε απόκεντρες και
σχετικά απομονωμένες τοποθεσίες της Καππαδοκίας. Εκεί άσκησαν τα λατρευτικά
καθήκοντά τους ανεμπόδιστα και δίχως πιέσεις. Με υπομονή και ευσέβεια σμίλεψαν στο
μαλακό ηφαιστιογενές έδαφος και ακολούθως αγιογράφησαν, όπου ήταν εφικτό, μικρά
μοναστήρια, εκκλησιές, κατοικίες, αποθήκες κλπ., ζώντας κυριολεκτικά ζωή
τρωγλοδυτών 48. Η κοιλάδα του Κοράματος (σημ.Γκιόρεμε), της Ζέλβης (σημ.Ζέλβε),
της Σοάνδου (σημ.Σογανλί) κ.ά. βρίθουν τέτοιων οικιστικών επεμβάσεων από τους
φυγάδες εικονολάτρες49.
Αξιόλογη προσωπικότητα θεωρείται και ο Αρέθας, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, κατά
τις αρχές του 10ου αιώνα. Τα έργα του φιλολογικά, θρησκευτικά αλλά και κοσμικά

42
π.Γ. Μεταλληνός , 53.
43
ό.π., 53.
44
Αναστασία Χατζόγλου ,Κύρρος. Στο Πάικο με θέα τις πεδιάδες της Μακεδονικής Πέλλας , 50.
45
Αθανασιάδης, 326.
46
Στήβεν Ράνσιμαν, 43.
47
Αναστασία Χατζόγλου, ό.π., 51.
48
Βασίλης. Π. Κέκης, Η δικιά μας Καππαδοκία. Ένα οδοιπορικό προσκύνημα, 38.
49
προσωπική διαπίστωση από τον γράφοντα κατά την διάρκεια οδοιπορικού στην Καππαδοκία από 13-4-
08 έως 20-4-08 .
13
μαρτυρούν την πολύπλευρη μόρφωσή του και την καλλιέργεια της προσωπικότητάς
του.50
Στην πόλη της Καισάρειας ο Καππαδόκης στην καταγωγή, Νικηφόρος Φωκάς, που
είχε το αξίωμα του δομέστικου των σχολών (στρατευμάτων) της Ανατολής,
ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Αύγουστο του 963 κάτω από τις επευφημίες των
σκληροτράχηλων συμπολεμιστών του. Στις 14/8 εισέρχεται θριαμβευτής στην
βασιλεύουσα και στις 16/8 στέφεται αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία51 .
Η αντιμετώπιση της νέας θρησκείας του Ισλάμ που εμφανίστηκε στην Καππαδοκία
και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολίας, εξαιτίας της επιδρομής σελτζουκικών και
τουρκομανικών φύλων, επιτεύχθηκε σε θεωρητικό επίπεδο με μια σειρά πραγματειών
που συνέγραψαν ο Ιωάννης Δαμασκηνός 52, o Θεόδωρος ο Αβουκαράς, επίσκοπος
Καρρών 53, o Nικήτας ο Βυζάντιος 54, ο οποίος, μάλιστα, πρώτος μετέφρασε το Κοράνιο
στην ελληνική γλώσσα 55, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς56,ο μοναχός Ιωσήφ ο Βρυέννιος,
αλλά και βασιλείς, όπως ο Ιωάννης ΣΤ΄ ο Καντακουζηνός57, και ο Μανουήλ Β΄ ο
Παλαιολόγος58 .
Ο Σελτζούκος Σουλτάνος Άλπ Αρσλάν (1063-1072), αφού κατέλαβε την
πρωτεύουσα της Αρμενίας Άνι (1064), στράφηκε προς το Βυζάντιο και κυρίευσε την
Καισάρεια το 1067 59. H εκκλησία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου εφυλάσσονταν τα
λείψανα του Aγίου λεηλατήθηκε 60. Το Ικόνιο κουρσεύτηκε λίγο αργότερα, το 1069.
Το συνοριακό στρατιωτικό σύστημα με τους φύλακες ακρίτες κατέρρευσε, επειδή η
γραφειοκρατική διοίκηση της Κωνσταντινούπολης κατάργησε την δωρεά κτημάτων
στους φρουρούς των συνόρων και τους υποχρέωσε να εξαγοράσουν την θητεία τους και
να πληρώνουν βαρείς φόρους61 .
Η απαρχή των δεινών για το σύνολο του μικρασιατικού ελληνισμού επήλθε με τη
μοιραία μάχη του Ματζικέρτ στα 1071. Ο ευπατρίδης αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ ο
Διογένης (1068-1071), Καππαδόκης στην καταγωγή, επικεφαλής ενός πολυάριθμου
στρατεύματος, την συντριπτική πλειοψηφία του οποίου αποτελούσαν ξένα μισθοφορικά
σώματα, αντιμετώπισε τον σουλτάνο των Σελτζούκων Τούρκων Αλπ Αρσλάν. Η
σύγκρουση ήταν σφοδρή και ο βυζαντινός αυτοκράτορας παρά την γενναιότητα που
επέδειξε, προδόθηκε από τους σφετεριστές του θρόνου του και εγκαταλείφθηκε μόνος
στο πεδίο της μάχης. Ιστορικά θεωρείται ως ο πρώτος βασιλιάς της αυτοκρατορίας που
συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και πέφτει στα χέρια του εχθρού ζωντανός. Ο νικητής
σουλτάνος του συμπεριφέρθηκε ιπποτικά και υπέγραψε συνθήκη ειρήνης μαζί του. Του
επέτρεψε, μάλιστα, να επιστρέψει πίσω στην πρωτεύουσά του, την Κωνσταντινούπολη.
Οι ραδιουργίες, όμως, των παλατιανών γραφειοκρατών συνετέλεσαν, ώστε να συλληφθεί
50
A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ.Α΄ ,εκδ. Μπεργαδής, Αθήνα, 451.
51
Georg Ostrogorsky, τ.Β΄, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1997,
165.
52
Ιωάννης Δαμασκηνός , «κατά αιρέσεων », ρα΄: PG, 94,765A,772D .
53
Θεόδωρος Αβουκαράς, « Κατά αιρέσεων Ιουδαίων και Σαρακηνών»:PG,97, 1560 A.
54
Νικήτας Βυζάντιος, «Ανατροπή της παρά του Άραβος Μωμέτ πλαστογραφηθείσης βίβλου»: PG, 105,669-
805.
55
Αναστάσιιος Γιαννουλάτος, Ισλάμ-θρησκειολογική επισκόπηση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1980, 39.
56
Γρηγόριος Παλαμάς «Προς τους αθέους Χιόνας. Διάλεξις συγγραφείσα παρά ιατρού του Ταρωνίτου
παρόντος και αυτηκόου γεγονότος », Σωτήρ 15(1892), 240-246΄ «Επιστολή , ήν εξ Ασίαςαιχμάλωτος ων,
προς την εαυτού εκκλησίαν απέστειλεν », Νέος Ελληνομνήμων 16(1922),7-21¨ «Επιστολή προς Δαυίδ
Μοναχόν τον Δισύπατον » ΔΙΕΕ 3 (1889), 229-234.
57
Ιωάννης Καντακουζηνός , «Κατά Μωαμεθανών» : PG, 154,372-584 και «Κατά Μωάμεθ» : ΠΓ,154,584-
692.
58
Μανουήλ Παλαιολόγος , «Διάλογος ον εποιήσατο μετά τινός Πέρσου την αξίαν Μουτερίζη, εν Αγκύρα
της Γαλατίας»: ΡG ,156,125-174.
59
George Ostrogorsky, 233.
60
A. A. Vasiliev, 440.
61
Μαγκριώτης, 160 .
14
και παρά τις υποσχέσεις, που του δόθηκαν, τον τύφλωσαν και πέθανε ύστερα από λίγο
εξαιτίας της μόλυνσης των τραυμάτων του (1072).

β΄ ---Υστεροβυζαντινή περίοδος

Ο δευτεροξάδελφος και διάδοχός του νικητή της μάχης στο Ματζικέρτ, ο


Σουλεϊμάν Κουτλουμούς, και οι Σελτζούκοι του θεώρησαν ως άκυρες τις συνθήκες που
υπέγραψαν και επανέλαβαν τις δηώσεις και τις κατακτητικές επιδρομές 62. Οι εισβολείς
έφθασαν έως τις ακτές της Προποντίδας, της Ιωνίας και της Κιλικίας. Το κράτος, που
προκλητικά ονομάστηκε «Σουλτανάτο του Ρουμ», είχε ως πρωτεύουσα για ένα
χρονικό διάστημα τη Νίκαια και έλαβε το παραπάνω όνομα, γιατί εγκαταστάθηκε σε
ρωμαϊκά –βυζαντινά εδάφη. Αργότερα, η πρωτεύουσα του μουσουλμανικού εμιράτου
μεταφέρθηκε στην καππαδοκική πόλη του Ικονίου.
Οι Βυζαντινοί όμως ουδέποτε θεώρησαν ως τελεσίδικη την κατάκτηση της
Ανατολίας από τους Σελτζούκους. Για αυτό και έκαναν ενέργειες για να την
επανακτήσουν. Έναν αιώνα αργότερα (1176) ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο
Μανουήλ Β΄ Κομνηνός, αφού προπαρασκεύασε ισχυρό εκστρατευτικό σώμα, κίνησε για
να απελευθερώσει το Ικόνιο. Παγιδεύτηκε, όμως, σε στενωπούς και στη θέση
Μυριοκέφαλο υπέστη συντριπτική ήττα από τον σουλτάνο Κιλίτς Αρσλάν Β΄ 63.Ο ανθός
της βυζαντινής νεολαίας ξεκληρίστηκε και γενναίοι αξιωματικοί και στρατιώτες έπεσαν
στο πεδίο της μάχης. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας συνέκρινε τις οδυνηρές συνέπειες της
μάχης του Μυριοκέφαλου με εκείνες του Ματζικέρτ. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, όμως,
είχαν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στη Μικρά Ασία .
Τα αίτια αλλά και τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που επακολούθησαν αυτές τις δύο
μάχες και τις ήττες, που υπέστη η Ρωμιοσύνη, έχουν στενή συνάφεια. Οι ντόπιοι
πληθυσμοί απογοητεύονται, αποξενώνονται από την κεντρική εξουσία, νιώθουν
απροστάτευτοι και ανασφαλείς. Η κακοδιοίκηση του επίσημου κράτους, η συρρίκνωση
της ισχύος του, η επιβολή επαχθών φόρων, η ενθάρρυνση και η ανάπτυξη ενός
ιδιόμορφου βυζαντινού φεουδαρχικού συστήματος είναι μια χειροπιαστή
πραγματικότητα. Οι «δυνατοί» γαιοκτήμονες, κατά κύριο λόγο, και οι περιφερειακοί
στρατιωτικοί άρχοντες αποδυναμώνουν την κεντρική εξουσία. Η τελευταία, επιμένοντας
στην αντίληψή της περί βαθμιαίας εγκατάλειψης του εθνικού στρατού παράλληλα με
την συγκρότηση μισθοφορικών στρατευμάτων, με την εξαγορά της στρατιωτικής
θητείας, αλλά και την αποδυνάμωση έως κατάργηση του σώματος των ακριτών
πολεμιστών που συγκροτούνταν κατά κύριο λόγο από ντόπιους κατοίκους, έδωσε το
τελειωτικό χτύπημα στον ένδοξο και νικηφόρο βυζαντινό στρατό. Η μαχητική αξία του,
το ηθικό και το φρόνημά του βρισκόταν πολύ χαμηλά. Ήταν επόμενο, και εν μέρει
αναπόφευκτο, τα σύνορα να μείνουν αφύλακτα, η διάθεση για άμυνα έναντι των εχθρών
να υποχωρήσει και οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας να υποστούν τα πάνδεινα .

γ΄---Τουρκοκρατία

Οι άτακτες και νομαδικές ομάδες των επήλυδων Τούρκων και Τουρκομάνων


διείσδυσαν στα εδάφη της αυτοκρατορίας και αλλοίωσαν δημογραφικά, κοινωνικά και
οικονομικά τον χώρο της Μικράς Ασίας, την σπονδυλική στήλη του κράτους. Οι πρώτοι
συγκρινόμενοι με τους δεύτερους υπήρξαν «αρνιά σε σχέση με τους λύκους », σύμφωνα
με τον ιστορικό του 13ου αιώνα Ιμπν Μπιμπή 64. Η τουρκομανική φυλή των Ντανισμέντ

62
George Ostrogorsky , 235.
63
Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική πραγματικότητα, εκδ. Αρσενιάδης, Αθήνα 1990, τ. Α΄ 42 .
64
Σαρρής , 40.
15
με επικεφαλής τον Μεχμέτ, σκορπώντας τον φόβο στους γηγενείς κατοίκους με το
σύνθημα «Ισλάμ ή θάνατος», έκανε φονικές επιδρομές και λεηλασίες. Ο φανατισμός
τους ήταν τόσο μεγάλος που κατέστρεψαν πληθώρα ιερών ναών στην Καππαδοκία, ενώ
χιλιάδες κατοίκων εξισλαμίστηκαν. Η αποδιοργάνωση και απισχνίαση της Εκκλησίας
φανερώνεται μέσα από τους αριθμούς. Μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα καταγράφονταν
400 επισκοπές και 71 μητροπόλεις. Μετά τα τραγικά γεγονότα ο αριθμός τους είχε
μειωθεί. Για τις μεν πρώτες καταγράφονταν 3 και για τις δεύτερες 17 μόνον 65.
Είναι αξιοσημείωτη η διαπίστωση πως οι Σελτζούκοι, εν αντιθέσει με τους
ομοφύλους τους Τουρκομάνους, αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι και δεν δέχονταν επ΄
ουδενί την ιδιότητα του Τούρκου. Η αντίληψη αυτή δεν είχε θρησκευτική χροιά αλλά
πολιτιστική. Αναγνώριζαν την ανωτερότητα του ρωμαϊκού –βυζαντινού πολιτισμού.
Απέφευγαν να ονομάζουν την χώρα τους Τουρκία και δεν αποδέχονταν την ιδιότητα του
Τούρκου. Μάλιστα, το κράτος τους, που είχε πρωτεύουσα το Ικόνιο και που
επεκτείνονταν μέχρι το Δορύλαιο (Εσκί-Σεχίρ) στα δυτικά και στην Καισάρεια στα
ανατολικά περιλαμβάνοντας και την Άγκυρα, το αποκαλούσαν «Βιλαγέτ-ι Γιουνανή»
(vilayet-i Yunani), δηλαδή Ιωνική \ελληνική επαρχία ή, απλά, Ελλάδα. (Akdag, 1974, 1:
74 )66 .
Σύμφωνα με τον Εφλακή (1291-1360), ο Τούρκος Μεβλανά Τζελαλετντίν-ι Ρουμή,
επέλεγε για τον εαυτό του την ιδιότητα του Ρωμαίου και υποστήριζε τις εξής
χαρακτηριστικές κρίσεις «Για την οικοδόμηση πρέπει να προσλαμβάνονται Έλληνες
εργάτες και για την κατεδάφιση το αντίθετο, δηλαδή Τούρκοι. Γιατί η δόμηση του κόσμου
είναι ιδιότητα των Ελλήνων, ενώ η καταστροφή και το γκρέμισμα έχει ανατεθεί στους
Τούρκους. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, πρωταρχικά έδωσε ψυχή σε
ανυποψίαστους απίστους …Εκείνοι ύψωσαν πάνω στους λόφους μαρμάρινες κορυφές,
πολλές πόλεις και φρούρια …Αλλά ο Θεός έτσι τα οργάνωσε, ώστε με τον χρόνο αυτές οι
οικοδομές να γκρεμιστούν. Τότε ο Θεός δημιούργησε τους Τούρκους, προκειμένου, δίχως
να αισθάνονται σεβασμό και λύπη, να γκρεμίζουν όλες τις οικοδομές που βλέπουν. Οι
Τούρκοι γκρέμισαν κι ακόμη γκρεμίζουν. Αυτό θα κάνουν μέχρι την συντέλεια του κόσμου.
Στο τέλος, η καταστροφή του Ικονίου θα γίνει από τα χέρια των άσπλαχνων κι άδικων
Τούρκων » ( Eflaki, 1964:200) 67.
Ακόμη και μέχρι το ήμισυ του 19ου αιώνα και σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι τις
αρχές του 20ου, σε έργα λόγιων οθωμανών δεν συναντάται η λέξη «Τουρκία», η οποία
χρησιμοποιείται στις ευρωπαϊκές χώρες και αποδίδει εκείνο που οι Σελτζούκοι
αποκαλούσαν Ντιγιάρι Ρουμ (Diyar-i Rum), δηλαδή τόπος των Ρωμαίων. Οι
Οσμανλήδες χρησιμοποιούσαν κι άλλες ονομασίες όπως μεγάλο, υψηλό κράτος (Devleti
Aliye), χώρες του Ισλάμ (Memaliki muslime), διαιώνιο κράτος (Devlet Ebed Muddet),
xώρες της Αυτοκρατορικής Πρωτεύουσας (Memaliki Mahrusa-i Sahane), αυτοκρατορική
χώρα (Μemaliki Sahane), αλλά ποτέ δεν αποκαλείται Τουρκία. Η όποια υπενθύμιση
τουρκικής καταγωγής υπήρξε υποτιμητική και αποτελούσε συνώνυμη της ύβρης για τις
ηγέτιδες τάξεις. Υπάρχει το περιστατικό που ο οθωμανός πρεσβευτής το 1802 στο
Παρίσι, Μεχμέτ Σαϊντ Χαλέτ, αισθάνθηκε άβολα, επειδή διπλωματικοί κύκλοι τον
αποκαλούσαν «ο Τούρκος» πρέσβης (Karal , 1940:55). Ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα,
ένας Άγγλος περιηγητής σχολιάζει πως ο όρος «Τούρκος» χρησιμοποιείται εξαιρετικά
σπάνια ή ως δηλωτικό της φυλής, όπως π.χ. χωριό Τούρκων ή Τουρκομάνων ή πάλι ως
υποτιμητικό επίθετο, λ.χ. Τουρκ καφά (turk kafa) τουρκικό κεφάλι, σα να λέμε
χοντροκέφαλος ή ζωντόβολο (Ramsay, 1897 :99)68 .

65
Σαρρής, ό.π. , 161.και Α. Ε. Καραθανάσης Η μεταβυζαντινή Καππαδοκία. Πόλεις και χωριά,
΄΄ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ΄΄ Α΄ πανελλήνιο επιστημονικό συνέδριο, 74.
66
Σαρρής , τ.Α΄, 47.
67
ό.π.., 48.
68
Σαρρής, 49.
16
Η εξάπλωση των Σελτζούκων και, αργότερα, των Οθωμανών Τούρκων είχε
δυσμενέστατες επιπτώσεις στην βυζαντινή αυτοκρατορία. Συντελέστηκε απώλεια
εδαφών, δημογραφική αλλοίωση, εξισλαμισμοί των κατοίκων της χριστιανών
ορθόδοξων και πρωτίστως των αιρετικών, αποδιοργάνωση της κοινωνικοοικονομικής
συγκρότησης του κράτους, πάμπολλα ανθρώπινα θύματα, μετακινήσεις πληθυσμών και,
τελικά, η κατάλυση του ίδιου του κράτους με κομβικό σημείο την άλωση της βασιλίδας
των πόλεων, της ίδιας της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαϊου 1453 69 .
Η σχετική ανεκτικότητα ανάμικτη με διπλωματική υστεροβουλία, που επιδείκνυε
το Σελτζουκικό καθεστώς απέναντι στους Ρωμιούς κατοίκους των περιοχών που
κατελάμβανε, όπως πενταετή φορολογική απαλλαγή για όλους τους υπηκόους,
ανεξιθρησκεία, ανεκτική συμπεριφορά σε αλλόθρησκους κλπ, είχε θετική ανταπόκριση.
Το 1230 για παράδειγμα, ο σουλτάνος Αλαεντίν Κεϊκουμπάτ, επιστρέφοντας
θριαμβευτής στην πόλη της Καισάρειας, τυγχάνει εντυπωσιακής υποδοχής από τους
ντόπιους, στην οποία, μάλιστα, συμμετέχει και σύμπας –σαφώς εμμέσως πιεζόμενος –ο
χριστιανικός κλήρος με επικεφαλής τον επιχώριο μητροπολίτη 70.
Ο Μεβλανά εν τούτοις παρά το κήρυγμα περί ανεξιθρησκείας, έβρισκε πάμπολλες
ευκαιρίες να προσηλυτίσει στον μουσουλμανισμό χιλιάδες ορθόδοξους και μαζί τους και
ιερείς, τους οποίους, συνήθως, ακολουθούσε και το ποίμνιό τους. Ο συνδυασμός
εκβιασμού, διαλόγου, οικονομικών παροχών και ευκαιριών κοινωνικής ανάδειξης είχε ως
αποτέλεσμα ατομικούς και μαζικούς εξισλαμισμούς.
Η εξάρθρωση της εκκλησιαστικής και κοινωνικής οργάνωσης των Ρωμιών είχε ως
φυσικό επακόλουθο την οικειοποίηση από τους σουλτάνους της εκκλησιαστικής περιουσίας
και της παραχώρησής της στα ισλαμικά ιδρύματα, τα γνωστά βακούφια. Αξιοποιούνταν η
περιουσία από πτωχοκομεία, νοσοκομεία, κι άλλα ευαγή ιδρύματα. Στον δρόμο Καισάρειας-
Ελπιστάν το πανδοχείο, κερβάν σαράι (kervan saray) Kαρατάι, πρόσφερε στους οδοιπόρους
δωρεάν τροφή, υποδήματα, γιατρό για τους ασθενείς, κτηνίατρο για τα άλογα, χαμάμ για
όσους ήθελαν (Touran, 1948: 56-59). Το δε ίδρυμα του Αλτούν-Αμπά ενίσχυε, επιπλέον, και
οικονομικά όσους προσηλυτίζονταν στο μουσουλμανισμό (Turan, 1947:211). Τα έσοδα των
ευαγών ιδρυμάτων προέρχονταν από γαιοπρόσοδο χριστιανικών χωριών 71.

69
Γιαννουλάτος, 36
70
Σαρρής , 51.
71
ό.π., 52-53.
17
3. Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Η γλώσσα που ομιλούνταν στην αρχαία Καππαδοκία ήταν μια αλλοιωμένη φρυγική
ανάμεικτη με αρμενικά και περσικά στοιχεία. Η άποψη, όμως, αυτή του Μordtmann δεν
βρίσκει υποστηρικτή τον Παύλο Καρολίδη, ο οποίος θεωρεί ότι η ένωση της αρχαίας
φρυγικής και της γλώσσας των Χαλδαίων δημιούργησε την καππαδοκική διάλεκτο, η οποία
εν συνεχεία έπεσε σε αχρηστία με την διάδοση της ελληνικής72. Ο Π. Καρολίδης
υποστηρίζει ότι ελληνική και αρχαία καππαδοκική εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται
ταυτόχρονα, ενώ σε κάποια ιστορική περίοδο αναμείχθηκαν, «προήχθη φαίνεται και
ημιβάρβαρος τις εγχωρία διάλεκτος»73. Ένας άλλος ερευνητής, ο Αρχέλαος Σαραντίδης,
αναφέρει ότι η αρχαία καππαδοκική ως αρία διάλεκτος συνδέεται με την ελληνική, την
λατινική, την περσική, την αρμενική και την σανσκριτική. Παράλληλα, ομοιάζει με τις
βόρειες ινδοευρωπαϊκές γερμανικές γλώσσες. Από τα παραπάνω συμπεραίνει πως αποτελεί
μια από τις αιγαιοπελασγικές διαλέκτους της Μικράς Ασίας74.
Είναι αποδεδειγμένο ότι σημαντικό ρόλο στην επικράτηση της ελληνικής γλώσσας
έπαιξαν οι φιλέλληνες βασιλείς Αριαράθες, που έχτισαν και την ομώνυμη πόλη75. Αλλά,
κυρίως, οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι ονομασθέντες επίγονοι, διαδραμάτισαν
σημαίνοντα ρόλο στην επικράτηση της ελληνικής. Η ελληνική γλώσσα, στα χρόνια της
διάδοσης κι επικράτησης του χριστιανισμού, λειτουργεί ως βασικό όργανο επικράτησης της
νέας θρησκείας. Όταν, λοιπόν, αργότερα ο απόστολος Πέτρος γράφει την α΄ καθολική
επιστολή του και αναφέρεται «…τοις εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς Πόντου, Γαλατίας,
Καππαδοκίας Ασίας και Βιθυνίας… » (Α΄ Πέτρου 1,1)76, εξυπακούεται ότι οι Καππαδόκες
γνώριζαν και ομιλούσαν, πλέον, την ελληνική γλώσσα .
Ο Α. Σαραντίδης γλωσσικά διακρίνει τις παρακάτω περιφέρειες :
Α. το γλωσσικό ιδίωμα στα Φάρασα της Ν.Α. Καππαδοκίας, το πλέον συγγενικό με
την αρχαία καππαδοκική γλώσσα.
Β. το γλωσσικό ιδίωμα στα Τύανα της νότιας Καππαδοκίας, με στοιχεία τουρκικής ε-
πίδρασης .
Γ. το ιδίωμα της Λυκαονίας της Ν.Α. Καππαδοκίας, ομιλούμενο στην Σίλλη Ικονίου
ομοιάζων με αυτό στα Τύανα.
Δ. το ιδίωμα της κεντρικής Καππαδοκίας, που ομιλείται στην κοιλάδα του Προκοπίου
με στοιχεία από βυζαντινή, ποντιακή, ηπειρωτική και πολίτικη (από το ήμισυ του
19ου αιώνα) διάλεκτο.
.Ε. το ιδίωμα στη Σινασό, ομοιάζον με την κοινή ελληνική. Φορείς αυτού υπήρξαν
Έλληνες μετανάστες .
ΣΤ. το ποντιακό ιδίωμα της βόρειας Καππαδοκίας, που προσεγγίζει την ποντιακή77.

Μια άλλη διάκριση ντοπιολαλιών σύμφωνα με τον Α.Π. Αθανασιάδη78 είναι η ακόλουθη :

Α. η φαρασιώτικη (Φάρασα, Καριπλέρ Κίσκε κλπ)


Β. η φερτικιώτικη (Φερτέκι, Αραβάν, Γούρδουνος κλπ)
Γ. η σιλιώτικη της Λυκαονίας (Σίλε)
Δ. η σινασίτικη (Σινασός, Ζαλέλα, Ποτάμια κλπ)
Ε. η η μιστιώτικη (Μισθί, Φλογητά,Τροχός, Αξός)
ΣΤ. η βορειοκαππαδοκική ή λαζική 79.
72
Καραθανάσης, Καππαδοκία, 29.
73
Παύλος Καρολίδης, Καππαδοκικά 1874 , 95-97 .
74
πρβλ Στράβων , ΙΒ, 533.
75
Αρχέλαος Σαραντίδης , Η Σινασός , Αθήναι 1899, 129-131.
76
Η Αγία Γραφή , εκδ.΄΄ Ζωή ΄΄, 1044.
77
Αρχέλαος Σαραντίδης , 135 κ εξ.
78
Ασβέστη, 20.
18
Ακόμη και μετά την κατάκτηση της Καππαδοκίας από τους Σελτζούκους και αργότερα
από τους Οθωμανούς Τούρκους και τον βαθμιαίο εξισλαμισμό πολλών χριστιανών –κατόπιν
ασφυκτικών πιέσεων – η ελληνική γλώσσα εξακολουθούσε να υφίσταται, έστω και με
ιδιωματικές ιδιομορφίες και παραφθαρμένους αρχαϊσμούς 80. Το γεγονός ότι επρόκειτο περί
μιας απομονωμένης επαρχίας στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας συνέβαλε καθοριστικά στην
ύπαρξη τέτοιων φαινομένων. Οι Έλληνες ετουρκοφώνησαν κατά ένα μεγάλο ποσοστό ήδη
από τον 17o αιώνα. Τα δημοτικά τραγούδια των Μικρασιατών πρόλαβαν και διέσωσαν
αξιόλογο πολιτιστικό πλούτο.
Η επικρατούσα γλώσσα της ευρύτερης περιοχής πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών
το 1924 ήταν η τουρκική, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι, Λαζοί, Αφσάροι,
Γιουρούκοι, Κιρκάσιοι, άλλοι τουρκόφωνοι κάτοικοι, αλλά και Έλληνες, χριστιανοί
ορθόδοξοι, και Αρμένιοι .Η ελληνική γλώσσα ομιλούνταν σε μερικά χωριά, ενώ μικρός
σχετικά αριθμός λόγω καταγωγής ομιλούσε την Κουρδική, την Αρμενική και την Εβραϊκή.
Σύμφωνα με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών επισημαίνεται ότι ως το 1924 η
ελληνοφωνία επικρατούσε στα παρακάτω χωριά :
Α. Στην περιφέρεια Νεάπολης: Ανακού, Αραβησσός (Αραψούν), Δήλα ή Δίλα (Τιλ),
Μαλακοπή, Σίλατα, Φλογητά .
Β. Στην περιφέρεια Νίγδης: Αξός, Αραβανί, Γούρδουνος, Μπεήκοϊ (Τ΄Αξενού το
χωριό), Μισθί, Ούλαγατς, Σεμέντρα, Τελμησός (Ντιλμοσόν), Τροχός (Τιρχάν), Τσαρικλί,
Φερτέκι.
Γ. Στην περιφέρεια Φαράσων και Αποικιών: Φάρασα, Αφσάρι, Κάρσαντι (Φκιόσι),
Κίσκα, Σατί, Τσουχούρι.
Δ. Στην περιφέρεια Καισάρειας: Tσατ, Τσελτέκ.
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη η τουρκοφωνία είχε ριζωθεί στα παρακάτω χωριά :
Α. Στην περιφέρεια Νεάπολης: Nεβσεχιρ.
Β, Στην περιφέρεια Νίγδης: Νίγδη-Καγιάμπασι, Ανταβάλ, Ενεχίλ, Ερεγλί, Ιλοσόν,
Κίτσαγατς, Λίμνα(Γκολτζούκ), Μάταλα, Πόρος(Μπορ), Σαζάλτζα, Σουλούτζοβα, Τένεϊ.
Γ. Στην περιφέρεια Προκοπίου:Προκόπι.
Δ. Στην περιφέρεια Φαράσων και αποικιών: Κουρούμζα (Γαρίπτσας), Μπεκαρντάς,
Ταστσί, Χόστσα.
Ε, Στην περιφέρεια Καισάρειας: Καισάρεια, Αγιρνάς (Άγιοι Ανάργυροι), Άι Κωστέν,
Ανδρονίκι, Βέξε, Έρχιλετ(Άρχαλα-Αρχελαϊς), Ζίλε, Φλαβιανά (Ζιντζίντερε), Ιντζέσου,
Καράτζορεν, Κέργκεμε, Κερμίρα, Κέσι, Μόλου, Μουταλάσκη (Τάλας), Ρούμκαβακ,
Σαρμουσακλί, (Χαμιντιέ), Σκοπή (Σκομπί), Στέφανα, Ταβλοσούν, Ταξιάρχης, Τασλίκ,
Τσουχούρ, Καρατζόρεν (Βερεκιού) 81.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από τους περίπου 3.000 οικισμούς που υφίσταντο στην
Μικρά Ασία, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, που ιδρύθηκε από την αξέχαστη Μέλπω
Μερλιέ και τον φιλλέληνα σύζυγό της Οκτάβιο Μερλιέ, μελέτησε τους 2.163. Από αυτούς οι
1.050 ομιλούσαν καθαρή ή παραφθαρμένη την ελληνική γλώσσα. Οι 426 την τουρκική και
ελάχιστοι την αρμενική , ενώ για τους υπόλοιπους 688 δεν βρέθηκαν αρκετά στοιχεία για να
τεκμηριώσουν την δέουσα απάντηση82. Σύμφωνα με εξειδικευμένη μελέτη, που αφορά

79
Καραθανάσης , 30.
80
οι εκφράσεις : «σφάλε την τ(θ)ύρα», «έπαρ το χουλιάρ» «ντος μου λία παράϊα» κλπ, σώζονται
.. ακόμη στην ομιλούσα των γεροντοτέρων στην (Νέα) Αξό. Προσωπική παρατήρηση του γράφοντα.
περισσότερα βλ. στο βιβλίο των Ι.Ι. Κεσίσογλου-Γ. Μαυροχαλυβίδη: «Το γλωσσικό ιδίωμα της Αξού».
83. Ασβέστη, 20-21. βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 204.

.
82
Λαμψίδης, 49.
19
στην Καππαδοκία, οι 81 οικισμοί της που κατοικούνταν από Ρωμιούς, περιελάμβαναν 32
ελληνόφωνους και 49 τουρκόφωνους οικισμούς 83.
Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση που γίνεται για την πολλαπλότητα των διαλέκτων,
στην εφημερίδα Αγών24/4 : «Μέγα μέρος των ομοφύλων λαλεί εν τη ευρεία τούτη χώρα την
τουρκικήν, αλλά πολλά αυτού τμήματα λαλούσιν και την ελληνικήν. Και όμως οποία διαφορά
μεταξύ της γλώσσης της ελληνικής του ενός τμήματος της Καππαδοκίας προς την γλώσσαν του
άλλου τμήματος! Οι λαλούντες την μίαν διάλεκτον είνε ακατανόητοι υπό των υπηκόων της
άλλης, αξιοθαύμαστος δε είνε η διαφορά του τόνου και της προφοράς των πέντε ελληνικών
διαλέκτων, αίτινες λαλούνται καθ΄όλην την περιφέρειαν των δύο Μητροπόλεων, Καισαρείας
και Ικονίου ,εις ας υπάγεται εκκλησιαστικώς πάσα η Καππαδοκία 84».
Ο Γάλλος στην καταγωγή Georgew Perrot στα 186785 εξέφρασε την άποψη ότι η
καππαδοκική γλώσσα διέσωσε ιδιωματισμούς από την εποχή ακόμη του ελληνορωμαϊκού
κόσμου. Ελλοχεύει, όμως, σοβαρός κίνδυνος να αλλοτριωθεί και να χάσει την
αυθεντικότητά της εξαιτίας της τακτικής των Καππαδοκών να καλούν Αθηναίους
εκπαιδευτικούς για τα σχολεία τους, ενώ μελετούσαν με σπουδή ελληνόγλωσσα βιβλία86
και τον αθηναϊκό τύπο. Συνεχίζοντας ο λόγιος, διατυπώνει τον προβληματισμό ότι εξαιτίας
αυτής της συνήθειας θα απολέσουν την γλώσσα ή, καλύτερα, τη ντοπιολαλιά τους προς
όφελος της αθηναϊκής διαλέκτου .
Η πολύχρονη, ήδη από τον 11ο αιώνα, καταπίεση των Σελτζούκων και, κατά κύριο
λόγο, των Οθωμανών Τούρκων, συνετέλεσε τα μέγιστα στην τουρκοφώνηση πολυαρίθμων
Καππαδοκών. Υφίσταται, βέβαια, η άποψη ότι οι τελευταίοι μπροστά στο εκβιαστικό
δίλημμα των κατακτητών: γλώσσα ή ορθόδοξη πίστη, προτίμησαν να απολέσουν την πρώτη
και να διατηρήσουν την δεύτερη 87. Η δυσμενέστατη θέση, στην οποία βρέθηκαν οι
Καππαδόκες με την υποδούλωσή τους στα επελαύνοντα τουρκικά φύλα, τους έφερε σε
τραγικά αδιέξοδα. Πολλοί επέλεξαν την φυγή προς άλλες περιοχές όπου ο ζυγός των
κατακτητών ήταν ηπιότερος, άλλοι, προφανώς, έχοντας ασθενέστερες ψυχικές δυνάμεις ή
ολιγοπιστία προτίμησαν να εξωμοτήσουν και να τουρκέψουν. Ανάμεσά τους
συγκαταλέγονται και οι κρυπτοχριστιανοί, ενώ, τέλος, σημαντικότατος αριθμός Ρωμιών
συμβιβάστηκαν με το υπάρχον καθεστώς και παρέμειναν ορθόδοξοι μεν, αλλά
τουρκόφωνοι88. O Καππαδόκης ερμηνευτής Εμμ. Ι. Τσαλίκογλου στα 1970, διατύπωσε την
άποψη ότι αρκετά ελληνόφωνα χωριά, μεταστράφηκαν στην τουρκοφωνία ήδη από τον 16ο
και 17ο αιώνα. Ο Αναστάσιος Λεβίδης, διευθυντής στην ονομαστή Σχολή του Τιμίου
Προδρόμου των Φλαβιανών (Ζινζίντερε)89, εξηγεί γιατί, εκπληρώνοντας το χρέος του,
κατέγραψε τουρκόφωνα και ελληνόφωνα έθιμα και τραγούδια: «τη κρίμασιν οις οίδε Κύριος
την πάτριον απολεσάση φωνήν φίλη πατρίδι». Ο ίδιος πάντως ισχυρίζεται ότι οι
συμπατριώτες του είχαν παραμείνει ελληνόφωνοι, τουλάχιστον έως τα τέλη του 17ου
αιώνα90. Σε αυτό το γεγονός συνηγορεί και η επισήμανση του καθηγητή Άμαντου και του
Τρύφωνος Ευαγγελίδη ότι αρκετοί Έλληνες μετά τα γεγονότα των Ορλωφικών (1769-1774)
κατέφθασαν από την επαναστατημένη Ελλάδα και κατοίκησαν σε ασφαλέστερες περιοχές
της Μικράς Ασίας, και μάλιστα της Καππαδοκίας. Στους τελευταίους, μετά από παρέλευση

83
«Η μικρασιατική καταστροφή» Κ.Μ.Σ.,42.
84
Καραθανάσης, Καππαδοκία, 31.
85
Souvenir d¨ un voyage en Asie Mineure , Raris 1867 , 283 .
86
μαρτυρία προφορική από τον Πρόδρομο Παύλου , συνταξιούχο οδοντίατρο , καταγόμενο εκ Και-
σαρείας .Η συνέντευξη δόθηκε στον γράφοντα στις 12-2-07 , στα Γιαννιτσά .
87
Δημήτρης Λάμπρου, Στ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μ.Ασίας, Θεσσαλονίκη 2002,
234-235. .
88
Τρύφων Ευαγγελίδης «Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας» ,τ. Β΄ τύποις Α.Π. Χαλκιόπουλου, Αθήναι
1936, 276.
89
Για τον ονομαστό καππαδόκη λόγιο βλ. και Μαρίας Χωδιάκη Ελληνόφωνοι Καππαδόκες Λόγιοι
σελ.58-61, ανέκδοτη μεταπτυχιακή διατριβή, Θεσσσαλονίκη 2007.
90
Εμμ. Ι. Τσαλίκογλου, «Πότε και πως ετουρκοφώνησεν η Καππαδοκία », Μ.Χ. 14(1970), 10-30
20
κάποιων χρόνων, επιβλήθηκαν η απαγόρευση λειτουργίας ελληνικών σχολείων και η χρήση
της ελληνικής γλώσσας. Οι ποινές που επιβάλλονταν σε περίπτωση παρακοής περιλάμβαναν
ακόμη και την αποκοπή των γλωσσών τους! 91

Καραμανλίδικη επιγραφή από το χωριό Ανδρονίκιο (σημ.Endurluk) της Καππαδοκίας.


Απρίλιος 2008. φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Σε πολλές περιοχές τα σχολικά εγχειρίδια γράφονται στα τουρκικά, χρησιμοποιώντας,


όμως, ελληνικούς χαρακτήρες92. Ακόμη και τα ιερά ευαγγέλια, όπως και άλλα
εκκλησιαστικά βιβλία, ήταν γραμμένα στην τουρκική γλώσσα, για να μπορούν να τα
προσεγγίσουν οι πιστοί, κατά την διάρκεια των ιεροτελεστιών. Το ίδιο συνέβαινε και με το
κήρυγμα που εκφωνούσε κληρικός ή λαϊκός, ώστε να μπορεί να κατανοηθεί από το
εκκλησίασμα, που αγνοούσε, στην πλειοψηφία του, την ελληνική93. Η λεγόμενη
καραμανλίδικη φιλολογία υπήρξε αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών94.
Τα καραμανλίδικα («Ρούμτζα Τούρκτζε» τα ονόμαζαν οι Τούρκοι) ήταν ένας τρόπος
διατήρησης του ελληνικού αλφάβητου. Οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν την χρήση του εν λόγω
αλφαβήτου, φοβούμενοι μήπως, σε περίπτωση που τα βιβλία ήταν γραμμένα με τουρκικούς
χαρακτήρες, θα μελετούνταν και από Τούρκους, με κίνδυνο αυτοί να μεταστραφούν στον
Χριστιανισμό. Ο φόβος πάλι που δικαιολογημένα ένιωθαν οι Ρωμιοί ορισμένες φορές στους
απομακρυσμένους οικισμούς τους, περιτριγυρισμένοι από πληθυσμούς εχθρικούς ή και
πολυάριθμα χωριά φανατισμένων Τούρκων, αποτελούσε σοβαρότατο ανασταλτικό
παράγοντα. Τους έκανε να μην τολμούν να εκφραστούν ελεύθερα στη μητρική τους γλώσσα,
αλλά να χρησιμοποιούν μόνο την επίσημη τουρκική, για να μπορούν να συνεννοηθούν και
να εξυπηρετηθούν στις συναλλαγές τους95.

91
Ευαγγελίδης , 276.
92
Λάμπρου , Στ΄Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας, Θες/νίκη 2002, 235.
93
Τιμόθεος Τιμοθεάδης, Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού , τ.10, 324-325.
94
Καραθανάσης, Καππαδοκία,.33.
95
Γιώργος Ν.Λαμψίδης, Οι πρόσφυγες του 1922. Η προσφορά τους στην ανάπτυξη της χώρας, εκδ. αφοί
Κυριακίδη, 50.
21
Ο πρώτος που έγραψε στο καραμανλίδικο γλωσσικό ιδίωμα ήταν ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος(1454-1456),ο οποίος αναλαμβάνοντας
τα ηνία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας, συνέγραψε το
πόνημα του «περί της ορθής και αληθούς πίστεως». Τούτο ήταν αναγκαίο, προκειμένου να
ικανοποιηθούν οι ανάγκες των χριστιανών που τουρκοφώνησαν και αγνοούσαν την
ελληνική γλώσσα. Κατά μία άλλη άποψη συνέγραψε την εν λόγω Ομολογία της Ορθόδοξης
Πίστεως για τον Σουλτάνο των Τούρκων, τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Στα 1718 η έκδοση
του βιβλίου: «Απάνθισμα της χριστιανικής Πίστεως»(κιουλζάρι ιμάνι μεσιχί) από τον
Νεόφυτο Μαυρομάτη υπήρξε άλλη μια κίνηση.
Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα ο Σωφρόνιος και ο Αθηναίος Εφραίμ, πατριάρχες
Ιεροσολύμων, σοφίστηκαν τα Καραμανικά γράμματα και τύπωσαν στην Βενετία ιερά
βιβλία. Τα τελευταία διανεμήθηκαν με φροντίδα του μητροπολίτη Αγκύρας, Σεραφείμ
Πισείδη, στους τουρκόφωνους Έλληνες της Μικράς Ασίας, αναπτερώνοντας το ηθικό τους
και τονώνοντας την εθνική συνείδησή τους. Λειτούργησαν, επιπλέον, και ως αμυντικά μέσα
απέναντι στους ποικιλώνυμους προπαγανδιστές μισσιονάριους, τους εκ Δύσεως
ορμώμενους96. Ο δε αξιολογότατος και δραστήριος αρχιεπίσκοπος Καισάρειας, Παϊσιος ο εκ
Φαράσων, πέρα από το ποικίλο πνευματικό και κοινωνικό έργο του με την ίδρυση
σχολείων και εκκλησιών, εξέδωσε το 1839 στα καραμανλήδικα την Ιερά Κατήχηση του
Πλάτωνος, πατριάρχη Μόσχας 97.

4. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Ένα γεωγραφικά απέραντο και συγκεντρωτικό κράτος, όπως ήταν η οθωμανική


αυτοκρατορία, είχε αναπτύξει ανάλογη διοικητική διάρθρωση και οργάνωση, η οποία και
ήταν απαραίτητη, προκειμένου να λειτουργήσει αποδοτικά, να επιβληθεί η ισχύς του
στους πολυάριθμους καταπιεσμένους λαούς, που ήλεγχε, και να εισπράττονται
αποτελεσματικά οι φόροι, που ήταν απαραίτητοι για την λειτουργία της τεράστιας και
πολυδαίδαλης κρατικής μηχανής.
Η μεγαλύτερη διοικητική μονάδα της αυτοκρατορίας ήταν το μπεηλερμπεάτο.
Χρονικά προηγείται η ίδρυση του μπεηλερμπεάτου της Ρούμελης ( Ευρωπαϊκό τμήμα) το
1361 και ακολούθησε εκείνο της Ανατολίας το 1393. Αργότερα, με τις συνεχείς
επιδρομές και τις κατακτήσεις επιπλέον εδαφών, κατέστη αναγκαία η αύξηση του
αριθμού τους. Στο έτος 1520 αναφέρονται έξι, με τον θάνατο του Σουλεϊμάν του
μεγαλοπρεπούς (1566) ανήλθαν σε δεκαέξι, ενώ σε τριάντα δύο έφθασαν το 1620. Στα
διοριστήρια βεράτια υπογραμμίζεται ότι οι μπεηλερμπέηδες είναι εκπρόσωποι του
σουλτάνου για όλες τις πολιτικές υποθέσεις. Οι αξιωματούχοι, όπως οι σαντζάκμπεηδες,
οι καντήδες, καθώς κι όλος ο πληθυσμός, ήταν υποχρεωμένοι να τους αναγνωρίζουν ως
«χακίμ και βαλή» (hakim ve vali), δηλαδή, κυρίαρχους και αυθεντίες. Ουσιαστικά, το
αξίωμα του μπεηλέρμπεη αντιστοιχεί με αυτό του βαλή (νομάρχη). Το δε βιλαέτι
(διοικητική περιφέρεια) με το εγιαλέτι. Επικεφαλής του βιλαετίου τοποθετούνταν,
πάντοτε, ο μπεηλέρμπεης, ο οποίος –ανάλογα με την σπουδαιότητα των περιοχών –είχε
τον βαθμό του βεζίρη και τον αποκαλούσαν πασά. Υπήρχε μια ιεραρχία ως προς την

96
Ευαγγελίδης, 279.
97
Δημήτρης Πλουμίδης,Καππαδοκία και Κεντρική Ανατολία, εκδ. infoγνώμων, Αθήνα 2003, 316.
22
κατάταξη των βιλαετίων, που καθοριζόταν, κυρίως, από τις προσόδους που εξασφάλιζε
στον επικεφαλής του και στην Υψηλή Πύλη. Πλουσιότερο εγιαλέτι ήταν η Αίγυπτος98.
Κατά τον 17ο αιώνα, εκτός των άλλων, υφίστατο το εγιαλέτι της Καραμανίας με
πρωτεύουσα το Ικόνιο και έκταση που έφτανε τα 78.518 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το χας
(εισοδήματα) του διοικητή ανερχόταν σε 660.071 άσπρα. Δύο σώματα αποτελούσαν την
προσωπική του φρουρά. Οι σεγμέν (seymen), 300 έφιπποι Καραμανίτες, και οι ντελή
(deli =τρελοί), 200 Ρουμελιώτες99. Διέθετε 73 ζεαμέτια, 2.165 τιμάρια και 5.184
σιπαχήδες, το ντριλίκ των οποίων τους απέφερε 10.500.175 άσπρα. Περιελάμβανε 7
σαντζάκια. Ο ντεφτερντάρης του βιλαετίου είχε έσοδα, από την κτηματική του
περιουσία, 65 άσπρα ετησίως 100.
Το σαντζάκι ή λιβά υπήρξε η αμέσως μικρότερη διοικητική μονάδα. Ο ιδιότυπος
συγκεντρωτικός αποκεντρωτισμός του οθωμανικού κράτους επέτρεπε στον επικεφαλής,
με τον τίτλο του σαντζάκμπεη, να επικοινωνεί με την Υψηλή Πύλη απευθείας, και όχι
αναγκαστικά μέσω του μπεηλέρμπεη101. Ο αριθμός τους έμεινε σχετικά σταθερός, αν και
κατά περιόδους κάποια από αυτά υπάχθηκαν σε άλλα βιλαέτια. Η δημογραφική πύκνωση
και οι αλλαγές στην κοινωνικοοικονομική οργάνωση των περιοχών διαφοροποίησε την
εικόνα τους. Έτσι π.χ. μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του βιλαετίου από το Αϊδίνι στην
Σμύρνη. Στην πλήρη ανάπτυξή της η οθωμανική αυτοκρατορία περιλάμβανε 491
σαντζάκια, εκ των οποίων 322 στην Ασία, 38 στην Αφρική και 131 στην Ευρώπη 102.
Ο καζάς (επαρχία) ή καντιλίκι υφίστατο ως διοικητική υποδιαίρεση του σαντζακίου.
Πρωτεύουσά του ήταν μια μεγάλη κωμόπολη. Ως διοικητής αυτής της μικρής
διοικητικής περιφέρειας οριζόταν κάποιος αξιωματούχος, που είχε τον τίτλο του καντή.
Είχε πολιτικές, διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Ο καζάς Βαρντάρ Γενιτζεσί
είχε έδρα τα σημερινά Γιαννιτσά, σε απόσταση από την πρωτεύουσα της οθωμανικής
αυτοκρατορίας 13 κονάκια, δηλαδή διανυκτερεύσεις /στάσεις, και υπαγόταν στο
Σαντζάκι Σελανίκ (Θεσσαλονίκη). Ο καντής είχε τον 4ο βαθμό και μισθοδοτούνταν με
100 άσπρα ημερησίως.103
Ο ναχιγές ή ναχιές (nahiye), η τέταρτη κατά σειρά διοικητική βαθμίδα, αφορούσε
ένα κεφαλοχώρι. Είχε επικεφαλής έναν ναήμπ(naib), δηλαδή, ένα νεαρό απόφοιτο του
μεντρεσσέ (ιεροδιδασκαλείο). Πλήρης κατάλογος των ναχιγέδων δεν υφίσταται.
Πολύτιμο υλικό αντλούμε από το «Ταξιδιωτικό» του γνωστού περιηγητή Εβλιγιά
Τσελεμπή104.
Τέλος, η μικρότερη διοικητική μονάδα υπήρξε το μεζραά (mezraa = αρώσιμος
αγρός) ή το ομπά (oba=καταυλισμός νομάδων). Σε μεγαλύτερους οικισμούς, στις
γειτονιές (mahalle), υπήρχε συνήθως ένας ναός ή ένα τέμενος και ένας πρόκριτος ο
μουχτάρης (muhtar). Σε πλείστες περιπτώσεις, όπου τα χωριά είχαν μεικτό πληθυσμό,
χριστιανών και μουσουλμάνων, υπήρχαν ξεχωριστές οργανώσεις των κατοίκων και
εκπροσωπούνταν απέναντι στην κρατική εξουσία από τον ιερέα και τον ιμάμη τους.
Μικρά χωριά θεωρούνταν όσα είχαν πληθυσμό έως 500 κατοίκους, τα μεσαία έως 1000
και τα κεφαλοχώρια έως 2000. Οι κωμοπόλεις είχαν πληθυσμό πάνω από 2000
κατοίκους. Τα χωριά, οι κωμοπόλεις και οι πόλεις υπολογίζονταν με βάση τον αριθμό
των νοικοκυριών (hane)105.
Σύμφωνα, πάντως, με άλλες πηγές ο επικεφαλής των Γενικών Διοικήσεων λέγεται
Βαλής ουμαμί, των νομών Βαλής, των Διοικήσεων Μουτεσαρίφης, των υποδιοικήσεων

98
Σαρρής τ.1, 236-237.
99
Gallard A. , 1881: τ 2 .
100
Σαρρής ό.π. τ.1, 243-244.
101
ό.π. τ.2, .257.
102
ό.π , 259
103
ό.π , 272-276.
104
ό π , 277.
105
Σαρρής, 277-278.
23
Καϊμακάμ και των Ναχιλέδων ο Ναχιές. Η στελέχωση αυτών των δημοσίων θέσεων δεν
απαιτούσε, βέβαια, ανθρώπους με ήθος, μόρφωση ή άλλα σχετικά προσόντα. Το βασικό
κριτήριο υπήρξε η εμπιστοσύνη και η τυφλή υπακοή στους ανωτέρους του. Στη δε
συμπεριφορά τους απέναντι στους πολίτες του κράτους υπήρξαν άτεγκτοι, σκληροί και
αυταρχικοί, ειδικά απέναντι στους μη μουσουλμάνους, η αυθαιρεσία και η διαφθορά
ήταν σε ημερήσια διάταξη 106.
Επί τελευταίας περιόδου της τουρκοκρατίας και για ένα σεβαστό χρονικό
διάστημα, η περιοχή της Καππαδοκίας δεν συγκροτούσε ιδιαίτερη διοικητική περιφέρεια,
αλλά υπαγόταν σε τρία διαφορετικά βιλαέτια, εκείνο της Άγκυρας, των Αδάνων και του
Ικονίου. Θεωρείται απαραίτητο εδώ να επισημανθεί ότι οι κάτοικοι των ανωτέρω
διοικητικών διαμερισμάτων δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως Καππαδόκες αλλά ως κάτοικοι
των αναφερθέντων βιλαετίων ή, ακόμη, ως κάτοικοι των πόλεων, κωμοπόλεων και των
χωριών από όπου κατάγονταν (π.χ. Σινασσώτες, Μιστιλήδες, Αραβησσονλήδες, Αξενοί,
Καισαριείς κ.ά. ). Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιούνταν και ο γενικός χαρακτηρισμός
Καραμανλήδες. Ο όρος αυτός έχει ληφθεί από την ιστορική περίοδο του σουλτανάτου
της οικογένειας Καραμάν (14ος και 15ος αιώνας ), όταν, πλέον, αντικαταστάθηκε λόγω
κατάρρευσης το σελτζουκικό κράτος του Ρουμ, που, ως εγράφη, είχε πρωτεύουσα το
Ικόνιο 107.
Συγκεκριμένα, το βιλαέτι (vilayet)108 Ικονίου είχε έκταση που έφθανε τα 102800
τετραγωνικά χιλιόμετρα, υποδιαιρούνταν σε πέντε σαντζάκια109: της Αττάλειας, στο
νότο, του Πολυδώρου (Μπουρντούρ), στα δυτικά, της Βάριδος (Σπάρτη/α), στα
βορειοδυτικά, του Ικονίου (Κοnya), στο κέντρο, και της Νίγδης (Nigda), στα ανατολικά.
Το βιλαέτι Ικονίου περιελάμβανε 30 επαρχίες (καζάδες)110 και στην επικράτεια του
αριθμούσε περίπου 2000 χωριά, στα οποία κατοικούσαν ποικίλοι πληθυσμοί
διαφορετικής καταγωγής, θρησκείας και συνηθειών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι
Σελτζούκοι και οι Οθωμανοί Τούρκοι δεν μπόρεσαν, παρά τις όποιες επιτυχίες τους, να
επιβάλλουν ομογενοποίηση των πληθυσμών, ισοπέδωση των ιδιαιτεροτήτων τους και
πλήρη εκτουρκισμό τους. Οι κάτοικοι της Καππαδοκίας δεν είχαν ποτέ ενιαία εθνική
συνείδηση ούτε ουσιαστικούς συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ τους111. Η γεωμορφολογία
της περιοχής, με τους ορεινούς όγκους, τα υψίπεδα και τις χαράδρες, καθώς και η
σχετική συγκοινωνιακή απομόνωση συνετέλεσαν, ώστε οι γηγενείς χριστιανικές
κοινότητες, σε συνδυασμό με την εσωστρέφεια, που τις διέκρινε, να διατηρήσουν πολλά
στοιχεία της ιδιοπροσωπίας, των ηθών και εθίμων και της παράδοσής τους.
Κατά την περίοδο των Νεοτούρκων η διοικητική διάρθρωση παρέμεινε ουσιαστικά
η ίδια. Στο βιλαγέτι της Άγκυρας, το υφιστάμενο μέχρι το 1877 σαντζάκι Καισαρείας
μετονομάστηκε το 1918 σε σαντζάκι Τσορούμ, ενώ στο Βιλαγιέτι Ικονίου, το σαντζάκι
Ικονίου και το σαντζάκι Νίγδης παρέμειναν αμετάβλητα112. Στο σαντζάκι Νίγδης
υπάγονται 7 καζάδες, που είναι οι παρακάτω: Νίγδης, Ακ-σεράι (Άσχαρα), Αραβησσού,
Μπορ (Πόρου), Νεβσεχίρ (Νεάπολη), Ουργκιούπ (Προκοπίου) και Χαμητιέ113
Μετά το πέρας των βαλκανικών πολέμων του 1912-13 προωθήθηκε προς ψήφιση και
εφαρμόστηκε καινούριος «νόμος γενικής διοίκησης βιλαγετιών». Ο τελευταίος, δίχως να
επιφέρει ουσιαστικές μεταβολές, ισχυροποίησε την θέση των βαλήδων. Απώτερος

106
Ιωάννης Α. Παυλίδης,Σελίδες ιστορίας,αίματος και θυσίας Πόντου και Μικράς Ασίας, εκδ. Δωδώνη,
Θεσσαλονίκη 1980, 53.
107
Ν. Ιντζεσίλογλου, Καππαδοκών Βίοι, Καππαδοκία, Α΄ πανελλήνιο επιστημονικό συνέδριο,, 115.
108
vilayet λ. τουρκική, μεγάλη διοικητική επαρχία, ελληνικό λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη ,
109
sancak , λ. τουρκική ,μεσαία διοικητική περιφέρεια, ελληνικό λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη,
110
(καζάς) λ. τουρκική, μικρή διοικητική περιφέρεια ταυτίζεται εν μέρει με την έννοια της ελληνι-
κής επαρχίας.
111
Αθανασιάδης, 318
112
Σαρρής, τ.2, 312.
113
Ασβέστη , 103
24
σκοπός υπήρξε η χρησιμοποίηση της διοικητικής κρατικής μηχανής ως μηχανισμού
καταστολής, ως μέσου για την ηθική και φυσική εξόντωση των μη μουσουλμανικών
εθνικών μειονοτήτων. Η γενοκτονία των Αρμενίων, με τις βίαιες εκτοπίσεις και τις
σφαγές, και, λίγο αργότερα, η εξολόθρευση και ο ξεριζωμός των Ελλήνων του Πόντου
και της υπόλοιπης Μικράς Ασίας κλείνει με θλιβερά παραδείγματα αυτόν τον κύκλο 114.

……..

Ο καθηγητής Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης ομιλών περί του διωγμού των Ελλήνων


της Ιωνίας από τους Τούρκους το 1914. Ι΄ Πανελλήνο Συνέδριο για τη Μικρά Ασία :
«H γενοκτονία των Χριστιανών της Μικράς Ασίας»
Θεσσαλονίκη 29-11-2008. Αμφιθέατρο Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

114
Σαρρής ό.π. , τ.2 , 310.
25
5. Ο ΣΙΝΑΝ ΜΙΜΑΡ

Από τους κορυφαίους αρχιτέκτονες της οθωμανικής εποχής, ο Σινάν Μιμάρ,


γεννήθηκε το 1489 στο χωριό Άγιοι Ανάργυροι (Αγιρνάς) της Καππαδοκίας. Μεγάλωσε
μέσα σε χριστιανική οικογένεια και, μάλιστα, γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ονομαζόταν Ιωσήφ
και ο πατέρας του Χρήστος. Μαθήτευσε δίπλα στον αρχιτέκτονα παππού του.
Ενδεχομένως, για κάποιο οικονομικό χρέος ο Σινάν και η μητέρα του έγιναν δούλοι. Στα
1511 απελευθερώνεται, ήδη, όμως, έχει εξισλαμιστεί. Έφυγε για σπουδές στην
Κωνσταντινούπολη και ανέβηκε τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας. Τέθηκε
επικεφαλής ενός επιτελείου 14 αρχιτεκτόνων –εκ των οποίων οι 9 ήσαν Ρωμιοί –ανέλαβε
την ανέγερση 130 τζαμιών, 30 ανακτόρων, αρκετών γεφυριών, χαμάμ, υδραγωγείων,
μεντρεσέδων (ιεροσπουδαστηρίων), πτωχοκομείων κλπ. Εξαιρετικής αρχιτεκτονικής
θεωρείται το τέμενος του Σουλεϊμάν Α΄, που έχτισε στην Κωνσταντινούπολη, και το
τέμενος του Σελίμ στην Αδριανούπολη. Στην Ελλάδα το μόνο γνωστό έργο του είναι το
Κουρσούμ-τζαμί, που βρίσκεται –ανακαινισμένο πλέον –στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας.
Απέκτησε μεγάλη περιουσία και δόξα, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τους συμπατριώτες του.
Έτσι, όταν μαθεύτηκε ότι ο Σουλτάνος Σελίμ Β΄ αποφάσισε την υποχρεωτική μετοικεσία
των χριστιανών της Καππαδοκίας στην Κύπρο, προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή. Τότε
εκπρόσωποι των Καππαδοκών, που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν
παράκλησης των θιγομένων, προσέτρεξαν στον ίδιο. Τότε αυτός παρενέβη επιδέξια στον
αυτοκράτορα και, έτσι, ματαιώθηκε αυτή η παράλογη σκέψη, που ήταν αντίθετη με τα εν
γένει συμφέροντά τους. Πέθανε πλήρης ημερών το 1588 115.

6. ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
Τον 19ο αιώνα ο μετασχηματισμός της οθωμανικής κοινωνίας κινείται με πολύ
αργούς ρυθμούς παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των σουλτάνων και την
επιθυμία, κατόπιν επιταγών και πιέσεων των Ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η ψήφιση και
εφαρμογή των φιρμανιών του Χάττι Σερίφ το 1839 και του Χάττι Χουμαγιούμ το 1856
επί σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ δημιουργεί πρόσφορες συνθήκες για ανάπτυξη, κυρίως,
των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας. Η ελευθερία ίδρυσης σχολείων,
εκκλησιών, πολιτιστικών συλλόγων, ομίλων και ιδρυμάτων έχει πολλαπλασιαστικές
ωφέλειες για όλους τους υπηκόους. Στην πρακτική, όμως, εφαρμογή βρίσκει πολλά
προσκόμματα και κωλύματα. Η διενέργεια εκλογών δεν είναι και τόσο αντικειμενική, με
αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρατυπίες, εκβιασμοί, εξαγορά συνειδήσεων, χρήση
βίας κλπ. Το εκλογικό όριο είναι 100.000 ψηφοφόροι για μία βουλευτική έδρα στο
οθωμανικό κοινοβούλιο της Κωνσταντινούπολης. Στις εκλογές του 1908 εξελέγησαν 280
Τούρκοι, 23 Έλληνες, 10 Αρμένιοι, 5 Βούλγαροι, 4 Σέρβοι και 2 Εβραίοι. Στις επόμενες
εκλογές που διεξήχθησαν το 1912 οι Έλληνες βουλευτές αυξήθηκαν σε 27, εκ των
οποίων οι 7 προέρχονταν από τον Πόντο.
Να σημειωθεί ότι επετεύχθη μετασχηματισμός και ομογενοποίηση όλων των
μουσουλμάνων σε Τούρκους (Άραβες, Κούρδοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κιζίλμπασίδες,
Σύριοι, Αλεβίτες, Αφσάροι, Γιουρούκοι κλπ). Ο Ludovic de Contenson στο βιβλίο του
«Cretiens et Musulmans», Παρίσι 1901, αναφέρει ότι οι αληθινοί Τούρκοι στη Μικρά
Ασία είναι σχετικά μειοψηφία, καλύπτουν μόλις το 44,8% του συνολικού πληθυσμού
της. Από δε τις υπόλοιπες εθνότητες, υπολογίζει τους Έλληνες σε 2.500.000 περίπου
κατοίκους116.

115
Παναγιώτα Κασβίκη, Ν. Τρικάλων, Ιστορία, Οικονομία, Πολιτισμός εκδ. Δομή, Αθήνα 2006 , 223.
116
Χάρης Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…εκδ, αφοί Κυριακίδη Α.Ε. 49 και 322.
26
7. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ

Το κλίμα, η γεωμορφολογία και η ποιότητα του εδάφους της Καππαδοκίας έπαιξαν


πολύ σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των
κατοίκων της. Η περιοχή βρίσκεται πολύ μακριά από την θάλασσα, το δε ετήσιο ύψος
βροχών είναι εξαιρετικά χαμηλό, με αποτέλεσμα μεγάλες χρονικές περιόδους ανομβρίας και,
κατ΄ επέκτασιν, ξηρασίας. Τα καλοκαίρια είναι πολύ θερμά, ενώ τους μακρείς
χειμωνιάτικους μήνες ψυχροί άνεμοι σαρώνουν την περιοχή και ρίχνουν πολύ χαμηλά την
θερμοκρασία. Το δριμύ ψύχος επιδεινώνεται από τα περιβάλλοντα βουνά και τα υψίπεδα
που κυριαρχούν. Σαφώς, και υφίστανται διαβαθμίσεις, μιας και το κλίμα είναι ψυχρότερο
προς τα νότια μέρη πλησίον της οροσειράς του Ταύρου, λόγω μεγάλου υψομέτρου. Προς τα
βόρεια, δηλαδή στην Καππαδοκία που συνορεύει με τον Πόντο, το κλίμα γίνεται ηπιότερο
και οι συνθήκες ζωής ανθρωπινότερες117.
Το άγονο του εδάφους, η ανυπαρξία βροχών, η απουσία δασών και τα ελάχιστα
επιφανειακά και υπόγεια ύδατα καθιστούσαν την Καππαδοκία φτωχή και αραιοκατοικημένη
περιοχή. Οι άνθρωποι ασχολούνταν, κατά κύριο λόγο, με την πρωτογενή παραγωγή, για να
προσπορίζουν τα βασικά είδη διατροφής. Όμως, και αυτά δεν τα είχαν σε ιδιαίτερη αφθονία.
Η ένδεια και η πενία υπήρξε μόνιμος σύντροφος του Ρωμιού της εποχής, ενώ από την
φτώχεια –σαφώς μεγαλύτερης έκτασης –μαστίζονταν και οι πολυπληθείς μουσουλμανικοί
πληθυσμοί, που κατοικούσαν στην ευρύτερη Καππαδοκία 118 σε ξεχωριστά ή μικτά χωριά.
Οι αγρότες καλλιεργούσαν στα ξερικά χωράφια, ποσότητες δημητριακών ,όπως το
σιτάρι και το κριθάρι και σε μικρότερη κλίμακα καλαμπόκι .Στα, ελάχιστα στον αριθμό,
αρδευόμενα κτήματά τους ευδοκιμούσαν αρκετά όσπρια, όπως ήταν τα φασόλια, οι φακές,
τα κουκιά και τα ρεβύθια. Σε αφθονία, ωστόσο, φύονταν βότανα χρήσιμα στην ιατρική. Το
δε όπιο θεωρούνταν εξαιρετικής ποιότητας, γιατί η περιεκτικότητά του σε μορφίνη το
καθιστούσε ιδιαίτερα δημοφιλές.
Ο αριθμός των Καππαδοκών, που ασχολούνταν με τις αγροτικές ασχολίες,
ακολουθούσε μια φθίνουσα πορεία, και ειδικά μετά το 1900. Τα αγροτικά κτήματα
εγκαταλείπονταν από τους ξενιτεμένους ή πωλούνταν ή περιέρχονταν μισιακά σε Τούρκους,
με άμεσο αποτέλεσμα την δημογραφική απίσχνανση των αγροτικών οικισμών. Τούτο
οφείλεται σε αρκετούς κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Οι ξενιτεμένοι Καραμανλήδες
στην Πόλη επέλεγαν ως διαμονή τους την συνοικία Καραμανία, εκκλησιάζονταν στον ναό
των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και ασχολούνταν με το εμπόριο, την χρυσοχοΐα και
διάφορες τέχνες, όπως εκείνη του κλειδαρά. Η πλούσια αμφίεση των γυναικών έκανε
εντύπωση σε αρκετούς περιηγητές119. Σε αντίθεση με τους Ρωμιούς, οι Οθωμανοί επέμεναν
στην καλλιέργεια της γης, και, ως συντηρητικοί που ήσαν, δεν την εγκατέλειπαν με τίποτα.
Έστω κι αν απασχολούνταν σε άλλους τομείς, πάντα είχαν λίγη γη και εργάζονταν στο
χωράφι τους. Ακόμη και οι ακτήμονες δεν άλλαζαν επάγγελμα, αλλά προσέτρεχαν στους
χριστιανούς, για να δουλέψουν τα κτήματά τους είτε ως εργάτες γης είτε μισιακά120.
Ιδιαίτερη ανάπτυξη είχε η κτηνοτροφία λόγω, κυρίως, της αφθονίας βοσκότοπων.
Εξάλλου, τα κτηνοτροφικά προϊόντα, όπως το γάλα, το βούτυρο, το κρέας, το μαλλί, τα
δέρματα και, ιδιαιτέρως, ο παστουρμάς εξάγονταν σε περιοχές εκτός Καππαδοκίας,
αποδίδοντας στους παραγωγούς ικανοποιητικό –για τα δεδομένα της εποχής –εισόδημα. Ο
αριθμός των 20.000 βοειδών, που σφάζονταν ετησίως και από τα οποία παρασκευαζόταν ο
περίφημος παστουρμάς, είναι ενδεικτικός της μεγάλης σημασίας του συγκεκριμένου
προϊόντος για την οικονομική ζωή. Η μελισσοτροφία, όπως και η αμπελουργία, δεν ήταν
ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, αν και τα παραγόμενα προϊόντα φημίζονταν για την εξαιρετική

117
Ασβέστη, 16.
118
προφορική μαρτυρία από Αναστάσιο Κενανίδη , σε προφορική συνέντευξη στον γράφοντα .
119
Πλουμίδης,365.
120
Ασβέστη, 176
27
ποιότητά τους. Τα καρύδια και το αλάτι (λιμνίσιο και ορυκτό ) και τα σημαντικά, αλλά
ανεκμετάλλευτα, κοιτάσματα ορυκτών, όπως χαλκός, λευκόλιθος, άργυρος, γύψος και
μάρμαρα, συμπλήρωναν την οικονομική εικόνα της περιοχής. Τα γεωργικά αγαθά
προορίζονταν μόνο για εσωτερική κατανάλωση μιας σχετικά κλειστής και αυτάρκους
κοινωνίας και ελάχιστα, όπως ο παστουρμάς και τα δέρματα, τροφοδοτούσαν τις όποιες
εξαγωγικές δραστηριότητες. Τα παζάρια διαδραμάτιζαν σπουδαιότατο ρόλο στην
κοινωνικοοικονομική ζωή των Καππαδοκών. Εύκολα πουλούσαν εκεί τα λίγα σχετικά
προϊόντα τους και από εκεί αγόραζαν ή και αντάλλαζαν άλλα χρειαζούμενα είδη. Ονομαστά
παζάρια ήταν της Νίγδης, που γινόταν κάθε Σάββατο, και του Πόρου κάθε Τρίτη 121.
Η εικόνα της γεωργίας βρισκόταν τότε σε πρωτόγονο επίπεδο. Η καλλιέργεια
διεξάγονταν με τον πατροπαράδοτο τρόπο και την ζεύξη βουβαλιών ή βοδιών στο σιδερένιο
ή και ξύλινο ησιόδειο άροτρο. Και, κατά συνέπεια, η απόδοση των χωραφιών υπήρξε
χαμηλή, παρά την αγρανάπαυση που επέβαλαν122. Οι ιδιοκτήτες Έλληνες είχαν στη δούλεψή
τους Τούρκους εργάτες γης και, κυρίως, τους απασχολούσαν ως βοσκούς τους. Οι ίδιοι οι
Έλληνες, σπανιότατα, καταδέχονταν τέτοιου είδους εργασίες, θεωρώντας ότι παρόμοιες
ασχολίες αρμόζουν σε αργόμισθους και οκνηρούς. Επειδή, όμως, η γη ήταν άγονη, οι πόροι
λειψοί και η διαβίωση δύσκολη, αρκετοί Καππαδόκες και, ειδικά, οι άνδρες ξενιτεύονταν
προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ελάχιστες γυναίκες ξενιτεύονταν, οι άλλες έμεναν πίσω
προσδοκώντας την επιστροφή των δικών τους.
Η κοινωνία της Καππαδοκίας χαρακτηρίζονταν ως άκρως συντηρητική, εσωστρεφής
και βαθιά θρησκευόμενη. Οι Ρωμιοί κάτοικοί της λιτοδίαιτοι και τραχείς τηρούσαν πιστά τις
παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα που κληρονομούσαν από τους παλαιότερους. Η ορθόδοξη
πίστη τους λειτουργούσε άδολα και αυθεντικά και ήταν αποκούμπι στα δύσκολα χρόνια που
διένυαν. Σέβονταν και τιμούσαν τους ηλικιωμένους και ακολουθούσαν πιστά τις συμβουλές
και τις παραινέσεις τους. Σε μια πατριαρχική κοινωνία ο γέροντας –πατέρας θεωρούνταν ως
απόλυτη και αδιαμφισβήτητη αυθεντία. Τα νεότερα μέλη όφειλαν υπακοή και συμμόρφωση
στους γονείς. Την αξιοσύνη τους την έδειχναν με κάθε ευκαιρία.
Πράγματι, θεωρούσαν τόσο πολύ ως ύψιστη αρετή την εργατικότητα και την
ολιγάρκεια, ώστε, όποιος νέος ή όποια νέα κοσμούνταν από τα χαρακτηριστικά της
φειδωλής διαχείρισης των οικονομικών τους, θεωρούνταν περιζήτητος κι αξιοπρόσεκτος
υποψήφιος γαμπρός ή νύφη, για να ξεκινήσει καινούριο νοικοκυριό και να ανοίξει
προκομμένο σπίτι. Από την άλλη μεριά, πάντως, την τεμπελιά την απέρριπταν ως βδελυρή
και κατακριτέα. Η οκνηρία, η αργομισθία και το ραχάτι θεωρούνταν ντροπή και αμαρτία, όχι
μόνο στην Καππαδοκία, αλλά παντού σε όλη τη Μικρασία.. Εκεί οι άνθρωποι εργάζονταν
σκληρά στα αμπέλια, στα κτήματα, στις οικοτεχνίες, στο εμπόριο και αλλού και δεν
γυρόφερναν στους δρόμους δίχως σκοπό. Ο δε αργόσχολος και ακαμάτης ετίθετο –εξαιτίας
αυτού του ελαττώματός του –στο κοινωνικό περιθώριο και, σαφώς, δεν έχαιρε ουδεμίας
εκτίμησης και αποδοχής από τον τοπικό κοινωνικό περίγυρο.
Η δε κοπέλα, και μάλιστα όποια εθεωρείτο ως υποψήφια νύφη, θα έπρεπε να
διακρίνεται από τις αρετές της υπακοής, της νοικοκυροσύνης, της αγνότητας, της υπομονής
και της διάθεσης για τεκνοποιία και, μάλιστα, πολυτεκνία. Η εξωτερική εμφάνιση αλλά και
η κατοχή ικανοποιητικής προίκας –αν και επιθυμητή ως έναν βαθμό –δεν θεωρείτο ως
πρωτεύοντα προτερήματα της γυναίκας και δεν έπαιζαν τον πιο καθοριστικό ρόλο στην
κοινωνική ζωή των Καππαδοκών123 .

121
ό.π. , 107.
122
Ασβέστη ,17.
123
Άννα Χατζηστεφάνου -.Σαρόγλου , προφορική μαρτυρία στον γράφοντα. βλ. και Φιλιώ Χαϊδεμένου,
Τρεις αιώνες μια ζωή, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2005, 64.
28
8. ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ

Με την υπογραφή της Συνθήκης στις Σέβρες της Γαλλίας στις 20-7/3-8-1920
ρυθμίστηκε η τύχη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και υλοποιείται κατά ένα σημαντικό
τμήμα της η λεγόμενη Μεγάλη Ιδέα Η μικρή και περιορισμένων δυνατοτήτων Ελλάδα
της Μελούνας, πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, μεταβάλλεται τώρα στην
Ελλάδα των δύο ηπείρων (Ευρώπη-Ασία) και των πέντε θαλασσών (Ιόνιο-Μεσόγειος-
Αιγαίο-Προποντίδα-Εύξεινος Πόντος). Το Ελληνικό Βασίλειο προσαρτά την δυτική και
ανατολική Θράκη ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο,
ενώ αναλαμβάνει την στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της ευρύτερης περιοχής της
Σμύρνης. Οι κάτοικοι της τελευταίας, έπειτα από παρέλευση 5 ετών, θα αποφάσιζαν,
κατόπιν δημοψηφίσματος, την ένωσή της με την υπόλοιπη Ελλάδα. Η έκταση της χώρας
μας από 64.679 τ.χλμ. αυξάνεται στα 173.779 τ.χλμ.(εκτός Σμύρνης), ενώ ο πληθυσμός
της υπερδιπλασιάζεται και από 2.632.000 φθάνει πλέον τα 7.156.000 κατοίκους, στους
οποίους, όμως, συμπεριλαμβάνονται και σημαντικές κοινότητες Μουσουλμάνων,
Εβραίων, Βουλγάρων κλπ. Στα 17.452 τ. χλμ. της έκτασης, που καταλάμβανε η ζώνη
της Σμύρνης, ζούσε ένας πληθυσμός που άγγιζε τις 960.000, από τους οποίους οι
550.000 ήταν Ρωμιοί, οι 308.000 Τούρκοι και οι υπόλοιποι Αρμένιοι, Εβραίοι και
Δυτικοί, κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί124. Δικαιολογημένα, λοιπόν, οι Οθωμανοί με
ανάμεικτα συναισθήματα πίκρας και ζήλιας αποκαλούσαν την πρωτεύουσα της Ιωνίας
Γκιαούρ Ισμίρ(άπιστη Σμύρνη). Η περιοχή της Καππαδοκίας βρέθηκε έξω από τις
ρυθμίσεις της συνθήκης των Σεβρών.
Η συνθήκη χαρακτηρίστηκε από τον Γάλλο Πουανκαρέ ως «πιο εύθραυστη κι από
τις πορσελάνες Σεβρών» (η πόλη των Σεβρών φημιζόταν για την παραγωγή των
περίφημων ειδών πορσελάνης), γιατί, παρά την υπογραφή της, δεν εφαρμόστηκε ποτέ 125.
Ελάχιστοι, πάντως, από την πλευρά των συμμάχων φρονούσαν ότι είναι δυνατόν να τεθεί
σε εφαρμογή και να υλοποιηθούν οι όροι της. Τυχόν επιβολή της θα απαιτούσε
στρατιωτική δύναμη ίση με 10 συμμαχικές μεραρχίες, τις οποίες δεν ήταν διατεθειμένοι
ή δεν ήταν σε θέση να συγκροτήσουν. Το έργο αυτό το ανέλαβε η Ελλάδα. Το
αξιοσημείωτο, πάντως, στην εν λόγω συνθήκη ήταν ότι το όλο κλίμα την ώρα της
υπογραφής ήταν τόσο ψυχρό, ώστε στο τέλος τα μόνα χειροκροτήματα που ακούστηκαν
προερχόταν από τη μεριά του Ελευθέριου Βενιζέλου126.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα. Στον
σιδηροδρομικό σταθμό, όμως, «Λυών» του Παρισιού και, ενώ ετοιμαζόταν για την
αναχώρηση, δύο απότακτοι αξιωματικοί πυροβόλησαν εναντίον του και τον τραυμάτισαν
με δύο σφαίρες στο χέρι. Κατά μία εκτίμηση, επρόκειτο για παλαιοκομματικούς
γερμανόφιλους, εκτελεστές στρατευμένους και τυφλά όργανα ξένης προπαγάνδας. Τα
θλιβερά αυτά γεγονότα προκάλεσαν αναμόχλευση των πολιτικών παθών και ξεσήκωσαν
μια σειρά πράξεων αντεκδίκησης. Ένοπλοι βενιζελικοί εκδικήθηκαν το γεγονός και
εκτέλεσαν εν ψυχρώ τον Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα· πιστό πατριώτη, εξαιρετικά
δημοφιλή και αγαπητό σε πολλούς, εκφραστή, όμως, μιας διαφορετικής προσέγγισης των
εθνικών θεμάτων και οπαδό του Λαϊκού κόμματος. Ο εθνικός διχασμός δείχνει, για άλλη
μια φορά το απαίσιο και καταστροφικό του πρόσωπο127.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξαγγέλλει νέες εκλογές, βέβαιος ότι οι πολίτες της χώρας
θα του εμπιστευθούν εκ νέου την διακυβέρνηση. Η βεβαιότητά του ήταν απόρροια,
προφανώς, των εντυπωσιακών αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν στην εξωτερική,

124
Χατζηαντωνίου, 137 .
125
ό.π., 137 .
126
Τσιρκινίδης , 162.
127
Χατζηαντωνίου, 138.
29
κυρίως, πολιτική του, Φρονούσε ότι θα εκτιμηθούν δεόντως. Ταυτοχρόνως, όμως,
ακούγονται φωνές για επάνοδο του έκπτωτου βασιλιά. Ο Κωνσταντίνος δηλώνει ότι δεν
μπορεί να ζητήσει να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα, εφόσον δεν διεξαχθεί νόμιμο
δημοψήφισμα, με το οποίο ο ελληνικός λαός θα αποφαινόταν εαν επιθυμούσε την
επιστροφή του ιδίου και του καθεστώτος του στην χώρα. Στις 3-12-1920 οι δυτικοί
σύμμαχοι Γαλλία, Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία προειδοποιούν την Ελλάδα ότι σε
περίπτωση επανόδου του Κωνσταντίνου –γνωστού για τα αντιανταντικά αισθήματά του
–στον ελληνικό θρόνο θα αλλάξουν απέναντί της πολιτική και διπλωματική
συμπεριφορά. Στις 8-12-1920 με νέα ανακοίνωση απειλούν με πάγωμα της χορήγησης
του δανείου που είχε υπογραφεί το 1918. Το ποσό ανέρχονταν σε 3.500.000 αγγλικές
λίρες, 566.000.000 γαλλικά φράγκα και 33.000.000 δολάρια. Η απειλή αυτή ελέγχεται
για την νομική και ηθική διάστασή της, δεδομένου του γεγονότος ότι το δάνειο συνήφθη
εν ονόματι του ελληνικού λαού και όχι προς μια ορισμένη κομματική παράταξη ή
κυβέρνηση128.
Στο δημοψήφισμα, που οργάνωσε η νέα κυβέρνηση, το αποτέλεσμα ήταν
συντριπτικό υπέρ της επανόδου του. Στις 19-12-1920 ο εξόριστος βασιλιάς
Κωνσταντίνος βρίσκεται εν μέσω παραληρούντων οπαδών του και πάλι στην Ελλάδα.
Οι σύμμαχοι «τιμώρησαν» την βούληση των Ελλήνων πολιτών και ο απελευθερωτικός
αγώνας τους έμεινε δίχως ουσιαστική βοήθεια σε στρατεύματα, χρήματα, πολεμικό
υλικό και διπλωματική υποστήριξη 129.
Μεγάλες ανακατατάξεις επικρατούν στο οθωμανικό κράτος. Τα ηνία εξουσίας τα
παίρνει στα χέρια του ο Μουσταφά Κεμάλ, ένας φιλόδοξος στρατιωτικός, σκληρός και
γνωστός από την επιτυχή αντιμετώπιση της απόβασης των Αγγλογάλλων στην
Καλλίπολη το 1915 στην διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Ο Μουσταφά Κεμάλ
πασάς αναδεικνύεται, παρά τις αντιδράσεις της σουλτανικής, κυρίως, πλευράς, ως ο
αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Νεοτούρκων, μετά την γνωστή τριανδρία που είχε
προηγηθεί· Εμβέρ πασάς, Ταλαάτ Μπέη και Τζεμάλ Πασάς130.
Ανάμεσα στα παράδοξα της νεότερης κεμαλικής τουρκικής κοινωνίας και την
υποκριτική συμπεριφορά της, αξιοσημείωτη είναι η μετά βδελυγμίας αποκήρυξη του
Ισλάμ. Αν εξαιρέσει κάποιος λιγοστούς Τούρκους αστούς επηρεασμένους από την
ευρωπαϊκή παιδεία και οι οποίοι ζουν στην Κωνσταντινούπολη και σε ορισμένες πόλεις
των παραλίων της Μικράς Ασίας, τεράστιες μάζες του τουρκικού λαού, από την
Αδριανούπολη έως το όρος Αραράτ ζουν ακόμη με αντιλήψεις και τρόπο ζωής βαθιά
ισλαμικό. Και, όπως γράφει η δρ.Μέιμπελ Έλιοτ στο βιβλίο της «Αρχίζοντας ξανά στο
Αραράτ», που ολοκληρώθηκε μετά από τετράχρονη υπηρεσία της σε νοσοκομεία της Μ.
Ασίας, «δεν μπορεί κανείς να δει το πρόσωπο μιας μουσουλμάνας, όταν απομακρυνθεί
από τις ακτές της Μεσογείου». Μια κοινωνία δεν μπορεί να εκσυγχρονιστεί και να
εκπολιτιστεί, εφόσον καταπιέζει και απαγορεύει βασικά δικαιώματα στο ήμισυ του
πληθυσμού της.
Όσο για την δήθεν κατάργηση των χαρεμιών και το, αρκούντως, προβαλλόμενο
τουρκικό κόμμα γυναικών, μια δημοσιευμένη δήλωση του αμερικανού πρώην πρεσβευτή
Τζέραρντ αποκαλύπτει την αλήθεια: «Η Χαλιντέ Χανούμ, απόφοιτη του αμερικανικού
κολεγίου θηλέων της Κωνσταντινούπολης και μέχρι πρόσφατα υπουργός Παιδείας του
Κεμάλ, ήταν εκείνη που οργάνωσε την αρπαγή χιλιάδων παιδιών από τους γονείς τους,
προκειμένου να τα βάλουν στα τουρκικά χαρέμια ή την παράδοση στον τουρκικό στρατό
χιλιάδων νεαρών γυναικών για ανήθικους σκοπούς »131.

128
Edward Hale Bierstadt , H μεγάλη προδοσία, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1997, 159.
129
ό.π., 158,165 .
130
Τσιρκινίδης, 71-74.
131
Edward Hale Bierstadt , 132.
30
31
9. ΣΗΜΑΙΝΟΥΣΕΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ
ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

3-11-1839: O σουλτάνος Aβδούλ Μετζίτ δημοσιεύει το διάταγμα «Χάττι Σερίφ». Ανα-


γνωρίζεται η ισότητα Χριστιανών, Ιουδαίων και Μουσουλμάνων και εξασφαλίζονται –τυπικά
κι όχι ουσιαστικά –η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους132. Απαρχή των τουρκικών
μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ).
18-2-1856: Έκδοση του «Χάττι Χουμαχιούμ». Άδεια για κτίσιμο ναών, σχολείων,
φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, δικαίωμα διορισμού και αλλόθρησκων στις κρατικές θέσεις.
Παρόλα αυτά οι σφαγές των χριστιανών συνεχίζονταν133.
1876-1908 : Βασιλεία του Αβδούλ Χαμίτ (ο αποκαλούμενος «κόκκινος σουλτάνος»)
Ανάπτυξη γραμμάτων και τεχνών, έξαρση του θρησκευτικού φανατι-
134
σμού. Διώξεις και καταπίεση των χριστιανών . Η εκκλησία «εν διωγμώ».
Φεβρουάριος 1877:O σουλτάνος καταργεί το σύνταγμα. Ουσιαστικά λήγει η περίοδος του
Τανζιμάτ135.
1876και1895-96: Σφαγές των Αρμενίων. Αγανάκτηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη136.
Ιούνιος 1913: Kαταδίωξη και κατατρεγμός ελληνικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους, στη
Μικρά Ασία και Θράκη. Ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους 30.000 Ρωμιοί και την θέση τους
κατέλαβαν βαλκάνιοι μουσουλμάνοι137.
Απρίλιος 1909: Ο σουλτάνος Μεχμέτ Ε΄ Ρεσσάτ διατηρώντας τον τίτλο του χαλίφη
αντικαθιστά στον θρόνο τον εξορισθέντα αδελφό του Αβδούλ Χαμίτ 138.
Άνοιξη 1914: Βίαιες εκτοπίσεις Ρωμιών από την δυτική Μικρασία. Οικονομική εξαθλίωση,
καταναγκαστική στρατολόγηση, τάγματα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού)139.
26-5-1914: Mε διάταγμα της τουρκικής κυβέρνησης δίδεται στις στρατιωτικές αρχές
το δικαίωμα να εκτοπίζουν σε άλλες περιοχές όσους –ή και ολόκληρα χωριά –έκριναν
ύποπτους για την ασφάλεια του κράτους 140.
23-1-1915: Προτάσεις στην Ελλάδα για παραχώρηση Καβάλας-Δράμας στην
Βουλγαρία, με αντάλλαγμα σημαντικές εκτάσεις στην δυτική Μ. Ασία141.
Απρίλιος 1915: Ανατολικοθρακιώτες εκτοπίζονται στο εσωτερικό της Ανατολίας και
απορροφώνται εθνολογικά από το μουσουλμανικό στοιχείο142 .
13-6-1915: Διεξάγονται εκλογές. Το κόμμα Φιλελευθέρων διατηρεί ισχυρή πλειοψηφία
(184 βουλευτές επί συνόλω 317). Κυβέρνηση Ελευθέριου. Βενιζέλου143 .
Ιούλιος 1915: Oι Νεότουρκοι προβαίνουν σε μαζικές σφαγές και εκτοπίσεις
1.500.000 Αρμενίων144 και χιλιάδων Μικρασιατών Ελλήνων 145.
Αύγουστος-Νοέμβριος 1915: Ρήξη στις σχέσεις βασιλιά Κωνσταντίνου και πρωθυπουργού Ελ.
Βενιζέλου με αφορμή την συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο στο

132
Ιωάννης Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Θεολογικής σχολής Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 1982,
388.
133
ό.π., 388.
134
ό.π., 388.
135
Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί λαοί,εκδ. Βάνιας,Θεσσαλονίκη 1991,313.
136
ό.π. , .388 .
137
Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Το νέο ελληνικό έθνος, εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2001,479.
138
Τσιρκινίδης, 69.
139
ό.π., .480.
140
Μαγκριώτης, 205 .
141
Εντουάρ Ντριό, Ελλάδα και Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδ. Πελασγός, Αθήναι 1999, 161-162 .
142
Κ. Απ. Βακαλόπουλος , Θράκη, 290.
143
ό.π. , 175.
144
ΣΤ΄πανελλήνιο συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μ.Ασίας, 95 .
145
Edward Hale Bierstadt , 208 .
32
πλευρό της Αντάντ και κατά της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Τουρκίας. Εθνικός
Διχασμός. Παραίτηση Βενιζέλου146.
17-10-1915: H Βρετανία προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την είσοδο της
τελευταίας στον πόλεμο στο πλευρό της Σερβίας και της Αντάντ. Η κυβέρνηση Ζαΐμη αρνείται
την πρόταση147 .
Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1916: Bουλγαρικές δυνάμεις εισβάλλουν στην Ανατολική Μακεδονία
και καταλαμβάνουν την Καβάλα, αιχμαλωτίζοντας 6000 Έλληνες στρατιώτες. Αδράνεια της
ελληνικής κυβέρνησης148.
24-11-1916: Η κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης(τριανδρία Βενιζέλου-Κουντουριώτη-Δαγκλή)
από την Θεσσαλονίκη κηρύττει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας-Βουλγαρίας149.
10-1-1917: Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μ. Μπριάν κοινοποιεί στον πρόεδρο των Η.Π.Α.
συλλογικό υπόμνημα των Συμμάχων ότι επιδιώκουν την απελευθέρωση όλων των
χριστιανικών λαών που υπέμεναν την τυραννία των Τούρκων και τον αποκλεισμό από την
Ευρώπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας150.
11-6-1917 : Oι δυτικοί. σύμμαχοι ζητούν επιτακτικά την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου
από τον ελληνικό θρόνο θεωρώντας ότι τρέφει εχθρικά αισθήματα απέναντι στην Αντάντ. Ο
τελευταίος δίχως να παραιτηθεί, ορίζει ως διάδοχο τον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο και
αναχωρεί για το εξωτερικό. Εκδηλώσεις λατρείας προς το πρόσωπό του αλλά και αγανάκτηση
στην κοινή γνώμη για την ανάμειξη του ξένου παράγοντα στην πολιτική ζωή της χώρας151.
22-1-1918: Κήρυξη γενικής επιστράτευσης, συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στο πλευρό
της Αντάντ, ενίσχυση μακεδονικού μετώπου152.
30-5-1918: Νίκη κατά Γερμανοβουλγάρων στο Σκρα. Δικαίωση πολιτικής Ελ.
Βενιζέλου, η Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών του Α΄ παγκοσμίου Πολέμου153.
17/30-10-1918: Ανακωχή Μούδρου της Λήμνου. Αφοπλισμός από Άγγλους του
oθωμανικού στρατού. Ενθουσιασμός των Ρωμιών της Μ. Ασίας και Κωνσταντινούπολης154.
10-11-1918: Πανηγυρική συνεδρίαση κοινοβουλίου. Ο Ε. Βενιζέλος ανακηρύσσεται
«Άξιος της Πατρίδας και της εθνικής ευγνωμοσύνης του Ελληνισμού» 155.
14-11-1918: Μοίρα ελληνικού στόλου εισέρχεται στον Βόσπορο κι αγκυροβολεί σε
αποβάθρα της Κωνσταντινούπολης. Ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος στην
Αγια-Σοφιά. Ανείπωτη συγκίνηση του Ελληνισμού156.
30-1-1919: Διάσκεψη Ειρήνης στις Βερσαλλίες. Ο Ε. Βενιζέλος ζητεί με υπόμνημα από τις
Μεγάλες Δυνάμεις την προσάρτηση στην Ελλάδα της Βόρειας Ηπείρου, της Δυτικής και
Ανατολικής Θράκης, της Δωδεκανήσου και ολόκληρης της Δυτικής Μ. Ασίας. Επικαλείται
ιστορικά και εθνολογικά δίκαια. Ουδεμία, όμως, αναφορά κινεί για τον Πόντο157 .
Α΄ τρίμηνο 1919 : Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, συμμετέχει στο πλευρό των δυτικών
συμμάχων κατά των μπολσεβίκων στην Ουκρανία158.
1/14-5-1919: Με πρόταση του προέδρου των Η.Π.Α. Ουίλσον και σύμφωνη γνώμη των
Συμμάχων, η Ελλάδα θα σπεύσει με στρατεύματα για διασφάλιση της τάξης στην Σμύρνη και
την περιοχή της159 .

146
Edward Hale Bierstadt, 179-185 .
147
ό.π. ,188.
148
ό.π. 229.
149
ό.π. 243.
150
«ως αναντίρητα ξένη προς το δυτικό πολιτισμό». Edward Hale Bierstadt , 153 .
151
Σβολόπουλος, 132 .
152
ό.π. ,.135 .
153
ό.π., 136-137 .
154
Χατζηαντωνίου, Mικρά Ασία-Ο απελευθερωτικόςαγώνας (1919-1922), εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2003, 29.
155
ό.π. 29.
156
ό.π. 29.
157
Κ. Απ. Βακαλόπουλος, 471.
158
Κ.Απ. Βακαλόπουλος, 33.
159
Κ. Απ. Βακαλόπουλος, 154.
33
2/15-5-1919: Kατ΄ εντολήν των δυτικών συμμάχων αποβιβάζεται στην Σμύρνη
άγημα ελληνικού στρατού (1η μεραρχία Α΄ Σ.Σ., υπό τον συνταγματάρχη Ζαφειρίου) για
αποκατάσταση της τάξης. Οι Έλληνες κάτοικοι τους υποδέχονται ως ελευθερωτές. Ο
αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ευλογεί τα συγκεντρωμένα πλήθη160.
Ιούλιος 1919: O ύπατος αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης διερωτάται
εμπιστευτικά αν η ελληνική απόβαση στη Μικρά Ασία δεν ήταν προορισμένη να απολήξει σε
έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο και, τελικά , σε μια νέα «Σικελική εκστρατεία».
Σεπτέμβριος 1919: Συνέδριο στη Σεβάστεια. Ο Κεμάλ αναγνωρίζεται ως επίσημος
συνομιλητής από Σοβιετικούς και πολλούς δυτικοευρωπαίους στρατιωτικούς και πολιτικούς.
Ως επικεφαλής του «Εθνικιστικού Συμβουλίου» αντικαθιστά τους στρατιωτικούς
αντιφρονούντες διοικητές. Μετάβασή του στην Άγκυρα. Αναγγέλλει στον Σουλτάνο τον
ορισμό της Άγκυρας ως καινούριας πρωτεύουσας του κράτους και διενεργεί νέες εκλογές.
7-11-1919: Εκλογές για νέο κοινοβούλιο στη Σουλτανική Τουρκία. Ο Μουσταφά
Κεμάλ εκλέγεται βουλευτής, αλλά δεν παρουσιάζεται στην Κωνσταντινούπολη.
20-6-1919: Άφιξη του Κεμάλ στο Ερζερούμ. Συσπείρωση εθνικιστών γύρω του.
Λεηλασία Γαλλικών και Βρετανικών αποθηκών όπλων, από Κεμαλικούς.
6-1-1920 : Σύγκλιση της εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας. Το κεμαλικό κίνημα εδραιώνεται.
Τουρκικός Διχασμός. Σουλτανική κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη (Χαλιφάτο) και
Εθνικιστική κυβέρνηση στην Άγκυρα. Ο σουλτάνος –χαλίφης Μεχμέτ Στ΄ Βαχεντίν κηρύσσει
ιερό πόλεμο κατά των Κεμαλικών. Σημειώνονται εμφύλιες συγκρούσεις 161 .
28-1-1920 : Ψήφιση του εθνικού συμφώνου της Τουρκίας με 6 άρθρα 162.
16-3-1920: Oι Άγγλοι καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και διαλύουν την βουλή.
Ενίσχυση και επιβεβαίωση των απόψεων του Κεμάλ περί αιχμάλωτης σουλτανικής
Κυβέρνησης.
10-7-1920: Τουρκικό Εθνικό Συνέδριο στο Ερζερούμ. Ακύρωση σουλτανικού
τηλεγραφήματος περί σύλληψης του Κεμάλ για απείθεια κατά της νόμιμης αρχής. «Δεν θα
παρεχωρούντο προνόμια εις τα χριστιανικά στοιχεία….»163. Εκλέγεται προσωρινή
κυβέρνηση. Ο Κεμάλ πρόεδρος της «Αντιπροσωπευτικής Επιτροπής».
12-7-1920/25-7-1920: Ο ελληνικός. στρατός με εντολή του Ανώτατου Συμμαχικού
Συμβουλίου εισέρχεται στην Αδριανούπολη, αιχμαλωτίζει τον φιλοκεμαλικό στασιαστή
Τσαφέρ Ταγιάρ και ελευθερώνει σε 15 ημέρες την υπόλοιπη Ανατολική Θράκη θέτοντας τέλος
στους διωγμούς των χριστιανών από τους Τούρκους164.
28-7-1920/10-8-1920: Υπογράφεται στο δημαρχείο Σεβρών η ομώνυμη συνθήκη από τους
αντιπροσώπους των Συμμάχων, της Οθωμανικής Τουρκίας και της Ελλάδας. Γινόταν
πραγματικότητα η Ελλάς των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών. Προσάρτηση δυτικής και
ανατολικής Θράκης, νήσων Αιγαίου, Ίμβρου, Τενέδου. Κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή
Σμύρνης, μετά την παρέλευση πενταετίας δημοψήφισμα για ένωση με την Ελλάδα. Η Μεγάλη
Ιδέα υλοποιούνταν κατά ένα μεγάλο μέρος της165. Πρόβλεψη για Αρμενία ανεξάρτητη σε
ομοσπονδία με τον Πόντο. Αυτόνομο Κουρδιστάν. Ανεξαρτητοποίηση Λιβύης, Αιγύπτου,
Χετζάτζης, Συρίας, Παλαιστίνης, Μεσοποταμίας166.
14-9-1920: Πανηγυρική εορταστική ατμόσφαιρα στο παναθηναϊκό στάδιο. Ο βασιλιάς
Αλέξανδρος, ο πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος, πρεσβευτές ξένων κρατών και πλήθος κόσμου
παρευρίσκονται στην τελετή για τον εορτασμό της υπογραφής της συνθήκης των Σεβρών.

160
Καργάκος, 428.
161
Χατζηαντωνίου, 130 .
162
Σβολόπουλλος, 153 .
163
Γενικό Επιτελείο Στρατού .Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού ,Επίτομος Ιστορία της εις Μικρά Ασίαν
Εκστρατείας 1919-1920, 32.
164
Άρης Κυριαζής, Παλιννόστηση στις γλυκές πατρίδες, εκδ. Φανάριον, Αθήνα 2003,61.
165
Χατζηαντωνίου, 131-134 .
166
Σβολόπουλος, 155.
34
17-9-1920: Στον κήπο των ανακτόρων, πίθηκος δαγκώνει στο χέρι τον βασιλιά
Αλέξανδρο. Το τραύμα μολύνεται θανάσιμα και στις…
…12\25-10-1920: o αγαπητός μονάρχης «μετά βραχείαν αγωνίαν καθ΄ ην κατελήφθη
υπό σπασμωδικών κινήσεων του προσώπου, εξέπνευσεν περί ώραν 4ην και 12 λεπτά μετά
μεσημβρίαν »167.
1/14-11-1920: Bουλευτικές εκλογές. Αναπάντεχη εκλογική ήττα των Βενιζελικών.
Λόγω του πλειοψηφικού συστήματος η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις (Λαϊκό κόμμα) με 368.678
ψήφους λαμβάνει 251 έδρες και το κόμμα των Φιλελευθέρων με 375.803 ψήφους 118 έδρες. Ο
Βενιζέλος, απογοητευμένος και αποτυχών να εκλεγεί βουλευτής, αναχωρεί για το εξωτερικό.
3-12-1920: Κοινή ανακοίνωση Ιταλίας, Βρετανίας και Γαλλίας προς τους Έλληνες να
μη επαναφέρουν τον Κωνσταντίνο στο θρόνο του. Μια δεύτερη, έπειτα από 5 ημέρες, απειλεί ότι
σε περίπτωση επανόδου του, η Ελλάδα θα στερηθεί το υπόλοιπο ποσό από το δάνειο, που είχε
συμφωνηθεί168.
5-12-1920: Δημοψήφισμα σχετικά με την επιστροφή του εξόριστου Κωνσταντίνου.
Το εκλογικό σώμα με μεγάλη πλειοψηφία αποφασίζει την επάνοδό του στον ελληνικό θρόνο169.
19-12-1920: Επί κυβέρνησης Δημήτριου Ράλλη, ο Kωνσταντίνος ξαναγυρίζει εν μέσω
παραληρούντων οπαδών του. Μέγα διπλωματικό σφάλμα. Σε κρίσιμη στιγμή η Ελλάδα
εμφανίζεται δίχως συμμάχους και απομονώνεται διεθνώς170.
Ιούνιος 1921: Κατάληψη του Δορύλαιου(Εσκί Σεχίρ) και Ακροϊνού(Αφιόν Καρά Χισάρ).
Ι6-7- 1921: Μετά την κατάληψη της Κιουτάχειας και παρουσία του βασιλιά αποφασίζεται
η εκστρατεία κατά της Άγκυρας για την συντριβή της δύναμης του Κεμάλ. Δυσχερής πορεία
και διάβαση του Σαγγάριου ποταμού171.
Αύγουστος 1921: Οι στρατιώτες προ των πυλών της Άγκυρας, φονικές μάχες στο Πολατλί και
στο Καλέ Γκρότο. Χάθηκε το άνθος του ελληνικού στρατού (5000 νεκροί)172.
Σεπτέμβριος 1921: O ελληνικός στρατός συμπτύσσεται αμυντικά στη γραμμή Εσκί-Σεχίρ,
Κιουτάχεια, Αφιόν Καρα-Χισάρ. Απογοήτευση και χαμηλό ηθικό στο στράτευμα173.
13-10-1921 : Συμφωνία του Κεμάλ με την Σοβιετική Ένωση και τις δημοκρατίες της:
Aζερμπαϊτζάν, Αρμενία (διαμοιράσθηκε), Γεωργία. Με εξασφαλισμένα τα νώτα τους οι Τούρκοι
στρέφονται κατά των Ελλήνων174.
Μάρτιος 1922 : Συνάντηση υπουργών Εξωτερικών Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, πρωτοβουλία
μεσολάβησης για αναθεώρηση συνθήκης Σεβρών. Δεν προβλέπεται, όμως, κανένα μέτρο
προστασίας για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη
συγκατανεύει, αλλά προετοιμάζει σχέδιο απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης, για να πιέσει
τον Κεμάλ να αποδεχθεί το νέο σχέδιο. Ο στρατηγός Γ. Χατζηανέστης μεταφέρει ένα σώμα
στρατού από τη Μικρασία στα περίχωρα της Πόλης. Οι σύμμαχοι εμποδίζουν την υλοποίηση του
σχεδίου. Η άμυνα της ζώνης Σμύρνης ατονεί.175 .
Καλοκαίρι 1922: Η κυβέρνηση Δημήτριου Γούναρη απορρίπτει το «Σχέδιο Αυτονόμησης » της
περιοχής Σμύρνης 176.
13/23-8-1922: Aιφνιδιαστική αντεπίθεση των εξοπλισμένων και συγκροτημένων τουρκικών
ομάδων κατά των ελληνικών στο Αφιόν Καραχισάρ. Άτακτη υποχώρηση προς τα λιμάνια

167
Χατζηαντωνίου,146.
168
Edward Hale Bierstadt , 159 .
169
Σαράντος Ι.Καργάκος, Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου και του Μείζονος Χώρου, τ. B΄εκδ.Gutenberg,
Αθήνα 2000, 440.
170
ό.π. , 440.
171
Κ. Απ. Βακαλόπουλος, , 489.
172
Καργάκος , 445.
173
ό.π., 489
174
ό.π., 446.
175
ό.π., 448
176
Καργάκος., 449.
35
Προποντίδας (Γ΄Σ.Σ.) και Τσεσμέ. Το Α΄Σ.Σ. υπό τον Ν. Τρικούπη παραδίδεται, προ της σφαγής,
στους Τούρκους (10000 αξιωματικοί και οπλίτες)177.
Αύγουστος 1922: Αφροσύνη του Γ. Στεργιάδη, ύπατου αρμοστή Σμύρνης, δεν λαμβάνει
ουσιαστικά μέτρα για τον άμαχο πληθυσμό. Νόμος «περί διαβατηρίων» που απαγορεύει την
ομαδική αποχώρηση των Μικρασιατών. Απελπισμένοι οι Ρωμιοί από το εσωτερικό της Μικρασίας
συρρέουν πανικόβλητοι στην Σμύρνη.178
27-8/9-9-1922: Εμφανίζονται οι τσέτες και με τον Κιορ Μπεχλιβάν σκορπώντας τον τρόμο και
τον πανικό στους θορυβημένους χριστιανούς179.
28-8-192 : Ο θηριώδης Τούρκος Νουρεντίν πασάς, πρώην διοικητής, καλεί τον Χρυσόστομο
Σμύρνης και τους πρόκριτους Κλημάνογλου και Τσουρουκτσόγλου και τους παραδίδει στο
μαινόμενο τουρκικό όχλο, που τους εξοντώνει με μαρτυρικό θάνατο180.
31-8/13-9-1922 : Εμπρησμός της πόλης από τους Τούρκους. Η πυρκαγιά εξαπλώνεται από την
αρμενική στη ρωμέικη συνοικία. Δραματικές στιγμές αλλοφροσύνης, σφαγές, βανδαλισμοί,
βιασμοί, πνιγμοί. Σε 200.000 υπολογίζονται οι εξοντωθέντες. Η όμορφη πρωτεύουσα της Ιωνίας,
Σμύρνη δεν υπάρχει πια 181.
11-10-1922 : Υπογραφή ανακωχής Μουδανιών, κατόπιν πίεσης των δυτικών δυνάμεων. Ο
ελληνικός στρατός υποχρεώνεται να εκκενώσει εκτός της Μ. Ασίας και την Ανατολική Θράκη
εντός 15 ημερών και, μάλιστα, δίχως να ηττηθεί εκεί. Στρατιωτικό σχέδιο για κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης δεν υλοποιήθηκε. Πικραμένοι οι 250000 Έλληνες κάτοικοι (το 80% του
τοπικού πληθυσμού) εγκαταλείπουν τις πατρογονικές εστίες τους και προσφυγοποιούνται182 .
15-11-1922: Έκτατο στρατοδικείο καταδικάζει, για εσχάτη προδοσία, σε θάνατο και εκτε λεί
στο Γουδί τους: Δημ. Γούναρη, Νικ. Στράτο, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή, Ν. Θεοτόκη, Γ.
Χατζηανέστη ως πρωταίτιους για τη Μικρασιατική καταστροφή183.
18-11-1922: Ο σουλτάνος Βαχεντίν Μεχμέτ ο Στ΄, κατόπιν πίεσης του Κεμάλ, αποβιβασθείς στο
αγγλικό πλοίο «Malaya» εγκαταλείπει την χώρα, καταργείται ο τίτλος του σουλτάνου. Ο διάδοχός
του Αβδούλ-Μεζήτ διατηρεί μόνον εκείνο του χαλίφη. Ο τελευταίος θα παραμείνει στην εξουσία
μέχρι το 1924, οπότε εξορίζεται στο Παρίσι 184.
22-11-1922 έως 7-2-1923: Η πρώτη Διάσκεψη της Λωζάννης. Διαφωνίες των
συμμετεχόντων μερών 185.
25-11-1922: Ο ελληνικός στρατός παραδίδει την διοίκηση της Ανατ. Θράκης στους συμμάχους.
Οι τελευταίοι την παραδίδουν αυθημερόν στους Τούρκους186.
30-1-1923 : Σύμβαση υποχρεωτικής Ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.Αρχή
εφαρμογής της η 1/5/23. Ως κριτήριο λαμβάνεται το θρήσκευμα και όχι η γλώσσα.
Εξαιρούνται οι Έλληνες κάτοικοι Κωνσταντινουπόλεως, Ίμβρου και Τενέδου και οι
Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης 187.
23-4-1923 : Η δεύτερη Διάσκεψη της Λωζάννης. Συμπλήρωση των ημιτελών άρθρων 188.
23-7-1923: Υπογραφή ειρήνης μεταξύ συμμάχων και Τουρκίας. Απόδοση στην Τουρκία
της Δυτικής Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης, Ίμβρου και Τενέδου. Απόλυτη κυριαρχία
στα στενά και στην Κωνσταντινούπολη. Ουδεμία αναφορά για Αρμενία και Κουρδιστάν.
Απαλλαγή από οικονομικές διομολογήσεις. Πλήρης Αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Οι
177
ό.π., .451.
178
ό.π., 452.
179
ό.π., 452.
180
ό.π., 452.
181
George Horton, Η κατάρα της Ασίας, εκδ. Εστία Νέας Σμύρνης κλπ. Αθήνα, 99 κ.εξ.
182
Φάνης Μαλκίδης , Στ΄πανελλήνιο συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μ.Ασίας ,Θες\νίκη 2002, 259-260.
βλ. και Κ. Απ. Βακαλόπουλος, 473.
183
Τσιρκινίδης , 247.
184
ό.π., 247.
185
Edward Hale Bierstadt , 212.
186
Μαλκίδης, 260.
187
Edward Hale Bierstadt , 405 .
188
ό.π. , .213.
36
σύμμαχοι υπέκυψαν άνευ αντιρρήσεως στους εκβιαστικούς όρους των Τούρκων
189
αντιπροσώπων .
Καλοκαίρι του 1924 : προσφυγοποίηση του ελληνικού πληθυσμού της Καππαδοκίας και
αναχώρησή του μεγαλύτερου τμήματός του μέσω λιμένα Μερσίνας για την Ελλάδα.
30-10-1930 : Υπογράφεται στην Άγκυρα από τον Ελ.. Βενιζέλο και τον Κεμάλ. Ατατούρκ, η
εληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας. Ο οικονομικός συμψηφισμός
που επιβλήθηκε, προκάλεσε, δικαιολογημένα, την αγανάκτηση των Ελλήνων προσφύγων,
διότι η αξία της εγκαταλειφθείσας περιουσίας τους ήταν εφταπλάσια εκείνης των Τούρκων190.
31-7-1936: Συνθήκη του Μοντραί. Αναθεώρηση στην περί στενών Σύμβαση της Λωζάννης.
Παρόμοια μνεία και για το καθεστώς των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης191.

189
ό. π. ,.213-214.
190
Γιώργος Ι. Λαμψίδης, Οι πρόσφυγες του 1922. Η προσφορά τους στην ανάπτυξη της χώρας 56.
βλ και Αχιλλέα Ανθεμίδη, Ο Ελληνισμός στις Παραευξείνιες χώρες, εκδ.Μαλλιάρης παιδεία,
Θεσσαλονίκη 2002,193.
191
«πρώτος στόχος το Αιγαίο», εκδ. Γ.Ε,Σ. Αθήνα, σελ. 22.
37
Β΄ ΜΕΡΟΣ

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ (ΝΕΑΣ) ΑΡΑΒΗΣΣΟΥ


ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

α. πρόσφυγες προερχόμενοι από την Αραβησσό της Καππαδοκίας


β. πρόσφυγες προερχόμενοι από το Ενεχίλ της Καππαδοκίας
γ. πρόσφυγες προερχόμενοι από το Ταϊφύρι, τον Γαλατά και το Μπαϊγίρι της
Ανατολικής Θράκης.

Σημείωση:
με γαλάζιο χρώμα οι Αραβησσονλήδες
με κίτρινο χρώμα οι Ενεχιλνλήδες
με πράσινο χρώμα οι Ανατολικοθρακιώτες).

38
2. ΑΡΑΒΗΣΣΟΣ

α΄---Τοποθεσία, ιστορικά και δημογραφικά στοιχεία

Η κωμόπολη ονομάζεται σήμερα και Αραπσόν (Arapsum) κι έδωσε το όνομά της στο
προσφυγοχώρι της (Νέας) Αραβησσού που βρίσκεται 13χλμ. έξω και ΒΔ από τα Γιαννιτσά
του νομού Πέλλας. Στην Καππαδοκία βρίσκεται σε απόσταση 75 χλμ δυτικά της Καισάρειας
και 16χλμ βορειοδυτικά της Νεάπολης (Νέβσεχιρ), από την οποία και απέχει τρεις ώρες,
περίπου, και κείται εντός της κοιλάδας του ποταμού Άλυος (Κιζίλ Ιρμάκ=κόκκινος ποταμός,
από τα χώματα που μετέφερε ως φερτές ύλες), ο οποίος εφάπτεται της κωμόπολης στην
αριστερή όχθη του. Σύμφωνα με τον Στράβωνα το όνομά του σχετίζεται με τις αλυκές που
βρίσκονταν στις όχθες του. Τα παγωμένα νερά του και οι διαστάσεις του ποταμού, που
πηγάζει από τα ψηλά όρη του Ερζερούμ στην Ανατολία και εκβάλλει στην Πάφρα της
Σαμψούντας στον Εύξεινο Πόντο, προκαλούσαν από την αρχαιότητα, ακόμη, το δέος και
τον εντυπωσιασμό στους ανθρώπους. Οι Αραβησσονλήδες στην Καππαδοκία, αλλά και
μέχρι πριν λίγα χρόνια, μετά την προσφυγιά και εγκατάσταση στη Μακεδονία, έλεγαν για
τον Άλυ : «θεριό τούτο το ποτάμι, που πολύν κόσμο έχει φαγωμένο» 192.
Στα 1924, χρονιά που οι ανταλλάξιμοι έφυγαν για να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, ο
πληθυσμός της Αραβησσού ανέρχονταν σε 394 οικογένειες με 1270 άτομα, αποκλειστικά
ελληνόφωνοι Έλληνες193, ενώ ο τουρκικός πληθυσμός ανέρχονταν στα 1500 άτομα. Η
Αραβησσός ήταν καϊμακαμλίκι και ανήκε στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και στο βαλελίκι
του Ικονίου. Εκκλησιαστικώς υπαγόταν στη μητρόπολη Ικονίου194, η οποία είχε την έδρα
της στην πόλη της Νίγδης.
Το κλίμα της ευρύτερης περιοχής της Αραβησσού ήταν ξηρό και αρκετά υγιεινό, πράγμα
που επέτρεπε στους κατοίκους να διατηρούν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ποιότητας στη ζωή
τους195.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν196, με τα οποία, βέβαια, συμφωνεί και
σχετική παράδοση που υπάρχει, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διέμεινε για σεβαστό
χρονικό διάστημα στην Αραβησσό. Κατά την διάρκεια, λοιπόν, της εξορίας του στην
Κουκουσό της Καππαδοκίας (404-407), οι σφοδρές επιδρομές των Ισαύρων τον ανάγκασαν
να βρει προστασία στο φρούριο της Αραβησσού.
Η Αραβησσός ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Φλάβιου Μαυρίκιου (582-602 )197 του
πρώτου, ελληνικής καταγωγής, αυτοκράτορα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, που
πέρασε και καθιερώθηκε επιστημονικά στην ιστορία ως βυζαντινή αυτοκρατορία.
Δυσάρεστες αναμνήσεις υπάρχουν για την ευρύτερη περιοχή αυτή, όταν οι Σελτζούκοι
Τούρκοι τον 12ο αιώνα προέβησαν σε σφαγές των χριστιανών κατά την διάρκεια της
προέλασής τους στη Μικρά Ασία. 198
Στην αρχαία εποχή ονομαζόταν Ζοροπασσός, έλαβε δε ιδιαίτερη φήμη, όταν την
αναβάθμισε και την καλλώπισε στα 1776 ο Καρά Βεζύρης Σιλιχτέρ Μεχμέτ, (πρώην
χριστιανός που αλλαξοπίστησε;), ο οποίος και καταγόταν από την εν λόγω κωμόπoλη και
την οποία μετονόμασε από Αραβισσύς σε Gulsehir =η πόλη των Ρόδων, ονομασία την οποία
διατηρεί μέχρι και σήμερα199.

192
μαρτυρίες Νεοαραβησσωτών, βλ. και Πλουμίδης, 355.
193
Οι Μ. Μαραβελάκης- Α. Βακαλόπουλος στο βιβλίο τους: ΄΄Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη
περιοχή Θεσσαλονίκης΄΄,εκδ. Εταιρείας Μακεδονικ΄ων Σπουδών- Ι.Μ.Χ.Α. Θεσσαλονίκη 1955, 54.
ομιλούν για 650 τουρκόφωνες οικογένειες.
194
Κ.Μ.Σ. Η Έξοδος τ.β΄, Μαρτυρίες από τις επαρχίες της κεντρικής και νότιας Μικρασίας, Αθήνα
1982, 152.
195
Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, ό.π., 55.
196
Migne, Patrologia Graeca, τόμ.52, 687.
197
Steven Runciman, 58-59.
198
Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος ό.π., 54.
39
Στα 1815 ο Κύριλλος, Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναφέρει
σχετικά: «…κείται κωμόπολις Γιαραπουσόν, αρχαία Αραβισσύς λεγομένη, πατρίς του καρά
βεζύρη σιλιχτάρ Μεχμέτ πασά, παρ΄ ού εκαλλιεργήθη τω 1776, μετονομασθείσα
Γκούλσεχίρ, και έκτοτε εκατοικήθη και υπό χριστιανών Ρωμαίων »200. Στα 1856 ο Ν. Σ.
Ρόζος γράφει για την Αραβισσό: «…κωμόπολις Αραπισόν (το πάλαι Αραβησσύς
καλουμένη) εις την αριστερήν όχθην του Άλυος ποταμού, πατρίς του Καρά Βεζύρη, Σιλιχτέρ
Μεχμέτ πασά, παρ΄ ου εκαλλωπίσθη τω 1776, μετωνομασθείσα Κουλ Σεχίρ· έκτοτε δε
εκατοικήθη και υπό Γραικών, οίτινες ομιλούσι την απλοελληνικήν ανάρθως και
σολοίκως»201. Επίσης, αναφέρεται ότι ικανός αριθμός Ρωμιών προερχόμενων από το
Ταβλοσούν ενίσχυσαν δημογραφικά την Αραβησσό202.

……………………..
Η Αραβησσός (σημ.Γκιούλσεχιρ=Ροδόπολη). Απρίλιος 2008.
Στο βάθος ψηλά διακρίνεται το κάστρο του Ιουστινιανού Α΄.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Ο Αναστάσιος Λεβίδης, αναφερόμενος στην Αραβησσό, γράφει σχετικά: «Αραβισσός,


τανύν Γιαρπούς, πατρίς του αυτοκράτορος Μαυρικίου, όστις οσάκις μνήμην εποιείτο ταύτης
χαριέντως έλεγε «μεγάλη εστίν η πόλις ημών, δια τούτο είρηται περί αυτής εκ Ναζαρέτ
δύναται τι αγαθόν είναι…» 203.

199
Κοιμίσογλου , 361.
200
Κυρίλλου : ΄΄Ιστ. Περ…΄΄, σελ.10. Βλ. και Κοιμίσογλου , 361.
201
Ν.Σ. Ρίζος ΄΄Καππαδοκικά ήτοι Δοκίμιον ιστορικής περιγραφής, Κωνσταντινούπολις 1856, 95-96.
. Ι. Αρχέλαος Σαραντίδης ΄΄ Η Σινασός΄΄ Αθήναι 1899 ,128. Μέλπω Μερλιέ-Λογοθέτη, Οι ελληνι-
κές κοινότητες, 53. και Κοιμίσογλου, 362. .
202
Καραθανάσης, 105.
203
Αναστάσιος Λεβίδης , Ιστορικόν Δοκίμιον…, 263 . βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 361.
40
Η Αραβησσός αποικίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από επιπλέον Ρωμιούς
κατοίκους, προερχόμενους αυτή τη φορά από τα δώδεκα ελληνικά χωριά της πεδιάδας
(Οβασί) του Μπουντάκ: Φλογητά (Σου Βερμέζ), Μισθί, Μαλακοπή, Καρβάλη (Γκέλβερι),
Σύλλατα, Ανακού (Ενεγί), Ανταβάλ, Σινασσός, Αξός (Χασάκιοϊ), Τροχός (Τιρχάν) κ.ά. 204.
Σε αυτό συνηγορεί και ο Αναστάσιος Λεβίδης, όταν στα 1885 περιγράφει: «η Αραβισός
κειμένη επί της αριστεράς όχθης του Άλυος, και έχουσα θέαν ωραίαν και αγροκήπια και
αμπέλους, κατοίκους δε ορθοδόξους οικίας 400….όντων αποίκων των Σοάτρων (Φλογητών)
και ομιλούντων την (απλο)ελληνικήν παραφθαρμένως»205. Περί των ανωτέρω
αναφερθέντων χωριών υφίσταται παράδοση ότι ο αλλαξοπιστήσας μουσουλμάνος
πολεμιστής, Σεϊντί Μπατάλ Γαζή, επικεφαλής φανατισμένων γενίτσαρων, όταν περιέτρεχε
την περιοχή του Ικονίου–Νίγδης και την κατακτούσε, επί επταετία μαχόταν εναντίον τους
δίχως ολοκληρωτική επιτυχία. Όταν, πλέον, το πήρε απόφαση ότι τα εν λόγω χωριά δεν
κουρσεύονταν, είπε την έκφραση: «μπουντάκ καλσίν μπουραντά», που ερμηνεύεται ως εξής:
«ας μείνει και ένα κλαδί εδώ», δηλαδή, αρκετά κατελήφθησαν, ας μείνει και κάτι ελεύθερο.
Από τότε η εκτεταμένη αυτή περιοχή αποκλήθηκε Μπουντάκ-οβά= κάμπος του
παρακλαδιού206.
Επίσης, ενδιαφέρουσες αναφορές υπάρχουν στα 1895 από τον Συμεών Φαρασόπουλο:
«Αραβισός…πρωτεύουσα δήμου…Πόλις κατάφυτος με άφθονα ύδατα έχουσα 20 χιλιάδας
κατοίκους, ων 6 χιλιάδες χριστιανοί ορθόδοξοι, οίτινες συντηρούσιν Ελληνικόν και
δημοτικόν σχολείον και παρθεναγωγείον…»207. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης Η..
Κάλφογλου συμπληρώνει: «Καζάς του Αραπισόν. Πόλη σχετικά μεγάλη, με πληθυσμό
20.000, που ευρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άλυος. Περιβάλλεται από κήπους και
αμπέλια. Ενώ πριν από το 1776 ήταν ένα χωριουδάκι, ο τότε βεζίρης Καρά Σιλιχτάρ Μεχμέδ
πασά ίδρυσε την πόλη Κιουλ μεταφέροντας με κάθε μέσο εδώ κατοίκους. Οι 6.000 περίπου
από τους κατοίκους είναι Ορθόδοξοι και συντηρούν ελληνικό και δημοτικό σχολείο»208. Ο
Αρχέλαος στα 1899 υπογραμμίζει: «Έχει πληθυσμό δώδεκα χιλιάδων, εξ ων τέσσερις
χιλιάδες χριστιανοί ορθόδοξοι ελληνόφωνοι, οίτινες διατηρούσι δημοτικήν σχολήν και
παρθεναγωγείον». Πληροφορίες σχετικές μας δίνει και ο πρόξενος του ελληνικού κράτους
στα 1916 στην Κωνσταντινούπολη: «Η της Αραβησσού έδρα ομωνύμου υποδιοικήσεως.
Αριθμεί περί τας 300 ημετέρας οικογενείας παρά 400, ίσως, Μωαμεθανικαίς. Η γλώσσα
αρχικώς Ελληνική παρεφθαρμένη υπάρχουσα από ετών ήρχισε να εκλείπει δια την μετά της
παρακειμένης χυδαίας τουρκοφώνου Νεαπόλεως, Καισαρείας Καππαδοκίας συχνήν
επιγαμίαν».
Ο Παντελής Κοντογιάννης το 1921 μας διευκρινίζει: «Αραβισός(Αραμπισόν). Κάτοικοι
12.000, Έλληνες 4.000, Τούρκοι 8.000. Είναι έδρα Καζά. Κείται προς ΒΔ της Νεαπόλεως και
4 ώρας μακράν αυτής. Οι χριστιανοί, οι κατοικούντες την πολίχνην, λέγεται ότι
εγκατεστάθησαν εις αυτήν προ ολίγων χρόνων. Η πολίχνη εκαλλωπίσθη και ηυξήθη τω 1776
υπό Καρά Βεζίρ, ο οποίος την μετωνόμασεν Γκιούλ Σεχίρ (ροδίνη πόλις)209. Μετά ταύτα
προσήλθον και άλλοι άποικοι, ομιλούντες διάλεκτον ομοίαν προς τας περικειμένας χώρας και
προς την της Μισθής» 210 .

204
Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος ό.π., 54.
205
Αναστάσιος Λεβίδης, Καππαδοκικά, 564. Πρβ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία : 366-367.
206
Μ.Μαραβελάκη-Α.Βακαλόπουλος , ό.π., 55 βλ. και Κ.Μ.Σ.: «Η μικρασιατική καταστροφή»,173.
207
Συμ. Φαρασόπουλος ΄΄Τα Σύλατα΄΄,100. Βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία 362.
208
Ιωάννης Η. Κάλφογλου: ΄΄Ιστορική γεωγραφία΄΄,140. βλ και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία .362.
209
το ίδιο διηγείται με προφορική συνέντευξή του ο Ιωάννης Μοναστηρίδης (γεννηθείς εν Νέα Αραβησσώ
+2002).
210
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία.362-363.
41
β΄---Εκκλησία, εκπαίδευση

Ως εγράφη παραπάνω, η Αραβησσός υπάγονταν εκκλησιαστικώς στη μητρόπολη


Ικονίου. Η μεγάλη πόλη του Ικονίου, γεωγραφικά, τοποθετούνταν στην αρχαία Λυκαονία
(Φρυγία) στην κεντρική Μικρά Ασία. Κατά την πρωτοχριστιανική εποχή οι επισκοπές της
μητρόπολης Ικονίου υπάγονταν στην αρχιεπισκοπή Καισάρειας. Στα μετέπειτα βυζαντινά
χρόνια είχε την 18η θέση στην σειρά πρωτοκαθεδρίας των μητροπολιτών του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα η πόλη κατοικούνταν από 39.000 Τούρκους,
2.000 Ρωμιούς και 3.000 Αρμένιους. Η έδρα της μητρόπολης, τύποις, βρισκόταν στο Ικόνιο.
Και αυτό, γιατί ο εκάστοτε μητροπολίτης επέλεγε ως διαμονή την πόλη της Νίγδης. Οι λόγοι
πρέπει να αποδοθούν στον αυξημένο αριθμό των Ελλήνων κατοίκων της και στα
περισσότερα εισοδήματά τους,, αφού με αυτόν τον τρόπο συντηρούσαν ευχερέστερα τις
εκκλησίες που είχαν στην δικαιοδοσία τους, και ικανοποιούσαν κάτω από ευχερέστερες
συνθήκες τις τοπικές εκκλησιαστικές ανάγκες.
Επίσκοποι, που μνημονεύονται στους σχετικούς καταλόγους, υπήρξαν οι:
Σωσίπατρος211, Τερέντιος, Καρονάτος, Κέλσος, Νικωμάς, Πέτρος, Ευλιέλιος, Φαυστίνος,
Ματθαίος, Παρθένιος, Κλήμης, Παχώμιος, Σίλβεστρος, Κύριλλος Σερμπετζόγλου ο
μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης(1813-1818), Νεόφυτος, Σαμουήλ(1835-1840),
Ιωακείμ, Μελέτιος, Νεόφυτος, Σωφρόνιος Χρηστίδης, Αγαθάγγελος(1873-1885), Δωρόθεος
Χρηστίδης(1885-1887), Αμβρόσιος Κοντός(1887-1889), Αθανάσιος Ηλιάδης(1889-1911),
Προκόπιος Λαζαρίδης(1911-1923) ο και τελευταίος ουσιαστικά μητροπολίτης. Τον τίτλο
διατήρησαν μετά την Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1924 ο Ιάκωβος Στεφανίδης (1950-1965)
και ο Θεόληπτος (2000- )212.
Για τις θρησκευτικές ανάγκες των πολυπληθών μουσουλμάνων λειτουργούσε τζαμί. Οι
χριστιανοί Αραβησσονλήδες ήταν πολύ θρήσκοι άνθρωποι, διατηρούσαν την ορθόδοξη
πίστη τους με ευσέβεια αλλά και με φανατισμό, προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να
αρνηθούν την θρησκεία τους. Βαθιά ριζωμένη η πίστη μέσα τους, τούς κρατούσε εθνικά και
θρησκευτικά σε εγρήγορση και τους διέκρινε από τους μωαμεθανούς. Υφίσταντο μάλιστα
και αρκετά παρεκκλήσια λαξευμένα με το σφυρί και το καλέμι της υπομονής στον πωρόλιθο
και το λοιπό ηφαιστειογενές υλικό.
Στο μοναστηριακό συγκρότημα εγκαταβίωνε σεβαστός αριθμός ασκητών και μοναχών,
προσδοκώντας την γαλήνη, την ασφάλεια και τον απομονωτισμό που αποζητούσαν. Ο
διώροφος ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που επικοινωνούσε υπογείως με άλλους
μέσω μυστικού περάσματος –σήμερα, όμως, γκρεμισμένο –φαντάζει ως κάτι το ξεχωριστό.
Οι ανεικονικές παραστάσεις στον κάτω όροφο, τα πέτρινα σκαλοπάτια που το μεγαλύτερο
τμήμα τους έχει καταρρεύσει και οι εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες –λαϊκής, ωστόσο,
τεχνοτροπίας –κοσμούν τον άνω όροφο και δημιουργούν ένα πολύ ενδιαφέρον σύνολο, το
οποίο πλαισιώνεται και με αποθήκες και λοιπούς χώρους στο χαμηλό τμήμα. Οι
παραστάσεις με τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, τους στρατιωτικούς αγίους Γεώργιο
και Μερκούριο, τους οσίους Εφραίμ και Αρσένιο, τους τρεις παίδες εν τη καμίνω, με τις
τέσσερις γυναικείες μορφές: Θεοδότη, Mαρία, Ειρήνη και….[δυσδιάκριτο το όνομα της
τέταρτης μορφής] και άλλες ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες δίνουν μια αίσθηση θαλπωρής,
κατάνυξης και οικειότητας. Κατά μία εκτίμηση, ο ναός σμιλεύτηκε το 1212. Για τους
ορθόδοξους Ρωμιούς της Καππαδοκίας ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική να λαμβάνει χώρα
η τέλεση των θρησκευτικών αναγκών τους σε μια χαμηλή κατακόμβη, που ουσιαστικά ήταν
ένα σκοτεινό κερέρι213.

211
Ι.Ναός του οποίου υφίσταται στην συνοικία Ανεμόμυλος της Κέρκυρας. Ο Ι.Ν. των Αγίων Ιάσονος και
Σωσιπάτρου είναι ο μοναδικός υστεροβυζαντινός ναός της νήσου, (προσ. παρατήρηση του γράφοντα).
212
Καραθανάσης , Καππαδοκία,43-44.
213
από προσωπική παρατήρηση του γράφοντα σε οδοιπορικό στην Καππαδοκία (13-4-08 έως 10-4-2008)
βλ. επίσης Μέλπως Κεσίσογλου-Καρυστινού, Τοιχογραφίες του 13ου αι. από τον Άγ. Ιωάννη αρχαίας
42
Με τον καθηγητή μας μπροστά στον Ι.Ναό Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Αραβησσός (σημ.Gulsehir) Καππαδοκίας. Απρίλιος 2008. φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι εμφανίστηκε ο ίδιος ο Άγιος Δημήτριος έφιππος


μαζί με τον Αχιλλέα (ή Άγιο Αχίλλειο;) και χτύπησε δυνατά την γη με το κοντάρι του,
σείοντας το έδαφος. Οι χριστιανοί φοβήθηκαν, αλλά ο Άγιος που «παρουσιάστηκε» σε
κάποιους από αυτούς, αφού τους καθησύχασε, τους ζήτησε να οικοδομήσουν καινούριο
επιφανειακό ναό στη χάρη του, εντός του οικισμού. Όπερ και εγένετο! Ο ναός ξεκίνησε να
κτίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, συνεχίστηκαν οι εργασίες ανοικοδόμησης του με πολλές
θυσίες και παραδόθηκε στους πιστούς λίγα χρόνια πριν την προσφυγοποίησή τους και,
μάλιστα, σύμφωνα με την προφορική μαρτυρία Αραβησσονλούς214, ολοκληρώθηκε στα
1913-14. Έτσι, λοιπόν, ανοικοδομήθηκε η εντυπωσιακά όμορφη και μεγαλοπρεπής
εκκλησία της κωμόπολης, που ετιμάτο στο όνομα του Αγίου Δημητρίου και, έως τις μέρες
μας, διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Στον ναό λειτουργούσαν τρεις
ολιγογράμματοι ιερείς. Οι ευσεβείς Ρωμιοί τον έχτισαν με δικά τους έξοδα και προσωπική
εργασία, δείχνοντας πολύ μεράκι και ενθουσιασμό και, γεμάτοι υπερηφάνεια, ζήτησαν την
γνώμη του επιχώριου μητροπολίτη Ικονίου, Προκοπίου, όταν αυτός τέλεσε τα καθιερωμένα
θυρανοίξια. Ο Προκόπιος τους απάντησε ότι ναι μεν είναι εντυπωσιακή και μεγαλόπρεπη,
όμως, την έφτιαξαν υπερβολικά μεγάλη, δυσανάλογη με τον μικρό αριθμό του χριστιανικού
ποιμνίου της Αραβησσού215. Οι Άραβησσονλήδες, όπως και όλοι οι Καππαδόκες, ήταν πολύ
θρήσκοι άνθρωποι, ήταν συναισθηματικά δεμένοι με την Εκκλησία και τούτο το
εκδήλωναν σε πολλές εκφάνσεις της ζωής τους.
Το Οθωμανικό κράτος δεν παρείχε καμία μορφή οργανωμένης εκπαίδευσης. Δημόσια
Εκπαίδευση, όπως την γνωρίζουμε ή την φανταζόμαστε σήμερα, ήταν ανύπαρκτη, επειδή
δεν ήταν στις αρμοδιότητές του. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να ισχυριστεί ότι

Αραβησσού, εκδ. Ιδιομορφή, Σπάρτη 1999, σελ. 25,31,33,35.


214
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου- Φαρσακίδου.
215
προφορική διήγηση του Στέφανου Μοναστηρίδη, στον γράφοντα.
43
αδιαφορούσε. Οι κύριοι φορείς που ενδιαφέρονταν για την παιδεία στο χωριό, αλλά και σε
όλη την τουρκοκρατούμενη Καππαδοκία, ήταν η τοπική εκκλησία, οι ξενιτεμένοι με τις
αδελφότητες που συντηρούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και οι κοινοτάρχες(μουχτάρηδες).
Αυτοί μεριμνούσαν για την πρόσληψη δασκάλων, για την αμοιβή τους και το κτίριο όπου θα
λειτουργούσε το σχολείο. Κάθε κοινότητα φρόντιζε να εξασφαλίζει τον ιερέα και τον
δάσκαλό της με ιδιαίτερο οίκημα για την διαμονή τους. Οι κάτοικοι συνεισέφεραν σε
χρηματικά ποσά, αλλά και σε είδος(όπως αυγά, όσπρια, κρέας κλπ). Πρόσφεραν ορισμένα
αναγκαία για την επιβίωσή τους. Και αυτό καθοριζόταν από την οικονομική επιφάνεια του
καθενός. Μάλιστα, φιλοτιμήθηκαν τόσο πολύ που, με προσωπική εργασία και
συνεισφέροντας τα απαραίτητα οικοδομικά υλικά και μη φειδόμενοι κόπου και χρόνου,
κατασκεύασαν και παρέδωσαν στη μαθητιώσα νεολαία ένα αξιόλογο για τα δεδομένα της
εποχής σχολικό κτίριο216.
Στα δύο αρρεναγωγεία της Αραβησσού, εκ των οποίων το ένα ελληνικό(μέσο
σχολείο), εργάζονταν με αληθινή αυταπάρνηση τρεις διδάσκαλοι217. Το σχολείο στεγαζόταν
σε τρία κτίσματα, που βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Στο πρώτο φιλοξενούταν το
νηπιαγωγείο, στο δεύτερο βρισκόταν τα παιδιά από την πρώτη έως την τετάρτη τάξη και στο
τρίτο παρακολουθούσαν μαθήματα η πέμπτη και η έκτη δημοτικού218. Οι κάτοικοι
εκτιμούσαν πολύ την απόκτηση μόρφωσης. Το σχολικό κτίριο, που διέθεταν, ικανοποιούσε
τις εκπαιδευτικές ανάγκες του χωριού. Σύμφωνα με διηγήσεις παιδιών των προσφύγων, το
σχολείο παρείχε καλής ποιότητας εκπαίδευση, ήταν αυστηρό τόσο στην εφαρμογή των
κανόνων λειτουργίας του, όσο και στην συνολική συμπεριφορά των μαθητών του μέσα και
έξω από αυτό. Απαιτούσε την συμμόρφωση των μαθητών στους κανόνες που έθετε. Η
εκμάθηση συγκεκριμένων γνώσεων ήταν υποχρεωτική. Οι μαθητές μάθαιναν εκτός των
άλλων και τρεις γλώσσες: τα ελληνικά λόγω καταγωγής, τα τουρκικά λόγω επιβολής από το
οθωμανικό κράτος και τα γαλλικά, επειδή ήταν η διεθνής γλώσσα της εποχής. Στο σχολείο,
όπως και στην εκκλησία, χρησιμοποιούσαν συχνότατα τα καραμανλήδικα βιβλία: λέξεις στα
τουρκικά με ελληνικούς όμως χαρακτήρες. Σπάνιο, όμως, πράγμα και εξαιρετικά δύσκολο
θεωρούνταν το να ολοκληρώσει κανείς το σχολείο. Παρά την προτροπή, λοιπόν, και
ενθάρρυνση των γονέων προς τα παιδιά τους να παρακολουθούν πάση θυσία το σχολείο του
χωριού τους, εντούτοις, πολλά ήταν εκείνα που το εγκατέλειπαν στη μέση. Οι δυσκολίες που
αντιμετώπιζαν με τα πολλά και ακαταλαβίστικα μαθήματα, αλλά και οι πιεστικές ανάγκες
για εργατικά χέρια κρατούσαν τα παιδιά στις αγροτικές και λοιπές ασχολίες των γονέων τους
και τους απέτρεπαν από την συνέχιση των σπουδών τους 219.
Επίσης, έτερο σημαντικό στοιχείο, που αφορά στην εκπαίδευση των κοριτσιών, είναι
ότι λειτουργούσε και τετρατάξιο παρθεναγωγείο με μια δασκάλα για τα σαράντα κορίτσια
που πήγαιναν στο σχολείο220. Οι πολυπληθείς τάξεις ήταν μεικτές, αγόρια και κορίτσια μαζί,
αν και τα κορίτσια, σπανιότερα σε σύγκριση με τα αγόρια, ολοκλήρωναν το σχολείο. Οι
λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στον οικονομικό, αλλά και τον κοινωνικό χώρο. Οι πλούσιοι
είχαν την δυνατότητα να σπουδάσουν για πολλά χρόνια τα παιδιά τους, σε χαρακτηριστική
αντίθεση με τους πτωχότερους. Οι κοπέλες πολύ νωρίς εξοικειώνονταν με το νοικοκυριό και
την αναμονή του πολυπόθητου γαμπρού. Ορισμένα αγόρια –για τα κορίτσια δεν γινόταν
λόγος –όταν τελείωναν το δημοτικό, έφευγαν σε μεγάλες πόλεις, για να ακολουθήσουν
ανώτερες σπουδές. Κάτι παρόμοιο εφάρμοσε κάποιος από την οικογένεια Μοναστηρίδη, που
ξενιτεύτηκε και θέλησε να σπουδάσει στους Αγίους Τόπους σε ανώτερα σχολεία. Εκεί,
αργότερα, συνδέθηκε συναισθηματικά με μια κοπέλα, παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε

216
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου βλ. και Ασβέστη, 182.
217
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 364.
218
Μ.Μαραβελάκης-Α. Βακαλόπουλος, σελ.56.
219
προφορική διήγηση του Στέφανου Μοναστηρίδη, στον γράφοντα.
220
Αναστάσιος Λεβίδης ΄΄Αι εν μονολίθοις Μοναί… ό.π,. 153 βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 362-
363..
44
μόνιμα. Στο σχολείο της Αραβησσού η δασκάλα του χωριού, η Βασιλική Χελβατζόγλου,
αφοσιώθηκε με μεράκι και ενθουσιασμό στην αποστολή της, που ήταν η διδασκαλία των
στοιχειωδών μαθημάτων στους μαθητές του χωριού της και κοπίασε πολύ, για να τους κάνει
κοινωνούς των γνώσεών της, τόσο που παραμέλησε τον εαυτό της και δεν δημιούργησε
ποτέ δική της οικογένεια 221.

γ΄---Κατοικία

Οι κατοικίες των Ελλήνων της Αραβησσού είχαν, γενικά, φτωχική όψη. Ορισμένες από
τις παλαιότερες ήταν υπόγειες. Οι περισσότερες, όμως, που ήταν και νεότερες στην
κατασκευή, ήταν ισόγειες. Οι πλούσιοι είχαν την δυνατότητα να οικοδομήσουν εντυπωσιακά
διώροφα σπίτια, οι δε φτωχότεροι, που αριθμητικά ήταν περισσότεροι, διέμεναν σε χαμηλά
ή υπόγεια, και μονόχωρα μικρά σπίτια Στη σκεπή δεν τοποθετούσαν κεραμίδια ή πελεκητές
πέτρες, όπως έχουμε συνηθίσει στις μέρες μας, αλλά επίπεδη στέγη (δώμα) φτιαγμένη με
στρογγυλούς κορμούς από τα καβάκια (=τα δέντρα λεύκες), που είχαν το μήκος του μικρού
σχετικά σπιτιού και τα οποία έστρωναν δίπλα-δίπλα σφιχτοδεμένα και τα ακουμπούσαν εκεί
που κατέληγαν οι κάθετοι τοίχοι. Πάνω από την στρώση των ξύλων έριχναν αυτό το ειδικό
ηφαιστιογενές χώμα222, το πατούσαν πολύ γερά, για να γεμίσουν ανάμεσα τα ανοίγματα, που
υπήρχαν, και με ειδικές σανίδες το πίεζαν, ώστε να γίνει ένα ενιαίο και σκληρό στρώμα.
Παρά την ανυπαρξία κλίσης η σκεπή προστάτευε αποτελεσματικά την κατοικία από βροχές
και υγρασία. Όταν χιόνιζε το χειμώνα, οι ένοικοι είχαν προνοήσει, ώστε να σπρώχνουν το
πλεονάζον χιόνι με κουρκέ (ξύλινο φτυάρι) και να το πετούν από την στέγη τους.
Ορισμένες κατοικίες είχαν ημιθολωτή στέγη, ενώ υπήρχαν και υπόγεια σπίτια
λαξευμένα μέσα στους βράχους. Στα κελέρια ή κερέρια, που οι κάτοικοι τις
χρησιμοποιούσαν ως αποθηκευτικούς χώρους, τοποθετούσαν τις προμήθειες για τον
χειμώνα, τα τρόφιμα, μαγειρεμένα φαγητά κ.ά. Ήταν μια πολύ καλή μέθοδος συντήρησης
και προστασίας από την ζέστη του καλοκαιριού, καθότι εκεί κάτω η θερμοκρασία ήταν
αισθητά χαμηλότερη σε σύγκριση με την επιφάνεια, όπου κτιζόταν οι κατοικίες τους. Τα
έπιπλα, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, ήταν ανύπαρκτα. Δεν υπήρχαν κρεβάτια και οι ένοικοι
του σπιτιού, αλλά και οι επισκέπτες, κοιμόντουσαν χάμω στο χωμάτινο πάτωμα. Πάνω στο
τελευταίο έστρωναν κιλίμια και κουρελούδες. Οι δε κουβέρτες που χρησιμοποιούσαν,
υφαίνονταν από τρίχες και μαλλί που προέρχονταν από τα ζώα που εξέτρεφαν. Στα μικρά
παράθυρα τοποθετούσαν τζάμια. Μέσα σε λαμαρινένια καζάνια ή λεκάνες ζεσταίνανε νερό,
που χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο ρούχων ή την ατομική τους καθαριότητα. Ως καύσιμη
ύλη χρησιμοποιούσαν τα κεμπρέα (=ξερή κοπριά) ανακατεμένα με άχυρα. Στο χωριό
λειτουργούσε χαμάμ, στο οποίο πήγαιναν, κυρίως, οι Τούρκοι. Σε διαφορετικές χρονικές
στιγμές από τους Τούρκους, συμμετείχαν για λόγους προσωπικής υγιεινής και κάποιοι
Ρωμιοί 223.

221
προφορική μαρτυρία της Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου Ευαγγελία η μητέρα της οποίας σταμάτησε το
εκπαίδευσή της στην τρίτη τάξη.
222
προσωπική επισήμανση του γράφοντα από το οδοιπορικό στην Καππαδοκία 13-4-08 έως 20-4-08.
223
προφορική διήγηση της Μαρίας Σαλμανίδου-Αλεκόζογλου και μαρτυρία από την Ευαγγελία
Μοναστηρίδου- Φαρσακίδου στον γράφοντα.
45
δ΄---Επαγγελματικές ασχολίες

Οι επαγγελματικές ασχολίες των ντόπιων κατοίκων, Ρωμιών και Αρμένηδων,


περιορίζονταν κυρίως σε εμπορικές δραστηριότητες. Ήταν παντοπώλες, μανιφατουρατζήδες
(=βιοτέχνες, οικοτέχνες, τεχνίτες), σαράφηδες και κάποιοι απασχολούνταν σε ελάχιστες
αγροτικές εργασίες, και δη στην αμπελοκαλλιέργεια, που ευνοούνταν από την
καταλληλότητα της σύστασης του εδάφους. Δεν καλλιεργούσαν δημητριακά, όπως έκαναν
άλλοι Έλληνες της Καππαδοκίας, και προτιμούσαν να τα προμηθεύονται από τους
Τούρκους. Εξάλλου, τα κέρδη από μεταπρατικές εργασίες ήταν περισσότερα και, έτσι,
επέλεγαν το επάγγελμα του γυρολόγου και του έμπορου224.
Χαρακτηριστική ήταν η ύπαρξη άφθονων μουριών, με τα φύλλα των οποίων
τροφοδοτούσαν τους σηροτρόφους της Νεάπολης (Νέβσεχιρ), ειδικά μετά το 1902, όταν οι
τελευταίοι περιέπεσαν σε οικονομική δυσπραγία. Τα φύλλα μουριάς ήταν η καταλληλότερη
τροφή για τους μεταξοσκώληκες. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι οι μουριές
φυτεύτηκαν, αφού είχαν ξεριζώσει τους θάμνους του τζεχριού, που αντικαταστάθηκε από
την μαζική κυκλοφορία χημικών βαφών225. Επίσης, όπως αναφέρθηκε λίγο παραπάνω,
ασκούσαν, για πολλά χρόνια, την καλλιέργεια και την συγκομιδή του τζεχρί, ένα είδος
θάμνου, από τους σπόρους του οποίου εξάγονταν η πράσινη βαφή, και του κιτρέ, είδους
αγκαθιού από το οποίο έβγαινε μια κόλλα απαραίτητη στην βιβλιοδεσία και στην κατασκευή
παπουτσιών της εποχής εκείνης. Επιπλέον, ασχολούνταν σε μικρή κλίμακα με την οικόσιτη
κτηνοτροφία, κυρίως προβατοειδών, γνωστών για τις παχιές ουρές τους, που ήταν ιδιαίτερα
αναπτυγμένη εξαιτίας της παρουσίας άφθονων υδατικών πόρων. Το μαλλί που έπαιρναν από
τα ζώα τους συμπλήρωνε το γλίσχρο εισόδημά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το επάγγελμα
του βοσκού το εξασκούσαν, κατά κύριο λόγο, μουσουλμάνοι και όχι ρωμιοί. Αυτό
συνέβαινε, όχι επειδή οι τελευταίοι δεν το καταδέχονταν, θεωρώντας το κατώτερο, αλλά
γιατί οι Τούρκοι βοσκοί είχαν την ευχέρεια και την ελευθερία να βγάλουν τα ζώα για βοσκή
ανεξέλεγκτα και ασύδοτα, όπου αυτοί ήθελαν, δίχως να αποζημιώνουν γεωργούς στα
κτήματα των οποίων έμπαιναν δίχως άδεια. Το τελευταίο ήταν αδιανόητο να γίνει από
χριστιανούς. Ουσιαστικά, δεν υφίστατο ισονομία.
Η αλιεία στον ποταμό Άλυ δεν ήταν μια συστηματική και μόνιμη επαγγελματική
ασχολία, αλλά αποτελούσε ευκαιριακή απασχόληση, που τους έδινε την ευκαιρία να
γεύονται νόστιμα και φρέσκα ποταμίσια ψάρια, αρκετή ποσότητα από τα οποία
παστώνονταν, τοποθετούνταν σε ξύλινα βαρέλια και φυλάγονταν στα κερέρια για μεγάλο
χρονικό διάστημα. Με αυτή τη μέθοδο μπορούσαν να τα καταναλώνουν όποια χρονική
στιγμή το επιθυμούσαν 226. Πάντως, υπάρχουν μαρτυρίες ότι από ορισμένα αλιευμένα ψάρια
έβγαζαν και χαβιάρι, ίσως, όχι εφάμιλλης ποιότητας με το περίφημο ρωσικό χαβιάρι της
Κασπίας, το εμπόριο του οποίου είχαν στα χέρια τους ικανοί, έτεροι Καππαδόκες, έμποροι
καταγόμενοι από την κωμόπολη Σινασσό (σημ. Μουσταφά Πασά), εγκατεστημένοι στην
Κωνσταντινούπολη227 .
Ορισμένοι, πάλι, από τους κατοίκους έβρισκαν επικερδή απασχόληση στα
αλατωρυχεία της περιοχής, που βρίσκονταν στα δυτικά της Αραβησσού, σε μια απόσταση
μιάμιση περίπου ώρας, στην τοποθεσία Αλατοχώρι ή Ντούζκιοϊ, όπως αποκαλούνταν στην
τουρκική γλώσσα228. Η μεγάλη απόσταση από τα άλλα ελληνικά χωριά, σε συνδυασμό με
την ύπαρξη μεγάλου αριθμού από τουρκοχώρια που την περιστοίχιζαν, αλλά και το φυσικό
εμπόδιο του ποταμού, επηρέαζαν τις κοινωνικές και επαγγελματικές σχέσεις με τους
224
Ασβέστη, ό.π., .91 και 178.
225
ό.π, 87 και 182.
226
ό.π. , .92 και 176. επίσης προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου στον γρά-
φοντα.
227
μαρτυρίες Νεοαραβησσωτών, Σταύρου Βαλλίδη Σινασσώτη στην καταγωγή , βλ. και Πλουμίδης, 355,
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία κλπ.
228
Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, ό.π., . 56.
46
υπόλοιπους γειτονικούς οικισμούς, ώστε, εκ των πραγμάτων, να είναι περιορισμένες.
Ωστόσο, ικανοποιητικού επιπέδου συναλλαγές διατηρούσαν με τους έμπορους και
επαγγελματίες από την Σινασσό, την Νίγδη, την Καισάρεια, την Καρβάλη, το Ικόνιο και την
Νεάπολη. Υπήρχαν, μάλιστα, αρκετοί Αραβησσώτες, οι οποίοι μετοίκησαν στο Ακσεράι
(Άσχαρα/Αρχελαϊς), που λειτουργούσε ως ονομαστό κέντρο εμπορίου. Εκεί αξιοποίησαν τις
επαγγελματικές ευκαιρίες, που τους παρουσιάστηκαν, και επιδόθηκαν με επιτυχία σε
εμπορικές ασχολίες. Όταν έβλεπαν να ανοίγονται ελπιδοφόρες προοπτικές, τότε έφερναν
μαζί τους και τις οικογένειές τους από το χωριό και τις εγκαθιστούσαν εκεί,
εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι Τούρκοι ήταν υποδεέστεροι στις επιχειρηματικές
δραστηριότητες ή και τις απέφευγαν συστηματικά 229.

…………
Φιλεκπαιδευτική αδελφότητα Αραβησσωτών ο «Άγιος Δημήτριος»

Η μικρή παραγωγή που αποκόμιζαν από την γη, που δεν επαρκούσε, για να διατραφούν
σωστά οι Έλληνες, και η οικονομική στενότητα που τους χαρακτήριζε, ανάγκαζαν τους
άνδρες να ξενιτεύονται προς αναζήτηση καλύτερης τύχης σε αστικά κέντρα της οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Κατά προτίμηση επέλεγαν, κυρίως, την πρωτεύουσά της, την
Κωνσταντινούπολη. Στην Βασιλεύουσα, συνήθως, διέμεναν στην συνοικία «Καραμανία»
μαζί με άλλους τουρκόφωνους, κατά πλειοψηφία Έλληνες, και εκκλησιάζονταν στον Ι.Ν.
Κωνσταντίνου και Ελένης 230, ενώ, παράλληλα, λειτουργούσε και σύλλογος Αραβησσωτών
Κωνσταντινουπόλεως. Το χωριό καταγωγής τους στην Καππαδοκία το επισκέπτονταν μια
φορά τον χρόνο.
Αρκετοί, πάλι, μετανάστευαν στην Ρωσία και στην Αμερική. Οι ξενιτεμένοι
Αραβησσώτες ακολουθούσαν στον τόπο εγκατάστασης, συνήθως, εμπορικά επαγγέλματα,
στα οποία, μάλιστα, διέπρεπαν. Το εμπορικό δαιμόνιο, που χαρακτήριζε όλους τους
Καππαδόκες, αποδεικνυόταν στην πράξη, για άλλη μια φορά231. Όσοι, πάλι, απέμεναν στο
χωριό, κοντά στην οικογένειά τους, δεν φημιζόταν για την επιδεξιότητά τους στο εμπόριο,
εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους Ρωμιούς της Καππαδοκίας. Απόδειξη αποτελούσε ότι
προτιμούσαν να απασχολούνται με δουλειές του ποδαριού, δηλαδή, ήταν γυρολόγοι,
τσαγκάρηδες, ψιλικατζήδες, γανωτζήδες που γάνωναν μπακίρια και πήγαιναν από χωριό σε

229
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου στον γράφοντα βλ. και Ασβέστη, 26
230
Πλουμίδης , 365.
231
Μ. Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος ό.π. , 55.
47
χωριό. Ανάμεσά στους τελευταίους ήταν και ο Σαλμανίδης Πρόδρομος, που συνέχισε τον
επάγγελμά του και στην Ελλάδα232 κ.ά.
Οι συγκεκριμένες ασχολίες τους έδιναν την δυνατότητα να τεμπελιάζουν τους κρύους
χειμωνιάτικους μήνες και ήταν κάτι που το επιθυμούσαν διακαώς. Τα στοιχεία αυτά
συνηγορούν γιατί ο οικισμός της Αραβησσού συγκροτήθηκε από υπολείμματα, «μαζέματα»
άλλων χωριών. Οι μικροπωλητές και οι κασσιτερωτές περιέτρεχαν στα γύρω χωριά για
αρκετές εβδομάδες και, όταν επέστρεφαν στο χωριό τους, ήταν φορτωμένοι με του «πουλιού
το γάλα» σε φαγώσιμα. Ο ράφτης, ο υποδηματοποιός, ο σιδεράς που έφτιαχνε άροτρα
καλλιέργειας, τσάπες, τσεκούρια κ.ά. αντάλλασσαν τα προϊόντα της δουλειάς τους με γάλα,
τυρί, αγνό βούτυρο, σιτάρι, σφάγια και φυσικά χρήματα, που τα προτιμούσαν έναντι των
άλλων· και αυτό ήταν γεγονός αδιαμφισβήτητο. Πάντως, υπάρχουν αναφορές για 60
ιδιοκτήτες υποτυπωδών καταστημάτων, που δραστηριοποιούνταν στην ρωμέικη συνοικία·
αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος, μιας και αυτοί εξυπηρετούσαν αγοραστές που κατέφθαναν από
τα 45 γειτονικά τουρκοχώρια. Άλλοι 20 Τούρκοι μαγαζάτορες βρίσκονταν και εργάζονταν
στην δική τους ξεχωριστή συνοικία Στην περιοχή της Αραβησσού λειτουργούσε και
ανεμόμυλος, με Έλληνα ιδιοκτήτη και στον οποίο πήγαιναν, για να εξυπηρετηθούν, και
Έλληνες και Τούρκοι, προσκομίζοντας την απαραίτητη ποσότητα-συνήθως αγορασμένη-
σιταριού. Οι δε πρώτοι, όπως έχει επισημανθεί, δεν ήταν παραγωγοί αλλά μεταπράτες. Στο
χωριό δεν μπορούσε να λειτουργήσει νερόμυλος, καθότι τα νερά του ποταμού Άλυος έρεαν
χαμηλά, έλειπε, επομένως, η απαραίτητη κλίση και ορμή που απαιτούνταν για την κίνησή
του. 233.
Σε αυτό το σημείο χρήσιμο θα ήταν, αν μελετούσαμε τους πίνακες των επαγγελμάτων
των Ελλήνων προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα το 1924 από την Αραβησσό της
Μικράς Ασίας. Σε αυτούς βρίσκουμε τα παρακάτω στοιχεία: οι αρτοποιοί ήταν 8 άτομα,
βιοτέχνες 2, από τους οποίους ο 1 υφαντουργός, γεωργοί και, σχεδόν όλοι, αμπελουργοί,
ενώ ανάμεσά τους ο ένας ήταν ταυτόχρονα έμπορος και ο άλλος πραματευτής, συνολικά
167 άτομα, οι γυρολόγοι ήταν 8, οι έμποροι ήταν 53, από τους οποίους 1 ήταν
υφασματέμπορος και 1 ψιλικατζής, οι εργάτες ήταν 13, οι ιερείς ήταν 4, οι εκπαιδευτικοί
ήταν 4, ανάμεσά τους 2 δασκάλες, από τις οποίες η 1 ήταν και μοδίστρα, υπήρχε ιατρός 1,
οι καφετζήδες ήταν 7, από τους οποίους ο ένας ήταν χαλβατζής, οι κουρείς ήταν 8, οι
κρεοπώλες ήταν 6, οι μάγειροι ήταν 2, οι μεταφορείς ήταν 4, από τους οποίους 2 ήταν
αγωγιάτες, ο ένας αμαξάς και ο άλλος αραμπατζής, οι παντοπώλες/μπακάληδες ήταν 31, οι
τεχνίτες ήταν 100, ανάμεσά τους υπήρχαν 8 κτίστες (3 πετράδες και ένας εργολάβος), 1
μαχαιράς, 1 τενεκετζής, 1 κοσκινάς, 1 λευκοσιδηρουργός, 1 οπλοδιορθωτής, 2 ξυλουργοί, 11
γανωτήδες (από τους οποίους ο ένας ήταν και μπακάλης), 2 τεχνίτες ακαθόριστου
επαγγέλματος,18 ράφτες (οι 2 ήταν και εμποροράφτες), 43 υποδηματοποιοί (ο ένας ήταν
μπαλωματής) και, τέλος, 1 μοδίστρα. Οι υπάλληλοι ήταν 5, από τους οποίους 1 λογιστής και
ένας άλλος ήταν και έμπορος, οι ιεροψάλτες ήταν 2, από τους οποίους ο ένας εκτελούσε και
χρέη δασκάλου, ένας οδηγός τραμ εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη και διάφοροι
άλλων επαγγελμάτων 29 άτομα, ανάμεσά τους οι 2 μυλωνάδες, 5 ιδιοκτήτες
λιναροτριβείου,1 ξενοδόχος, 1 φωτογράφος, 2 ψαράδες, 1 χρυσοχόος(στα τουρκικά:
κουιμηζής), 2 οργανοπαίκτες, 1 μανάβης, 2 εργοδηγοί, 1 αγροφύλακας και 2
μικροεπαγγελματίες234.

232
προφορική μαρτυρία της κόρης του Μαρίας Σαλμανίδου- Αλεκόζογλου στον γράφοντα.
233
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου. βλ και Ασβέστη, ό.π. , 92.
234
Ασβέστη, ό.π., 99
48
ε΄---Ενδυμασία

Η ενδυμασία των κατοίκων στην Αραβησσό ήταν απλή και όχι επιτηδευμένη ή
εντυπωσιακή, όπως στα αστικά κέντρα. Στο χωριό υπήρχε υφασματοπωλείο, όμως, οι
χωρικοί δεν έραβαν μόνοι τους τα ρούχα τους, αλλά τα προμηθεύονταν από εμπόρους
συμπατριώτες τους ή ξένους, που δραστηριοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη ή στο
Ικόνιο235. Οι άνδρες, συνήθως, φορούσαν ένα κοντό σακάκι, που το αποκαλούσαν τσόχα.
Ορισμένες, πάλι, φορές επέλεγαν ένα μακρύ σακάκι, το κοτσούκ, ενώ τα σαλβάρια ήταν
πολύ συνηθισμένα. Ακόμη, φορούσαν κάλυμμα για τα πόδια, φτιαγμένο από προβιά ζώων,
που το αποκαλούσαν κουρκ, που ερμηνεύεται ως γούνα. Όταν ο καιρός ήταν βροχερός, το
γύριζαν από την άλλη μεριά και το χρησιμοποιούσαν ως αδιάβροχο.
Η στολή τους συμπληρωνόταν από το φέσι, που έφεραν στο κεφάλι τους και το τύλιγαν
με γαλάζιο σαρίκι, σε αντίθεση με τους Οθωμανούς από τους οποίους έπρεπε να ξεχωρίζουν.
Οι τελευταίοι στο φέσι που έφεραν στο κεφάλι τους, προτιμούσαν φανατικά το σαρίκι σε
πράσινο χρώμα, που θεωρείται ιερό χρώμα για τους πιστούς μουσουλμάνους. Στα νεώτερα
χρόνια, οι Αραβησσώτες άλλαξαν τρόπο ζωής και εμφάνισης και επηρεαζόμενοι από την
Δύση επέλεγαν ευρωπαϊκές ενδυμασίες, οι δε γυναίκες μακριά φουστάνια236.

στ΄---Κοινωνία

Ο ποταμός Άλυς στην καππαδοκική πατρίδα λειτουργούσε και ως ένα υδάτινο


σύνορο, που όριζε τις δύο μεγάλες συνοικίες: στα αριστερά, τον ελληνικό μαχαλά και στα
δεξιά, τον τουρκικό. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεν χαρακτηρίζονταν από
εχθρότητα αλλά ούτε, βέβαια, και από οικειότητα. Η κάθε μια ακολουθούσε τους δικούς της
ρυθμούς στον τρόπο ζωής της, δίχως να ενοχλεί και να προκαλεί με την συμπεριφορά της
την άλλη πλευρά237. Οι κάτοικοι μοιρασμένοι στα δύο απέφευγαν τις επαφές μεταξύ τους, τα
μικρά παιδάκια έπαιζαν μόνο στον δικό τους μαχαλά και απέφευγαν τους αλλοεθνείς238.
Οι δύο κοινότητες είχαν ελάχιστη σχέση μεταξύ τους. Η διαφορά στα εισοδήματα
ήταν φανερά υπέρ των Ελλήνων. Είχαν μεγαλύτερα και ωραιότερα σπίτια από τους
μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν ελάχιστους πλούσιους και νοικοκυραίους. Μάλιστα,
χαρακτηρίζονταν από μια τάση προς την οκνηρία αλλά και την αρπαγή αγαθών και
τροφίμων από τους χριστιανούς. «Όχι για να παινέψουμε τους Έλληνες, αλλά αυτό ίσχυε »239.
Οι μουσουλμάνοι δεν ζύγωναν εύκολα στο μαχαλά των χριστιανών, δίσταζαν να
πλησιάσουν. Το αυτό συνέβαινε –λόγω φόβου όμως –και με τους χριστιανούς. Η ρωμέικη
κοινότητα είχε δικό της εκλεγμένο δήμαρχο (μουχτάρη) και η τουρκική εξέλεγε πάντα
Τούρκο. Τα κριτήρια που έθετε η κοινότητα των Ελλήνων σε κάθε υποψήφιο δήμαρχο, πέρα
από την αναγνωρισιμότητά του, ήταν η εντιμότητα, το ήθος του, η μόρφωση και η σχετικά
καλή οικονομική του κατάσταση. Την αμοιβή του κοινοτάρχη κατέβαλε η ίδια η κοινότητα.
Το επίσημο τουρκικό κράτος ουδεμία ανάμειξη ή αποζημίωση παρείχε στους τοπικούς
άρχοντες, πράγμα που γίνεται, ευκόλως, αντιληπτό. Αυτό που, πρωτίστως, ενδιέφερε ήταν η
υποταγή των ρωμιών και η τακτική και απρόσκοπτη συλλογή φόρων από τους υπηκόους
του240.

235
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου.
236
Μ. Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, 55
237
από προφορικές διηγήσεις κατοίκων της (Νέας) Αραβησσού, προσωπική παρατήρηση του γράφοντα.
238
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου.
239
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου.
240
από προφορικές διηγήσεις Νεοαραβησσωτών κατοίκων στον γράφοντα.
49
Οι Αραβησσονλήδες τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια τα έθιμα, που τους
παρέδιδαν οι παλαιότεροι, γνώριζαν τραγούδια ελληνικά και τούρκικα, αλλά έσμιγαν,
σπανίως, με τους Τούρκους σε γλέντια, γάμους και πανηγύρια και των δύο κοινοτήτων.
Μετά το μυστήριο του γάμου η νύφη πήγαινε στο πατρικό του γαμπρού, όπου άρχιζε μια
καινούρια ζωή, με κανόνες, δεσμεύσεις και υπακοή. Στο καινούριο σπιτικό, ηγετικό ρόλο
έπαιζε η παρουσία της πεθεράς. Αυτή έκανε κουμάντο στα θέματα του σπιτιού. Η νύφη και,
ειδικά, η νιόπαντρη στεκόταν «σούζα» απέναντι στα πεθερικά της και απέφευγε να μιλάει
μπροστά τους, «σαράντα μέρες έκρυβε φωνή». Η φωνή της, αν θα ακούγονταν, προερχόταν
από το υπόγειο, από το διπλανό δωμάτιο κλπ, αλλά, σχεδόν ποτέ, δεν μιλούσε ενώπιόν τους.
Όταν πρόσφερε το νερό στον πεθερό της, στέκονταν ακίνητη και αμίλητη, προσδοκώντας το
νεύμα ή την εντολή του. Σαν να περίμενε να της τάξει κάτι, για να εκφραστεί.
Όταν θήλαζε το νεογέννητο μωρό της, φρόντιζε και παραμέριζε σε μιαν άκρη ή σε
άλλο χώρο και αυτό ήταν ντροπή να το κάνει μπροστά στα πεθερικά της. Έτσι
προσπαθούσε με κάθε τρόπο να καλύψει το στήθος της· το θεωρούσε μεγάλη ντροπή. Το
όνομα στο βρέφος κατά το μυστήριο του βαπτίσματος το έδινε η νουνά. Αυτή είχε τον
πρώτο λόγο και δεν ήταν λίγες οι φορές, που προτιμούσε το δικό της. Κατά σειρά
προτεραιότητας στην επιλογή του ονόματος ακολουθούσαν τα ονόματα των γονιών του
πατέρα και, αν η οικογένεια, αργότερα, γινόταν πολύτεκνη, τότε έπαιρναν σειρά και οι
γονείς της μητέρας. Είναι προφανής η επιβεβαίωση της πατριαρχικής μορφής και
λειτουργίας της οικογένειας241.

ζ΄---Διατροφή
Από τα λιγοστά προϊόντα που παρήγαγε η γη τους, μαγείρευαν τα φαγητά τους.
Πιλάφι με πλιγούρι, τραχανός με γιαούρτι, τυρί, κεφαλοτύρι, βούτυρο, γάλα και κοτόπουλα,
ειδικά ο πετεινός, συμπλήρωναν την διατροφή τους. Η κατανάλωση κρέατος ήταν
περιορισμένη, κυρίως, στην περίοδο του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Η φτώχεια που
τους χαρακτήριζε, αποτελούσε εμπόδιο, σε μια πιο πλούσια διατροφή. Στην επεξεργασία
κρέατος είχαν ιδιαίτερη έφεση και μεράκι, αφού, ως μερακλήδες, στα σπίτια τους
παρασκεύαζαν τον εκλεκτό τους μπαστουρμά. με τσιμένι ή άλλοτε, πάλι, το σκέτο τσιμένι,
που νοστίμευε τα υπόλοιπα φαγητά τους. Τις περιορισμένες ποσότητες κρέατος τις
προμηθεύονταν από τους επαγγελματίες χασάπηδες, μιας και οι ίδιοι ελάχιστα ζώα διέθεταν.
Έτσι, λοιπόν, κατανάλωναν, συνήθως, όσπρια που ήταν πιο προσιτά: φασόλια, φακές,
ρεβίθια. Εξέτρεφαν σε ελάχιστους αριθμούς χοιρινά, τα οποία οι Τούρκοι συντοπίτες τους
ως μουσουλμάνοι τα απέφευγαν. Αλλά και οι πολλοί πιστοί χριστιανοί τα απέφευγαν,
βασιζόμενοι στην παραβολή του Χριστού με τους δαιμονισμένους χοίρους. Τα
Χριστούγεννα έτρωγαν σουλού-κιοφτέ, που ήταν κιμάς. Τον έκαναν γιουβαρλάκια
προσθέτοντας κρεμμύδια, άνιθο και άφθονα μπαχαρικά που τα. αγόραζαν από εμπόρους,
που δραστηριοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη. Άλλο φαγητό, που συνήθιζαν να τρώνε
τον χειμώνα, ήταν ο χερσέ-κιοφτές, αλεσμένο σιτάρι που το έψηναν μαζί με το βοδινό
κρέας.
Το Πάσχα έσφαζαν και έτρωγαν, συνήθως, πρόβατο. Τα φύλλα-μπασλαμάδες τα
έφτιαχναν από σιτάλευρο, που το ζύμωναν με νερό. Κατόπιν, το άνοιγαν σε φύλλα και τα
έψηναν πάνω σε λαμαρίνα (σατς) στρογγυλή, αφού είχαν ανάψει από κάτω φωτιά από
σβουνιές. Στα σαρανταήμερα μνημόσυνα πρόσφεραν μπασλαμάδες και, αφού τους έβρεχαν,
τους έκαναν ντουρούμια, δηλαδή, τυλιχτά με πρόβειο κιμά. Από το αλεύρι, επίσης,
έφτιαχναν ζυμάρι δίχως ζύμη και έψηναν τις λελεγκίδες. Ακόμη παρασκεύαζαν τυρόπιτες,
γαλατόπιτες κ.ά. όλα αυτά τα έφτιαχναν, γιατί ήξεραν να ανοίγουν με μαεστρία πολύ καλά

241
προφορική διήγηση Μαρίας Σαλμανίδου-Αλεκόζογλου στον γράφοντα βλ. και Μ. Μαραβελάκης-Α.
Βακαλόπουλος ό.π., 55.
50
φύλλα για πίτες. Τους άρεσε η καλή ζωή και το έδειχναν με την ποικιλία και τη νοστιμιά των
φαγητών που μαγείρευαν, έστω και αν ήταν λιτά.
Έστελναν, συνήθως, τα παιδιά να κατέβουν στο κερέρι, για να ανεβάσουν πάνω στο
σπίτι τα απαραίτητα τρόφιμα για μαγείρεμα. Υπάκουα τα παιδιά εκτελούσαν τις εντολές των
γονέων τους και έφερναν ό,τι τους ζήταγαν. Κρατώντας, λοιπόν, το αναμμένο κερί στο χέρι
κατέβαινε πολλές φορές η 4χρονη Μοναστηρίδου Ευαγγελία, για να μεταφέρει τις
παραγγελίες που της ανέθεταν, αλλά και να γευτεί στα κρυφά λίγες ελιές, μιας και η
σπατάλη απαγορεύονταν και η ένδεια ήταν μόνιμη συνοδός. Και η μητέρα της οργισμένη
την μάλωνε «πάλι κάτω κατέβηκες, μωρή Βαγγελιώ ;» -«Να, μητέρα, κατέβηκα να φέρω λίγα
ψάρια!»
Και τα παραπάνω φανερώνουν την ιδιαίτερη γευστική αδυναμία που είχαν στα παστά
ψάρια, που τα έτρωγαν, όταν το επέτρεπε η Εκκλησία. Νήστευαν αυστηρά στις περιόδους
της Σαρακοστής των Χριστουγέννων και του Πάσχα, όπως και την περίοδο πριν τις γιορτές
των 12 Αποστόλων και του Δεκαπεντάγουστου. Δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που σε περίοδο
νηστείας έτρωγαν μόνο μία φορά την ημέρα και, μάλιστα, μετά την δύση του Ήλιου. Στις
ημέρες της Τετάρτης και της Παρασκευής αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και της Δευτέρας
είχαμε πλήρη εφαρμογή της επιβαλλόμενης νηστείας. Αυτά αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία
της έντονης θρησκευτικότητας που χαρακτήριζε τους Καππαδόκες242.
Πάντα έτρωγαν κάτω, καθισμένοι πάνω σε μαξιλάρες. Το καθημερινό φαγητό
σερβίρονταν μέσα σε κοινή βαθιά κατσαρόλα (ιλέντσε) και την τοποθετούσαν πάνω σε
σοφρά (χαμηλό τραπέζι). Ο κάθε ομοτράπεζος, μικρός ή μεγάλος σε ηλικία, είχε το ατομικό
του κουτάλι ή πιρούνι και έσπευδε να γευτεί το φαγητό, που ετοίμαζε η νοικοκυρά του
σπιτιού. Όποιος ήταν σβέλτος χόρταινε, όποιος, όμως, αργοπορούσε στο φαγητό του έμενε
νηστικός. Ο ανταγωνισμός ήταν δεδομένος! Τα ταντούρια αναλάμβαναν τον ρόλο του
ατομικού φούρνου, που, εν προκειμένω, ήταν άγνωστος. Ήταν σκαμμένες οπές στο πάτωμα
του χώρου που μαγείρευαν είχαν τη μορφή ρακέτας. Στον πάτο άναβαν φωτιά. Στα ζεστά
τούβλα του τοιχώματος ή τις πέτρες κολλούσαν το ζυμάρι, για να ψηθεί. Ο καπνός που
παραγόταν, διοχετευόταν εκτός σπιτιού μέσα από μια λαμαρινένια μικρή καμινάδα,
τοποθετημένη πλαγίως. Τον χειμώνα χρησιμοποιούσαν σκεμπέδες, που ήταν τενεκέδες
κομμένοι στη μέση, όπου τοποθετούσαν φύλλα, χόρτα, ξύλα ή σβουνιές και άναβαν μικρή
φωτιά. Από πάνω τα κάλυπταν με κουρελούδες, για να διατηρηθεί η ζέστη, και τα μέλη της
οικογένειας συγκεντρώνονταν και κάθονταν γύρω-γύρω για να ζεσταθούν243.

η΄---Δύσκολα χρόνια

Επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας η στράτευση των Ρωμιών στον τουρκικό στρατό,


γενικά, δεν ήταν συστηματική και δεν είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα. Από το 1858, όμως, για
τους γκιαούρηδες (=άπιστους) θεσπίστηκε η υποχρεωτική θητεία, αλλά είχαν παράλληλα και
την δυνατότητα εξαγοράς της, έναντι ορισμένου ποσού αντισηκώματος, το αποκαλούμενο
bebel. Το ποσό ανερχόταν σε 44 χρυσές τουρκικές λίρες, ενώ, με την έναρξη του πρώτου
παγκοσμίου πολέμου στα 1914, το χρηματικό ποσό που όφειλαν να πληρώσουν,
διπλασιάστηκε244. Πολλοί Αραβησσώτες προκειμένου να αποφύγουν την στράτευση,
κατέβαλλαν αυξημένα χρηματικά ποσά στις αρμόδιες υπηρεσίες ή δωροδοκούσαν, κρυφίως,
αξιωματούχους στρατολογίας, για να πετύχουν τον σκοπό τους. Μετά την επικράτηση του
κινήματος των Νεοτούρκων (1908) με τις θεωρητικές διακηρύξεις περί ισότητας, ελευθερίας
και δικαιοσύνης τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ για τους υπόδουλους Ρωμιούς. Οι μη
μουσουλμάνοι στρατεύονταν υποχρεωτικά, πλέον, δίχως το δικαίωμα απαλλαγής και

242
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου.
243
προφορική διήγηση της Μαρίας Σαλμανίδου-Αλεκόζογλου στον γράφοντα..
244
Παυλίδης, 62..
51
υπηρετούσαν σε άοπλες υπηρεσίες. Οι τελευταίες, όμως, ήταν απείρως δυσκολότερες, αφού
πολλές φορές αντιμετώπιζαν απάνθρωπη και βάρβαρη μεταχείριση, που έφτανε μέχρι
θανάτου από ξυλοδαρμό. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι τους χρησιμοποιούσαν ως υποζύγια
σέρνοντας φορτηγά κάρα, πυροβόλα, πολεμοφόδια και πυρομαχικά. Τα λεγόμενα Τάγματα
Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού), γερμανικής έμπνευσης, ήταν ξεχωριστά άοπλα στρατιωτικά
τμήματα, που ως σκοπό τους είχαν, τυπικά, την εκτέλεση εργασιών κοινής ωφέλειας, όπως
την διάνοιξη δρόμων, σηράγγων, μεταλλείων, εργοστασίων κ.ά. Ουσιαστικά, όμως,
επρόκειτο για μια οργανωμένη και σχεδιασμένη μέθοδος εξόντωσης των Χριστιανών. Μια
φέτα ψωμί από βίκο και μια νερόβραστη σούπα, ημερησίως, δεν αρκούσε, για να
συντηρήσει επαρκώς τους σκληρότατα εργαζόμενους Ρωμιούς. Οι αντοχές τους, σωματικές
και ψυχικές, δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια επιβίωσης245. Πολλοί Αραβησσονλήδες
εξοντώθηκαν από την έλλειψη επαρκούς τροφής, τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, τις
κακουχίες, τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, τις ασθένειες, όπως εξανθηματικό τύφο,
δυσεντερία, διάρροια κ.ά.246.
Άρχισαν γρήγορα να διαδίδονται τα άσχημα νέα, ότι, δηλαδή, από τα Τάγματα
Εξόντωσης, όπως τα ονόμασαν οι Χριστιανοί, λίγοι επιστρέφουν ζωντανοί στα σπίτια τους,
ότι πολλοί χάνονται και αγνοείται η τύχη τους. Όπως ήταν επόμενο, αυτές οι βάσιμες φήμες
προκάλεσαν αναταραχή και τρόμο στους Αραβησσονλήδες. Δεν ήταν λίγοι όσοι
κρυβόντουσαν, για να αποφύγουν την στράτευσή τους. Ο Μοναστηρίδης Ιωακείμ247, ήταν
ένας από τους αρκετούς 18χρονους που αρνήθηκε να καταταγεί στα εν λόγω τάγματα. Δεν
έπαιξε ρόλο το ότι ήταν νιόπαντρος και πατέρας ενός τέκνου. Άρχισε, λοιπόν, να κρύβεται,
για να μην τον εντοπίσουν οι στρατιωτικές αρχές και τον συλλάβουν. Μαζί με μια παρέα
ανυπότακτων συγχωριανών του περιπλανήθηκαν για πολύ χρόνο και βρέθηκαν κυνηγημένοι
στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, βρέθηκε κάποιο καράβι που θα τους μετέφερε στην
Αμερική. Στην υπερπόντια χώρα είχαν μακρινούς συγγενείς. Παρέμειναν στη νέα πατρίδα
τους περίπου επί μία δωδεκαετία. Μετά την παρέλευση του πολέμου και την εφαρμογή της
συνθήκης Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ήρθε στην Θεσσαλονίκη,
όπου έσμιξε με την οικογένειά του. Από εκεί, αργότερα, η οικογένεια μετακόμισε και
εγκαταστάθηκε στα Γιαννιτσά, όπου απέκτησε και δεύτερο γιο248.
Σε μια άλλη περίπτωση ανυποταξίας δύο εξαδέλφια, που τύχαινε να έχουν ίδιο όνομα
και επώνυμο: Μοναστηρίδης Κωνσταντίνος, όταν τους κάλεσαν για στράτευση στον
τουρκικό στρατό αρνήθηκαν να παρουσιαστούν, γιατί υποψιάστηκαν την τύχη που θα είχαν
εκεί, και αποφάσισαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Αφού περιπλανήθηκαν για μέρες με
ατέλειωτες πεζοπορίες, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Αφού αναμείχθηκαν με το
πλήθος, κατόρθωσαν και βρήκαν τρόπο και μέσο διαφυγής προς την Ελλάδα. Το άσχημο
στην όλη υπόθεση είναι ότι μετά χάθηκαν τα ίχνη τους και δεν επανασυνδέθηκαν με τις
οικογένειές τους, όταν εκείνες έφθασαν πρόσφυγες το 1924 στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή
των Πληθυσμών. Ούτε ο Ερυθρός Σταυρός ούτε κάποιος άλλος φορέας ή οργανισμός
κατόρθωσε να τους εντοπίσει 249.
Ακραία, ωστόσο, εκδήλωση βίας υπήρξε η δολοφονία του μεγαλέμπορου Πρόδρομου
Ρωμανίδη, από Τούρκους σε περίοδο χειμώνα, όταν του έστησαν καρτέρι έξω από το
χιονισμένο χωριό. Το τραγικό νέο μετέφερε στους οικείους του ο βοηθός και υπάλληλός του
( το τσιράκι του), που κατάφερε να διασωθεί. Οι δικοί του, παρά την οργή και την ανείπωτη
θλίψη τους, δεν τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν στην τουρκική δικαιοσύνη επειδή είχαν τον

245
Τσιρκινίδης, 88
246
Ο Στέφανος Μοναστηρίδης αναφέρει στον γράφοντα, περιπτώσεις συγγενών του όπως ο αδελφός της
μητέρας του Αικατερίνης Μοναστηρίδου, καθώς και ένας θείος και ένας εξάδελφος του πατέρα του Μο-
ναστηρίδη Ιωακείμ, οι οποίοι περιέργως χάθηκαν και δεν επέστρεψαν ποτέ από τα Τάγματα Εργασίας.
247
το περιστατικό το διηγείται ο μικρότερος γιος του ο Στέφανος, στον γράφοντα.
248
είναι μία από τις 40 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά, διήγηση του προηγούμενου, που
ήταν ο μικρότερος γιος. .
249
προφορική μαρτυρία της ανεψιάς τους Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου, στον γράφοντα.
52
φόβο των αντιποίνων250. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι η Αραβησσός διέθετε ανάλογες
κρατικές αρχές· υπήρξε, μάλιστα, και δικαστικό κέντρο της περιοχής της251, καθώς, επίσης,
και έδρα καζά (επαρχία)252.
Ιδιαίτερη εχθρότητα έτρεφαν οι Τούρκοι για έναν άλλο χριστιανικό λαό της
οθωμανικής αυτοκρατορίας, τους Αρμένιους. Στο χωριό Κε(ρ)μέρι –αρκετά μακριά από την
Αραβησσό –την πληθυσμιακή υπεροχή διατηρούσαν οι Αρμένιοι, που ήταν οικονομικά
αποκαταστημένοι και κοινωνικά αποδεκτοί. Κατοικούσαν, επίσης, στο ίδιο χωριό και 3
ελληνικές οικογένειες. Έγινε μεγάλη σφαγή από τους Τούρκους, που επιτέθηκαν νύχτα στον
οικισμό. Ανάμεσα στα δεκάδες θύματα ήταν και μια μεγάλη αρμένικη πατριαρχική
οικογένεια 50 ατόμων, που ζούσαν όλοι μαζί σε ένα επιβλητικό και άνετο αρχοντόσπιτο.
Αφού συνέλαβαν και τα 50 μέλη της οικογένειας, οδήγησαν τους άντρες και τα μεγαλύτερα
παιδιά στο ποτάμι και, εκεί, τους αποκεφάλισαν. Τα νερά κοκκίνισαν από τα αίματα των
θυμάτων. Τα μικρότερα παιδιά, ηλικίας κάτω των δέκα ετών, τα πήραν μαζί τους με σκοπό
να τα εξισλαμίσουν253.
Ο πατέρας κατέφυγε σε έναν γνωστό του Τούρκο, εκλιπαρώντας τον να σώσει την
οικογένειά του, έχοντας αρκετά χρήματα στην τσέπη του και επικαλούμενος την φιλία τους.
Ο Τούρκος, όμως, πονηρεύτηκε βλέποντάς τον με τα χέρια γεμάτα διάφορα πράγματα και,
αφού παρασπόνδησε, τον δολοφόνησε ο ίδιος, καταληστεύοντας αυτόν και τον γιο του. Ό
τελευταίος, όμως, κατάφερε να ξεφύγει και κατέφυγε στην Αραβησσό. Εκεί τον φρόντισαν
και τον κράτησαν κλεισμένο επί μια τριετία σε ένα ξύλινο πλαίσιο, κάτω από μια μουριά και
από το οποίο έβγαινε με πολλές προφυλάξεις μόνο την νύχτα, για να βρίσκεται με τη νέα
οικογένειά του. Τον παντρέψανε με την 16χρονη Θεοδώρα. Ταυτόχρονα, όμως, άλλαξε το
όνομά του από Καραμανίκ Πέτρος σε Φαρσακίδης Πρόδρομος. Στα θύματα της
αποτρόπαιης πράξης συγκαταλέγονταν και άλλα 7-8 άτομα, που σφαγιάστηκαν από
κοντοχωριανούς Τούρκους, ενώ βρίσκονταν καθ΄ οδόν για τις απαραίτητες γεωργικές
εργασίες, κρατώντας στα χέρια τους την κόσα, ένα γεωργικό εργαλείο για τον καλοκαιρινό
θερισμό. Η τύχη των γυναικών ήταν αξιοθρήνητη:όσες συνελήφθησαν, πουλήθηκαν ως
σκλάβες ή τούρκεψαν. Τα ομορφότερα κορίτσια οδηγήθηκαν στα χαρέμια των πασάδων.
Μια απελπισμένη μητέρα έδωσε στην νεαρή κόρη της δηλητήριο μέσα σε ένα μπουκαλάκι
με την συμβουλή να το πιει και να μην τουρκέψει στο χαρέμι που θα την οδηγούσαν. Όταν η
κοπέλα αντιλήφθηκε τον σκοπό της αρπαγής τους, «έπιασε» την προτροπή της μητέρας και
αυτοκτόνησε! Όσο για τις υπόλοιπες, ποτέ κανείς δεν έμαθε για την τύχη τους. «Φίλος ο
Τούρκος γίνεται παιδί μου;» αναρωτιέται με καημό μια πρόσφυγας254.

250
το περιστατικό διηγήθηκε η εγγονή του, Μαρία Σαλμανίδου-Αλεκόζογλου στον γράφοντα 18-1-08.
251
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, . 363.
252
Ασβέστη ό.π., 103.
253
Κάποια από αυτά τα παιδιά πριν 10 χρόνια, έπειτα από παρέλέυση δεκαετιών συναντήθηκαν στο παζά-
ρι της Κωνσταντινούπολης με Νεοαραβησσώτες εκδρομείς.. Τότε εργάζονταν ως επαγγελματίες. Σή-
μερα δεν υπάρχουν νέα τους. Την συνάντησή τους την επιβεβαίωσε τότε ο αδελφός της Ευαγγελίας Μ-Φ
ο Αντώνιος Μοναστηρίδης που δεν βρίσκεται εν ζωή πλέον.
254
τα περιστατικά μαρτυρεί η κόρη του Πρόδρομου η Ευαγγελία Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου, στον γρά-
φοντα , η μητέρα της οποίας η Θεοδώρα ήταν συνυφάδα με την απελπισμένη μάνα που έδωσε το δηλη-
τήριο στην κόρη της !
53
θ΄---Πορεία των προσφύγων

Ανάμεσα στις σημαίνουσες οικογένειες της Αραβησσού υπήρξαν οι οικογένειες του


Κοσμά(ς) Καϊσερλίογλου, του Γιώργη(ς) Εφέντη Μουτεβελίογλου, του Παράς Εφέντη
Χατζή Ντημήτρογλου, του Κωνσταντίν(ος) Ουζούνογλου, του Βασίλ(ειος) Παράσογλου,
του Μελέτ(ιος) Εφέντη Ρωμανόσογλου, του Παντελή(ς) Τιρχινίογλου, του Χατζή
Παπαβασίλ(ειος) Χατζηιωάννογλου κ.ά., οι απόγονοι των οποίων ζουν σήμερα στην
Ελλάδα, στην (Νέα) Αραβησσό και αλλού255.
Όταν έφθασε το μήνυμα της υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Πληθυσμών, οι Ρωμιοί
κάτοικοι της Αραβησσού γεμάτοι θλίψη ετοιμάσθηκαν και αναχώρησαν τον Αύγουστο του
1924 από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Δεν ήθελαν να αποχωρισθούν την κωμόπολή τους. Οι
ενστάσεις και οι διαμαρτυρίες τους, όμως, δεν είχαν ουσιαστικό αντίκρισμα. Άλλοι ήταν
εκείνοι που αποφάσιζαν για την τύχη τους και όχι οι ίδιοι. Το γεγονός το πληροφορήθηκαν
και οι Τούρκοι και η συμπεριφορά τους άλλαξε άρδην. Αποθρασύνθηκαν, έγιναν αγενείς και
αγρίεψαν. Επιζητούσαν με κάθε τρόπο να οικειοποιηθούν τις περιουσίες και τα σπίτια των
Ρωμιών, που, σίγουρα, ήταν ωραιότερα και ανετότερα,συγκρινόμενα με τα φτωχικά
κερέρια, όπου διέμεναν οι περισσότεροι από αυτούς. Όταν πήγαιναν οι γυναίκες στην
κεντρική βρύση του χωριού, που μέσα από τρεις σωλήνες παρείχε άφθονο νερό, για να
γεμίσουν τις στάμνες τους, πλησίαζαν με δισταγμό και φόβο. Οι Τούρκοι δεν τις επέτρεπαν
να πάρουν αυτό που ήθελαν, τις παραμέριζαν παραβιάζοντας την σειρά. Αν κάποια Ρωμιά
βρισκόταν ήδη στην βρύση, οι Τούρκοι την έσπρωχναν και την έβριζαν με σκαιότητα.
Προς όφελος των ομοεθνών τους γίνονταν τα πάντα. Το ειρηνικό κλίμα που επικρατούσε
δεκαετίες, δεν ήταν πια το ίδιο. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί δραματικά, τίποτα δεν ήταν
το ίδιο. Υπάρχουν μαρτυρίες που περιγράφουν πως ελκυστικές, στην εμφάνιση, Ελληνίδες
προτιμούσαν να ρίχνουν στάχτη στο πρόσωπό τους και να αλείφονται με τέτοιο τρόπο, ώστε
να ασχημύνουν, για να μην προκαλέσουν με την παρουσία τους Τούρκους και κινδυνεύσουν
να τις απαγάγουν: «Να ΄ξερες πόση στάχτη έχω φάει εγώ!…» έλεγε πολλές φορές η Θεοδώρα
Μοναστηρίδου στην κόρη της Ευαγγελία.
Σύμφωνα, πάντως, με διηγήσεις η έξοδος από το χωριό τους ήταν σχετικά
ειρηνική και έγινε με τάξη. Ο Έλληνας μουχτάρης, αυστηρός και συνεπής καθώς ήταν,
ανακοίνωσε στον κόσμο επίσημα την είδηση, όπως και τα σχέδιά του. Μερίμνησε να
έρθουν κάρα στην Αραβησσό, για να παραλάβουν τους ασθενείς, τους ανήμπορους και τους
γέροντες. Όσοι διέθεταν γαϊδουράκια ήσαν τυχεροί, οι υπόλοιποι θα ακολουθούσαν με τα
πόδια. Οι γονείς μετέφεραν στους ώμους τους τα μικρά παιδιά τους, τα μεγαλύτερα
φορτώθηκαν στην πλάτη τους φορτίο βαρύ. Από τα υπάρχοντά τους πήραν ελάχιστα
πράγματα: ένα ρούχο, ένα σκεύος, λίγα χρήματα που ήταν αναγκαία για το ταξίδι. Σύμφωνα
με μαρτυρίες, στο χωριό παρέμεινε και δεν θέλησε να ακολουθήσει τους συμπατριώτες του
στην Ελλάδα ένας πλούσιος γαιοκτήμονας, ο Τσακιρίδης …., που μαζί με την σύζυγό του,
προκειμένου να μην αφήσει στους Τούρκους την περιουσία του, προτίμησε να κρατήσει την
μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία, που διέθετε, και να μην την αποχωρισθεί, έστω και αν αυτή η
επιλογή του είχε ως συνέπεια να αλλαξοπιστήσει και να γίνει μουσουλμάνος. Τα παιδιά του,
πάντως, προτίμησαν να φύγουν κανονικά με τους υπόλοιπους πρόσφυγες256. Αρκετοί
πρόσφυγες ετοίμασαν χαλιά και τα τύλιξαν σε μπόγους παίρνοντάς τα μαζί τους, καθώς και
κουβέρτες και κιλίμια. Ήταν είδη καλής ποιότητας και, μάλιστα, μέχρι πριν λίγα χρόνια,
ακόμη τα χρησιμοποιούσαν στα σπιτικά τους στη (Νέα) Αραβησσό. Με ιδιαίτερη προσοχή
μάζεψαν και τακτοποίησαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε στην εκκλησία: άγιο δισκοπότηρο, ιερά

255
Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, 55.
256
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου , στον γράφοντα.
54
σκεύη, πολύτιμα άμφια, ορισμένες φορητές εικόνες κ.ά. Για αρκετά από τα παραπάνω
εικάζεται ότι ήταν δωρεές της τσαρίνας της Ρωσίας της Μεγάλης Αικατερίνης προς το ναό
της Αραβησσού. Την όλη προετοιμασία επιμελήθηκε ένας ευυπόληπτος και ευκατάστατος
Αραβησσονλής, ο Βασίλειος Παράσογλου257.
Οι πρόσφυγες με ιδιαίτερη ευλάβεια μετέφεραν αυτά τα αντικείμενα στο νεόχτιστο Ι.
Ν. Αγίου Δημητρίου στο Ροδοχώρι Συκεών στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με άλλη
προφορική μαρτυρία, εξαπτέρυγα, τεμάχια ιερών λειψάνων και ορισμένες εικόνες
βρίσκονται σήμερα στον καινούριο Ι. Ν. της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη (Νέα)
Αραβησσό της επαρχίας Γιαννιτσών. Σύμφωνα, πάντα, με διηγήσεις προσφύγων το
εκπληκτικό στην όλη υπόθεση είναι ότι μόλις οι Ρωμιοί της Αραβησσού αναχώρησαν από το
χωριό τους, αρκετοί Τούρκοι βοσκοί κινητοποιήθηκαν και χωρίς να χρονοτριβήσουν,
έσπευσαν αμέσως να μετατρέψουν την εκκλησία του χωριού σε ποιμνιοστάσιο! Έφεραν,
λοιπόν, τα πρόβατά τους και τα μάντρωσαν μέσα στο εγκαταλελειμμένο ναό.
Μυστηριωδώς, όμως, την άλλη ημέρα το πρωί, όταν άνοιξαν την πόρτα, έκπληκτοι
αντίκρισαν όλα τα ζώα τους ψόφια! Το γεγονός προκάλεσε τέτοια δυσάρεστη εντύπωση,
που για πολλά χρόνια θεωρούσαν το κτίριο στοιχειωμένο από τις κατάρες των Ελλήνων, σε
τέτοιο, μάλιστα, βαθμό που ούτε καν τον πλησίαζαν. Ίσως, αυτός να ήταν ο λόγος που
παρέμεινε για δεκαετίες άθικτος και δίχως να μετατραπεί σε τζαμί258.
Ο πρώτος σταθμός στην πορεία τους ήταν η Νεάπολη (Νέβσεχιρ), έπειτα πέρασαν
από τα Άδανα αντίκρισαν έκπληκτοι το τραίνο που θα τους μετέφερε. Πολλοί ήταν εκείνοι
που δεν είχαν ξαναδεί τραίνο, τους φαινόταν πολύ παράξενο που κυλούσε μόνο του πάνω
σε σιδηροτροχιές, δίχως να το ταΐζουν άλλοι. Ορισμένοι, χάριν αστεϊσμού (ή και σοβαρά!)
έριχναν μπροστά του δεμάτια με άχυρα για να τραφεί! Η πορεία των προσφύγων κατέληξε
στη Μερσίνα από όπου επιβιβάστηκαν με πολλές δυσκολίες και πολύ ταλαιπωρία σε πλοίο
με προορισμό τον Πειραιά. Το ταξίδι δια θαλάσσης διήρκεσε αρκετές μέρες, ώσπου να
φτάσουν στον πρώτο προορισμό τους. Στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεώργιου Σαλαμίνας
παρέμειναν, όπως και άλλοι πρόσφυγες, για σεβαστό χρονικό διάστημα που διήρκεσε
πέραν του δεκαπενθημέρου, ώσπου να εξετασθούν, να τους χορηγηθεί ιατροφαρμακευτική
αγωγή και, έπειτα, ήταν ελεύθεροι να αναχωρήσουν για όποια περιοχή επιθυμούσαν ή –το
πλέον σύνηθες –όπου τους είχαν ορίσει να εγκατασταθούν. Η Επιτροπή Εγκατάστασης
Προσφύγων είχε μεριμνήσει για την οικιστική και επαγγελματική τακτοποίησή τους. Από
εκεί πέρασαν στην Αθήνα και, αργότερα, κατευθύνθηκαν σε άλλους προορισμούς259.
Πάντως, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, πιθανότατα οι Αραβησσονλήδες έφυγαν
ατμοπλοϊκώς από την Μερσίνα μοιρασμένοι σε ομάδες. Έτσι, ορισμένοι βρέθηκαν και
προσάραξαν στο λιμάνι του Βόλου. Από εκεί μετακινήθηκαν στην Κατερίνη και στην
Θεσσαλονίκη και, αργότερα, εγκαταστάθηκαν 104 οικογένειες στη (Νέα) Αραβησσό των
Γιαννιτσών260. Στα Γιαννιτσά εγκαταστάθηκαν 40 οικογένειες, 85 στις Σέρρες και αρκετές
στο Ροδοχώρι Συκεών Θεσσαλονίκης και στην Ξάνθη. Στην Έδεσσα υπάρχουν μαρτυρίες
για 14 οικογένειες προσφύγων 261.

257
σύμφωνα με διήγηση του Στέφανου Μοναστηρίδη και ανηψιού του.
258
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου.
259
προφορική διήγηση Στέφανου Μοναστηρίδη βλ. και Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, 55.
260
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου, στον γράφοντα.
261
Καραθανάσης , Καππαδοκία, 204.
55
3. ENEΧΙΛ

α΄---Τοποθεσία, δημογραφικά στοιχεία

Από το χωριό Ενεχίλ της Καππαδοκίας κατάγεται ένα σημαντικό τμήμα των
σημερινών κατοίκων της (Νέας) Αραβησσού. Το χωριό αναφέρεται ιστορικά ως πεδίο μάχης
μεταξύ των βυζαντινών στρατευμάτων και των Αράβων εισβολέων. Ηγέτης των τελευταίων
ήταν ο παράτολμος εμίρης Ομάρ, που το 863 σάρωσε όλη την Καππαδοκία και, αφού
εφόνευσε πολλούς Καππαδόκες, αποκόμισε τεράστιες ποσότητες λαφύρων και έσυρε
δεκάδες βυζαντινούς αιχμαλώτους. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, όμως, τους καταδίωξαν
και τους περικύκλωσαν κοντά στο Ενεχίλ. Η πολεμική σύρραξη που ακολούθησε ήταν
σφοδρότατη και οι Άραβες υπέστησαν ταπεινωτική ήττα262.
Το Ενεχίλ τοποθετείται, γεωγραφικά, 76χλμ νοτιοδυτικά της Καισάρειας και σε
απόσταση 39χλμ βορειοανατολικά από την πόλη της Νίγδης, στο νοτιοανατολικό τμήμα του
Μπουντάκ οβά. Είχε χτιστεί σε υψόμετρο 1450μ. περίπου263. Το Ένεχιλ ήταν μουχταρλίκι
και υπαγόταν στο μουδουρλίκι του Γιάχγιαλι, στο καϊμακαμλίκι του Βερεκιού, στο
μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας. Χτισμένο πάνω σε πλαγιά
του όρους Αλά-νταγ, γειτόνευε με τα χωριά Καβλάκ-Τεπέ και Σουλούτζοβα. Οι κάτοικοι
της περιοχής των Φαράσων (πατρίδα του αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη και του
πνευματικού παιδιού του, γνωστού γέροντος Παϊσίου), προκειμένου να επισκεφτούν την
Νίγδη διέρχονταν από την παραπάνω περιοχή.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος επισημαίνει ότι
«…μεταξύ χαμοβούνων τινών, είναι χωρίον Ενεχίλι, και κοινότερον Γκιαβούρ Ενεχιλί
λεγόμενον, οικούμενων από Χριστιανών και Τούρκων οσπήτια έως 100 παραρρέει και
υδάτιον έμπροσθεν, κατερχόμενον εκ των πέριξ βουνών …έχει και εν χάνι μέγα, πλήν
ερείπιον»264.
Στα 1916 ο αριθμός των κατοίκων του Ένεχίλ ανήρχετο, των μεν Ρωμιών, σε 1250
άτομα, ενταγμένων σε 200 περίπου οικογένειες, των δε οθωμανών ο αριθμός ήταν
μικρότερος. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το κρίσιμο έτος 1924 της Ανταλλαγής των
Πληθυσμών, οι Έλληνες κάτοικοί του αριθμούσαν 236 οικογένειες με 815 άτομα και ήταν
τουρκόφωνοι. Οι δε Τούρκοι κάτοικοι -80 μόνο οικογένειες στα 1916- οι οποίοι αυξάνονταν
συνεχώς λόγω της μετοικεσίας πολλών ομοεθνών τους, ανήλθαν την δραματική χρονιά
1924, σε 1500 άτομα. Οι δημογραφικές εξελίξεις, λοιπόν, είχαν αποβεί εις βάρος των
Ελλήνων, αφού αλλοιώθηκαν οι κοινωνικές δομές του χωριού. Ήταν πάγια πολιτική των
κατακτητών να χρησιμοποιούν τέτοιου είδους συμπεριφορές, όπως ήταν οι εποικισμοί αλλά
και οι εξισλαμισμοί.
Οι Τούρκοι διέθεταν, μάλιστα,δύο τζαμιά και ένα μεντρεσσέ, δηλ. ιεροδιδασκαλείο.
Επειδή, όμως, το χωριό, παρά τις όποιες προσπάθειες των Οθωμανών για δημογραφική
αλλοίωση με την εγκατάσταση πολλών ομοεθνών τους, εξακολουθούσε να κατοικείται από
αρκετούς χριστιανούς το αποκαλούσαν γκιαούρ Ενεχίλ ή Άς Ενεχίλ, δηλαδή άπιστο
Ενεχίλ265. Παροιμιώδης υπήρξε η αντρειοσύνη και το ανυπότακτο πνεύμα των Ελλήνων
κατοίκων του απέναντι στις αυθαιρεσίες του κατακτητή.

262
Κοιμίσογλου, 116.
263
Ασβέστη, ό.π. , 114.
264
Κυρίλλου : «Ιστ. Περ...τόμ. 3ος βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 458.
265
Χατζόγλου, .59. βλ. και Κοιμίσογλου Καππαδοκία, 458.

56
β΄ ---Επαγγελματικές ασχολίες

Επαγγελματικά, ασχολούνταν κυρίως με γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες. Τα


λιγοστά προϊόντα που παρήγαγαν ήταν, κυρίως, τα απαραίτητα για την συντήρησή τους
δημητριακά: σιτάρι, κριθάρι και σίκαλη, και όσπρια, όπως οι φακές, τα ρεβίθια, τα φασόλια
και το «ιζγιν», που ήταν φυτό ειδικά για σαλάτα, από τους σπόρους του οποίου έπαιρναν το
«μπεζίρ», είδος σπορέλαιου. Ειδικά για τα σιτηρά, παρά την μικρή παραγωγή τους,
επαρκούσαν για την παρασκευή του απαραίτητου ψωμιού τους και, έτσι, δεν αγόραζαν από
αλλού266. Οι αγρότες θέριζαν τον Ιούνιο χρησιμοποιώντας δρεπάνια, τα δεμάτιαζαν και
έκαναν δοκάνια, για να τα αλέσουν σέρνοντάς τα από τα άλογα ή τα γαϊδουράκια που
διέθεταν. Από το σιτάρι που παρήγαγαν, κρατούσαν μικρές ποσότητες, το έριχναν μέσα σε
γούρνα, το κοπανούσαν με ξύλινα σφυριά, ώσπου να βγει ο φλοιός του και μετά το έβαζαν
στη μυλόπετρα λίγο-λίγο, για να το αλέθουν με τα χέρια. Φύτευαν και λίγο καλαμπόκι. Έως
το 1905 προμηθεύονταν πατάτες από το χωριό Λίμνα (Γκόλτζυκ), που βρισκόταν 4 ώρες
ΒΔ. Εκεί τις αντάλλασσαν με το «κίλ», ένα ιδιαίτερης σύνθεσης χώμα που
χρησιμοποιούνταν σε εκείνα τα χωριά ως σαπούνι. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησαν και στο
χωριό τους να καλλιεργούν με αρκετή επιτυχία δικές τους πατάτες. Την πατατοκαλλιέργεια
την δίδαξαν στους νεοφερμένους μουσουλμάνους, που ήρθαν από την Ελλάδα ως
ανταλλάξιμοι το 1924267. Η αμπελουργία δεν ευδοκίμησε στο Ενεχίλ, γιατί και τα λιγοστά
αμπέλια που διέθεταν κάποιοι, τα ξήλωσαν. Ο λόγος αυτής της ενέργειάς τους ήταν ο φόβος
να πάνε τόσο μακριά, έξω από το χωριό, πράγμα που απέτρεπε, κυρίως, τις γυναίκες να
απομακρύνονται από τα σπίτια τους268.
Σε κάθε σχεδόν νοικοκυριό εξέτρεφαν την απαραίτητη αγελάδα, για να εξασφαλίζουν
το αναγκαίο γάλα τους, καθώς, επίσης, διέθεταν 5-10 κατσίκες και λιγοστά πρόβατα.
Ζήτημα ήταν αν υπήρχαν στο χωριό δέκα οικογένειες που να είχαν πάνω από πέντε
αγελάδες και 80 γιδοπρόβατα. Όταν ερχόταν ο βαρύς χειμώνας, οι βοσκοί μετέφεραν τα
κοπάδια τους στα χειμαδιά. Μερικοί μπακάληδες αγόραζαν τον Μάρτιο αρνιά και κατσίκια
χρονιάρικα, γιατί ήταν αμαρτία στην οθωμανική κοινωνία να καταναλώνονται ζώα
μικρότερης ηλικίας. Αυτά τα ζώα τα έστελναν για βοσκή έως τον Ιούνιο. Κατόπιν, έβρισκαν
τους κατάλληλους εμπόρους και τους τα πουλούσαν σε ικανοποιητική τιμή. Αυτονόητο
θεωρείται ότι η εκτροφή χοίρων ήταν αδιανόητη. Οι φανατικοί μουσουλμάνοι το
απαγόρευαν, όχι μόνο στους δικούς τους αλλά και στους χριστιανούς. Σύμφωνα με
στατιστικές εκείνης της εποχής στο Ενεχίλ εκτρέφονταν 4 κοπάδια με 1000 γιδοπρόβατα
έκαστο, 4 κοπάδια με 600 αρνιά έκαστο, 2 κοπάδια με 500 αγελάδες έκαστο, 1 κοπάδι με
μοσχάρια, πουλάρια και ημίονους περίπου 700 ζώα, 2 κοπάδια βόδια με 400 ζώα. Υπήρχαν,
ακόμη, 20 βουβάλια και ίδιος αριθμός αλόγων 269.
Το Ενεχίλ λειτουργούσε ως ένα μικρό αλλά δραστήριο εμπορικό κέντρο. Οι
επαγγελματίες –ανάμεσά τους και αγγειοπλάστες– διατηρούσαν στο Ενεχίλ διάφορα
καταστήματα: 2 τουρκικά καφενεία και άλλα 2 ρωμέικα, κουρεία, 2 φούρνους, 20
παντοπωλεία, 7 σιδεράδικα χριστιανών, όπου εργάζονταν οι περίφημοι και ικανότατοι
τεμιρτζήδες, που έφτιαχναν τα εργαλεία των Ενεχιλιωτών και των κατοίκων των γειτονικών
χωριών. Μαραγκοί, χτίστες, αλμπάνηδες, τσαγκάρηδες κ.ά. πρόσφεραν την τέχνη τους σε
όσους την είχαν ανάγκη. Μαρτυρείται για το χωριό ότι, τουλάχιστον μέχρι τον μεγάλο
πόλεμο του 1914-1918, υπήρχαν αγγειοπλάστες, οι οποίοι έπλαθαν στάμνες στο Αζιζίν
χανινDά , μέσα στο χάνι του Ενεχίλ. Ο μάστορας κατάγονταν από το Γκέλβερι (Καρβάλη)

266
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαϊδη, βλ. και Ασβέστη , ό.π.,115.
267
προφορική διήγηση του Απόστολου Αλεκόζογλου στον γράφοντα.
268
Ασβέστη , ό.π. , .115.
269
Ασβέστη, ό.π., 115 και 116.
57
και οι βοηθοί του ήταν Ενεχιλιώτες. Το χωριό διέθετε 2 μαγγάνους/σποροτριβεία
(μπεζιρχανάδες). Ο πρώτος ήταν περιουσία του ναού και τον είχε νοικιασμένο στον
Αγκούτογλου…. Έξι μερίδες έπαιρνε ο ναός και τέσσερις ο ενοικιαστής. Ο δεύτερος
μάγγανος (μπερζιχανές) ήταν ιδιοκτησία κάποιου Τούρκου του Καραμουσταφά……. Οι
νερόμυλοι που υπήρχαν στο χωριό λειτουργούσαν συνήθως το Φθινόπωρο, γιατί τον
χειμώνα τα νερά του Οζ πάγωναν, το δε καλοκαίρι τα λιγοστά νερά του Οζ χρησίμευαν για
το πότισμα των αγρών. Η αμοιβή του μυλωνά ήταν, σε χρήμα, 5 γρόσια για τις 100 οκάδες
ή, σε είδος, τα λεγόμενα αλεστικά, που ήταν 5 οκάδες στις 100. Εννοείται ότι οι μυλωνάδες
παρασπονδούσαν και οικειοποιούνταν όση ποσότητα αλευριού ξέφευγε από την μυλόπετρα
κατά την διάρκεια του αλέσματος270.
Το χωριό δεν διέθετε γιατρό, οι δε χωρικοί για να τύχουν ιατροφαρμακευτικής
φροντίδας έπρεπε να επισκέπτονται την Νίγδη και να διανύουν μια απόσταση 39 χιλιόμετρα
μακριά271. Πάντως, σύμφωνα με σχετικές πληροφορίες λειτουργούσε χαμάμ, στο οποίο
λούζονταν και Τούρκοι αλλά και Έλληνες σε διαφορετικές, όμως, ώρες272 .
Λειτουργούσαν, επίσης, και δώδεκα –τον αριθμό– χάνια, όπως ονομάζονταν όσα
ήταν κτισμένα μέσα στις πόλεις, ενώ αυτά που ήταν έξω από τις πόλεις ήταν γνωστότερα ως
καραβάν σαράγια.

Τυπική διάταξη Καραβάν Σαράι

1. κεντρική είσοδος 4. τραπεζαρία –συνάλλαγμα –καταστήματα –χαμάμ –τουαλέτες


2. μεγάλη ανοιχτή αυλή 5. μικρό τζαμί
3. αίθουσα με τρούλο 6. προστατευτικοί χώροι για δυσμενείς καιρικές συνθήκες
.
Τα τελευταία, που ανήκαν κατά πλειοψηφία σε Τούρκους, θεωρούνταν αναγκαία, μιας
και η περιοχή λειτουργούσε ως πέρασμα για τους ταλαιπωρημένους και κουρασμένους
οδοιπόρους και τα καραβάνια τους. Από την περιοχή διέρχονταν καθ΄ οδόν για τον
προορισμό τους, που ήταν οι Άγιοι Τόποι ή άλλες τοποθεσίες της Aνατολής273.
Από το Χαλέπι της Συρίας και την περιοχή της Κιλικίας προμηθεύονταν είδη ρουχισμού,
υφάσματα, ρύζι, ζάχαρη, πετρέλαιο και διάφορα άλλα αγαθά πρώτης ανάγκης. Από την
Καισάρεια της Καππαδοκίας μετέφεραν σιτηρά, παστουρμάδες κλπ. Το χωριό, λοιπόν,

270
Ασβέστη. , ό.π., 117 και 193.
271
Ασβέστη. , ό.π., 116.
272
προφορική διήγηση Απόστολου Αλεκόζογλου του Νικόλαου, στον γράφοντα.
273
Χατζόγλου ό.π. , . 61.
58
βρισκόταν πάνω στο δρόμο των καραβανιών, στη «λεωφόρο Καισαρείας» ή, αλλιώς, στα
τουρκικά: «Kάϊσερι τζεddασι», είχε δηλαδή μεγάλη διερχόμενη εμπορική κίνηση.
Ο επικεφαλής της ομάδας των καραβανιών ήταν ο «σαβράμπασης». Αυτός πάντα
έφιππος και ως πιο έμπειρος και, προφανώς, κάποιας ηλικίας, προπορεύονταν του
καραβανιού. Σαν πλησίαζαν στο χωριό, επιτάχυνε την πορεία του, για να φτάσει πρώτος και
αμέσως έψαχνε για τροφή και το κατάλληλο κατάλυμα για ανθρώπους και ζώα. Λίγο
αργότερα, κατέφθανε και η υπόλοιπη συνοδεία: οι καμηλιέρηδες(ντεβετζήδες), οι
μουλαράδες(κατιρτζήδες) και, πολύ λιγότεροι, οι αγωγιάτες με γαϊδούρια (εσεκτζήδες)274.
Το κάθε καραβάνι αποτελούνταν από 50-60 καμήλες ή μουλάρια Ο κάθε καμηλιέρης
έλεγχε 10-15 καμήλες και είχε την ευθύνη να τις φορτώνει με εμπορεύματα και να τις
ξεφορτώνει. Αν οι καιρικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές, τότε τα πράγματα τα άφηναν έξω από
το χάνι. Αν, όμως, επικρατούσαν άσχημες συνθήκες, βροχή κλπ, τότε ταξιδευτές και
υποζύγια έμπαιναν για να προστατευτούν, μέσα στα χάνια. Σε αυτό διευκόλυνε και το
μεγάλο μέγεθος και η έκταση που καταλάμβαναν τα χάνια με τις πολλές αποθήκες τους, τα
εστιατόρια, καφενείο, σάλα ύπνου, στάβλους κλπ. Τα χάνια, ενίοτε, ήταν ευμεγέθη, η δε
χωρητικότητά τους έφτανε μέχρι τα 150 ζώα. Οι καμήλες ως σκληροτράχηλα ζώα
αψηφούσαν την κακοκαιρία και παρέμεναν στο ύπαιθρο. Η συνηθισμένη τροφή τους ήταν
ζύμη καμωμένη από κριθαρένιο αλεύρι, στα δε υπόλοιπα μεταφορικά ζώα πρόσφεραν
κριθάρι και άχυρα. Τα καραβάνια, όπως γίνεται κατανοητό, πέρα από την γραφική ή
φολκλορική εικόνα που φαίνεται να παρουσιάζουν σε κάποιους, αποτελούσαν ισχυρή
τονωτική ένεση στην τοπική οικονομία, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της
επιχειρηματικότητας και δημιουργώντας αρκετές θέσεις εργασίας στο χωριό του Ενεχίλ275.
Όσοι καταγίνονταν με το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν, κυρίως, στις δύο υπαίθριες
λαϊκές αγορές: το Γιοχαρί Ταρσί και το Ασαά ταρσί. Εκεί βρίσκονταν τα καταστήματα και
τα εργαστήρια, ανάμεσά τους είκοσι μπακάλικα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία,
ελληνικής ιδιοκτησίας. Γεγονός, πάντως, ήταν η ύπαρξη μεγάλου αριθμού μαγαζιών σε
σχέση με τον μικρό σχετικά αριθμό των κατοικιών. Εκεί, πάντως, έβρισκαν πρώτες ύλες,
ζωοτροφές, εδώδιμα προϊόντα. Τα χρήματα που άφηναν στην τοπική αγορά οι διερχόμενοι
έμποροι και ταξιδιώτες είχαν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την τοπική κοινωνία. Τα μεγάλα
εμπορικά και οικονομικά κέντρα της περιοχής, όμως, παρέμειναν οι πόλεις της Νίγδης και
της Καισάρειας. Την δεύτερη, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε μεγαλύτερη απόσταση,
την προτιμούσαν, γιατί εκεί εύρισκαν πιο συμφέρουσες και πιο προσιτές τιμές, καθώς
προέβαιναν σε μαζικές προμήθειες. Τα εδώδιμα προϊόντα, είδη προικός και ψιλικά τα
αγόραζαν από την κοντινή και πλούσια αγορά της Νίγδης, όπου πήγαιναν με τα γαϊδουράκια
τους276.
Στην τελευταία, μεταπουλούσαν βούτυρο, κριθάρι και σιτάρι. Σε αυτήν απευθύνονταν οι
έμποροι του χωριού, προκειμένου να καλύψουν την μεγάλη εγχώρια ζήτηση, μιας και η
μικρή ντόπια παραγωγή δεν επαρκούσε, για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των
καραβανιών, που διανυκτέρευαν στο Ενεχίλ. Είχαν οικονομικές δοσοληψίες και κοινωνικές
επαφές και με τους δύο γειτονικούς ελληνικούς αλλά και με τους δεκαπέντε γειτονικούς
τουρκικούς οικισμούς. Έπρεπε να προμηθευτούν από τα γειτονικά αυτά χωριά με άφθονο
τυρί, βούτυρο, φασόλια, κριθάρι, πετιμέζι, μαλλί. Και με την σειρά τους οι Ενεχιλιώτες
πουλούσαν γεωργικά εργαλεία και είδη μπακαλικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το
χωριό Σουλούτζοβα (σε απόσταση δυόμιση ωρών προς τα νότια), αγρότες από το οποίο
εφοδίαζαν τους Ενεχιλιώτες με αγαθά παραγωγής τους. Οι υπαίθριοι μικροέμποροι, γνωστοί
ως τσερτζιτζήδες διαλαλούσαν στα γύρω χωριά, ελληνικά και τούρκικα, την πραμάτεια
τους: ψιλικά, μικροπράγματα και υφάσματα. Οι δε γυρολόγοι, για να έχουν δουλειά και να
είναι καλοδεχούμενοι, έπρεπε να είναι μεγάλης ή πολύ μικρής ηλικίας, γιατί μόνο έτσι θα

274
Πλουμίδης, 197.
275
Ασβέστη, ό.π. , 114, 116 και 174..
276
προφ. διήγηση του Απόστολου Αλεκόζογλου του Νικόλαου, στον γράφοντα, βλ. και Ασβέστη,183.
59
μπορούσαν να τους εμπιστευθούν οι Οθωμανοί, όταν πλησίαζαν τις γυναίκες τους
εμπορευόμενοι τα αγαθά τους 277.
Κοινό γνώρισμα των περισσοτέρων κατοίκων των χωριών της Καππαδοκίας, όπως και
του Ενεχίλ υπήρξε η φτώχεια. Ελάχιστα νερά, άγονη η γη, ξερότοπος και απομακρυσμένοι
οι οικισμοί, με δυσκολία συγκρατούσαν τον πληθυσμό τους. Πολλοί εγκατέλειπαν τον τόπο
τους και μετανάστευαν προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στην ξενιτιά. Οι μαρτυρίες, που
υπάρχουν, αναφέρουν ότι στις εκατό οικογένειες γηγενών, οι δέκα είχαν ξενιτεμένους. Η
Κωνσταντινούπολη δεχόταν τον μεγαλύτερο αριθμό Καππαδοκών. Υπήρχαν εκεί, μάλιστα,
και σύλλογοι Καππαδοκών, οι οποίοι και δραστηριοποιούνταν σε πολλούς τομείς. Η
Σμύρνη, η πρωτεύουσα της Ιωνίας, προσείλκυε αρκετούς. Εκεί ασχολούνταν με το
επάγγελμα του παντοπώλη, του καφεκόπτη, του μικροέμπορου γάλακτος, τυριού, αυγών,
του καφετζή, ακόμη και του απλού εργάτη, του χαμάλη μη εξαιρουμένου, πολλές φορές 278.
Ο αχθοφόρος παρά το γεγονός ότι ως επαγγελματίας έχαιρε χαμηλής αποδοχής, εντούτοις
ήταν μια ουσιαστική επαγγελματική διέξοδος για τους άρρενες. Κουβαλούσαν στην πλάτη
τους φορτία και εμπορεύματα στα κάρα, τις αμαξοστοιχίες, στα αμπάρια των καραβιών, στα
μεταγωγικά ζώα κλπ. Η λέξη που χρησιμοποιούσαν για τον αχθοφόρο, τον «χαμάλη», είχε
αρνητική χροιά, όσο και αν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Η δε λέξη χαμαλίκι ήταν σαν
«ρετσινιά», που τους συνόδευε για μια ζωή, όπου κι αν πήγαιναν279. Ενδιαφέρον είναι να
επισημανθεί ότι αρκετοί Ενεχιλιώτες, όπως και άλλοι Καππαδόκες, είχαν φτάσει έως την
Αμερική, όπου εργάζονταν σε βιομηχανικές μονάδες της οικονομικά ανερχόμενης μεγάλης
Δύναμης280.
Άλλες πόλεις που δέχονταν εσωτερικούς μετανάστες υπήρξαν η Ταρσός, τα Άδανα
και η Μερσίνα, γνωστή για το μεγάλο λιμάνι της. Σε αυτές τις πόλεις οι ξενιτεμένοι, επί ένα
εξάμηνο δούλευαν στα ασβεστοκάμινα και, συνήθως, αναχωρούσαν για την Κιλικία τον
μήνα Οκτώβριο, όταν λιγόστευαν οι εργασίες στα χωράφια και επέστρεφαν στην ιδιαίτερη
πατρίδα τους, για να περάσουν το Πάσχα με την οικογένειά τους, έχοντας αποκομίσει
σεβαστό ποσό χρημάτων από την πώληση του ασβέστη. Από τα 200 σπιτικά του Ενεχίλ, τα
¾ είχαν, σίγουρα, και έναν ασβεστά. Οι Ενεχιλιώτες ασβεστάδες είχαν μάθει αυτή την τέχνη
από τους τεχνίτες της Σουλούτζοβας. Στα μέσα του φθινοπώρου κάθε χρονιάς, ξεκινούσαν
από το χωριό 10-15 ομάδες (τσούρμα) μαστόρων για την Κιλικία. Επικεφαλής του κάθε
τσούρμου ήταν οι εργολάβοι (ουστάδες). Κάθε ομάδα περιλάμβανε 6-10 εργάτες, οι οποίοι
αμείβονταν ημερησίως με 2 ½ γρόσια και, επιπλέον, το καθημερινό φαγητό τους. Το
ημερομίσθιο του επιστάτη ήταν ελαφρά μεγαλύτερο και έφτανε τα 3 γρόσια. Σημαντικός
αριθμός, λοιπόν, Ενεχιλιωτών, όταν μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες,
εξακολούθησαν να ασκούν το ίδιο επάγγελμα, μιας και η τέχνη του ασβεστά είχε αρκετή
πέραση και αρκετές οικογένειες είχαν ένα, τουλάχιστον, μέλος μυημένο στην τέχνη του
ασβεστά. Ορισμένοι, πάλι, είχαν εγκατασταθεί στο χωριό Καρατζόρεν του Έβερεκ,
ιδιαίτερη πατρίδα του γνωστού Καππαδόκη λόγιου Αναστάσιου Λεβίδη281.
Oι γυναίκες πέρα από την σημαντική βοήθεια που πρόσφεραν στους αγρούς κατά την
συγκομιδή, τον θερισμό και το αλώνισμα, συνόδευαν τους συζύγους τους στα κοντινά
χωριά, όπως ήταν το Άσλαμα, όταν οι αγροτικές εργασίες απαιτούσαν πρόσθετα εργατικά
χέρια, ή πήγαιναν ορισμένες φορές και στα ποιμνιοστάσια. Εργατικές και σκληραγωγημένες
καθώς ήταν, ασχολούνταν, επίσης, και με την ύφανση χειροποίητων χαλιών, κουρελούδων,
κιλιμιών κλπ. σε μόνιμα στημένους αργαλειούς με κλωστές από δίπλα. Οι μικρές αυτές
κοινωνίες λόγω της αυτάρκειας και της αειφορίας, που τις διέκρινε, αλλά και σε συνδυασμό
277
Αν. Χατζόγλου , ό.π.., .61. βλ. επίσης και Ασβέστη ό.π. , 45, 114 , 115 και 185.
278
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 459 και Αν. Χατζόγλου , ό.π., 61.
279
αναπαράσταση των σκληρών συνθηκών εργασίας των αχθοφόρων μπορεί κάποιος να παρακολουθή-
σει στην αριστουργηματική κλασσική ταινία : «Αμέρικα Αμέρικα» του καππαδόκη στην καταγωγή
διάσημου σκηνοθέτη Ηλία Καζάν (ντζόγλου) από την Κερμίρα Καππαδοκίας. .
280
Χατζόγλου , ό.π., .62. βλ. και .Ασβέστη , ό.π. .116.
281
Ασβέστη , ό.π. . 62 , 175 και 178.
60
με τις άφθονες πρώτες ύλες και την ιδιαίτερη μαεστρία των δημιουργών τους έφτιαχναν
χειροποίητα προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας. Αρκετές φορές, μάλιστα, διοχέτευαν την
παραγωγή τους στους πλανόδιους εμπόρους.
Οι γνωστές αίγες Αγκύρας προμήθευαν το λευκό, μακρύ και μεταξένιο τρίχωμά τους,
από το οποίο έβγαινε το περιζήτητο, παγκοσμίως, μαλλί τιφτίκ. Το συγκεκριμένο, όμως,
προϊόν ήταν ακριβό στην αγορά του, με αποτέλεσμα οι φτωχότερες κοινωνικά τάξεις να
προμηθεύονται μαλλί ευτελέστερης ποιότητας και πιο προσιτής τιμής282. Ρούχα για
σαλβάρια ύφαιναν στο «τεσζάχ», ένας τύπος αργαλειού που μοιάζει με τον ελληνικό
χωριάτικο. Τα είδη προικός τα έραβαν στο «ιστάρ», στον όρθιο, δηλαδή, αργαλειό, μια
ιδιόμορφη τεχνική διδαχθείσα από κάποιον Αρμένιο και σύμφωνα με την οποία οι
αργαλειοί ήταν μισοβυθισμένοι στο έδαφος! 283. Ο άλλος τύπος αργαλειού ήταν ο τεσζάχ,
δηλαδή ο καθιστός, που είναι και ο πλέον συνηθισμένος σήμερα (όπου υπάρχει, βεβαίως)
στα ελληνικά χωριά 284.
Σύμφωνα με τους πίνακες επαγγελμάτων που συντάχθηκαν το 1924, για τους
Ενεχιλιώτες που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα καταγράφονται τα παρακάτω στοιχεία:
γεωργοί 104 άτομα/οικογένειες, εκπαιδευτικοί 2, έμπορος 1, ιατρός (μαμή) 1, ιερείς 2,
κουρείς 2, μπακάληδες 8, τεχνίτες 13, από τους οποίους ο ένας ήταν βαφέας νημάτων, ένας
καλαϊτζής, , ένας μαραγκός κι άλλος ένας πηγαδάς, δύο ήταν υποδηματοποιοί, τρεις κτίστες,
τέλος, αναφέρονται και τέσσερις σιδηρουργοί 285.

γ΄---Εκκλησιαστική κατάσταση, ναοί.

Το Ενεχίλ υπαγόταν εκκλησιαστικώς στη Ιερά Μητρόπολη Καισαρείας. Λαμπρά


υπήρξαν τα παρακάτω ονόματα ιεραρχών που κόσμησαν τον εκκλησιαστικό θρόνο:
Ευλάλιος ή Ευλάβιος, Ερμογένης, Διάνοιος, Ευσέβιος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος
Νύσσης, Αρχέλαος, Φίρμος, Θαλάσσιος, Ανδρέας, Ηλίας, Σωτήριχος, Θεόδωρος,
Ασκιδάς, Θεόκριτος, Παύλος, Προκόπιος, Θεοφάνης, Αρέθας, Ανδρέας, Βασίλειος,
Κοσμάς, Κωνσταντίνος, Στέφανος Β΄, Δημήτριος, Μητροφάνης, Αρσένιος και Αντώνιος,
Μητροφάνης ο Βυζάντιος το 1565, Ευθύμιος, Παχώμιος, Γρηγόριος, ο Κυπριανός γύρω
στο 1710, Ιερεμίας ο Πάτμιος το 1716, Νεόφυτος ο Πάτμιος, Παρθένιος(1734-1740),
Παίσιος, Μακάριος, Γρηγόριος ο Αθηναίος(1773), Γερμανός (+1805) ο και δάσκαλος
των Καππαδοκών αποκαλούμενος, Γρηγόριος, Λεόντιος, Φιλόθεος (1802), Μελέτιος,
Χρύσανθος (1823), Γεράσιμος Τραπεζούντιος(1830-1832), Παϊσιος(1832-1871) που
συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση και λειτουργία της Θεολογικής σχολής της Χάλκης.
Άξιος μνημόνευσης υπήρξε και ο διάδοχός του Ευστάθιος Κλεόβουλος (+1876),
απόφοιτος και, μετέπειτα, καθηγητής στην προαναφερθείσα σχολή. Ο τελευταίος
δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση της ρωμαιοκαθολικής και
προτεσταντικής προπαγάνδας286. Ακολουθούν ο Μεθόδιος, ο Ιωάννης Αναστασιάδης
(1878-1902), Μητροπολίτης Καισαρείας στην οκταετία 1902-1910 υπήρξε ο Γερβάσιος
Ωρολογάς287, ο Σωφρόνιος Νηστόπουλος(1910-1911), Αμβρόσιος Σταυρινός(1911-
1914), Νικόλαος Σακκόπουλος (1914-1927) και Καλλίνικος Δελικάνης (1932-1934) 288.

282
Πλουμίδης, 110.
283
προφορική μαρτυρία της Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαίδου, στον γράφοντα βλ. και Πλουμίδης,
244.
284
Ασβέστη, ό.π. , 198.
285
Ασβέστη, ό.π., .143.
286
π. Γ. Μεταλληνός , 56 .
287
Αθανασιάδης, 318.
288
Καραθανάσης,Καππαδοκία, 42.
61
Στο χωριό λειτουργούσαν δύο ναοί :

Α. Ο πρώτος ιερός ναός βρισκόταν στο κέντρο του χωριού και ήταν αφιερωμένος προς τιμήν
των Αγίων Ταξιαρχών, ο οποίος μάλιστα παραδόθηκε νεόκτιστος στους πιστούς λίγο πριν
την προσφυγοποίησή τους.

…………….
Ο Ι. Ναός Ταξιαρχών στο Ενεχίλ (σημ.Ντικιλιτάς) Καππαδοκίας.
. φωτ. Σάββα και Βαρβάρας Τατόγλου

Σήμερα το κτίριο διασώζεται, όπως φαίνεται, και, παρά την αισθητική του κακοποίηση,
χρησιμοποιείται ως εργοστάσιο χαλιών.

Β. Ο δεύτερος ναός βρισκόταν στο νεκροταφείο και ήταν κοιμητηριακός ναός,


αφιερωμένος στον όσιο Παχώμιο.
Περί του ναού αυτού γράφει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος στα 1815:
«…προς δύσιν, ωσεί λίθου βολήν είναι εκκλησία του αγίου Παχωμίου, παλαιά με
τρούλλον»289. Σύμφωνα με πληροφορίες που υπάρχουν, στα 1905 λειτουργούσαν στον εν
λόγω ναό τρεις ιερείς, απαίδευτοι, όμως290. Εξωτερικά στην πρόσοψη της εκκλησίας
υφίστατο μέχρι πριν λίγα χρόνια η παρακάτω επιγραφή: «Αυτή η πύλις του Κυρίου,
εισελεύσομαι εν αυτή έτει χξ΄ (660) »291.
Σήμερα ο ναός, με την όψη του φανερά αλλοιωμένη, σώζεται σε κακή κατάσταση και
χρησιμοποιείται, πλέον, ως αποθήκη λιπασμάτων. Το τραγικότερο είναι ότι τα οστά των
νεκρών τους μαζί με τα ιερά σκεύη, που οι Ενεχιλιώτες σκάβοντας, τα έθαψαν στον αύλειο
χώρο του ναού, διασκορπίστηκαν, όταν οι Τούρκοι επιχείρησαν την εκσκαφή της γύρω
περιοχής.
Στα 1916 σε μια προξενική έκθεση Έλληνα διπλωμάτη στην Κωνσταντινούπολη
αναφέρονται, σχετικά με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τα εξής: «Είναι δυστυχώς διηρημένη
εις δύο ενορίας…Προ τριετίας με πολλούς αγώνας επετεύχθη η συνένωσις των ενοριών»292.
Άνθρωποι ιδιαίτερα ευσεβείς οι Ενεχιλιώτες τηρούσαν απαρέγκλιτα τις παραδόσεις και
τις θρησκευτικές συνήθειές τους: τις νηστείες Τετάρτη και Παρασκευή, καθώς και τις
σαρακοστές των μεγάλων εορτών των Χριστουγέννων, του Πάσχα και του
Δεκαπενταύγουστου. Αν και οι γυναίκες, ως πιο θρήσκες, ήταν αυτές που, κυρίως,

289
Κυρίλλου, ΄΄Ιστ. Περ…..΄΄, 21 , βλ . και Κοιμίσογλου,Καππαδοκία, 254
290
Ξενοφάνης, Σύγγρ. Περ., τόμ 3ος, τεύχ.1ον . βλ. και Κοιμίσογλου, ό.π., 459.
291
Κοιμίσογλου, ό.π., 459
292
Ι. Α. υπουργείο Εξωτερικών, «προξενική αναφορά για την Καππαδοκία » , βλ. και Κοιμίσογλου,
Καππαδοκία 459.
62
βρίσκονταν πιο κοντά στην Εκκλησία, οι άνδρες δεν έμεναν πίσω! Ήταν πολύ συνηθισμένη
η εικόνα του απλού κατοίκου της περιοχής, που, όταν άκουγε την καμπάνα να σημαίνει την
έναρξη της ακολουθίας του εσπερινού, παρατούσε ευθύς την ασχολία ή την εργασία του
οπουδήποτε και αν βρισκόταν και έσπευδε ευθύς στον ναό, για να προσευχηθεί και να
τελέσει τα θρησκευτικά καθήκοντά του 293.

……………...
Η παλιά εκκλησία του όσιου Παχώμιου στο Ενεχίλ (σημ.Ντικιλιτάς) .
φωτ. Σάββα και Βαρβάρας Τατόγλου

Οι Ρωμιοί κάτοικοι, από τον φόβο εγκληματικών ενεργειών από μέρους των Οθωμανών,
δεν πήγαιναν στην εκκλησία το βράδυ της Ανάστασης. Το πηχτό σκοτάδι ήταν κακός
οιωνός. Έτσι, προτιμούσαν να προσέρχονται στην αναστάσιμη λειτουργία νωρίς τα
ξημερώματα, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, επειδή με αυτόν τον τρόπο ένιωθαν μεγαλύτερη
ασφάλεια για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους294.
Όσοι ταξίδευαν για τους Αγίους Τόπους και κάνανε το προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα,
καταρχήν, δέχονταν την ευλογία από τον εφημέριο του χωριού τους, ζητούσαν συγχώρεση
από τους συντοπίτες τους και συνοδεύονταν μέχρι έξω από το χωριό από τον ιερέα, τους
οικείους τους, καθώς και από παλαιότερους προσκυνητές. Αρκετοί λόγω επικινδυνότητας
του ταξιδιού συνέτασσαν την διαθήκη τους, γιατί οδοιπορούσαν πολλά χιλιόμετρα, για να
εκπληρώσουν το τάμα τους. Ξεκινούσαν, συνήθως, την Καθαρά Δευτέρα, ώστε να
καταφέρουν να φτάσουν στον προορισμό τους έγκαιρα, για να προλάβουν την αναστάσιμη
λειτουργία, το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, και να ανάψουν τα κεριά τους με το Άγιο
Φως. Διέσχιζαν τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια ή με μεταφορικά ζώα, καμήλες κλπ,
ενταγμένοι σε καραβάνια. Περνούσαν από δύσβατες περιοχές και λημέρια ληστών, κάτω
από τον ήλιο, τον αέρα, το κρύο, μέσα από σήραγγες. Κατέλυαν σε σπίτια ή πανδοχεία
Αράβων Χριστιανών και λούζονταν στα ιερά νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Όταν επέστρεφαν από το χατζηλίκι στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, και μετά από
παρέλευση αρκετών μηνών, μπορούσαν να προσθέσουν στο επώνυμό τους τη λέξη:
χατζή(ς)=ευλογημένος, μοίραζαν στους δικούς τους κάποια αναμνηστικά, όπως
σταυρουδάκια, κομποσκοίνια, μικρά βιβλία, θυμίαμα, που είχαν προμηθευτεί από εκεί, αλλά
και προσπαθούσαν να γίνουν πρότυπα για τους νεότερους, ακολουθώντας ενάρετη ζωή και
ελεώντας ενδεείς συγχωριανούς τους. Σε διαφορετική περίπτωση τα δηκτικά σχόλια ήταν
αναπόφευκτα: «Ετούτον εδώ, δεν τον ξεπλένει ούτε ο Ιορδάνης ποταμός»295. Στο σημείο
αυτό πρέπον είναι να επισημανθεί ότι το κύριο όνομα Ιορδάνης είναι εξαιρετικά δημοφιλές

293
προφορική μαρτυρία του Σάββα Χατζηπαρασκευαϊδη.
294
προφορική μαρτυρία του Παντελή Κενανόπουλου.
295
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαϊδη στον γράφοντα. βλ. και Πλουμίδης,304.
63
σε όλους τους Καππαδόκες, παράλληλα με τα ονόματα που παραπέμπουν στους Αγίους
Τόπους : Γεσθημανή, Ιωακείμ, Βηθλεέμ, Ιερεμίας, Συμεών, Σάββας κ.ά..

δ΄---Γλώσσα, εκπαίδευση

Όσον αφορά την εκπαίδευση, η όλη κατάσταση δεν ήταν και τόσο ρόδινη. Η πλειοψηφία
των χριστιανών της ευρύτερης περιοχής είχε τουρκοφωνήσει. Οι Ενεχιλιώτες μιλούσαν τα
τούρκικα με τους Οθωμανούς συντοπίτες τους, αλλά το ίδιο συνέβαινε και στις συζητήσεις
μεταξύ τους, τα ελληνικά που γνώριζαν ήταν πολύ λίγα και δεν τους βοηθούσαν στην
επικοινωνία τους. Τα τουρκικά θεωρούνταν απαραίτητα, προκειμένου να διατηρούν
καθημερινές συναναστροφές με απλούς κατοίκους τους οποίους συγχρωτίζονταν, αλλά και
να συναλλάσσονται με όργανα και φορείς της Δημόσιας Διοίκησης. Στο σχολείο πήγαιναν
ορισμένα από τα παιδιά του χωριού. Στεγαζόταν σε ένα διώροφο κτίσμα, που χρησίμευε ως
σχολείο296 και οι μαθητές παρακολουθούσαν μαθήματα, όταν, βέβαια, το επέτρεπαν οι
συνθήκες,. Τα όποια μαθήματα τα διδάσκονταν στην τουρκική γλώσσα. Οι ΄Ελληνες
υπήρξαν μειονότητα μέσα σε μια «θάλασσα» μουσουλμάνων. Η έλλειψη συμπαγών
ελληνόφωνων πληθυσμών στην γεωγραφική έκταση της Καππαδοκίας, αντιστρόφως
ανάλογη με την εικόνα που παρουσίαζαν οι περιοχές του Πόντου και των δυτικών
μικρασιατικών παραλίων, ήταν αδιαμφισβήτητη. Αυτός ο παράγοντας συνετέλεσε,
ταυτοχρόνως, στην παγίωση του αισθήματος της απομόνωσης, της περιθωριοποίησης και
της εγκατάλειψης που ένιωθαν οι Ρωμιοί. Η αμυντική και, ορισμένες φορές, εσωστρεφής
συμπεριφορά που είχαν, και η βαθιά θρησκευτική πίστη που τους χαρακτήριζε, συνέβαλαν,
ώστε κάτω από δυσμενείς αντικειμενικά συνθήκες, να διατηρήσουν την πολιτισμική
συνείδηση και την εθνικοθρησκευτική ταυτότητά τους 297.
Τα λιγοστά βιβλία που κυκλοφορούσαν ήταν γραμμένα στην λεγόμενη
καραμανλήδικη γραφή, δηλαδή, τουρκικές λέξεις με ελληνικούς χαρακτήρες. Αυτή η γραφή
διευκόλυνε αρκετά τους νέους στην απόκτηση στοιχειώδους παιδείας 298. Να σημειωθεί ότι
τα σχολεία δεν υπάγονταν στην επίσημη τουρκική κυβέρνηση και ούτε αναγνωρίζονταν από
αυτήν, αλλά οργανώνονταν και συντηρούνταν με δαπάνες των κατοίκων της περιοχής,
δηλαδή των ελληνικών κοινοτήτων. Άνθρωποι, όμως, έμπιστοι, και πιθανόν αργότερα
αξιωματούχοι, του κεμαλικού καθεστώτος παρακολουθούσαν τους εκπαιδευτικούς μην
τυχόν και δίδασκαν τα ελληνικά στους μαθητές, γιατί κάτι τέτοιο δεν το επέτρεπαν. Κάθε
οικογένεια από το υστέρημά της συντηρούσε οικονομικά τους δασκάλους. Αυτό, εκτός των
άλλων, είχε ως συνέπεια η εκπαίδευση των Ρωμιών να παρουσιάζει αρκετές διακυμάνσεις,
μιας και κάθε φορά οι συνθήκες άλλαζαν, βελτιώνονταν ή, συνήθως, επιδεινώνονταν. Η
Αικατερίνη Κενανοπούλου 299 ήταν από τους ελάχιστους Ενεχιλιώτες που γνώριζε λίγα
ελληνικά, γιατί τα έμαθε, όταν πήγε μικρή στην ηλικία σε ελληνόφωνο χωριό, ως ψυχοκόρη
σε ελληνική άτεκνη οικογένεια..
Γνωστά ονόματα δασκάλων ήταν του κυρίου Γιάννη ή Γιάγκου….., όπως τον
αποκαλούσαν, εξαίρετος και εργατικός δάσκαλος, δίδασκε και στις έξι τάξεις με πολλές
δυσκολίες αλλά και μεγάλο μεράκι. Καταγόταν από γειτονικό χωριό, αλλά διέμενε στο
Ενεχίλ που υπεραγαπούσε. Ο κύριος Στυλιανός …., ντόπιος αυτός, δίδασκε και αυτός στο
ίδιο σχολείο. Στοιχεία δεν γνωρίζουμε για το πού και πώς απόκτησαν ανώτερη παιδεία, ώστε
να έχουν την δυνατότητα και τις απαραίτητες γνώσεις να εργαστούν ως δάσκαλοι300. Από

296
προφορική διήγηση του Απόστολου Αλεκόζογλου του Νικόλαου.
297
Χατζόγλου 79.
298
προφορική μαρτυρία της Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαϊδου .
299
η μητέρα του Παντελή Κενανόπουλου όπως διηγείται ο ίδιος.
300
προφoρική μαρτυρία του Παντελή Κενανόπουλου στον γράφοντα.
64
άλλη μαρτυρία επιβεβαιώνεται ότι, όντως στο ελληνικό τετρατάξιο αρρεναγωγείο του
χωριού δίδασκαν δύο δάσκαλοι301. Υπάρχει σχετική αφήγηση ότι εργαζόταν ως δάσκαλος
στο χωριό κάποιος, ονόματι Μιχαήλ Φαρσακίδης302.
Μετά το κρίσιμο έτος 1914, όταν ξεκίνησε ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος το οθωμανικό
καθεστώς έθεσε ανυπέρβλητα εμπόδια στην λειτουργία των σχολείων. Σημειώνονται
παραβιάσεις εκκλησιαστικών και σχολικών προνομίων, με αποτέλεσμα τα ελληνικά
σχολεία, ειδικά όσα βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές, να κλείσουν στερώντας τους
μαθητές από το πολύτιμο στοιχείο της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητάς τους: την
γνώση. Υπάρχουν εν τούτοις πληροφορίες ότι ορισμένοι μαθητές διακινδυνεύοντας πολλά,
πήγαιναν κρυφά από τους Τούρκους, σε δασκάλους, για να μάθουν κάποια
«κολυβογράμματα»303. Προξενική έκθεση που συντάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα
1916 αναφέρει: «…υπό έποψιν εκπαιδευτικήν διατελεί εις κατάστασιν
304
βαρβαρότητος…διατηρεί και δύο γραμματοδιδασκαλεία» . Παράλληλα, λαμβάνονται άλλα
καταπιεστικά μέτρα, όπως μετακινήσεις πληθυσμών από τα παράλια προς το εσωτερικό,
αυθαίρετες επιβολές νέων φόρων, διανομή όπλων σε φανατικούς μουσουλμάνους,
σχηματισμός ενόπλων συμμοριών, ανήκουστες βιαιοπραγίες, βίαιοι θρησκευτικοί
προσηλυτισμοί κ.ά. 305.

ε΄---Κοινωνία

Στο σχετικά φτωχό Ενεχίλ, οι κατοικίες ήταν ανάλογες με την οικονομική και κοινωνική
προέλευση των ενοίκων τους· επίγειες και όχι υπόσκαφες, συνήθως ισόγειες και ελάχιστες
διώροφες. Τα δομικά υλικά τους περιορίζονταν στα πλιθιά και τις πέτρες. Τα σκέπαστρά
τους φτιαγμένα από ξύλινα μαδέρια, συγκρατιόνταν από μεγάλους κορμούς δέντρων, έπειτα
τοποθετούσαν στρώματα με φτέρες και λοιπά φύλλα και από πάνω έριχναν χώμα 60-70
εκατοστά πάχος. Όσον αφορά στο εσωτερικό του σπιτιού, στο πάτωμα άπλωναν ένα μείγμα
από χώμα και σβουνιά. Από πάνω τοποθετούσαν απλωμένα χειροποίητα χαλιά και
κουρελούδες, που τις έλεγαν τσουλ. Αυτές τις ύφαιναν από πρόβειο μαλλί σε σπιτικούς
αργαλειούς306. Με τα παραπάνω απέφευγαν την επαφή με το χώμα και την εμφάνιση
διαφόρων εντόμων, που αφθονούσαν στην περιοχή. Στο δωμάτιο όπου κάθονταν
τοποθετούσαν απλωμένα χαλιά και αρκετές μαξιλάρες, για να ξεκουράζονται, να συζητούν
και να δέχονται τυχόν επισκέπτες. Ήταν ο κύριος χώρος υποδοχής των ξένων 307.
Τις κρύες, σκοτεινές και μακριές νύκτες του χειμώνα, τα φτωχικά σπίτια τους
θερμαίνονταν από τα τουντούρια. Εκεί μέσα, λόγω έλλειψης ξύλων έριχναν και έκαιγαν
χόρτα και σβουνιές (=αποξηραμένα κόπρανα ζώων). Όσο και αν σε εμάς αυτό φαίνεται
αντιαισθητικό ή αηδιαστικό, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ήταν μια καύσιμη ύλη
εξαιρετικής απόδοσης σε ενέργεια και, κυρίως, πρώτη ύλη εν αφθονία εξαιτίας της εκτροφής
πολλών ζώων οικόσιτων ή εσταυλισμένων. Καπνοδόχος ή καμινάδα στο σπίτι, όπως την
ξέρουμε ή την φανταζόμαστε, δεν υπήρχε εκείνη την εποχή. Ο εκπεμπόμενος, λοιπόν,
καπνός δεν είχε διέξοδο προς τα επάνω. Για αυτό διαχεόταν στο εσωτερικό του δωματίου ή
έβρισκε δρόμο διαφυγής από τις χαραμάδες της πόρτας ή του μικρού υποτυπώδους
παραθύρου308.

301
Ξενοφάνης, Σύγγρ. Περ.τόμ.3ος , τεύχος 1ον βλ. και .Κοιμίσογλου, Καππαδοκία,459.
302
προφορική διήγηση νεοαραβησσώτη, κατοίκου Θεσσαλνίκης.
303
προφορική διήγηση του Απόστολου Αλεκόζογλου του Νικόλαου.
304
Κοιμίσογλου,ό.π. 459.
305
Τσιρκινίδης, 112.
306
προφορική μαρτυρία της Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαϊδου.
307
Χατζόγλου, 62.
308
προφορική μαρτυρία της Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαϊδου στον γράφοντα.
65
Εννοείται ότι έπιπλα, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα –καρέκλες, κρεβάτια, τραπέζι,
καναπέδες κλπ –ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Οι ένοικοι κοιμούνταν κάτω, αφού άπλωναν από
πρώτα το στρώμα και από πάνω το πάπλωμα ή, όπως το ονόμαζαν,«στρωματσάδα». Μπορεί
5-6 άτομα να τακτοποιούνταν στο κάθε δωμάτιο και, όπως έλεγαν και τότε, «χίλιοι καλοί
χωράνε». Την ώρα του φαγητού, κάθονταν, επίσης, κάτω και έτρωγαν σταυροπόδι. Το
λιτό, συνήθως, φαγητό σερβίρονταν πάνω σε σοφράδες και πάντα το γεύονταν από την ίδια,
τις πιο πολλές φορές πήλινη, κατσαρόλα χρησιμοποιώντας, όμως, ο καθένας ξεχωριστό
κουτάλι309.

στ΄--- Διατροφή

Στις αποκριές μαγείρευαν το φαγητό μαντί με ζυμαρικά, γιαούρτι, σκόρδα και σάλτσα.
Μετά την Ανάσταση, αφού είχε προηγηθεί πολυήμερη νηστεία, είχαν έτοιμη την σούπα με
το κρέας. Στους γάμους δέχονταν τους καλεσμένους στο σπίτι, προσφέροντάς τους κρέας
μαγειρευμένο με σταφίδες και σύκα, ενώ στις κηδείες έψηναν το φλομάρι (άζυμο άρτο) και
το γέμιζαν με κρέας και πλιγούρι.
Για πρωινό έτρωγαν, συνήθως, σούπα με πλιγούρι. Ένα ιδιαίτερα δημοφιλές φαγητό
αποδεικνυόταν το τζιλπίρ, που ήταν τηγανιτά αυγά με αλεύρι, ενώ το γευστικότατο ψωμί
τους το έφτιαχναν οι ίδιοι στα τουντούρια τους310. Στα τουντούρια ή ταντούρια, όπως τα
αποκαλούσαν κάποιοι, μαγείρευαν και το φαγητό τους. Μέσα στο τσιολμέκ, που ήταν μικρό
πιθάρι φτιαγμένο από χώμα ψημένο, έριχναν αρκετή ποσότητα από όσπρια, πρόσθεταν νερό
και αλάτι και τα άφηναν να σιγοβράσουν. Η ρεβιθάδα, οι φακές κοπανισμένες με ξύλο, γιατί
έτσι λιωμένη η φακή είναι πιο νόστιμη, όπως και η ταχινόσουπα, κάλυπτε ανάγκες των
κατοίκων, κυρίως, σε περίοδο νηστείας. Το πλιγούρι με πιλάφι ήταν πάντα νόστιμο. Το
παραδοσιακό σουλούκιοφτε ήταν κρέας κομμένο στη μηχανή μαζί με πλιγούρι, και, αφού το
μετασχηματίζανε σε μπαλίτσες, το ψήνανε στο ταντούρι και γινόταν εξαιρετικό στη γεύση
του. Το μαντί, ζυμάρι ανοιγμένο σε φύλλα τετράγωνου σχήματος και ψημένο μέσα σε
χοιρινό -κρυφά- λίπος, στο οποίο πρόσθεταν γιαούρτι, ήταν πολύ δημοφιλές. Έφτιαχναν
πίτες με τυρί, αφού άνοιγαν φύλλα. Άλλο φαγητό ήταν το λεγόμενο χέλσε: χτυπημένο και
κομμένο σιτάρι, στο οποίο πρόσθεταν αρκετό νερό και λίγα κομμάτια πρόβειου ή
κατσικίσιου κρέατος311.
Η κρεοφαγία –λόγω ένδειας– ήταν σπάνια. Τα Χριστούγεννα, ωστόσο, ορισμένες
οικογένειες έσφαζαν το βόδι και διατηρούσαν αρκετή ποσότητα από το σφάγιο για
αργότερα. Επίσης, έφτιαχναν λουκάνικα και σουτζουκάκια Οι φτωχοί κάτοικοι του χωριού
βοηθούνταν από συγγενείς τους με κάποια τεμάχια κρέατος, για να περάσουν και αυτοί
ευτυχισμένες γιορτές. Η μικρής και οικογενειακής μορφής αιγοπροβατοτροφία και
ορνιθοτροφία που συντηρούσαν, τους εξασφάλιζε το λιγοστό κρέας που είχαν ανάγκη.
Αρκεί το ζώο να είχε μεγαλώσει αρκετά, για να έχει τα ανάλογα κιλά, αλλά έπρεπε να το
προλαβαίνουνε πριν ψοφήσει! Όταν υπήρχε επάρκεια κρέατος, το συντηρούσαν σε κιούπια
με αλάτι, για να βρίσκεται όλη τη χρονιά. Συστηματικά παρασκεύαζαν μπαστουρμάδες και
λουκάνικα. Αυτή την συνήθεια μετέφεραν, αργότερα, ως πρόσφυγες και στην Ελλάδα.
Χοιροτροφία –τουλάχιστον φανερά– δεν υπήρχε, γιατί οι μουσουλμάνοι δεν επέτρεπαν την
κατανάλωση χοιρινού κρέατος στους ομόθρησκούς τους αλλά ούτε και στους Έλληνες, και
οι δεύτεροι φοβισμένοι και μη επιδιώκοντας προστριβές με τους κατακτητές, το απέφευγαν
συστηματικά.

309
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαϊδη.
310
βλ. και σελ 129.
311
προφορική μαρτυρία Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαϊδου, στον γράφοντα.
66
Το ελαιόλαδο ήταν είδος εν ανεπαρκεία και οι φτωχοί χωρικοί δεν είχαν την
οικονομική δυνατότητα να το προμηθευτούν. Στη θέση του χρησιμοποιούσαν το
σησαμέλαιο, που παράγονταν από το σουσάμι τρίβοντάς το σε ένα υποτυπώδες μηχάνημα.
Η παραγωγή σουσαμιού ήταν διαδεδομένη σε όλη την Καππαδοκία. Αυτό το σουσαμόλαδο,
όπως το έλεγαν, καθώς και το λίπος που έπαιρναν από τα ζώα τους, το αποθήκευαν και το
χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα και στις σαλάτες. Με αυτόν τον τρόπο τα φαγητά τους
γινόταν νοστιμότατα και αποκτούσαν ιδιαίτερη γεύση 312.

ζ΄ ---Λαογραφία

Όπως και όλοι οι Καππαδόκες, οι Ενεχιλιώτες έμεναν πιστοί στις παραδόσεις, που
κληρονόμησαν από τους παππούδες τους. Σύμφωνα με μαρτυρίες Ενεχιλιωτών313, οι
κάτοικοι του χωριού διατηρούσαν αρκετά έθιμα από γενιά σε γενιά.. Όλο το χωριό
συμμετείχε ολόψυχα σε γιορτές και πανηγύρια. Τηρούσαν, παραδοσιακά, τα έθιμα του
Δωδεκαήμερου. Τα παιδιά γεμάτα ενθουσιασμό και θέρμη περιέτρεχαν στις γειτονιές και
τραγουδούσαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων. Οι
νοικοκυραίοι τα δέχονταν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση και τα φίλευαν καραμέλες, αμύγδαλα,
χουρμάδες, καρύδια και άλλους ξηρούς καρπούς, μήλα και ελάχιστες δεκάρες! Αξίζει να
επισημανθεί ότι τα πιο τολμηρά από τα παιδιά πήγαιναν και σε κάποια σπίτια των Τούρκων
κατοίκων του χωριού και τους έλεγαν τα κάλαντα ή τους εύχονταν καλή υγεία για τις
γιορτές. Είναι αλήθεια ότι οι αλλόθρησκοι, όσοι, βέβαια, γνώριζαν τα παιδιά που τους
επισκέπτονταν, τα δέχονταν με καλή διάθεση314.
Η διαδικασία και τα έθιμα του γάμου κρατούσαν αρκετές ημέρες. Επτά ημέρες πριν την
τέλεση του μυστηρίου, προκομμένα και χεροδύναμα παλικάρια από το χωριό ανέβαιναν στις
πλαγιές του βουνού, για να κόψουν πουρνάρια. Ήταν η καλύτερη και πιο πρόσφορη λύση
για το άναμμα φωτιών έξω από το πατρικό σπίτι της νύφης. Τον κουμπάρο επιχειρούσαν
επτά φορές να τον καλέσουν στον γάμο. Σε κάθε επίσκεψη του πρόσφεραν και ένα
διαφορετικό κέρασμα σε πιάτο. Στο γλέντι που στηνόταν για τον γάμο, οι κοπέλες που ήταν
σε ηλικία παντρειάς, έβγαιναν μία-μία μπροστά και χόρευαν. Όποιος νεαρός ενδιαφερόταν
για μία συγκεκριμένη υποψήφια νύφη, έδειχνε την αβροφροσύνη και την ανοιχτοχεριά του
και πετούσε νομίσματα στους οργανοπαίκτες315.
Στο γάμο γινόταν μεγάλο γλέντι, καθώς καλούσαν όλους τους συγγενείς, φίλους και
συγχωριανούς. Με αυτόν τον τρόπο όλοι οι καλεσμένοι Ρωμιοί αλλά και ορισμένοι
Οθωμανοί συμμετείχαν στην χορευτική πανδαισία. Τα τραγούδια ακούγονταν στα τούρκικα
και κάποιες φορές στα ελληνικά, όταν οι οργανοπαίκτες προέρχονταν από ελληνόφωνα
χωριά. Οι νοικοκυραίοι προσέφεραν στον κόσμο τεμάχια κρέατος, μεζέδες, ούζο, κρασί,
σταφίδες, στραγάλια και ό,τι άλλο ήταν δυνατό, ανάλογα με την οικονομική τους θέση.
Θεωρούνταν απαράβατος κανόνας ο υποψήφιος γαμπρός να μην εμφανιστεί στο σπίτι της
νύφης πριν από την τελετή της στέψης. Το σόι του γαμπρού φρόντιζε και πήγαινε στο
πατρικό της νύφης, για να παραλάβει τα προικιά της, που ήταν στρώματα, μαξιλάρια,
πάπλωμα, αλλαξιές, ασπρόρουχα… φτωχικά πράγματα….Ο πατέρας της νύφης πρόσφερε
και λίγα ζώα από αυτά που διέθετε: πέντε πρόβατα, πέντε κατσίκια…όσο για να σταθεί στα
πόδια του στα πρώτα βήματά του, το νιόπαντρο ζευγάρι. Το μυστήριο του γάμου γινόταν

312
προφορικές μαρτυρίες Παντελή Κενανόπουλου, Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαίδη και διήγηση Απόστολου
Αλεκόζογλου.
313
προφορική μαρτυρία του Σάββα Χατζηπαρασκευαϊδη, στον γράφοντα.
314
προφορική μαρτυρία Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαίδη.
315
προφορική μαρτυρία Παντελή Κενανόπουλου .
67
πάντα ημέρα Κυριακή και, συνήθως, τις απογευματινές ώρες, για να έχουν την δυνατότητα
το πρωί στην θεία λειτουργία να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων 316.
Δίπλα στον γαμπρό στεκόταν πάντα το πρωτοπαλίκαρο, που φρόντιζε το φέσι του
μην τυχόν και το αρπάξουν οι υπόλοιποι παρόντες στην τελετή. Αν, όμως, τελικά το
κατάφερναν, η αμοιβή τους ήταν το κέρασμα που προσφερόταν από τον απρόσεκτο
«φύλακα». Την ώρα μάλιστα του «Ησαΐα χόρευε …..» σηκώνανε τον κουμπάρο ψηλά στον
αέρα και του φωνάζανε «άξιος, άξιος!» Και ο ευτυχής κουμπάρος για να τον κατεβάσουν,
έταζε κάτι……μια κότα, δυο οκάδες ούζο ή άλλο κέρασμα, όχι, βέβαια, χρήματα, γιατί
απλούστατα δεν υπήρχαν συνήθως. Μετά το μυστήριο του γάμου, οι καλεσμένοι συνόδευαν
το ζευγάρι στην νέα κατοικία του, στο πατρικό σπίτι του γαμπρού. Εκεί τους περίμενε η
πεθερά της νύφης, κρατώντας σε ένα δίσκο λίγο γλυκό κουταλιού ή τις περισσότερες φορές
μέλι και τους κερνούσε, για να το γευτούν και να ζήσουν γλυκιά ζωή. Έπειτα η νύφη
ακουμπούσε το δάκτυλό της στο μέλι και σταύρωνε το ανώφλι του νέου σπιτικού της. Οι
νιόπαντροι εγκαθίσταντο στην καλύτερη των περιπτώσεων σε ένα διπλανό δωμάτιο, που
χτίζανε ειδικά για αυτούς. Όταν, όμως, δεν υπήρχε ούτε αυτή η οικονομική δυνατότητα,
τότε, απλώς, χωρίζανε ένα δωμάτιο στη μέση. Αυτός, λοιπόν, ο χώρος χρησίμευε ως
κρεβατοκάμαρα του νιόπαντρου ζευγαριού317.
Η συμβίωση νύφης και πεθεράς είχε θετικά στοιχεία αλλά και αρνητικές παρενέργειες.
Συνήθως, μαγείρευε η πεθερά μέσα στο κοινό σπιτικό. Όταν επέτρεπε η τελευταία, τότε
αναλάμβανε δράση και η νεοφερμένη νύφη. Η συμπεριφορά της νύφης θα έπρεπε να είναι
αψεγάδιαστη. Έδειχνε τον σεβασμό της μπροστά στα πεθερικά με το να μην μιλάει σχεδόν
καθόλου, να συνεννοείται πολλές φορές με νοήματα, ακόμη και μπροστά σε θείους ή θείες
μεγάλης ηλικίας. Όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, μιλούσε χαμηλόφωνα, αλίμονο αν
τολμούσε να παραβεί το συγκεκριμένο θέσφατο και να υψώσει την φωνή της! Κάπνιζαν
μόνο οι άνδρες, αλλά, ως ένδειξη σεβασμού, ο μικρότερος ποτέ δεν κάπνιζε μπροστά σε
μεγαλύτερο. Φυσικά, οι γυναίκες ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσαν να αποκτήσουν τέτοια
συνήθεια. Οι κανόνες και τα ήθη δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση από κανέναν και, ειδικά,
από μικρότερους στην ηλικία 318.
Το όνομα στο νεοφώτιστο και άρτι βαπτισθέντα βρέφος το έδινε ο ανάδοχος ή η
ανάδοχος, που είχε και τον τελικό λόγο στη επιλογή του ονόματος. Το βρέφος βαπτιζόταν
όσο το δυνατόν μικρότερο, εφόσον επέτρεπαν οι συνθήκες. Το συνηθέστερο ήταν στις
σαράντα ημέρες από τη γέννηση και, σπανιότερα, όταν γινόταν ολίγων μηνών. Στο μυστήριο
της βάπτισης και του χρίσματος, που τελούνταν στην εκκλησία, δεν ήταν παρούσα η μητέρα
του μωρού. Αυτή έμενε στο σπίτι της και εκεί περίμενε να της φέρουν το νεοφώτιστο παιδί
της. Σαν κατέφθανε η συνοδεία, η υποδοχή γινόταν με βάση το παραδοσιακό πρωτόκολλο.
Η μητέρα έσκυβε και γονάτιζε κάνοντας μετάνοια τρεις φορές μπροστά στη νουνά του
μωρού της. Έπειτα της φιλούσε το χέρι, την ασπάζονταν και η ανάδοχος ως πνευματικός
γονέας, πλέον, της παρέδιδε το παιδί, για να το μεγαλώσει «εν παιδεία και νουθεσία
Κυρίου…». Αυτή η πνευματική σχέση κρατούσε για πολλά χρόνια, γενιές ολόκληρες. Η
νονά προερχόταν, κατά κανόνα, από τους συγγενείς των γονέων του πατέρα. Επόμενο,
λοιπόν, ήταν να επιλέγονται ονόματα για τα δύο πρώτα παιδιά από την μεριά του γαμπρού.
Αν η οικογένεια γινόταν –σύνηθες φαινόμενο– πολυμελής, ακούγονταν και τα ονόματα των
παππούδων από την μεριά της νύφης319.
Είναι σαφές πως η δομή της κοινωνίας του Ενεχίλ στηριζόταν σε καθαρά πατριαρχικές
παραδοσιακές οικογένειες. Μετά τον θάνατο του παππού της οικογένειας, το σπίτι το
κληρονομούσε ο μικρότερος γιος. Όμως, είχε ήδη επιφορτιστεί με την υποχρέωση να
αναλάβει τους γονείς του, όταν γεράσουν, να τους γηροκομήσει. Το μεγαλύτερο, γενικά,

316
προφορική μαρτυρία της Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαίδου.
317
προφορικές μαρτυρίες Παντελή Κενανόπουλου και Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαϊδου.
318
προφορικές μαρτυρίες Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαίδη και Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαίδου.
319
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαϊδη στον γράφοντα.
68
μέρος της πατρικής περιουσίας το έπαιρναν τα αγόρια, στα κορίτσια έδιναν ελάχιστα: «..8
πρόβατα στο αγόρι, 2 στο κορίτσι…» H χήρα ήταν ελεύθερη να παντρευτεί όποιον ήθελε,
μετά την παρέλευση σεβαστού χρονικού διαστήματος. Το έθιμο των μουσουλμάνων
Τούρκων, που ήθελε τον αδελφό να παντρεύεται την χήρα του αδελφού του, ήταν ευρύτατα
συνηθισμένο στην περιοχή τους, αλλά εννοείται ότι οι χριστιανοί δεν το αποδέχονταν ούτε
και το τηρούσαν 320.
Η φτώχεια που μάστιζε τους ανθρώπους εκείνη την εποχή αντικατοπτριζόταν και στο
ντύσιμο των παιδιών. Έβλεπε κανείς κορίτσια και αγόρια να ντύνονται με τα ίδια σχεδόν
ενδύματα. Και τα δύο φύλα φορούσαν φουστάνια! Αυτονόητο θεωρούνταν ότι, πάντα, τα
ρούχα των μεγαλύτερων παιδιών στην οικογένεια φυλάγονταν στην άκρη, προκειμένου να
φορεθούν από τα μικρότερα σε ηλικία αδέλφια ή και συγγενείς.
Περιστατικά μικτών γάμων Ρωμιών και Οθωμανών είχαμε ελάχιστα. Συνέβαινε, όμως,
ντόπιοι Τούρκοι να ερωτεύονται, σε κάποιες περιπτώσεις, κοπέλες Ελληνίδες από το χωριό
και να προσπαθούν να τις φλερτάρουν και να τις παντρευτούν. Τότε αναλάμβανε το έργο της
προστασίας τους ένας χεροδύναμος Ενεχιλιώτης, ο γνωστός Χατζαράπης Ιακώβ. Αυτός ως
συνοδός, έπαιρνε τις κοπέλες –εν γνώσει πάντοτε των γονιών τους– και με άκρα
μυστικότητα τις μετέφερε στο Μιστί, σε μια γειτονική και ασφαλή κωμόπολη. Οι Τούρκοι
δεν τολμούσαν να επέμβουν εκεί και να προβούν σε λεονταρισμούς, γιατί η ελληνική
κοινότητα ήταν συμπαγής, οικονομικά ακμαία και οι νέοι της δεν χωρατεύανε! 321

η΄---Ιστορικά στοιχεία

Στην περιοχή του Ενεχίλ αναφέρονται περιπτώσεις ληστρικών επιδρομών από άτακτους
Κιούρτηδες και Τσερκέζηδες (Κιρκάσιους), προερχομένους από το Καζάν Νταγ. Μέρος των
τελευταίων, αργότερα, δημιούργησε τον μόνιμο οικισμό Τσερκεζλέρ κοντά στο Καβλάκ-
Τεπέ. Παρά την σταθεροποίησή τους σε συγκεκριμένο και μόνιμο χώρο, δεν απέβαλαν,
όμως, τις παλιές βάρβαρες συνήθειές τους, όπως ήταν οι ζωοκλοπές, το πλιάτσικο και η
καταπάτηση αγροτικών εκτάσεων, συμβάντα που συνέβαιναν συχνότατα Οι κάτοικοι των
γύρω χωριών είχαν αγανακτήσει και υπέφεραν από φοβικό σύνδρομο322.
Η διακήρυξη στα 1908 του καινούριου Συντάγματος, που είχαν συντάξει οι
Νεότουρκοι, και η εφαρμογή του από 24 Ιουλίου 1908 έφερε μια νότα αισιοδοξίας και
ανακούφισης στους Οθωμανούς υπηκόους. Όλες οι εθνότητες του κράτους, δέχθηκαν με
περισσή χαρά και ικανοποίηση την αναγγελία του «Χουριέτ». Οι κάτοικοι του Ενεχίλ,
χριστιανοί και μουσουλμάνοι, βρέθηκαν πανηγυρίζοντας στους δρόμους. Συναδελφωμένοι
και αλληλέγγυοι γελούσαν και χόρευαν μέχρι αργά τη νύχτα323. Μόνο το Οικουμενικό
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κράτησε επιφυλακτική –κάτι θα ήξερε– στάση απέναντι
στα ευχάριστα αυτά γεγονότα.. Πραγματικά, σε λίγα χρόνια φανερώθηκαν οι βαθύτερες
προθέσεις των Νεοτούρκων. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, επιβεβαίωσαν τις ανησυχίες
της κεφαλής της Ορθοδοξίας. Αναφέρεται, μάλιστα, σε ιστορικές πηγές ότι ο περιορισμένος
στο παλάτι του, εξαιτίας των Νεότουρκων, σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ παρατηρώντας από το
παράθυρό του τους πανηγυρισμούς Ελλήνων, Τούρκων, Αρμένιων, Εβραίων κ.ά. είπε
αναστενάζοντας: «Αυτό το Μιλλιέτ των Γιουνάν(=Ελλήνων) γιατί πανηγυρίζει το ταλαίπωρο;
Οι Νεότουρκοι δε θα το αφήσουν να συνεχίσει την πρόοδό του, θα το εξαφανίσουν» 324.

320
προφορική μαρτυρία της Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαίδου.
321
προφορική μαρτυρία του Παντελή Κενανόπουλου του Πρόδρομου στον γράφοντα.
322
Χατζόγλου, 62.
323
Χατζόγλου, 62.
324
Τσιρκινίδης, 44.
69
Από το 1910 επιβλήθηκε η υποχρεωτική στρατολογία για όλους τους Οθωμανούς, και
όχι μόνο για τους Τούρκους, όπως ίσχυε μέχρι τότε. Οι Ρωμιοί του Ενεχίλ υποχρεώθηκαν να
ενταχθούν στα περιβόητα τάγματα εργασίας, τα γνωστά Αμελέ Ταμπουρού(=hameles
tabourous) και να μεταφερθούν ανατολικά στην περιοχή (βιλαέτια) του Ερζερούμ, της
Χαλδίας ή και ακόμη πιο μακριά. H συμπεριφορά των κυρίαρχων Τούρκων απέναντι στους,
ουσιαστικά, αιχμάλωτους Έλληνες υπήρξε βάναυση: οι άθλιες συνθήκες εργασίας, ο
υποσιτισμός, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, οι ασθένειες, η κακομεταχείριση και η
βαναυσότητα, που υφίσταντο, τους εξόντωναν, σωματικά και ψυχικά325. Πολλοί
επιχειρούσαν να δραπετεύσουν. Οι τιμωρίες, όμως, ήταν σκληρές και κάλυπταν όλο το
φάσμα της αγριότητας, από βασανιστήρια και εκτελέσεις μέχρι εκτοπισμούς στα ενδότερα.
Oι δραπέτες κρύβονταν στα κερέρια, σε υπόγειες κρύπτες, για να αποφύγουν τα
καταδιωκτικά αποσπάσματα τα εντεταλμένα από τις κρατικές αρχές 326.
Στις αρχές του 1914 σε εφαρμογή σχετικής συμφωνίας μεταξύ Γερμανών και Τούρκων,
εστάλη στην Τουρκία ο Γερμανός αρχιστράτηγος Liman Von Sanders ως απεσταλμένος του
γερμανού αυτοκράτορα, για να παρασκευάσει την στρατιωτική οργάνωσή τους. Ήταν
εκείνος που εμπνεύστηκε και έθεσε σε εφαρμογή το πρόγραμμα βίαιης μεταφοράς και
διωγμού των ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στις ακτές της Θράκης, της Μικράς
Ασίας, Καππαδοκίας, Πόντου προς το εσωτερικό της αχανούς χώρας. Σύμφωνα με
στρατιωτική διαταγή και υπό το πρόσχημα της απομάκρυνσης του άμαχου πληθυσμού από
τα θέατρα των μαχών χιλιάδες μη μουσουλμάνοι εκτοπίστηκαν κάτω από σκληρές και
απάνθρωπες συνθήκες και πολλοί από αυτούς εξοντώθηκαν. Υπολογίζονται ότι από τους
483.212 εκτοπισθέντες επέστρεψαν, αργότερα, στα σπίτια τους μόνο 200.000 άτομα!327
Η έναρξη του πρώτου μεγάλου παγκοσμίου πολέμου τον Οκτώβριο του 1914 προξένησε
περαιτέρω διόγκωση των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί. Το τουρκικό
κράτος προέβη σε γενική επιστράτευση(στην τουρκική γλώσσα: σεφερπερλίκ) όλων των
αρρένων υπηκόων του ηλικίας από 20 έως 45 ετών. Το δικαίωμα εξαγοράς της στρατιωτικής
θητείας για τους γκιαούρηδες ήταν μια αφορμή, για να πλουτίσουν ορισμένοι Τούρκοι
επιτήδειοι. Οι Έλληνες υποχρεώθηκαν σε άοπλη στρατιωτική θητεία, σύμφωνα με διαταγή
του αρχιστρατήγου Εμβέρ πασά. Ενταγμένοι οι αφοπλισμένοι Ρωμιοί στα τάγματα εργασίας,
αναλάμβαναν την υλοποίηση οικοδομικών και άλλων έργων στο εσωτερικό της χώρας υπό
βαρύτατες και απάνθρωπες συνθήκες. Αρκετοί μη αντέχοντας τις στερήσεις, την πείνα, την
βαρυχειμωνιά, τις ασθένειες και τις τιμωρίες, δραπέτευαν. Οι ποινές για τους φυγόστρατους
ήταν εξευτελιστικές, οι δε οικογένειές τους υπέφεραν τα πάνδεινα, αντιμετωπίζοντας
πράξεις αντεκδίκησης328.
Η καταπίεση από τους Οθωμανούς γινόταν ασφυκτικότερη. Και αυτό φαινόταν και
στις συνθήκες ζωής τους στο χωριό. Οι Ενεχιλιώτες δεν μπορούσαν, πλέον, να
εκκλησιαστούν στον ναό του οσίου Παχωμίου. Στα 1917 τα δυο-τρία καφενεία, που ήταν
ιδιοκτησία των Ρωμιών, διατάχθηκαν και αυτά να κλείσουν. Οι θαμώνες τους αναγκάστηκαν
εκ των πραγμάτων να συχνάζουν στα τουρκικά μαγαζιά. Εξάλλου, είχαν ένα κοινό στοιχείο:
μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Επόμενο ήταν να εκλέγεται από το 1914 και μετά, μόνο Τούρκος
μουχτάρης στο Ενεχίλ. Αυτός ανέλαβε από τότε και στο εξής την υπεράσπιση και την
προώθηση των συμφερόντων των Χριστιανών, όταν αναγκαζόταν να επισκεφθεί την
πρωτεύουσα της περιοχής τη Νίγδη329. Εκφυλιστικά σημάδια είχαν εμφανιστεί στην
καθεστηκυία τάξη, ο κοινωνικός ιστός της τοπικής κοινωνίας είχε πια διαρραγεί.

325
Τσιρκινίδης, 100.
326
για τις τραγικές συνθήκες στα τάγματα εργασίας βλ. και Βασιλικής Ράλλη, Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού
της Ανατολής, εκδ. Άγιος Αρσένιος, Βατοπαίδι Χαλκικιδής, 2007, 28.95.
327
μαρτυρία Ιωακείμ Ζαρμακούπη στον γράφοντα .βλ. και Χ. Τσιρκινίδη, 93 και 122.επίσης περιοδικό
«Το ντέφι», 40-41.
328
Παυλίδης, 23
329
Χατζόγλου, ό.π.,63.
70
Η επέμβαση του ελληνικού στρατού το 1919, η αποβίβασή του στην Σμύρνη και η
εμφάνισή του ως απελευθερωτή των ραγιάδων μικρασιατών, δημιούργησε έκρυθμη
κατάσταση στην Καππαδοκία. Η αντιπαλότητα μεταξύ σουλτανικών και κεμαλικών για την
εξουσία αποτέλεσε επιβαρυντικό παράγοντα, ώστε η επίσημη τουρκική διοίκηση να
ατονήσει και, έτσι, βρήκε πρόσφορο έδαφος η έξαψη των εθνικιστικών παθών από την
πλευρά των Τούρκων και, ιδιαίτερα, των ατάκτων. Οι ειδήσεις περί τουρκικών
βαναυσοτήτων προκάλεσαν διάχυτη ανησυχία και τρόμο στον ελληνικό πληθυσμό του
Ενεχίλ. Έφταναν ειδήσεις που περιέγραφαν αγριότητες και δολοφονίες αιχμάλωτων ανδρών
από το Μπερκετλί-Μαντέν, όταν τους μετέφεραν και τους κατακρεούργησαν στην δασώδη
τοποθεσία Τσερτζελί στο οδικό πέρασμα για την Κιλικία. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στην
Σουλούτζοβα. Και άλλα παρόμοια γεγονότα τρομοκρατούσαν τους Χριστιανούς. Οι σχετικά
υποφερτές σχέσεις μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων κατοίκων του χωριού
ευνόησαν την διατήρηση ενός τυπικά ήπιου κλίματος ανάμεσά τους. Έκτροπα ή ακραίες
πράξεις αντεκδίκησης δεν μαρτυρούνται.
Η τύχη των δύο ιερέων του χωριού ήταν η παρακάτω: ο π. Μιχαήλ Νικολαΐδης
ακολούθησε το ποίμνιό του στην νέα του πατρίδα και, αργότερα, πέθανε εν ειρήνη. Ο γιος
του διετέλεσε, μάλιστα, και γραμματέας στην κοινότητα της (Νέας) Αραβησσού.
Σκοτώθηκε, όμως, στα νοτιοηπειρωτικά βουνά στις πρώτες επιθέσεις των εχθρών μας στον
ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Ο έτερος σεβάσμιος Λευίτης του χωριού, o π. Ιωάννης
Χατζηπαρασκευαΐδης330, δεν άντεξε τις κακουχίες της διαδρομής, όντας ασθενής και
ηλικιωμένος. Απεβίωσε πάνω στο καράβι της Ανταλλαγής. Συντετριμμένοι ψυχικά οι
συμπατριώτες του, τον τύλιξαν με ένα σάβανο, του έδεσαν ένα βαρύ σίδερο στη μέση και
πέταξαν το σώμα του στα νερά της θάλασσας. Παρομοίως, ενεργούσαν και για κάθε άλλον
πρόσφυγα που είχε την ίδια κατάληξη και που, δυστυχώς, δεν ήταν και λίγοι στον αριθμό 331.
Το μεγάλο καραβάνι των προσφύγων από το Ενεχίλ ξεκίνησε από το εν λόγω χωριό με
δίτροχα κάρα και, αντιμετωπίζοντας, μύριες δυσκολίες. Μια δωδεκάχρονη Ρωμιοπούλα, η
Μαρία, ανεψιά του Νικόλαου Αλεκόζογλου, o οποίος εγκαταστάθηκε το 1924 στην
Ελλάδα, ακολούθησε το καραβάνι των συμπατριωτών της. Η ομορφιά της είχε σαγηνέψει
έναν Τούρκο. Δοθείσης, λοιπόν, της ευκαιρίας, μια ομάδα έμπιστών του βρέθηκε ανάμεσα
στους Ενεχιλιώτες και άρπαξε με την βία την κοπέλα μέσα από το πλήθος των φοβισμένων
Ελλήνων. Οι διαμαρτυρίες των συγγενών της δεν είχαν αντίκρισμα. Η κοπέλα υποχρεώθηκε
να επιστρέψει στο χωριό, να παντρευτεί τον Τούρκο που την απήγαγε, και αναγκαστικά να
τουρκέψει!
Όταν στην δεκαετία του 1980 κάποιοι ηλικιωμένοι Ενεχιλιώτες, κάτοικοι πλέον της
(Νέας ) Αραβησσού Γιαννιτσών, βρέθηκαν έπειτα από πολλά χρόνια, ως επισκέπτες -
προσκυνητές στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, συνάντησαν εκείνη την γυναίκα κοντά στο παλιό
σχολείο του χωριού. Και όταν, αργότερα, φιλοξενήθηκαν για λίγο στο σπίτι κάποιου
ηλικιωμένου, την είδαν που βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο. Αυτός ο ηλικιωμένος ήταν ο
άνδρας της. Αυτή, όμως, δεν τους πλησίασε από κοντά, τα βλέμματά τους, όμως,
συναντήθηκαν, οι άνθρωποι συγκλονισμένοι έμειναν άφωνοι για αρκετή ώρα. Μια ακόμη
ανθρώπινη τραγωδία, που αποσιωπήθηκε! Σε μια άλλη δυσάρεστη περιπέτεια ένας
οικονομικά αποκατεστημένος Ενεχιλιώτης, ο Κεΐσογλου….[το όνομά του έχει λησμονηθεί]
φόρτωσε τις λίρες του στο γαϊδουράκι του και έκανε να ακολουθήσει τους υπόλοιπους
συμπατριώτες του. Κάποιος Τούρκος, όμως, αντιλήφθηκε την κίνησή του, του έστησε
καρτέρι και τον δολοφόνησε, πιστεύοντας ότι θα βρει τις λίρες πάνω του. Όσο και αν έψαξε
το πτώμα, όμως, δεν εντόπισε τίποτα. Το φορτωμένο γαϊδουράκι με τα χρήματα, το
οικειοποιήθηκε άλλος συγχωριανός του!332

330
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαΐδη του Αναστασίου, και εξαδέλφου του ιερέα
331
προφορική μαρτυρία του Παντελή Κενανόπουλου στον γράφοντα.
332
προφορικές μαρτυρίες του Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαίδη και Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαίδου.
71
Οι θλιβερές ιστορίες δεν έχουν τελειωμό: Μια νέα γυναίκα Ελληνίδα, της οποίας ο
σύζυγος είχε σκοτωθεί στα 1918, όταν υπηρετούσε στον οθωμανικό στρατό στην διάρκεια
του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ζούσε χήρα και πάμφτωχη στο Ενεχίλ με τις τρεις
θυγατέρες της. Πάνω στην αναστάτωση που προκλήθηκε εκείνη τη σκοτεινή εποχή, καθώς
οι περισσότεροι ήταν αμόρφωτοι και ανίδεοι, δεν γνώριζαν καν τι σημαίνει Ανταλλαγή των
Πληθυσμών. Και, έτσι, δεν βρέθηκε κανείς να την ενημερώσει για την όλη διαδικασία και,
μάλλον, την λησμόνησαν. Επιπλέον, επειδή δεν διέθετε κάρο για τη μετακίνηση της
οικογένειάς της η όλη θέση της επιδεινώθηκε. Αλλά το πιθανότερο είναι πως ούτε ο
αδελφός της ο Νικόλαος Αλεκόζογλου, φρόντισε για την τύχη της, γιατί την στιγμή της
αναχώρησης των Ρωμιών προσφύγων από το χωριό, εκείνος βρισκόταν εκτός Ενεχίλ. Στην
δεκαετία του1980 επισκέφτηκε το Ενεχίλ (σήμερα λέγεται Dilikitas) μια ομάδα Ελλήνων,
που γεννήθηκαν ή κατάγονταν από εκεί, αλλά τώρα διαμένουν στην (Νέα) Αραβησσό
Γιαννιτσών. Ανάμεσά τους συγκαταλεγόταν και ο γιος του Νικόλαου, ο Απόστολος
Αλεκόζογλου. Σαν βρέθηκε στο χωριό που γεννήθηκε ο πατέρας του, οι ντόπιοι Τούρκοι
τον οδήγησαν στην μισοερειπωμένη εκκλησία των αγίων Αναργύρων. Εκεί, τον περίμενε
μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ζωής του. Συνάντησε την ξεχασμένη θεία του, σε
προχωρημένη πλέον ηλικία, να ζει σε μιαν άκρη του ναού έχοντας διασκευάσει τον χώρο
αυτό σε σπίτι της! Συζήτησαν για την τύχη των θυγατέρων της. Είχαν παντρευτεί Τούρκους
του χωριού, αλλαξοπίστησαν και δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες. Η ρωμιοσύνη
απώλεσε και άλλα τέκνα της! 333 Ο λαός μας έχει μια σχετική παροιμία που, δυστυχώς,
επαληθεύτηκε στην σχετική περίπτωση: «O εξισλαμισμένος χριστιανός, έστω και
αμφιθαλής, γίνεται εφτά φορές Τούρκος!» 334

θ΄---Πορεία των προσφύγων

Το άγγελμα της Ανταλλαγής των Πληθυσμών δημιούργησε αναστάτωση στους


σύνοικους πληθυσμούς. Υπάρχουν συγκινητικά περιστατικά όπου ορισμένοι Τούρκοι του
Ενεχίλ συνόδεψαν ως τις άκρες του χωριού τους Ρωμιούς συντοπίτες τους και τους
αποχαιρέτησαν, ψυχικά και συναισθηματικά φορτισμένοι, ευχόμενοι σε αυτούς καλή τύχη.
Η θλιβερή πορεία των προσφύγων συνεχίστηκε. Κάποτε έφτασε στην Νίγδη, την
άνοιξη του 1924. Στην πόλη διέμειναν προσωρινά για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Οι 100
πλουσιότερες οικογένειες είχαν φύγει έγκαιρα, αφού κατέβαλαν οι ίδιοι τα ανάλογα έξοδα
της μετακίνησής τους. Για τους φτωχούς, όμως, συμπολίτες τους χρειάστηκε να διενεργηθεί
σχετικός έρανος. Σε αυτήν την συγκινητική έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης συνέβαλαν
και οι ξενιτεμένοι Ενεχιλιώτες335. Εκεί στην Νίγδη, τα μέλη της Μικτής Επιτροπής της
Ανταλλαγής, οι Νιγδελήδες στην καταγωγή, Λαζαρίδης……,που μάλιστα διετέλεσε και
διευθυντής σχολείου, Μπαντμάνογλου Αβραμάκης και Σαββίδης Σάββας έδωσαν τις
τελευταίες οδηγίες τους και κατέγραψαν –όσο ήταν δυνατόν –τα περιουσιακά στοιχεία που
διέθεταν οι πρόσφυγες. Αργότερα, το καλοκαίρι και, συγκεκριμένα, τον Αύγουστο, και
διαμέσου του Ουλούαγάτς (Ουλούκισλα), Μποζήνε, Γενίτζε, Ταρσού, βρέθηκαν στην
Μερσίνα, στην μεγάλη αυτή πόλη της Κιλικίας και παρέμειναν εκεί για χρονικό διάστημα
περίπου δύο μηνών, αναμένοντας το πλοίο της Ανταλλαγής. Τον Οκτώβριο του 1924
ξεκίνησαν για το μεγάλο ταξίδι της εγκατάστασής τους στο Ελλαδικό κράτος336.

333
προφορική μαρτυρία του Παντελή Κενανόπουλου.
334
Αγορώ-Ελισάβετ Λαζάρου και Αχιλλεύς Λαζάρου,Εθνικά και μειονοτικά θέματα, εκδ. επιτροπής ενη-
μέρώσεως για τα εθνικά θέματα, Αθήνα 1993, 96.
335
Χατζόγλου κ.ά. , ό.π. 64.
336
προφορική μαρτυρία του Παντελή Κενανόπουλου., στον γράφοντα.
72
Οι εναπομείνασες 15 οικογένειες, που αναχώρησαν σε διαφορετική χρονική στιγμή,
μπάρκαραν με το καράβι «Θρασύβουλος». Στο κάτω τμήμα του καραβιού φιλοξενούσαν
οικόσιτα ζώα, χρήσιμα για την επιβίωση των προσφύγων. Η διαδρομή για την ελεύθερη
Ελλάδα διήρκεσε τέσσερις ημέρες. Η ταλαιπωρία των προσφύγων ήταν μεγάλη, το φαγητό
ελάχιστο, το ίδιο και το νερό. Ήταν τραγικά αναμενόμενο να πεθάνουν μερικοί στη
διαδρομή. Τα σώματά τους τα πέταξαν στην θάλασσα337. Σαν έφτασαν στον Πειραιά και
συγκεκριμένα στον Άγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι, τους ανάγκασαν για υγειονομικούς λόγους
να μπουν σε καραντίνα για μια χρονική περίοδο διάρκειας 15 ημερών. Τους χορηγήθηκαν
φάρμακα και έριξαν τα ρούχα τους σε τεράστια καζάνια, για να βράσουν και να
απολυμανθούν. Θλίψη και οργή ένιωσαν οι Ενεχιλιώτες και μαζί τους και άλλοι
μικρασιάτες, όταν υποχρεώθηκαν άνδρες και γυναίκες να κουρέψουν σύρριζα τα μαλλιά
τους, για να απαλλαγούν από τις ενοχλητικές ψείρες. Ιδίως οι τελευταίες, απελπίστηκαν
τόσο πολύ για το όνειδος που υπέστησαν, ώστε να εμφανιστούν ανάμεσά τους σποραδικά
κρούσματα με απόπειρες αυτοκτονίας. Τα δεινά τους, όμως, δεν τελείωναν εύκολα. Η
μεγαλύτερη ομάδα των προσφύγων αναχώρησε ατμοπλοϊκώς για την Ηγουμενίτσα της
Ηπείρου.
Η ελληνική πολιτεία είχε προγραμματίσει την οριστική εγκατάστασή τους στο
Καλπάκι της Θεσπρωτίας. Εκεί, μάλιστα, είχαν ξεκινήσει και τα αρχικά σχέδια του νέου
οικισμού. Φαίνεται, όμως, πως δεν ήταν γραφτό να μονιμοποιηθούν σε εκείνη την περιοχή,
γιατί η κρατική μέριμνα με το σχέδιο Ανταλλαγής των Πληθυσμών είχε τελικά εξαιρέσει την
εν λόγω επαρχία. Η πορεία των προσφύγων δεν έχει τελειωμό. Η περιπλάνηση συνεχίζεται,
τα βάσανα δεν έληξαν338.
Δεύτερη προσφυγιά περιμένει τους Ενεχιλιώτες. Η παραμονή τους στο Χαρμάνκιοϊ
(Ελευθέριο-Νέο Κορδελιό Θεσσαλονίκης) κράτησε για δύο χρόνια περίπου. Ώσπου να
χτιστεί το καινούριο χωριό στην σημερινή (Νέα) Αραβησσό της επαρχίας Γιαννιτσών, όπου
και εγκαταστάθηκαν αργότερα.

ι΄ ---Το Ενεχίλ μετά το 1924

Το χωριό του Ενεχίλ στην Καππαδοκία σήμερα ονομάζεται Dikilitas339. Μία εξήγηση
που δίδεται είναι ότι έλαβε το όνομά του από τον βράχο Ντικιλί. Η άλλη εξήγηση βασίζεται
στο γεγονός ότι η Dikilitas είναι τουρκική λέξη και ερμηνεύεται ως κολώνα. Άλλωστε, στην
περιοχή εντοπίστηκε, πριν από χρόνια, μνημείο-κολώνα, η οποία πιθανολιγείται, από την
εκστρατεία στην Ασία του μακεδόνα στρατηλάτη Μεγάλου Αλέξανδρου, το οποίο υφίσταται
ακόμη και στις μέρες μας.

337
΄΄Η έξοδος ΄΄ τ. β΄ Κ.Μ.Σ. , 222 και προφορική διήγηση του Απόστολου Αλεκόζογλου στον
γράφοντα.
338
Κ.Μ.Σ.
339
Κ.Μ.Σ. ό.π. , 210.
73
……
Ο γνωστός κίονας που βρίσκεται στις ημέρες μας στο Ενεχίλ (σημ.Dikilitas).
φωτ. Σάββα και Βαρβάρας Τατόγλου.

Να υπογραμμισθεί ότι την προέλευση της ονομασίας αυτής επιβεβαιώνουν προφορικές


μαρτυρίες προσφύγων από το εν λόγω χωριό340. Ίσως, όμως, η ονομασία αυτή και να
αποτελεί παραφθορά της λέξης Ενεχίλ > Dikil + tas (= πέτρα)341.
Στις άδειες και εγκαταλειμμένες κατοικίες του χωριού εγκαταστάθηκαν το 1924
μουσουλμάνοι ανταλλάξιμοι από την Κοζάνη και την Αλμωπία της Μακεδονίας, οι
παραπάνω έφτασαν λίγο μετά την αναχώρηση των Ρωμιών για την Ελλάδα.
Εκμεταλλευόμενοι, λοιπόν, το χρονικό κενό, κάποιοι ντόπιοι Τούρκοι Ενεχιλιώτες έκαναν
κατάληψη σε ελληνικά σπίτια, παρατώντας τα δικά τους, που ήταν ευτελέστερης ποιότητας
και άνεσης. Η κίνησή τους αυτή δημιούργησε προστριβές με τους νεοφερμένους, οι οποίες
κρατούσαν μέχρι πρότινος342. Μέχρι πρόσφατα, παρουσίαζε όψη υποβαθμισμένου και
εγκαταλελειμμένου χωριού. Όσοι το έχουν επισκεφτεί, παρατήρησαν ότι ελάχιστα πράγματα
άλλαξαν στην εικόνα του χωριού τους. Μάλιστα, όταν καταρρεύσουν κάποια τμήματα των
σπιτιών, δεν σπεύδουν να τα αποκαταστήσουν, αλλά τα αφήνουν και ρημάζουν343. Στα
τελευταία χρόνια, όμως, ο τουρισμός που αναπτύσσεται σε όλη την περιοχή της
Καππαδοκίας με γρήγορους ρυθμούς, έχει εκσυγχρονίσει εν μέρει την εικόνα του χωριού και
έχει αναβαθμίσει την εντύπωση που προκαλεί στους επισκέπτες και προσκυνητές του344.

340
όπως διηγούνται τα δύο αδέλφια ο Ιορδάνης Χατζηπαρασκευαϊδης και ο Σάββας Χατζηπαρασκευαίδης
341
προσωπική ερμηνεία και εκτίμηση του γράφοντα
342
αναφέρονται και διενέξεις για κτήματα, οικόπεδακ.α. Στην δεκαετία του ΄80 τούρκος χωρικός ζήτησε α-
πό Έλληνα επισκέπτη –Ενεχιλιώτη στην καταγωγή-να του πουλήσει το χωράφι του που είχε εγκατα-
λήψει το 1924, για να μην το διεκδικήσει έτερος τούρκος σημερινός κάτοικος του Ενεχίλ !
343
από προφορικές μαρτυρίες προσφύγων καταγόμενων από το Ενεχίλ , και κατοίκων της (Νέας ) Αραβησ
σού όπως ο Απόστολος Αλεκόζογλου του Νικόλαου, στον γράφοντα.
344
προφ. αφήγηση Βαρβάρας Τατόγλου που επισκέφτηκε πρόσφατα το χωριό καταγωγής των γονέων της.
74
4. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΤΟΥ 1924.

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καππαδοκία εγκαταστάθηκαν σε καινούριους


οικισμούς, που δημιουργήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή βορειοδυτικά της πόλης των
Γιαννιτσών, όπου βρισκόταν η γνωστή αρχαία πόλη Κύρρος.

α΄ --Αρχαία χρόνια

Η πόλη Κύρρος μνημονεύεται ήδη από τον 5ο αιώνα στον ιστορικό Θουκυδίδη345 και
στον Διόδωρο, όπου αναφέρεται ότι δαπάνη 1500 ταλάντων στοίχισε η ανέγερση του ναού
της Αθηνάς Κυρρεστίδας, στην Κύρρο της Μακεδονίας346. Η ακμή της πόλης τοποθετείται,
κυρίως, στα ελληνιστικά χρόνια. Στην ακρόπολή της στη θέση «Παλαιόκαστρον», λίγα
μέτρα έξω από το σημερινό χωριό της (Νέας) Αραβησσού, βρέθηκαν ευρήματα που
πιστοποιούν την κατοίκησή της στα ελληνιστικά και, αργότερα, στα ρωμαϊκά χρόνια. Νότια
του Παλαιόκαστρου, έχει εντοπιστεί στη θέση«Τούμπα» προϊστορικός οικισμός που
καλύπτει περιοχή άνω των 100 στρεμμάτων.
Ο νεολιθικός οικισμός της (Νέας)Αξού Α΄ προσφέρει καινούρια δεδομένα στην ιστορική
ταυτότητα της περιοχής και τον τρόπο ζωής των κατοίκων εκείνης της εποχής.
Στη θέση«Καλούπια», βορειοδυτικά της Κύρρου υπάρχει εκτεταμένο υπαίθριο λατομείο
σκληρού και εξαιρετικής ποιότητας σκληρού γκρίζου ασβεστόλιθου. Οι εξορυγμένοι
λιθόπλινθοι χρησίμευσαν ως βασικό οικοδομικό υλικό στο τείχος της αρχαίας Κύρρου, αλλά
και στα κτίσματα της Αρχαίας Πέλλας, πρωτεύουσας της αρχαίας Μακεδονίας (ανάκτορο,
αγορά, ιερά, κατοικίες).
Τις σχετικές έρευνες και αρχαιολογικές ανασκαφές έχει αναλάβει η ΙΖ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Έδεσσας σε συνεργασία με τον Δήμο Κύρρου.

β΄--Ρωμαιοβυζαντινά χρόνια

. Η πόλη Κύρρος βρισκόταν πολύ κοντά σε σταθμό της οδού Εγνατία, του Mutatio
Scurrio, που είναι παραφθορά της έκφρασης «εις την Κύρρον». Με την βαθμιαία, όμως,
παρακμή της αρχαίας Πέλλας, επηρεάζεται, όπως είναι φυσικό, και η κοντινή πόλη
Κύρρος. Στο ύψωμα Παλαιόκαστρο, υφίσταται ένας ισχυρός περίβολος με δύο πύλες, που
περιβάλλει οικοδομικά κατάλοιπα παλαιοχριστιανικού οικισμού, ανάμεσα στα οποία μία
βασιλική και διάσπαρτα γλυπτά.
Η θέση όπου ανασκάφηκαν τα σχετικά ευρήματα, ταυτίζεται με την αρχαία Κύρρο, τις
οχυρώσεις της οποίας συμπεριλαμβάνει ο ιστορικός Προκόπιος, όταν αναφέρεται στο
μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α΄(527-565).

345
Θουκυδίδης 11,100,4
346
Διόδωρος 17,4.
75
γ΄---Τουρκοκρατία

Η εμφάνιση των κατακτητών Οθωμανών στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας


αλλάζει τα δεδομένα. Οι εύφορες πεδιάδες, η στρατηγική θέση της περιοχής σε συνδυασμό
με την εγγύτητα της Θεσσαλονίκης αποτελούν ισχυρά κίνητρα για την εγκατάσταση
μουσουλμάνων, προερχομένων από την Μικρά Ασία. Στο Όμπαρ (=δέκα μπάρες νερό)
χτίζουν τα κονάκια τους πλούσιοι μπέηδες, για να ελέγξουν καλύτερα τα τσιφλίκια τους. Το
Έσκιτζε (σημ. Ποντοχώρι) είναι μεγάλο εμπορικό κέντρο. Ο μπέης της περιοχής ανέχεται
την δυνατότητα των χριστιανών κατοίκων της Βούδριστας (Παλαιός Μυλότοπος), να
ασκούν τα θρησκευτικά καθήκοντά τους. Οι εμπορικοί δρόμοι, σχεδόν μέχρι τις αρχές του
20ου αιώνα, ακολουθούν βυζαντινές και οθωμανικές χαράξεις.

δ΄--- Νεότερα χρόνια

Η αναμενόμενη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, του «μεγάλου ασθενή»,


δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις στην Μακεδονία, όπως και σε ολόκληρη την χερσόνησο
των Βαλκανίων. Ο Μακεδονικός αγώνας στα πλαίσια του ανταγωνισμού, κυρίως, μεταξύ
Ελλάδας και Βουλγαρίας, προσδίδει νέα διάσταση στην τοπική ιστορία. Η λίμνη ή, αλλιώς,
ο Βάλτος των Γιαννιτσών θα αποτελέσει θέατρο ανηλεών συγκρούσεων μεταξύ των
γηγενών Ελλήνων και των βουλγαρικών κομιτάτων. Δεκάδες τα θύματα και οι εκτοπισμένοι.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του1912-13 και η νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού
προσφέρουν την δυνατότητα στους γηγενείς να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Με τη
Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 η περιοχή ενσωματώνεται επίσημα στον ελληνικό
εθνικό κορμό. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος το 1914, αλλά, κυρίως, η μικρασιατική
καταστροφή του 1922 αλλάζουν άρδην τα δημογραφικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα
της περιοχής. Η επακολουθήσασα συνθήκη της Λωζάννης με τις συμφωνίες περί
Ανταλλαγής Πληθυσμών, που υλοποιήθηκε το 1924 μετατρέπει την Μακεδονία σε χώρο
φιλοξενίας και εγκατάστασης δεκάδων χιλιάδων ανέστιων Ρωμιών προσφύγων από την
Μικρασία, τον Πόντο, την Καππαδοκία και την Ανατολική Θράκη. Λίγο αργότερα,
προστίθενται σε αυτούς και οι τελευταίες ομάδες προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία.
Στην θέση των λιγοστών μουσουλμάνων κατοίκων, που αναχώρησαν για την Τουρκία,
ήρθαν πολλαπλάσιοι Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί, μιας και το κριτήριο Ανταλλαγής
Πληθυσμών ήταν το θρήσκευμα ως δηλωτικό εθνικής συνείδησης.
Στην δεκαετία του 1930 η αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών πρόσφερε στους
κατατρεγμένους, πάμφτωχους πρόσφυγες από τις αλησμόνητες πατρίδες αλλά και σε
πολλούς ακτήμονες γηγενείς κατοίκους την δυνατότητα για αγροτική και, συνάμα,
επαγγελματική αποκατάσταση. Η προσφορά και διάθεση δεκάδων στρεμμάτων εύφορης γης
πρόσφερε διέξοδο από το οικονομικό τέλμα, απάλυνε τον πόνο των ξεκληρισμένων και
ανακούφισε τα φτωχά κοινωνικά στρώματα. Οι μικροί οικισμοί Κύρρος και Παλαιόκαστρο
εγκαταλείπονται οριστικά και αμετάκλητα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος που ακολούθησε
συντάραξαν τις τοπικές κοινωνίες. Η ένδεια, η πείνα, η ανεργία, το μειωμένο αγροτικό
εισόδημα, τα εμφυλιοπολεμικά μίση και η περαιτέρω αποδόμηση του κοινωνικού ιστού
δημιούργησαν καταθλιπτικό κλίμα, που είχε ως συνέπειες την αστυφιλία στο εσωτερικό και
την μετανάστευση σε άλλες χώρες του εξωτερικού, όπως Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία,
Η.Π.Α., Καναδάς, Αυστραλία και απανταχού της γης. Το εν λόγω φαινόμενο εντάθηκε,
κυρίως, στις δεκαετίες του 1950 και 1960.

76
ε΄---σύγχρονη κατάσταση

Μετά το 1974-75 διαπιστώνονται ραγδαίες μεταβολές στις κοινωνικοοικονομικές


δομές του Δήμου Κύρρου. Σχετική ύφεση στο κύμα μετανάστευσης παρατηρείται
παράλληλα με τους υψηλούς ρυθμούς παλλινόστησης, που αφορούν, κατά κύριο λόγο, τους
Έλληνες που προέρχονται από τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες. Η γενικότερη, πάντως, εικόνα
της φυσικής κίνησης του αριθμού των κατοίκων της περιοχής αποκαλύπτει μια σταδιακή
μείωση του πληθυσμού και, κυρίως, των νέων ηλικιών. Η υπογεννητικότητα, που μαστίζει
συνολικά τον ελληνικό πληθυσμό, και το ρεύμα της αστικοποίησης που παρατηρείται,
κυρίως, προς τα Γιαννιτσά και την Θεσσαλονίκη, έχουν στερήσει πολύτιμο νεανικό
πληθυσμό από τις τοπικές κοινωνίες. Ο κοινωνικός ιστός της περιοχής του Δήμου Κύρρου
έχει αποδιοργανωθεί, με άμεση συνέπεια την δημιουργία ενός τεράστιου δημογραφικού
κενού, το οποίο σπεύδουν να καλύψουν σφριγηλές νεανικές και παραγωγικές ανθρώπινες
ηλικίες, που προέρχονται μαζικά, κυρίως, από τα όμορα βαλκανικά κράτη και τις χώρες της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Οι συνέπειες, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, θρησκευτικές
και δημογραφικές είναι εμφανέστατες σε όλους τους τομείς και κάθε αξιόπιστος και
αντικειμενικός ερευνητής μπορεί να τις αξιολογήσει και να εξαγάγει τα συμπεράσματά της
έρευνάς του347.

….
Χάρτης Νομού Πέλλας. Διακρίνεται στα νοτιοανατολικά η επαρχία Γιαννιτσών και τα
χωριά (Νέα) Αραβησσός, (Νέα ) Αξός και Νέος Μυλότοπος, όπου εγκαταστάθηκαν οι
Μικρασιάτες πρόσφυγες της Καππαδοκίας μετά το 1924.

347
βλ. σχετικό άρθρο του γράφοντα στο περιοδικό «ΦΙΛΙΠΠΟΣ» τ.53ο , Οκτ-Νοέμ-Δεκ. 2006,55.
77
5. (ΝΕΑ) ΑΡΑΒΗΣΣΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

α΄---Η εγκατάσταση των Αραβησσονλήδων

Η νέα πατρίδα στην βόρεια Ελλάδα, που τους προσφέρθηκε και επέλεξαν να
εγκατασταθούν, τους θύμιζε πάρα πολύ την παλιά τους πατρίδα, στην Καππαδοκία.
Υπήρχαν άφθονα τρεχούμενα νερά, πλούσιες πηγές, γόνιμη γη, όμορφη φύση, βαθύσκιωτα
δέντρα, ήμερες λοφοσειρές και στο βάθος το βουνό Πάικο. Αυτά ήταν τα στοιχεία που
συνηγόρησαν υπέρ της απόφασης των προσφύγων να επιλέξουν ως τόπο εγκατάστασης την
συγκεκριμένη περιοχή. Η ολιγομελής επιτροπή των Αραβησσωτών που ήρθε από την
Θεσσαλονίκη, πριν την έλευση και των υπολοίπων, αξιολόγησε τα δεδομένα, έλεγξε τον
χώρο και έκρινε ότι είναι κατάλληλος για μόνιμη εγκατάσταση348. Ως μέλη της επιτροπής
Εγκατάστασης Προσφύγων μνημονεύονται οι παρακάτω: Ιωάννης Μοναστηρίδης,
Σωκράτης Ρωμανίδης, Κλήμης Μοναστηρίδης και Απόστολος Φωσφορίδης, τα ονόματα
των οποίων έχουν δοθεί σε οδούς του νέου χωριού349. Το όνομα της (Νέας) Αραβησσού
δόθηκε στο προσφυγοχώρι, που χτίστηκε εκ νέου το 1927, λίγα μέτρα βόρεια του οικισμού
Όμπαρ των Γιαννιτσών από τους Αρραβησιώτες, οι οποίοι, αν και αριθμητικά λιγότεροι, από
τους Ενεχιλιώτες, με τους οποίους βρέθηκαν συγκάτοικοι στον ίδιο τόπο, υπερίσχυσαν και
επέβαλλαν το συγκεκριμένο όνομα. Οι κυριότεροι λόγοι ήσαν οι παρακάτω:
α. Σαφώς το όνομα Αραβησσός είναι πιο εύηχο και ελληνοπρεπέστερο από το όνομα
Ενεχίλ .
β. Στον συγκεκριμένο χώρο, οι πρώτοι που κατέφθασαν ως πρόσφυγες ήταν οι
Αραβισσώτες και, αρκετά αργότερα, ακολούθησαν και οι Ενεχιλιώτες.
γ. Το όνομα Αραβησσός είναι φορτισμένο ιστορικά. Από εκεί καταγόταν ο βυζαντινός
αυτοκράτορας Μαυρίκιος, από εκεί πέρασε εξόριστος ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι Η Αραβησσός στην Καππαδοκία ήταν χτισμένη σε κομβικό
σημείο, από όπου διέρχονταν πολλές φορές τα βυζαντινά στρατεύματα, κατά τις
εκστρατείες τους στην ανατολή.
δ. Οι Αραβησσιώτες, εδώ στην Ελλάδα, αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο
τις επαφές και τις γνωριμίες –ενδεχομένως και πολιτικές– που διέθεταν, σε αντίθεση με
τους Ενεχιλιώτες, που είχαν αποστασιοποιηθεί από τα πράγματα.
ε. Oι Αραβησσιώτες ως πιο μορφωμένοι, γνωρίζοντας, αρκετά καλά, γραφή και
ανάγνωση μπορούσαν και επικοινωνούσαν καλύτερα με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές
της πολιτείας. Οι δε Ενεχιλιώτες ως τουρκόφωνοι –με ελληνικότατη, βέβαια, συνείδηση-
αισθάνονταν πιο άβολα και αμήχανα ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.
Σύμφωνα, βέβαια, με προφορική μαρτυρία350, το όνομα το επέβαλε ο Γρηγοριάδης
Γρηγόριος, αξιωματικός της χωροφυλακής, ενωμοτάρχης, ο οποίος και γνώριζε αρκετούς
ιθύνοντες, όπως τον πρόεδρο και τον διευθυντή του Εποικισμού. Οι προερχόμενοι
πρόσφυγες από το Ενεχίλ της Καππαδοκίας δεν έφεραν ιδιαίτερη αντίρρηση.
Στην θέση Παλαιόκαστρο τοποθετείται η πολύ γνωστή, από την αρχαιότητα, πόλη
Κύρρος. Στην περιοχή αυτή βρίσκονταν τα κτήματα και η θερινή κατοικία ενός Τούρκου
αγά, ο οποίος διέβλεψε την ωφέλεια, που του πρόσφερε η δροσιά εξαιτίας των άφθονων
νερών και των μεγάλων και βαθύσκιων πλατανιών, που υφίστανται μέχρι και τις ημέρες
μας.
Oι πρόσφυγες πρωτοεγκαταστάθηκαν στο κάτω χωριό, το Παλαιόκαστρο. Εκεί είχαν
φθάσει λίγο νωρίτερα πρόσφυγες Πόντιοι από την Μπάφρα. Αυτοί σε λίγα χρόνια, όταν ο

348
Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, 55.
349
προφορική διήγηση των Απόστολου Αλεκόζογλου του Νικολάου, Μαρία Σαλμανίδου-Αλεκόζογλου
του Πρόδρομου και Παναγιώτη Δεληγεωργίου του Νικόλαου.
350
προφορική μαρτυρία του Παντελή Κενανόπουλου, στον γράφοντα.
78
οικισμός γκρεμίστηκε, για να δώσει την θέση του σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις,
εγκατέλειψαν την περιοχή και εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά, δίνοντας σε μία οδό το
όνομά τους· οδός Μπάφρας351. Την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη πίεση για καλλιεργήσιμη
γη. Έτσι, δίχως μεγάλη ευαισθησία και περίσκεψη και προκειμένου να πετύχουν τους
σκοπούς τους, κυρίως βιοποριστικούς, αδιαφόρησαν για την περίπτωση να θιγούν και να
χαθούν πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα. Εκεί παρέμειναν στα αντίσκηνα επί ένα χρόνο
περίπου. Σε λίγα χρόνια ο καινούριος οικισμός πιο πάνω, με τα σπίτια του Εποικισμού θα
ήταν έτοιμος, να δεχθεί τους νέους κατοίκους του.
Αρκετοί, πάλι, από τους Αραβησσώτες που διέμεναν προσωρινά στα περίχωρα της
Θεσσαλονίκης, λόγω των δυσμενέστατων συνθηκών ζωής και των επιδημιών που
ενέσκηψαν, προτίμησαν να φύγουν από εκεί και, συγκεκριμένα, ομάδα αποτελούμενη από
40 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά. Ορισμένες οικογένειες, πάλι, κατοίκησαν
στον Βόλο, 85 οικογένειες στις Σέρρες και μερικές άλλες στην Ξάνθη. Κάποιες οικογένειες
παρέμειναν στον προσφυγικό συνοικισμό Ποδονίφτη της Αθήνας, άλλες στον Πειραιά και,
τέλος, πολύ λιγότερες εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Κατερίνη352 και στην Νεάπολη
Θεσσαλονίκης. Εξάλλου, ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε, για την συνοικία Ροδοχώρι
(πρώην Τοπ Αλτή =υπό τα πυροβόλα)353 του Δήμου Συκεών της Θεσσαλονίκης. Eκεί
χτίστηκε ναός προς τιμήν του αγίου Δημητρίου, για να θυμίζει στους νεοεγκατασταθέντες
πρόσφυγες την εγκαταλελειμμένη εκκλησία τους. Στον νέο ναό, που οικοδομήθηκε,
τοποθέτησαν την πολύτιμη εικόνα του προστάτη τους, του αγίου Δημητρίου, το ξυλόγλυπτο
τέμπλο, εκκλησιαστικούς δίσκους και άλλα αντικείμενα, που, ευσεβώς, μετέφεραν οι
πρόσφυγες από την αξέχαστη ιδιαίτερη πατρίδα τους354. Ο πρώτος ναός ήταν ένα πρόχειρο
κτίσμα, μία παράγκα φτιαγμένη από λαμαρίνες και σανίδια. Η λαϊκή, όμως, πίστη, η έντονη
θρησκευτικότητα, η τάση διατήρησης και ανάδειξης της συλλογικής μνήμης αλλά και η
προκοπή, που επέδειξαν οι πρόσφυγες, είχε ως απτό αποτέλεσμα την οικοδόμηση νέου και
επιβλητικού καινούριου ναού, που κοσμεί την περιοχή των δυτικών συνοικιών της
μεγαλούπολης355.
Οι πρόσφυγες που προέρχονταν από 4 χωριά της ανατολικής Θράκης, το Ταϊφύρι, το
Μπαϊρι, τον Γαλατά και το Πλαγιάρι, επιβιβάστηκαν σε αγγλικά καράβια και μεταφέρθηκαν
στο ελληνικό κράτος. Αφού περιπλανήθηκαν στην Πρέβεζα, την Γαλάτεια Πτολεμαΐδας και
την Νέα Απολλωνία Λαγκαδά, έφθασαν το 1928 στην (Νέα) Αραβησσό, όπου είχε πλέον
ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση των καινούριων κατοικιών του Εποικισμού. Παρά τις όποιες
κακουχίες που πέρασαν, οι συνθήκες εγκατάστασής τους, σαφώς, ήταν καλύτερες σε
σύγκριση με τις αντίστοιχες των Μικρασιατών. Η ταλαιπωρία της προσωρινής διαμονής δεν
τους άγγιξε καθόλου. Υπήρχαν έτοιμα σπίτια που θα τους φιλοξενούσαν σε μόνιμη βάση,
πλέον.

351
προφορική μαρτυρία της πεντάχρονης τότε Μοναστηρίδου(-Φαρσακίδου) Ευαγγελίας.
352
Μ. Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, 55.
353
Μ. Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, ό.π. 55.
354
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 363 βλ. και Κωνσταντίνου Νίγδελη , Και έστω εις ενθύμησιν
εκδ. Ι.Ν.Αγίου Δημητρίου Συκεών , Θεσσαλονίκη.
355
προφορική μαρτυρία Στέφανου Μοναστηρίδη, στον γράφοντα.
79
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

Η επιτροπή εποικισμού προέβη σε διανομή κατοικιών με κλήρωση, η οποία και


ακολούθησε, λαμβάνοντας ως κριτήριο το πλήθος των μελών της εκάστοτε οικογένειας. Οι
πολυμελείς οικογένειες πριμοδοτούνταν με μεγαλύτερες σε εμβαδόν κατοικίες, ενώ οι
ολιγομελείς οικογένειες έλαβαν μικρότερες. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι πρώτες
δικαιούνταν σπίτι με δύο δωμάτια και οι δεύτερες με ένα δωμάτιο. Παρά την πενία που τους
χαρακτήριζε, υπήρχαν πολλές πολύτεκνες οικογένειες, γεγονός που έρχεται σε πλήρη
αντίθεση με τις συνήθειες της εποχής μας356.
Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και το παράρτημά της Εποικιστικό Γραφείο
Γιαννιτσών σύμφωνα με έκθεσή της αναφέρεται στην αποκατάσταση συνολικά 408
οικογενειών με 1.454 άτομα προερχόμενα και από τα δύο καππαδοκικά χωριά 357.
. Το νέο χωριό χτίστηκε το 1927, όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, σε έκταση που
προηγουμένως ήταν χέρσα και φύτρωναν μόνο πουρνάρια. Η τοποθεσία βρίσκεται σε πεδινή
έκταση με υψόμετρο μόνο 50 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Βρίσκεται στο ανατολικό
τμήμα του νομού, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους Πάικο, 13 χλμ βορειοδυτικά της
πόλης των Γιαννιτσών και 54χλμ. βορειοανατολικά της Έδεσσας, πρωτεύουσας του νομού
Πέλλας358.
Στον χώρο που επιλέχθηκε ως κατοικήσιμος, την ανοικοδόμηση των κατοικιών του
Εποικισμού ανέλαβαν από κοινού οικοδομικές εταιρίες αγγλικών, γαλλικών και γερμανικών
επιχειρηματικών συμφερόντων. Τα σπίτια παρά το μικρό μέγεθός τους και την ανυπαρξία
ανέσεων, για τα σημερινά δεδομένα, ήταν ποιοτικές και αντισεισμικές κατασκευές με
αξιόπιστα υλικά στο οποία προσέθεταν ξύλο τσίτα για να δέσει γερά το οικοδόμημα. Όταν
μάλιστα έπειτα από χρόνια, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να γκρεμιστούν και να
δώσουν στη θέση τους σε νεότερες κατασκευές οι τοίχοι πιέζονταν να πέσουν, αλλά αυτοί
«ξαναγύριζαν» και στέκονταν πάλι όρθιοι ! 359

356
προφορικές διηγήσεις του Παναγιώτη Δεληγεωργίου, της Παναγιώτας Δεληγεωργίου, του Ιωακείμ
Ζαρμακούπη και της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου –Φαρσακίδου, στον γράφοντα.
357
Στάθης Πελαγίδης, Προσφυγική Ελλάδα (1913-1930), εκδ. αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη1997, 165.
358
Κατερίνα Κόμητα ,., τ.31, σ. 89.
359
προφορική διήγηση Ελευθερίας Συμεωνίδου, στον γράφοντα.
80
β΄---Το δημοτικό σχολείο

Σύμφωνα με πληροφορίες, από τους πρώτους, χρονολογικά, δάσκαλους που υπηρέτησαν


στο Δημοτικό Σχολείο της Αραβησσού ήταν ο Ανδρέας Ανδρεάδης με την σύζυγό του
Αργυρώ, οι οποίοι, πρόσφυγες και αυτοί, κατάγονταν από την περιοχή της Καλλίπολης της
Ανατολικής Θράκης.
Τα παιδιά των Αραβησσονλήδων επειδή ζούσαν σε οικογενειακό ελληνόφωνο
περιβάλλον, είχαν ακούσματα, εικόνες και εμπειρίες πολύ κοντά στην ελληνική
εκπαιδευτική πραγματικότητα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα εγκλιματίστηκαν και
αφομοιώθηκαν ταχύτατα. Τα παιδιά, όμως, των Ενεχιλήδων δυσκολεύτηκαν περισσότερο
στο σχολείο, επειδή είχαν ως βασικό εμπόδιο την άγνοια της ελληνικής γλώσσας. Αυτό
κράτησε πολλά χρόνια, επειδή στο σπίτι τους οι γονείς και, κυρίως, οι παππούδες τους
μιλούσαν μόνο τα τουρκικά. Γι’ αυτό η προσαρμογή τους απαίτησε περισσότερο χρόνο. Οι
δάσκαλοι κατέβαλλαν φιλότιμες προσπάθειες, χώριζαν τους μαθητές τους ανάλογα με το
επίπεδο γλωσσομάθειας, που τους διέκρινε, και αντιμετώπισαν το όλο θέμα με περισσή
ευαισθησία. Οι Νεοαραβισσώτες (Αραβησονλήδες και Ενεχιλήδες) ήταν περήφανοι για το
σχολείο και τους δασκάλους τους. Οι καρποί των προσπαθειών των εκπαιδευτικών φάνηκαν
στις νεώτερες ηλικιακές κατηγορίες, όπου τα πάντα έχουν πάρει τον δρόμο τους και οι
διαφορές έχουν εξομαλυνθεί. Τώρα πια όλα τα παιδιά ξεκινούν έχοντας τις ίδιες ευκαιρίες
στην ζωή και οι όποιες διαφοροποιήσεις ανήκουν στο παρελθόν.
Το πρώτο σχολικό οίκημα έμοιαζε περισσότερο με παράγκα, γιατί ήταν φτιαγμένη με
λαμαρίνες, ξύλα και τούβλα. Το νηπιαγωγείο και η 1η -2η τάξη συστεγάζονταν σε κτίριο της
κοινότητας, η 3η και 4η τάξη διδάσκονταν μαθήματα στον ίδιο χώρο, ενώ η 5η και 6η τάξη
τοποθετήθηκε πάνω από το νηπιαγωγείο στο σπίτι που είχε καθοριστεί ως κατοικία του
δάσκαλου. Οι δε δάσκαλοι βρήκαν άλλη ιδιωτική κατοικία στο χωριό, την οποία και
νοίκιασαν360.
Μετά από παρέλευση δύο σχεδόν δεκαετιών έγινε αντιληπτό ότι το παλιό μικρό
κτίριο, ποιοτικά και λειτουργικά, ήταν ακατάλληλο να εκπαιδεύσει τους μικρούς μαθητές
του χωριού, που αυξάνονταν αριθμητικά και δεν χωρούσαν εκεί. Στο τελευταίο συνέβαλε το
γεγονός πως κάθε χρονιά όλο και περισσότερα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, αφού οι γονείς
αντιλαμβάνονταν ολοένα και περισσότερο την αξία της μόρφωσης, ενώ άλλαζαν ραγδαία
και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής. Έτσι, λοιπόν, το κτίριο γκρεμίστηκε και
ο χώρος οικοπεδοποιήθηκε και πέρασε στην ιδιοκτησία ιδιώτη κατοίκου του χωριού.
Παράλληλα, βρέθηκε και δεσμεύθηκε μία μεγάλη αλάνα, με σκοπό να ανεγερθεί εκεί
καινούριο διδακτήριο. Πραγματικά, το 1939 μπήκαν τα θεμέλια του νέου σχολείου. Στις
εργασίες ανέγερσής του συνέβαλλαν με προσωπική τους εργασία361 και πολλοί κάτοικοι του
χωριού. Λόγω, όμως, έκρηξης του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του 1940
και της γερμανικής κατοχής που επακολούθησε, η όλη προσπάθεια δεν ευοδώθηκε. Το 1955,
επιτέλους, το καινούριο πέτρινο σχολείο αποπερατώθηκε και παραδόθηκε προς χρήσιν
δασκάλων και μαθητών. Το αρχικό κτίριο ήταν ισόγειο και ανεπαρκές· αργότερα στα 1960
προστέθηκε ακόμη ένας όροφος επιπλέον. Η διαφορά του όμως με το αρχικό κτίσμα
βρίσκεται στα οικοδομικά υλικά. Σε αυτή την περίπτωση επέλεξαν την χρησιμοποίηση
τούβλων. Στη δεκαετία του 1980 υπέστη ζημιές από σεισμό, οι οποίες μετά από παρέλευση
μικρού χρονικού διαστήματος επισκευάστηκαν 362.

360
προφορική μαρτυρία της Ευαγγελίας Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου.
361
ανάμεσά τους και ο Παναγιώτης Δεληγεωργίου σύμφωνα με διήγηση του ιδίου.
362
προφορική διήγηση του δάσκαλου Συμεών Προδρομίδη, στον γράφοντα.
81
…….
Το Δημοτικό Σχολείο της (Νέας) Αραβησσού. Σχολικό Έτος 1960-61.
Διακρίνεται το λιθόχτιστο ισόγειο και ο 2ος όροφος κτισμένος με οπτολίθους(τούβλα).
η φωτ. παραχωρήθηκε από τον Συμεών Προδρομίδη και αντιγράφηκε
από τον Λάζαρο Η. Κενανίδη

Οι εκπαιδευτικές ανάγκες, όμως, πολλαπλασιάζονται με το πέρασμα του χρόνου και,


έτσι, κρίθηκε επιβεβλημένη η λειτουργία και γυμνασίου στο χωριό. Η επέκταση της
υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα εννέα έτη με προεδρικό διάταγμα του 1976 άλλαξε τα
δεδομένα. Η ίδρυση το 1982 και η λειτουργία γυμνασίου στη (Νέα) Αραβησσό έδωσε λύση
σε ένα χρονίζον πρόβλημα της περιοχής. Η συστέγαση, όμως, των δύο σχολείων δημοτικού
και γυμνασίου σε αυτό το καινούργιο κτίριο για ορισμένα χρόνια, έστω και σε διαφορετική
βάρδια, δημιούργησε ασφυκτικές και πιεστικές καταστάσεις. Πράγματι, η ανέγερση
καινούριου σχολικού συγκροτήματος σε καινούριο οικόπεδο το 1987 ικανοποίησε το
αίτημα τοπικών φορέων, κατοίκων, μαθητών και εκπαιδευτικών για παροχή ικανοποιητικού
υλικοτεχνικού επιπέδου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς στέγασε σε ξεχωριστό κτίριο
το Γυμνάσιο (Νέας) Αραβησσού363. Το σχολείο προβλέπεται να λάβει το εξής όνομα:
«Γυμνάσιο Αραβησσού Γρηγόριος Ναζιανζηνός» 364. Στο παραπάνω γυμνάσιο
παρακολουθούν μαθήματα τα παιδιά, που προέρχονται από τα χωριά της Αραβησσού, του
Αχλαδοχωρίου, της Λάκας και του Πλαγιαρίου, τα οποία ως δημοτικά διαμερίσματα
συγκροτούν τον νεοπαγή «Καποδιστριακό» Δήμο Κύρρου.

γ΄---Εκκλησία

Ταυτόχρονα με την ανέγερση καινούριου δημοτικού σχολείου, ξεκίνησαν εργασίες


ανέγερσης του ναού του χωριού και έχτισαν έναν μικρό ναό, την Μεταμόρφωση του
Σωτήρος, για να καλύπτουν τις θρησκευτικές ανάγκες τους. Η πιθανότερη εκδοχή για την
ονομασία της εκκλησίας αφορά στην επιλογή από την Ιερά Μητρόπολη Εδέσσης, Πέλλης
και Αλμωπίας, στην οποία υπάγεται η ( Νέα) Αραβησσός, μιας ουδέτερης ονομασίας που να
363
προφορική διήγηση του Διευθυντή του σχολείου Ιωάννη Καργατζή.
364
κατόπιν εμπεριστατωμένης και τεκμηριωμένης πρότασης του γράφοντα και καθηγητή του γυμνασίου,
με αρ.πρ. 19η/5-3-2008 ο σύλλόγος διδασκόντων αποφάσισε όπως το σχολείο να ονομασθεί με το εν
λόγω όνομα. Έτσι τιμάται ο μεγάλος Καππαδόκης εκπαιδευτικός και πατέρας της Εκκλησίας μας.
82
μην έχει σχέση με κανέναν ναό από τις ιδιαίτερες πατρίδες των νεοεγκαταστημένων
προσφύγων. Στο Ταϊφύρι είχαν Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και Ι.Ν. Αγίου
Γεωργίου, στην Αραβησσό του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Ιωάννη, στο Ενεχίλ του Οσίου
Παχωμίου και των Αγίων Ταξιαρχών. Η επιλογή, λοιπόν, της συγκεκριμένης τιμητικής
αφιέρωσης –ονομασίας είχε ως στόχο την άμβλυνση και εξισορρόπηση των όποιων τυχών
προστριβών δημιουργούνταν μεταξύ των νεοφερμένων κατοίκων του χωριού, και ως ένα
βαθμό το επέτυχε. Στην δεκαετία του ΄50, ξεκίνησε η ανέγερση νέου ναού. Το οίκημα της
εκκλησίας έπαθε ανεπανόρθωτες βλάβες και σημαντικό τμήμα της κατέρρευσε από τον
μεγάλο σεισμό στη δεκαετία του 1980 που συντάραξε ολόκληρη την περιοχή. Το κτίριο του
παιδικού σταθμού λειτούργησε ως εκκλησία για ορισμένα χρόνια. Οι ιθύνοντες
αποφάσισαν, τελικά, όχι να την επιδιορθώσουν αλλά να αναγείρουν καινούργια. Και, έτσι,
στην θέση της σε μια επταετία οικοδόμησαν μία άλλη μεγαλύτερη, στην ίδια μεγάλη αλάνα
που διέθετε το χωριό. Σήμερα, η επιβλητική για τις διαστάσεις της εκκλησία του χωριού
τιμάται στην Μεταμόρφωση του Κυρίου, βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της (Νέας)
Αραβησσού και συνεχίζονται με αρκετές δυσκολίες οι διαδικασίες αγιογράφησής της.
Στα κοιμητήρια του χωριού ο προ ετών ανεγερμένος ναός τιμάται στην μνήμη του
προφήτη Ηλία. Στη θέση αυτή παλαιότερα λειτουργούσε κάποιο μοναστηράκι, το οποίο
γκρεμίστηκε. Σε απόσταση μερικών μέτρων, υφίσταται από την δεκαετία του ΄60 και ο
ναΐσκος της Αγίας Θέκλας (Μαρδέσκα). Σε εκείνο το σημείο πριν μερικές δεκαετίες,
ανάμεσα στα άφθονα νερά φυόταν μία ιτιά. Αναφέρεται μια τοπική παράδοση ότι σε εκείνο
το σημείο χάθηκε μυστηριωδώς ένα κάρο με αναβάτες ένα νεαρό ζευγάρι, που πήγαινε να
παντρευτεί στην παλιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του χωριού Παλαιός Μυλότοπος.
Έκτοτε αναβλύζει σε εκείνο τον χώρο «αγίασμα». Το περιστατικό είναι βαθιά χαραγμένο
στη μνήμη πολλών ηλικιωμένων κατοίκων του χωριού365. Σύμφωνα με τις επικρατούσες
λαϊκές δοξασίες, οι οποίες συνταιριάζουν ορθόδοξες χριστιανικές αλλά και ειδωλολατρικές
συνήθειες, όταν οι πιστοί ήθελαν να ζητήσουν μια χάρη από την αγία έκοβαν μικρά τεμάχια
από τα ενδύματά τους και τα περιέδεναν στα κλαδιά. Με αυτή τη συνήθεια, εκδήλωναν την
πίστη τους ότι οι ιάσεις των ασθενειών τους, αλλά και οι παρακλήσεις τους θα «πιάσουν
τόπο»366.

δ΄---Διατροφή

Το κύριο φαγητό των προσφύγων ήταν το πλιγούρι. Όταν έφτασαν και εγκαταστάθηκαν
εδώ, έσπευσαν να ρυθμίσουν και να μετασκευάσουν τους νερόμυλους που υπήρχαν, ώστε να
παράγουν από το σιτάρι, το πλιγούρι που τόσο πολύ τους άρεσε. Το σουσάμι θεωρούνταν
απαραίτητο, γιατί από αυτό έβγαινε το περίφημο σουσαμέλαιο, υλικό οικονομικά προσιτό
και σε επαρκείς ποσότητες. Με δεδομένη την οικονομική στενότητα που επικρατούσε τα
πρώτα χρόνια, το ελαιόλαδο κόστιζε ακριβά και ήταν λιγοστό. Όταν πήγαινε κάποιος στον
μπακάλη, το αγόραζε σαν φάρμακο «με τα δράμια»367.
Ακόμη, η παραδοσιακή κουζίνα των καραμανλήδων περιλάμβανε το μαντί και τα
φλομάρια, ανοιγμένα φύλλα ζύμης, μέσα στα οποία τύλιγαν το κρέας και μετά τα έκοβαν,
αφού πρόσθεταν πλιγούρι ή τραχανό. Τα έψηναν στον φούρνο και μετά έριχναν ζωμό κότας.
Άλλο παραδοσιακό φαγητόν που μετέφεραν από την ιδιαίτερες πατρίδες τους, ήταν οι

365
προφορική διήγηση της Ελευθερίας Συμεωνίδου στον γράφοντα.
366
προφορική διήγηση του Δεληγεωργίου Παναγιώτη και της Δεληγεωργίου Παναγιώτας . βλ. και Χατ-
ζόγλου, 76.
367
…είχε στο εμπόριο αλλά το αγοράζαμε με τα δράμια κι όχι με τους τενεκέδες όπως σήμερα. Πήγαινες
στο μπακάλικο και έλεγες : δώσε μου 250 δράμια λάδι , ένα μπουκαλάκι, αυτή ήταν η ζωή όχι όπως
σήμερα…. (από προφορικές μαρτυρίες κατοίκων του νέου χωριού.)
83
γιουφκάδες. Αφού ζυμώνανε το αλεύρι με νερό και, εθελοντικά, πρόσθεταν γάλα, άνοιγαν
τα φύλλα, τα στέγνωναν απλωμένα σε υφασμένα καθαρά πανιά σε δωμάτιο, για να μην
κολλάνε, μετά τα έκοβαν και, τέλος, τα ξέραιναν. Τα υλικά για την παρασκευή των φαγητών
τους τα έπαιρναν από τα χωράφια και τους κήπους που καλλιεργούσαν.

ε΄--- Επαγγελματικές ασχολίες

Εξοικειωμένοι καθώς ήταν με την γη, ακόμη από την πατρίδα τους στην Καππαδοκία,
φύτεψαν αμπέλια και καλλιέργησαν σιτηρά, καλαμπόκι και άλλα αγροτικά προϊόντα.
Ασχολήθηκαν, επιπλέον, και με αστικές εργασίες. Έγιναν έμποροι, τεχνίτες, τσαγγάρηδες,
και διάφοροι επαγγελματίες368.
Οι οικογένειες ενισχύθηκαν με κλήρο 30 στρεμμάτων η καθεμιά, για να μπορέσουν να
ορθοποδήσουν επαγγελματικά στην νέα ιδιαίτερη πατρίδα τους. Μετά την δεκαετία του
1930 και, όταν αποξηράνθηκε η λίμνη(βάλτος) των Γιαννιτσών, οι κάτοικοι της (Νέας)
Αραβησσού δεν θέλησαν να πάρουν χωράφια από την νέα και πλούσια καλλιεργήσιμη γη,
που δημιουργήθηκε στην θέση του βαλτότοπου. Την θεωρούσαν ότι βρισκόταν πολύ μακριά
από το χωριό τους και ορισμένοι δεν την προτίμησαν. Η στάση ερχόταν σε αντίθεση με την
απόφαση των κατοίκων της (Νέας) Αξού και του Νέου Μυλότοπου, που σε συνδυασμό με
την εγγύτητα των οικισμών τους στην εν λόγω περιοχή αποδείχθηκαν πιο έξυπνοι, να
επιχειρήσουν και να καταφέρουν την εξασφάλιση αγρών εξαιρετικής γονιμότητας και
ανάλογης παραγωγής369.

στ΄---Κοινωνικές σχέσεις

Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών στα 1924 συνετέλεσε, ώστε εκατόν πέντε οικογένειες
από την (Παλαιά) Αραβησσό να έρθουν μέσω Θεσσαλονίκης και να κατοικήσουν στη (Νέα)
Αραβησσό του νομού Πέλλας. Οι νεοφερμένοι πρόσφυγες έφτιαξαν αντίσκηνα με σανίδες
και κιλίμια, προκειμένου να στεγαστούν προσωρινά. Εκεί έμειναν για μια τριετία περίπου.
Ακόμη και υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, μέσα σε αντίσκηνα, Αραβησσιώτες και
Ενεχιλήτες ζούσαν χωρισμένοι μεταξύ τους, σε διαφορετικούς μαχαλάδες· οι πρώτοι στην
κάτω μεριά του μικρού ποταμού τους και οι δεύτεροι στην επάνω μεριά. Ήταν, εκτός των
άλλων, μια έκφραση αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των προερχομένων από
το ίδιο καππαδοκικό χωριό. Οι Αραβησσιώτες υπέφεραν πολύ από το άσχημο κλίμα, την
υγρασία και τις λοιμώδεις ασθένειες, το δε βαρύ, σκληρό και παγωμένο νερό των πηγών
της Αραβησσού πείραξε ανεπανόρθωτα τους αδύναμους, ισχνούς και υποσιτισμένους
πρόσφυγες. Η ελονοσία λόγω της παρουσίας πολλών κουνουπιών, ο δάγκειος πυρετός, η
φυματίωση και η πνευμονία έφθειραν την υγεία και ξεκλήρισαν τους νεοφερμένους
κατοίκους του χωριού. Θλιβερή εικόνα παρουσίαζε το χωριό, εφόσον καθημερινά πέθαιναν
2-3 άτομα. Οι Ενεχιλιώτες αποδείχθηκαν, όμως, περισσότεροι ανθεκτικοί, υπήρξαν πιο
σκληραγωγημένοι και πέρασαν με μεγαλύτερη καρτερία τις κακουχίες και την πείνα, ενώ η
νοσηρότητα τούς άγγιξε λιγότερο370. Έτσι, κατάφεραν να προσαρμοστούν ομαλότερα, να
δαμάσουν την γη και να ασχοληθούν συστηματικά με την γεωργία.
Στα πρώτα χρόνια κυριαρχούσε αμοιβαία προκατάληψη και ψυχρότητα μεταξύ
Αραβησσωτών, Ενεχιλιωτών, Ανατολικοθρακιωτών, αλλά και των λιγοστών Βλάχων και
Ποντίων, που εγκαταστάθηκαν, αργότερα, στο καινούριο χωριό. Οι κοινωνικές σχέσεις

368
προφορική διήγηση του Στέφανου Μοναστηρίδη.
369
προφορική μαρτυρία του Σάββα Χατζηπαρασκευαϊδη.
370
προφορικές μαρτυρίες Ιωακείμ Ζαρμακούπη και Παντελή Κενανόπουλου στον γράφοντα.
84
διακρίνονταν από καχυποψία και επιφυλακτικότητα, ενώ και οι συγχρωτισμοί ήταν σπάνιοι.
Οι παρεξηγήσεις και οι διενέξεις δεν σπάνιζαν. Σε εκδηλώσεις, χορούς και γλέντια έβρισκαν
αρκετές φορές την αφορμή να εκφράσουν αυτή την υποβόσκουσα αντιπάθειά τους. Οι
γεροντότεροι ως πιο κλειστοί ή συντηρητικοί συμβούλευαν τους νεότερους να μην
συναναστρέφονται με άτομα διαφορετικής «ράτσας». Ήταν ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση η
ομαλή συμβίωση για κοινωνίες απομονωμένες, όπως η δική τους. Αναπόφευκτα, οι γάμοι
γίνονταν μόνο μεταξύ νέων κοινής καταγωγής. Η χρησιμοποίηση από τους Ενεχιλιώτες,
κυρίως, αλλά και τους Αραβησσώτες των τουντουριών ως μια λύση για μαγείρεμα και
θέρμανση, συνήθεια που την έφεραν από την Ανατολή, προκαλούσε την απέχθεια και την
αποστροφή των Ανατολικοθρακιωτών, λόγω της άσχημης μυρωδιάς που εκλυόταν από τις
καιόμενες σβουνιές. Οι τελευταίοι ένιωθαν ανώτεροι κοινωνικά επικαλούμενοι την συνήθεια
να διαθέτουν τζάκια και φούρνους, για να ψήνουν το ψωμί ή το φαγητό τους, αξιοποιώντας
ως καύσιμη ύλη τα ξύλα και τα πουρνάρια και όχι, όπως οι Καραμανλήδες, τα κεμπρέα.
Αλλά και οι Καππαδόκες δεν είδαν με καλό μάτι την εγκατάσταση των
Ανατολικοθρακιωτών στο καινούριο χωριό τους, επειδή θεωρούσαν ότι αλλοιώνονται
δημογραφικά, κοινωνικά και ηθικά. Πίστεψαν ότι οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους,
τα οποία διατήρησαν ως κόρη οφθαλμού για αιώνες ανάμεσα σε αλλοεθνείς και
αλλόθρησκους, υπήρχε κίνδυνος να εξαφανιστούν. Για πολλούς και διαφόρους, λοιπόν,
λόγους οι Καραμανλήδες απομονώθηκαν απέναντι στους υπόλοιπους κατοίκους και
κράτησαν αμυντική στάση, ζώντας μέσα σε έναν ιδιότυπο τρόπο ζωής. Αλλά και μεταξύ των
Καππαδοκών υπέβοσκε μια λανθάνουσα αντιπάθεια. Οι Αραβησσονλήδες ήταν μορφωμένοι
και ελληνόφωνοι, φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα και οι γυναίκες τους φουστάνια. Και
χαρακτήριζαν τους νεοεγκατασταθέντες, συγχωριανούς τους πλέον, ως οπισθοδρομικούς. Οι
Ενεχινλήδες, πάλι, δεν γνώριζαν τα ελληνικά, ένιωθαν υποδεέστεροι και ως ενδυμασία
προτιμούσαν τις μικρασιατικές παραδοσιακές βράκες.
Η μεγάλη, όμως, μεταστροφή στην συμπεριφορά τους ήρθε κατά την διάρκεια του
δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της γερμανικής κατοχής(1940-1944), όταν έζησαν,
πολέμησαν και ζυμώθηκαν μαζί, κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Οι κοινές δυσκολίες, ο πόνος
και τα βάσανα λειτούργησαν ως ενοποιητικός παράγοντας, ενώ οι αντιθέσεις και οι όποιες
αντιπάθειες αμβλύνθηκαν και υποχώρησαν. Τα συμφέροντα, οι καημοί, η κοινή μοίρα, οι
αισθηματικές σχέσεις των νέων παιδιών αλλά και οι γάμοι που ακολούθησαν, συνέβαλλαν
τάχιστα στην διαδικασία της όσμωσης, που επετεύχθη σταδιακά. Η αποκατάσταση των
τεταμένων, εν μέρει, σχέσεων επέφερε αρμονική και ειλικρινή συμβίωση με απτά και ορατά
αποτελέσματα σε πολλούς τομείς 371.

ζ΄---- Η εγκατάσταση των Ενεχιλιωτών

Τα βήματά των Ενεχιλιωτών ακολουθούν την πορεία προς τη (Νέα) Αραβησσό, εκεί
τους «οδηγεί» ο οικιστής Χρήστος Καμπανίτης. Η όμορφη φύση, τα πλούσια νερά και η
γόνιμη γη προσελκύουν το ενδιαφέρον των μικρασιατών από το Ενεχίλ, ιδιαίτερα, καθώς τα
συγκρίνουν όλα αυτά με τις άγονες και άνυδρες περιοχές τους. Οι πρόσφυγες από την
Αραβησσό έφτασαν πολύ νωρίτερα και είναι εδώ και καιρό εγκαταστημένοι σε αντίσκηνα.
Εδώ επελέγη ο νέος τόπος των Ενεχιλιωτών. Οι περισσότερες οικογένειες -107 στον
αριθμό- παρέμειναν και εγκαταστάθηκαν οριστικά στη (Νέα) Αραβησσό Γιαννιτσών. Στην
αρχή μένουν σε αντίσκηνα, που τους παραχώρησε το ελληνικό κράτος για δύο χρόνια,
αναμένοντας την στιγμή που θα αποπερατωθούν οι κατοικίες που τους υποσχέθηκαν. Ήδη
τον Οκτώβριο του 1928, τα σπίτια του Εποικισμού είναι έτοιμα να δεχθούν τους
ξεριζωμένους, από την καππαδοκική πατρίδα τους, πρόσφυγες. Η οικοδομική εταιρεία
371
προφορικές διηγήσεις κατοίκων της (Νέας ) Αραβησσού, στον γράφοντα.
85
γερμανικών συμφερόντων είχε ολοκληρώσει το έργο που ανέλαβε. Οι στιγμές είναι
συγκινητικές. Η κλήρωση που ακολουθεί παραχωρεί στους ενδιαφερόμενους δωρεάν
κατοικίες. Οι τρεις τύποι κατοικιών, με τέσσερα δωμάτια, με τρία και με δύο τα μικρότερα,
μοιράζονται στους δικαιούχους, αναλόγως του αριθμού των τέκνων που είχε κάθε
οικογένεια.
Στην (Νέα) Αραβησσό Γιαννιτσών, αρχικά, διέμεναν σε διαφορετική γειτονιά με τους
πρόσφυγες που αφίχθησαν από την καππαδοκική Αραβησσό και απασχολήθηκαν, κυρίως,
με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Λιγότεροι αριθμητικά, ανάμεσά τους ήταν οι
χτίστες, σιδεράδες, πεταλωτές και οι μάστορες. Ελάχιστοι ασχολήθηκαν με την σηροτροφία
και σε αγρό, ιδιοκτησίας του σχολείου, φύτεψαν μουριές για την συντήρηση των
μεταξοσκώληκων. Η όλη προσπάθεια, δυστυχώς, δεν ευδοκίμησε και, αργότερα, τα δέντρα
ξεριζώθηκαν. Τώρα το χωράφι ενοικιάζεται ως αρόσιμο. Κάποιοι, πάλι, βρήκαν
απασχόληση σε ένα μακρόστενο μικρό εργοστάσιο υφαντουργίας ιδιωτικής εταιρείας. Η
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κυρίως, απευθύνονταν στις Ενεχιλιώτισσες πρόσφυγες,
μιας και ήταν εξαιρετικές υφάντριες, εξειδικευμένες στην κατασκευή χαλιών. Η έναρξη
λειτουργίας βιοτεχνικής μονάδας υπήρξε τονωτική για την τοπική οικονομία, αν και
περισσότερο έμοιαζε με μεγάλη παράγκα. Λειτούργησε για αρκετό χρονικό διάστημα στην
κεντρική πλατεία της νέας πατρίδας τους, τουλάχιστον μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
(1939-1945), και, όπως περιγράφουν μαρτυρίες γεροντότερων κατοίκων της (Νέας)
Αραβησσού, η ιδιωτική αυτή επιχείρηση αναγκάστηκε να κλείσει, γιατί οικονομικά δεν ήταν
βιώσιμη. Σήμερα, ένα τμήμα της έκτασης που καταλάμβανε, καλύπτει το οίκημα το οποίο
στεγάζει το Κ.Α.Π.Η. της (Νέας) Αραβησσού372.
Λίγο αργότερα αρκετοί Ενεχιλιώτες -44 οικογένειες- έφυγαν από την (Νέα)
Αραβησσό, εξαιτίας των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών ζωής, των ασθενειών και της
υγρασίας, και επέλεξαν να κατοικήσουν στην Ανάβυσσο της Αττικής, όπου έχτισαν σπίτια
σε χέρσες, αφιλόξενες και άγονες, την εποχή εκείνη, εκτάσεις. Αλλά και εκεί
αντιμετώπισαν έλλειψη επαρκούς και θρεπτικής τροφής. Γι’αυτό αναγκάζονταν να
επισκέπτονται τους δικούς τους στη Μακεδονία, για να προμηθεύονται αγροτικά προϊόντα,
αλεύρι, φασόλια, πλιγούρι, προκειμένου να συντηρηθούν. Χαρακτηριστική ήταν η εικόνα να
της ουράς που δημιουργούσαν αρκετοί Ενεχιλιώτες –Αναβυσσώτες στα περίπτερα της
(Νέας) Αραβησσού, καθώς περίμεναν υπομονετικά, για να προμηθευτούν ποσότητα
σουσαμιού, πιπεριού κλπ.373.
Στην Ανάβυσσο της Αττικής συναντήθηκαν με πρόσφυγες από τη Φώκαια της
δυτικής Μικρασίας, που είχαν κατοικήσει στην παράλια περιοχή και αντιμετώπισαν από
κοινού μύριες δυσκολίες. Ανάμεσα στις αντιξοότητες ήταν και οι διενέξεις με τους γηγενείς
Έλληνες374. Ίσως γι’ αυτό να σκόρπισαν οι υπόλοιποι: 10 οικογένειες αναχώρησαν για τα
Πορρόια Σερρών, 10 οικογένειες βρέθηκαν στην Κοκκινιά του Πειραιά και 2 στο Μοσχάτο,
8 στην Θεσσαλονίκη, 8 στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, ελάχιστοι στο Καλαμπάκι και Ποσινό
Δράμας, στην Νάουσα και στα Ιωάννινα και άλλες 25 οικογένειες κατοίκησαν στο
Παρανέστι της Δράμας375.
Από την Αραβησσό προέρχεται το Μητρώον Εκτιμητικών Επιτροπών(1925), που
περιέχει αλφαβητική καταγραφή του πληθυσμού της (σύνολο 618 ονόματα). Το υλικό αυτό
βρίσκεται στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών376. Σύμφωνα με πληροφορίες που
υπάρχουν, έχουν μεταφερθεί τα Ευαγγέλια και τα εξαπτέρυγα από τον ναό του Ενεχίλ στον
καινούριο ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της (Νέας) Αραβησσού. Το ίδιο έγινε

372
προφορικές διηγήσεις Παναγιώτη Δεληγεωργίου, Παντελή Κενανόπουλου κ.ά. στον γράφοντα.
373
προφορικές μαρτυρίες των Ιορδάνη Χατζηπαρασκευαίδη και Οσίας Φαρσακίδου-Χατζηπαρασκευαίδου
374
προφορικές διηγήσεις Βαρβάρας Τατόγλου, επίσης, βλ. τις δραματικές στιγμές τους στο εξαιρετικό
λογοτέχνημα του Ηλία Βενέζη , Η Γαλήνη.
375
Καραθανάσης, Καππαδοκία ,210.
376
Καραθανάσης, Καππαδοκία, 213.
86
και με εκκλησιαστικούς και κοινοτικούς κώδικες. Δεν κατέστη δυνατόν, όμως, να
επιβεβαιωθούν στην πράξη όλα αυτά, επειδή δεν βρέθηκε τίποτα που να επιβεβαιώνει τα
λεγόμενα. Έτσι, λοιπόν, όλα αυτά παραμένουν, απλώς, φήμες. Το μόνο για το οποίο είμαστε
σίγουροι, είναι η ύπαρξη ενός Επιταφίου, που διατηρείται, ακόμη και σήμερα, στην
μητροπολιτική εκκλησία της Ανάβυσσου Αττικής377.

η΄--Λαογραφία

Στην νέα πατρίδα μετέφεραν πολλά ήθη, έθιμα και παραδόσεις από την ιδιαίτερη
πατρίδα τους, όπως τα κάλαντα παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων.
Έφτιαχναν λουκουμάδες τα Χριστούγεννα, κουλούρια και μπακλαβάδες την Πρωτοχρονιά.
Το σφάξιμο του γουρουνιού χρωμάτιζε τις χειμωνιάτικες γιορτές. Επίσης, γιόρταζαν την
Αποκριά και την Καθαρά Δευτέρα με νηστίσιμα φαγητά, εν όψει της μεγάλης σαρακοστής.
Το Πάσχα, την ετέρα σπουδαία γιορτή της Χριστιανοσύνης, συνήθιζαν να ψήνουν το
κατσίκι γεμιστό στο φούρνο. Σε αυτό το σημείο να τονισθεί ότι το σούβλισμα του αρνιού ως
νοτιοελλαδικό έθιμο, κυρίως, δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην (Νέα) Αραβησσό378.

θ΄---Κοινωνία

Οι Ενεχιλιώτες σκληραγωγημένοι αλλά και ενδεείς αντιμετώπιζαν τον οίκτο των άλλων
κατοίκων, επειδή δεν φορούσαν υποδήματα και κυκλοφορούσαν, ως επί το πλείστον,
ξυπόλητοι. Η συνήθεια αυτή, φερμένη από την Καππαδοκία, διατηρήθηκε για μερικά χρόνια
και αποτελούσε αφορμή για τον χλευασμό τους από τους καινούριους συγχωριανούς τους,
που είχαν διαφορετικά βιώματα και άλλες συνήθειες379.
Η νέα κοπέλα είχε ως αποκλειστικό σκοπό της ζωής της τον γάμο. Γι’ αυτό το λόγο και
προετοιμαζόταν χρόνια για εκείνη την ωραία στιγμή. Ετοίμαζε μεθοδικά και υπομονετικά
την προίκα της· υφαντά, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, κεντητά, πλεκτά, αλλαξιές, πάπλωμα
χαλιά κλπ. Οι γονείς και οι παππούδες της συνέδραμαν, ώστε να αυξηθεί η προίκα σε είδη
και σε ποσότητα. Ιδιαίτερη ικανοποίηση ένιωθαν, όταν μερικές μέρες πριν το γάμο και
μέχρι την παραμονή του γάμου, την προίκα την άπλωναν στο σαλόνι του σπιτιού τους, για
να την θαυμάσουν και να την περιεργαστούν συγγενείς και φίλοι. Προίκα ετοίμαζαν και για
τα αγόρια, η οποία ήταν μικρότερη· στρώμα, πάπλωμα, αλλαξιές. Ανήμερα του γάμου
ναύλωναν κάρο και μετέφεραν την προίκα στο πατρικό σπίτι του γαμπρού. Οι γάμοι στο
νέο χωριό τελούνταν την Κυριακή το απόγευμα, για να μπορέσουν το πρωί να κοινωνήσουν
στην Θεία Λειτουργία. Οι νεόνυμφοι μετά το μυστήριο εγκαθίσταντο στην πατρική
κατοικία του γαμπρού, στην καλύτερη των περιπτώσεων σε ξεχωριστό δωμάτιο μέσα ή
δίπλα στο σπίτι. Το γλέντι του γάμου κρατούσε όλο το βράδυ ως τα ξημερώματα και,
μερικές φορές, ως το μεσημέρι της Δευτέρας. Στον χορό, και ειδικά στην τούρλα (συρτός),
συμμετείχε υποχρεωτικά και ο κουμπάρος.
Στο όνομα του νεοφώτιστου παιδιού τον πρώτο λόγο είχαν οι γονείς του πατέρα.
Ορισμένες φορές, όμως, ακούγονταν και η γνώμη του νονού. Αξιοπερίεργο με τα σημερινά
δεδομένα ήταν το έθιμο των ανατολικοθρακιωτών προσφύγων να τελούν το μυστήριο του
γάμου, με παρουσία ιερέα, στην πατρική κατοικία του γαμπρού. Αργότερα, με σχετική
εγκύκλιο, που κοινοποιήθηκε στους ενορίτες από την Ιερά Μητροπόλη Εδέσσης, Πέλλης

377
Χατζόγλου , 64-65.
378
αφηγήσεις Νεοαραβησσωτών
379
προφορική διήγηση του Χρήστου Χελβατζόγλου.
87
και Αλμωπίας,το όλο ζήτημα διευθετήθηκε και από τότε επικράτησε το μυστήριο του γάμου
να τελείται κανονικά στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος380.
Πέρα από τις κατοικίες που παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες μικρασιάτες από το
Ενεχίλ, την Αραβησσό, αλλά και από άλλες περιοχές, τον Γαλατά, το Ταϊφύρι και το
Μπαγίρι της ανατολικής Θράκης, το ελληνικό κράτος προέβη και σε διανομές
καλλιεργήσιμης γης. Οι περισσότεροι έλαβαν κλήρο 15 στρέμματα. Ορισμένες, όμως,
οικογένειες, προφανώς πολυμελείς, δικαιούνταν μεγαλύτερο κλήρο σε γη. Αυτοί έλαβαν από
20 στρέμματα η καθεμιά. Μετά την αποξήρανση του βάλτου των Γιαννιτσών στην περίοδο
του 1935-36, πήραν και από εκεί ορισμένα -μικρότερα στον αριθμό- χωράφια.
Στην (Νέα) Αραβησσό υπήρχαν 4 νερόμυλοι, στους οποίους προσέρχονταν και
κάτοικοι από τα γειτονικά χωριά. Εκεί, εκτός από το άλεσμα των σιτηρών, έβγαζαν το φλοιό
από το σιτάρι και έφτιαχναν τον τραχανά. Σήμερα, απέμεινε ένας αλευρόμυλος, ο οποίος
λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα381.

ι΄--- Σύγχρονη πνευματική και πολιτιστική ζωή

Στο χωριό και στην ευρύτερη περιοχή διασώζεται πλούσια πολιτιστική παράδοση,
που έχει κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά και συγκροτεί πλούτο αληθινό από ανθρώπους
και ήθη και αποτελεί την πολύτιμη παρακαταθήκη και ανεκτίμητη κληρονομιά για τις
νεότερες ηλικίες.
Στην (Νέα)Αραβησσό δραστηριοποιείται ο εκπολιτιστικός σύλλογος «Παύλος
Μελάς» με έτος ίδρυσης το 1978. Οργανώνει εκδηλώσεις και χορούς με δικό του
χορευτικό συγκρότημα, αλλά και με την παρουσία χορευτικών ομάδων προσκεκλημένων
από την υπόλοιπη Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και από χώρες του εξωτερικού.
Διοργανώνει εκθέσεις ζωγραφικής, ειδών λαϊκής τέχνης, δρώμενα αναπαράστασης του
παραδοσιακού γάμου, λαϊκό γλέντι κλπ, είτε στον χώρο των πηγών Αραβησσού ή, όπως
αλλιώς είναι γνωστός, στα «ποτάμια» είτε στην καινούρια πλατεία του Γυμνασίου, όπως
ονομάζεται. Οι ετήσιες εκδηλώσεις με την ονομασία «Πηγές Αραβησσού»
διοργανώνονται στις 5 και 6 Αυγούστου, γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Παραδοσιακά γίνεται και το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου. Στη διάρκειά
τους η συμμετοχή του κόσμου είναι πάνδημη.
Η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού ονομάζεται Π.Α.Ο.Κ. Αραβησσού και μετέχει
με επιτυχία στα τοπικά ερασιτεχνικά πρωταθλήματα382.
Επίσης, το Δημοτικό Σχολείο, όπως και το Γυμνάσιο, οργανώνουν ποικίλες
εκδηλώσεις, καλλιτεχνικά δρώμενα, εκπαιδευτικές ανταλλαγές με ευρωπαϊκά σχολεία,
προγράμματα περιβαλλοντικά, πολιτιστικά, αγωγής υγείας, σεμινάρια, εκθέσεις βιβλίου
κλπ. Στο Γυμνάσιο λειτουργεί πλήρης σχολική βιβλιοθήκη με 6500 τίτλους βιβλίων,
πλούσιο ηλεκτρονικό υλικό και την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή. Λειτουργεί από

380
προφορικές διηγήσεις της Παναγιώτας Δεληγεωργίου και Παναγιώτη Δεληγεωργίου στον γράφοντα.
381
προφορικές διηγήσεις νεοαραβησσωτών , στον γράφοντα.
382
προφορικές διηγήσεις των Συμεών Προδρομίδη και Ελευθερίας Συμεωνίδου στον γράφοντα.
88
…….
Σχολική Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Αραβησσού «Γρηγόριος Ναζιανζηνός»
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

το σχολικό έτος 2000-01 και ιδρύθηκε στα πλαίσια προγράμματος του ΕΠΕΑΕΚ –
Πρόγραμμα «Πέλλα» του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων 383.

383
πληροφορίες του γράφοντα, που εργάζεται ως υπεύθυνος καθηγητής στην εν λόγω σχολική βιβλιοθήκη
89
Γ΄ ΜΕΡΟΣ

(ΝΕΑ) ΑΞΟΣ

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ (ΝΕΑΣ) ΑΞΟΥ ΤΗΣ


ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

Α Β

Α. πρόσφυγες προερχόμενοι από την Αξό Καππαδοκίας.


Β. πρόσφυγες προερχόμενοι από τον Τροχό Καππαδοκίας .

90
2. ΑΞΟΣ

α΄---Περί καταγωγής των Αξινών ή Αξικών

Αξίζει να σημειωθεί ότι υφίσταται σοβαρή άποψη περί κοινής καταγωγής των
κατοίκων της (Νέας Αξού ), επαρχίας Γιαννιτσών νομού Πέλλας, της Μακεδονίας, και
των κατοίκων της Αξού, επαρχίας Μυλοποτάμου του Ρέθυμνου της Κρήτης. Σύμφωνα με
την παραπάνω εκδοχή υπάρχει αδελφική σχέση μεταξύ των δύο χωριών, η οποία
ανάγεται στα χρόνια της ακμής της Μινωϊκής Κρήτης στην αρχαία Ελλάδα.. Η Αξός
ιδρύθηκε, σύμφωνα με μυθολογική παράδοση, από τον εγγονό του βασιλιά Μίνωα, τον
Αξό. Περιγράφεται ως μια από τις μεγαλύτερες πόλεις-κράτη, όπως υπήρξε η Κνωσσός,
η Φαιστός, η Γόρτυς και η Ελεύθερνα. Διέθετε, όπως απέδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη,
δικό της ηγεμόνα, διοίκηση, νομίσματα, στρατό και λιμάνι, ενώ είχε αναπτύξει εμπορικές
σχέσεις με άλλες πόλεις στην Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική. Ορισμένοι Αξινοί
Κρήτες, κινούμενοι από το εμπορικό δαιμόνιο και το ανήσυχο πνεύμα τους, αλλά και
από την πενία τη μόνιμη σύντροφό τους, σε κάποια από τα διαρκή ταξίδια τους βρέθηκαν
στην κεντρική Μικρασία, στην Καππαδοκία. Παρέμειναν, εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί
και έκτισαν το καινούριο τους χωριό, που το ονόμασαν Αξό, για να τους θυμίζει την
μακρινή πατρίδα τους. Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω θεώρηση και σε
συνδυασμό και με άλλα στοιχεία, τεκμηριώνεται ότι οι Αξινοί της Καππαδοκίας και,
κατόπιν, του νομού Πέλλας και οι Αξινοί του νομού Ρεθύμνης είναι απόγονοι κοινών
προγόνων384.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε ένα απόσπασμα από το βραβευμένο
πολύστιχο ποίημα με τίτλο: «Η κάθοδος των Αξενών» :

«…Όμως, καθήκον ιερό, α θέμε κι α δε θέμε,


΄πο που κρατεί η σκούφια μας, πρέπει, να το κατέμε.
Δεν είμαι απ΄ τον Όμηρο ούτ΄ απ΄ τον Καζαντζάκη,
Θρεφτάρι είμαι Κρητικό, γενιά ΄μαι Αξενάκι.
Ο κύρης μου ΄ταν Αξενός και Αξενή ΄χα Μάνα,….»385

Στο εν λόγω ποίημα περιγράφεται και στοιχειοθετείται όχι μόνο η καταγωγή των
Αξενών αλλά και τα δραματικά γεγονότα της προσφυγοποίησης και της εγκατάστασης
των κατατρεγμένων κατοίκων της Αξού από την Καππαδοκία στην Ελλάδα.
Πρόσφατα μάλιστα, έλαβε χώρα συνάντηση του Διοικητικού Συμβούλιου του
συλλόγου Αξινών Αττικής «Ο Ετέαρχος», αντιπροσωπείας των Κρητών Αξινών, με
επικεφαλής τον πρόεδρό τους Νίκο Ρισσάκη, και μελών του Πολιτιστικού Συλλόγου «Η
Φλόγα» της Αξού Γιαννιτσών στην Αξό Γιαννιτσών. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε
τον Ιούλιο του 2006. Οικοδεσπότες και φιλοξενούμενοι ανανέωσαν τις φιλίες, τις σχέσεις
τους και επιβεβαίωσαν την απόφασή τους για περαιτέρω συνεργασία και προώθηση
κινήσεων για αδελφοποίηση –διδυμοποίηση των δύο χωριών στο άμεσο μέλλον 386.

384
Μαυροχαλυβίδης τ.β΄ , 342 να επισημανθεί και η ύπαρξη και στην Καππαδοκία χωριού με το όνομα
Μάνταλα, όπως και στην Κρήτη Μάταλα.
385
Αποστόλης Παυλίδης, « Η κάθοδος των Αξενών» 28.
386
εφημερίδα «πρωϊνή ν. Πέλλας», αρ.φύλλου 6900 4-7-2006, .3
91
β΄---Τοπογεωγραφία, δημογραφικά στοιχεία

Το κεφαλοχώρι Αξός ή Νάξος με πληθυσμό στα 1924, 1112 οικογένειες με 3.687


άτομα διεκδικούσε με αξιώσεις, σύμφωνα με το βιβλίο του Αθ. Κωστάκη «Το Μιστί της
Καππαδοκίας», από το Μιστί τον άτυπο τίτλο του μεγαλύτερου χριστιανικού χωριού της
Καππαδοκίας387. Ήταν μια μικρή κωμόπολη, η οποία, μάλιστα,διέθετε και πανδοχείο για τις
ανάγκες των διερχομένων388. Η Αξός, που κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες
ελληνόφωνους, δίχως την παρουσία μόνιμων κατοίκων Τούρκων, έδωσε το όνομά της στο
προσφυγοχώρι της (Νέας) Αξού Γιαννιτσών. Σήμερα ονομάζεται Χασάκιοϊ (Hasakoy) και
όχι Χασάνκιοϊ (Hasankoy), όπως απαντάται αλλού, και βρίσκεται σε απόσταση 88χλμ
νοτιοδυτικά από την Καισάρεια και 28 χλμ βόρεια της Νίγδης, σχεδόν 5 ώρες με πεζοπορία.
Οριοθετείται περίπου στο κέντρο του οροπεδίου Μπουντάκ –οβά και εντός της κοιλότητας
που σχηματίζεται. Το έδαφος στο οποίο είναι χτισμένα τα 3 γειτονικά χωριά, Αξός, Αλάι,
και Τροχός, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της περιοχής. Ήταν μουχταρλίκι και
υπαγόταν στο μουδουρλίκι της Λίμνας, στο καϊμακαμλίκι του Πόρου, στο μουτεσαριφλίκι
της Νίγδης και στο βαλελίκι του Ικονίου. Εκκλησιαστικώς υπαγόταν στη μητρόπολη του
Ικονίου (έδρα της οποίας ήταν η Νίγδη). Δεν ήταν απομονωμένο χωριό και είχε
κοινωνικοοικονομικές σχέσεις τόσο με τουρκικά όσο και με ελληνικά χωριά389. Βόρειά του
βρισκόταν το γνωστό χωριό των Φλογητών390. Σχετικά αναφέρεται και ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Κύριλλος στα 1815: «Προς βορράν του Χασάκιοϊ 4 ώρες κείται χωρίον
χριστιανικόν Σουβερμέζ λεγόμενον, κοινώς Φλογετά, ίσως, δια το πάντη άνυδρον αυτού»391.
Άποψη περί καταγωγής των Αξενών καταθέτει ο Ν. Ρίζος, όταν υποστηρίζει ότι υπήρξαν
έποικοι από τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά Νάξος, Λήμνος και Δήλος, τους οποίους μετέφερε ο
στρατηγός του Μιθριδάτη, ο Αρχέλαος, όταν κατέλαβε τα παραπάνω νησιά. Το χωριό,
σύμφωνα με μαρτυρίες, ταυτίζεται με το άσημο χωριό Σάσιμα, στο οποίο τοποθετήθηκε ως
επίσκοπος ο ένας από τους τρεις Ιεράρχες, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος392. Έτερη
παράδοση ισχυρίζεται ότι οι Αξενοί ως μέτοικοι ήρθαν από το Χάσ-κιοϊ της Βασιλεύουσας
στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Ε΄ του Ίσαυρου, γνωστού εικονομάχου
αυτοκράτορα393.
Γραπτές μαρτυρίες περί του εν λόγω χωριού αντλούμε από τον πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο τον ΣΤ΄, ο οποίος επισημαίνει την εγκαταβίωση 200
ελληνικών οικογενειών εν έτει 1815. Αναφέρεται και στο γειτονικό χωριό Τροχός και τα
παρομοιάζει με τον άξονα (Αξός) και τους τροχούς (Τροχός) της άμαξας. Ο Ν. Ρίζος
υπογραμμίζει: «χωρίον χριστιανικόν, Αξός λεγόμενον, εις το οποίον υπάρχουσι σχεδόν
τριακόσιαι οικίαι· οι κάτοικοι άπαντες εισίν χριστιανοί και ομιλούσι την απλοελληνικήν
ανάρθρως…το χωρίον λέγεται Χασά Κιοϊ». Ο Συμεών Φαρασόπουλος γράφει ότι
κατοικούνταν από 4.000, τουλάχιστον, ορθόδοξους κατοίκους, οι οποίοι ομιλούσαν
παραφθαρμένα ελληνικά. Το 1899 ο Αναστάσιος Λεβίδης ενημερώνει πως «..η αρχαιοτάτη
κώμη Αξώ τουρκιστί Χασάκιοϊ καλουμένη έχουσα οικίας ορθοδόξους 450 η γλώσσα αυτών
ελληνική παρεφθαρμένη…» Ο Dawkins γράφει ότι στην Αξό διέμειναν 3.000 Έλληνες. Ο δε
πρόξενος της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη το 1916 αναφέρει ότι «Η της Ναξού ή Αξού
χωρίον προς νότον της Λήμνου… αμιγής ελληνόφωνος ευτυχώς υπέρ τας εξακοσίας
γεωργικάς αριθμούσα οικογενείας …» 394.

387
Ασβέστη ό.π. , 108.
388
μαρτυρίες Νεοαξινών στον γράφοντα.
389
Κ.Μ.Σ. ό.π. , 208.
390
οι πρόσφυγες από το εν λόγω χωριό έχτισαν τα Νέα Φλογητά στην Χαλκιδική της Μακεδονίας.
391
Κύριλλος ΄΄Ιστ. Περ…΄΄ ό.π., 20 βλ. και Κοιμίσογλου , Καππαδοκία, 365.
392
¨Σινασσόν ..τυχόν να είναι τα Σάσιμα, όπου επεσκόπησεν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος¨¨¨(Κύριλλος:..
(Κύριλλος «Ιστ…» , 9
393
Ρίζου Σ.Ν. : «Καππαδοκικά..», 98-99, βλ. και Κοιμίσογλου,Καππαδοκία, 446
394
Κοιμίσογλου, 446.
92
γ΄---Λαογραφία, κοινωνία

Η κοινωνική ζωή των Αξενών χαρακτηριζόταν από την προσκόλληση και την επιμονή
στην διατήρηση των παραδόσεων που κληρονόμησαν από τους πατεράδες τους. Οι
γνωριμίες των νέων μεταξύ τους καθορίζονταν από αυστηρούς και άγραφους κανόνες. Το
συνοικέσιο, συνήθως, ήταν θέμα διακανονισμού των συμπεθέρων ή και, ορισμένες φορές,
των άλλων κοντινών συγγενών και όχι των άμεσα ενδιαφερόμενων μελλόνυμφων, όπως,
αντίθετα,ισχύει στην εποχή μας. Αυτή η ελευθεριότητα των προγαμιαίων σχέσεων –με όλες
τις μορφές της– που υφίσταται στις ημέρες μας ήταν αδιανόητο να συμβεί τότε395.
Μετά το μυστήριο του γάμου που τελούνταν στην εκκλησία, η γυναίκα ακολουθούσε
τον σύζυγό της μαζί με τα προικιά της: κιλίμια, αλλαξιές, σεντόνια κλπ. στο πατρικό των
γονέων του. Εκεί τους περίμενε η πεθερά με το γλυκό στο χέρι, να τους κεράσει για το
γούρι. Οι νιόπαντροι γονάτιζαν, έλεγαν μια προσευχή και ύστερα διάβαιναν στο σπιτικό.
Έπειτα έκοβαν και μοίραζαν το ζυμωτό ψωμί της πεθεράς για ευχή και καλλιτεκνία. Ένα
καινούργιο δωμάτιο τους περίμενε. Περιδιάβαιναν στα σπίτια των συγγενών τους για να
πάρουν την ευχή και τα δώρα τους.
Η νεοφερμένη νύφη στο σπίτι των πεθερικών της παρουσίαζε, κατά κανόνα, τον
καλύτερο εαυτό της. Η νοικοκυροσύνη κλαι η αιδημοσύνη της έπρεπε να είναι
υποδειγματική και πάντα στεκόταν λιγομίλητη και ντροπαλή μπροστά στους γονείς του
συζύγου της. «Έκρυβε νυφιώτ΄ » Απέφευγε να μιλάει, να λέει οτιδήποτε, ως ένδειξη
σεβασμού προς τα πεθερικά και τους γεροντότερους συγγενείς τους. Ορισμένες φορές
ακουγόταν από τον πεθερό η φράση: «νύφη μου, μίλα με λίγο να ακούσω την φωνή σου»!
Σαν ήθελε να εκφραστεί έσκυβε, φιλούσε το χέρι των πεθερικών και έλεγε: «με συγχωρείτε
θέλω να σας μιλήσω». Όταν ο πεθερός επέστρεφε κουρασμένος από τις αγροτικές ασχολίες
στο σπίτι του, αυτή έσπευδε να του πλύνει τα πόδια. Αργά το βράδυ, όταν όλοι πια θα
πήγαιναν για ύπνο, αυτή όφειλε να συγυρίσει το σπίτι και να αποσυρθεί τελευταία για
ξεκούραση από τον κάματο όλης της ημέρας. Η μη τήρηση του «εθιμικού δικαίου» επέσυρε
το όνειδος και την αρνητική κριτική από τους συγγενείς του γαμπρού, αλλά και από τον
ίδιο! Κατά την βάπτιση του νηπίου σε πολύ μικρή ηλικία, το όνομα το επέλεγε ο ανάδοχος,
που είχε την πλήρη εξουσία στο συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ οι επιθυμίες των γονέων
τοποθετούνταν σε δεύτερη μοίρα396.
Τα παιδιά χαίρονταν και απολάμβαναν τις γιορτές του Δωδεκαήμερου: το απόγευμα ή
ξημερώματα της παραμονής της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης, των Χριστουγέννων,
ξεχύνονταν στους δρομίσκους του χωριού και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας τα
κάλαντα και αναγγέλλοντας την χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Θεανθρώπου. Κάτι
παρόμοιο γινόταν και την πρωτοχρονιά, όταν εκδήλωναν την ιδιαίτερη χαρά και
υπερηφάνεια τους, καθώς γιόρταζε και ένας άγιος συμπατριώτης τους, ο Μέγας Βασίλειος,
αρχιεπίσκοπος Καισάρειας της Καππαδοκίας. Οι φιλόξενοι νοικοκύρηδες καλωσόριζαν τους
νεαρούς που χτυπούσαν την πόρτα τους και τους φίλευαν με φρούτα, φιστίκια, καρύδια,
χαρούπια και όσον αφορά τα χρήματα: ένα γρόσι το πολύ σε κάθε παιδί. Ανέκαθεν η
φειδωλή διαχείριση των χρημάτων από τους Καππαδόκες θεωρούνταν κορυφαία αρετή!

395
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Νεοκοσμίδη και της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου
396
προφορικές μαρτυρίες της Θεοδοσίας Παντζαρτζή, της Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου, της
Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου αλλά και διηγήσεις άλλων κατοίκων της (Νέας ) Αξού, ανάμεσά
τους και η μητέρα του γράφοντα.
93
Όσοι είχαν φτωχούς συγγενείς, τους πρόσφεραν κάποιες ποσότητες κρέατος, για να τους
εκφράσουν την συμπόνια και την αλληλεγγύη τους397.
Το μυστήριο του βαπτίσματος του νεογέννητου γινόταν σε πολύ μικρή ηλικία, συνήθως
σαράντα ημερών. Η μητέρα, κατά κανόνα, παρέμενε στο σπίτι και ανέμενε την άφιξη των
καλεσμένων τους μετά την τελετή στην εκκλησία του χωριού. Όταν αντίκριζε τον ανάδοχο
με το μωρό της στην αγκαλιά του, έπρεπε να γονατίσει μπροστά του τρεις φορές, να του
φιλήσει το χέρι και, στην συνέχεια, να πάρει το μωρό από την αγκαλιά του πνευματικού
πατέρα του. Η συνήθεια αυτή έχει, πλέον, ενσωματωθεί στο τέλος της τελετής της βάπτισης,
μπροστά από την ωραία πύλη. Εννοείται, βέβαια, ότι ο νονός του παιδιού έδινε το όνομα
στην τελετή ονοματοδοσίας, αλλά, κατά κανόνα, τα νεοφώτιστα παιδιά έπαιρναν το όνομα
των παππούδων από τη μεριά του συζύγου. Η γενιά, η «φωλιά» έπρεπε να διατηρηθεί και να
διαιωνιστεί. Το όνομα πρέπει να τεκμηριώσει αυτή την συνέχεια! Αν η οικογένεια γινόταν
πολύτεκνη -πράγμα πολύ συνηθισμένο- «δικαιούνταν» όνομα και οι γονείς της μητέρας398.
Στον γάμο ο κουμπάρος είχε τον πρώτο λόγο και σημαντικό προβάδισμα στα δρώμενα
των εθίμων. Ο ίδιος όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, θα βαπτίσει και τα παιδιά του νέου
ζευγαριού, και, μάλιστα, όλα με την σειρά, κατά πως λέει το έθιμο. Με τον γάμο «δένει» τα
χέρια του και με την βάπτιση τα «λύνει». Φυσικά, καλεσμένο ήταν όλο το χωριό, αφού
ούτως ή άλλως ήταν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί μεταξύ τους. Οι συμπέθεροι έκαναν
πολλές ετοιμασίες και μαγείρευαν πλούσια και διαφορετικά φαγητά για τους καλεσμένους.
Τα πεθερικά δώριζαν στους νεόνυμφους -γαμπρό και νύφη- κάποια χρυσαφικά. Η νύφη
έπαιρνε μαζί της στο καινούριο νοικοκυριό, που δημιουργούσε, χρήσιμα πράγματα από την
προίκα της· σεντόνια, κουβέρτες, κάποια χαλιά και τα ρούχα της, φυσικά. Μετά την τελετή,
οι νεόνυμφοι πήγαιναν στο νέο σπιτικό που τους ετοίμαζαν. Αυτό ήταν ένα πρόσθετο
δωμάτιο δίπλα στην πατρική κατοικία του γαμπρού.
Η κηδεία του Αξινού ήταν μια θλιβερή στιγμή, αλλά, ταυτόχρονα, και μια καλή
ευκαιρία να βρεθούν τα σόγια και οι συγγενείς μεταξύ τους. Το νεκροταφείο βρισκόταν
πίσω από την Αγία Μακρίνα. Οι πολύ κοντινοί συγγενείς του θανόντος κλείνονταν στο
σπίτι για σαράντα ημέρες εξαιτίας του πένθους και δεν έβγαιναν έξω από αυτό. Η χήρα θα
φορούσε μαύρα ρούχα και μαντίλα για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Εκτός, εάν μετά από
παρέλευση ενός-δύο χρόνων, αποφάσιζε να ξαναπαντρευτεί. Τέτοιες, μάλιστα, περιπτώσεις
ήταν αρκετά συνηθισμένες. Και οι χήροι είχαν το ηθικό και εθιμικό δικαίωμα να
ξαναπαντρευτούν. Εξάλλου, τα ανήλικα ορφανά χρειάζονταν έναν άνθρωπο δικό τους, να τα
φροντίζει, έστω και αν ήταν πατριός ή μητριά. Αποτελούσε συνήθεια ο αποθανών να έχει
προνοήσει, ώστε να αφήσει μια σχετική περιουσία στην σύζυγο και τα παιδιά του. Όλοι
έπαιρναν το μερίδιο που τους αναλογούσε. Εννοείται, όμως, ότι τα αγόρια πριμοδοτούνταν
περισσότερο από τις αδελφές τους, επειδή ζούσαν σε μια πατριαρχική κοινωνία, όπου τα
χειρωνακτικά επαγγέλματα λόγω της ενασχόλησης των κατοίκων με την γη, ήταν σε
ιδιαίτερη εκτίμηση και απόλυτη προτεραιότητα. Η γη έπρεπε να μείνει στα χέρια των
αρσενικών διαδόχων της οικογένειας και να μην τεμαχιστεί και διασκορπιστεί σε «ξένα»
χέρια399.

397
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Αρνάκη-Παντζαρτζή.
398
προφορικές μαρτυρίες Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου και Θεδοσίας Αρνάκη-Παντζαρτζή
399
προφορικές μαρτυρίες Ιορδάνη Νεοκοσμίδη, Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου και Θεοδοσίας
Αρνάκη-Παντζαρτζή στον γράφοντα.
94
δ΄---Ναοί

Στην Αξό της Καππαδοκίας υφίσταντο αρκετές εκκλησίες.Υπάρχουν μαρτυρίες για


εφτά ναούς. Στις δύο μεγαλύτερες εκκλησίες του εν λόγω χωριού λειτουργούσαν τέσσερις
ιερείς, οι οποίοι, μάλιστα, ήταν απαίδευτοι400. Η σημαντικότερη και πλέον μεγαλοπρεπής
ετιμάτο στην μνήμη της Αγίας Μακρίνας, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου (ή σύμφωνα με
άλλες, αν και λιγότερο αξιόπιστες πληροφορίες, στην μνήμη της γιαγιάς του, που είχε το ίδιο
όνομα). Κοντά στο ιερό λείψανο της Αγίας Μακρίνας, σύμφωνα με τοπική παράδοση,
υπήρχε και κειμήλιο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και έξω από την κυρίως εκκλησία
ανέβλυζε αγίασμα. Ο ιερός ναός, η «Άγια Μάκραινα», όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι401,
χτίστηκε πάνω σε προηγούμενο βυζαντινό ναό στα 1843 και τα θυρανοίξια τελέστηκαν από
τον μητροπολίτη Ικονίου (με έδρα τη Νίγδη) Νεόφυτο402.
Μάλιστα την δεύτερη ημέρα του Πάσχα κάθε χρόνο ξεκινούσε μεγάλο 8ήμερο πανηγύρι,
στο οποίο συμμετείχαν Ρωμιοί και από τα γειτονικά χωριά, Τροχός, Λίμνα, Μαλακοπή,
Μιστί κλπ. Γινόταν περιφορά της εικόνας της Αγίας, γύρω από το ναό που τιμόταν στο
όνομά της. Σε μια άλλη στιγμή, ελάμβανε χώρα «δημοπρασία» εικόνων και όποιος πιστός
πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα –για τα δεδομένα της εποχής πάντα– είχε το δικαίωμα
να κρατάει στα χέρια του, κατά την διάρκεια της λιτανείας, εικόνες αγίων, όπως του Αγίου
Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου κ.ά. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν με αυτόν τον
τρόπο, με ενέργειες και ευθύνη πάντοτε της εκκλησιαστικής επιτροπής αξιοποιούνταν για το
καλό και τους φιλανθρωπικούς σκοπούς της εκκλησίας403.

Ο Ι. Ναός της Αγίας Μακρίνας. Αξός (σημ.Χασάκιοϊ) Καππαδοκίας.


φωτ. Συμεών Κ. Κοιμίσογλου .

Σύμφωνα, πάλι, με την παράδοση, αν κάποιος έταζε κάποιο τάμα στην Αγία Μακρίνα,
όφειλε οπωσδήποτε να το εκπληρώσει. Κάθε αντίθετη συμπεριφορά συνεπαγόταν ανάλογη
συνέπεια404. Πάντως, έως τις ημέρες μας, ο Ι. Ν. της Αγίας Μακρίνας διασώζεται, έστω και
400
Ξενοφάνης, Σύγγρ. Περ., τ. 3ος, τεύχ.1ον , βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 446.
401
προφορική μαρτυρία Ιορδάνη Παυλίδη.
402
Κοιμίσογλου ,Καππαδοκία, 447.
403
προφορική μαρτυρία Ιορδάνη Παυλίδη , στον γράφοντα.
404
προφ. μαρτυρία Θεοδοσία Παντζαρτζή. Μία γυναίκα που δεν τήρησε το τάμα της , περνώντας μπροστά
από το λείψανό της σφίχτηκε εκεί. Οι δικοί της την ξέλυσαν όταν υλοποιήθηκε η υπόσχεσή της.
95
σε άθλια κατάσταση, φανερώνοντας τις μεγάλες διαστάσεις του, που μαρτυρούν
ευημερούσα και πολυπληθή κοινότητα Ρωμιών. Βέβαια, η εικόνα ερήμωσης και
κακοποίησης είναι αποκαρδιωτική405. Το όνομα Μακρίνα είναι εξαιρετικά δημοφιλές,
ακόμη και σήμερα, αφού αρκετές εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου το φέρουν ως
βαπτιστικό όνομά τους406. Επίσης, εκτός από την Αγία Μακρίνα οφείλουν να αναφερθούν
τα παρεκκλήσια που ετιμώντο στα ονόματα της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Γεωργίου,
των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Παρασκευής, του Προφήτη Ηλία, της Αναλήψεως και,
τέλος, της Κοιμήσεως της Παναγίας 407.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος σημειώνει για τον ναό τα παρακάτω:
«…πλησίον αυτού ωσεί βολήν είναι μοναστήριον με Εκκλησίαν κτισμένην με τρούλλον επ΄
ονόματι της αγίας Μακρίνης, ης και το μνήμα ευρίσκεται εν τη Εκκλησία εις το αριστερόν
μέρος αποκεχωρισμένον εκ μονολίθου μαρμάρου πωματισμένον άνωθεν με μίαν ομοίαν
πλάκα, αγνοείται, δε ει σώζεται εν αυτώ το άγιον λείψανον. Εντός της Εκκλησίας ευρίσκεται
και φρέαρ βαθύ πότιμον, λεγόμενον αγίασμα»408. Η Αγία Μακρίνα θεωρούνταν θαυματουργή
και υπάρχουν διηγήσεις για θαύματα που συνέβησαν σε ασθενείς οι οποίοι και γιατρεύτηκαν
με τη χάρη της 409. Πάντως, υπάρχει και μια μαρτυρία από την Σπανοπούλου Ταμάμα
(Θωμαϊς ή Θεανώ;) πως, όταν ήταν παιδίσκη οκτώ περίπου ετών, είχαν ανέβει με μια ομάδα
γυναικών να καθαρίσουν τον γυναικωνίτη. Όταν τελείωσε η εργασία τους, άρχισαν να
κατεβαίνουν τα σκαλιά. Μαζί τους, όμως, κατέβαινε και μια άγνωστη γυναίκα. Τα μακριά
μαλλιά της σχεδόν σέρνονταν στο πάτωμα. Έσκυψε, λοιπόν, αυτή μπροστά στο αγίασμα,
βύθισε για λίγο το κεφάλι μέσα στο αγίασμα, έβρεξε τα μαλλιά της και τα τίναξε δεξιά-
αριστερά. Όταν το κορίτσι κατάλαβε πως κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε εκεί, φώναξε στις
γυναίκες και τις ενημέρωσε για το παράδοξο γεγονός, ότι, δηλαδή, είδε την Αγία Μακρίνα.
Ώσπου, όμως, να συνειδητοποιήσουν οι μεγαλύτεροι περί τίνος πρόκειται, η Αγία Μακρίνα
είχε γίνει άφαντη!410
Ο Ν. Ρίζος στα 1856 αναφέρει ότι «πλησίον του χωρίου τούτου, υπάρχει μοναστήριον
με νεόδμητον περικαλή ναόν, επ΄ ονόματι της αγίας Μακρίνης, ο τάφος ευρίσκεται εις το
αριστερόν του ναού εκ μονολίθου μαρμάρου· αγνοείται δε εάν σώζεται εν αυτώ το άγιον
λείψανον. Εντός του ναού είναι και φρέαρ βαθύ πότιμον»411.
Στα 1895 ο Συμεών Φαρασόπουλος πάλι γράφει: «Ενταύθα υπάρχει και μία εκκλησία
ευρυχωροτάτη, έχουσα πλούσια αργυρά σκεύη , επ΄ ονόματι της αγίας Μακρίνης , εντός αυτής
υπάρχει λάρναξ μαρμαρίνη έχουσα μήκος δύο μέτρων, ύψος δε σχεδόν ενός, εν αυτή δε ως
λέγεται, κείται το λείψανον της προειρημένης αγίας αδελφής Γρηγορίου του Ναζιανζηνού , ως
εκ τούτου συρρέουσι πλείστοι προσκυνηταί εκ των πέριξ χωρίων» 412.
Ο δε Αναστάσιος Λεβίδης υπογραμμίζει πως: «οι ενταύθα χριστιανοί ως καθολικόν ναόν
έχουσιν το μοναστήριον της αγίας Μακρίνης, ου ο ναός βυζαντινής εποχής ων ανεκαινίσθη τω
1843 συνάπτεται δε τω ναώ τούτω παρεκκλήσιον ένθα δείκνυται μεγίστη λάρναξ μαρμαρίνη
φέρουσα ογκοδέστατον σώμα μαρμάρινον άνευ επιγραφής, μόνον μετά του σημείου του
Σταυρού, λέγεται εκ παραδόσεως ότι η λάρναξ αύτη περιέχει το λείψανον της αγίας Μακρίνης ·
αλλ΄ ουδείς ετόλμησεν όπως ανοίξη αυτήν άχρι τούδε, ουδέ ευχερής η πράξις… και
πολλαχόθεν έρχονται εις προσκύνησιν αυτής ευσεβείς χριστιανοί ·ενταύθα εντός της εκκλησίας
υπάρχει και φρέαρ βαθύ της αγίας Μακρίνης λεγόμενον. Εντός του ναού τούτου υπάρχουσι και

405
προφορική μαρτυρία 7-9-07 αυτόπτη μάρτυρα, της Μαρίας Σιδηροπούλου, κάτοικου Φλώρινας
406
προσωπική παρατήρηση, κατόπιν έρευνας, του γράφοντα.(παρ. η μητέρα της Θεοδοσίας Παντζαρτζή).
407
προφορική μαρτυρία Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου του Συμεών , στον γράφοντα . βλ. επίσης και
Καραθανάσης, Καππαδοκία,98 και 263-264.
408
Κυρίλλου: ΄΄Ιστ. Περ…΄΄ , 20. βλ. και Κοιμίσογλου , Καππαδοκία, 448.
409
προφορική μαρτυρία της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου.
410
διήγηση της Σοφίας Σενικίδου, για την γιαγιά της Ταμάμα Σπανοπούλου που γεννήθηκε στην Αξό
Καππαδοκίας, στον γράφοντα.
411
Ν. Σ. Ρίζου, ΄΄Καππαδοκικά…΄΄΄, .98-99. βλ. και Κοιμίσογλου , Κππαδοκία,448.
412
Συμεών Φαρασόπουλος ΄΄Τα Σύλατα….,77, βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 448
96
παρεκκλήσια αρχαίας βυζαντινής εποχής: το του αγίου Γεωργίου…το της Κοιμήσεως της
Παναγίας μετά τρούλου, προ αυτού δε ετέρα μεγάλη λάρναξ άνευ επιγραφής· το της
Αναλήψεως ·το των Αναργύρων και το της αγίας Αικατερίνης · άπαντα τα παρεκκλήσια ταύτα
αρχαία και διατηρούνται καλώς »413.
Όπως, μάλιστα, αναφέρουν πληροφορητές, συχνά οι ίδιοι οι κάτοικοι με εθελοντική
εργασία ευπρέπιζαν, εξωράιζαν το ναό ή επισκεύαζαν τμήματα του ναού. Ένιωθαν την
εκκλησία δική τους. Θεωρούσαν, επομένως, τιμή και υποχρέωση, συνάμα, να προστρέξουν
σε κάθε ανάγκη που παρουσιαζόταν414.
Η Αξός συγκροτούνταν από τρεις συνοικίες: ο Επάνω Μαχαλάς, όπου βρισκόταν ο
γνωστός ναός της Αγίας Μακρίνας, ο κάτω Μαχαλάς με τον Άγιο Γεώργιο και ο Μεσαίος
Μαχαλάς, όπου βρισκόταν ο παλαιότερος ναός της Κοιμήσεως της Παναγίας που
«…αποτελούσε παλαιότερα , λόγω της θέσης του , τον καθευατό ναό του τόπου. Αυτού,
προτού χτιστεί η άγια Μάκρινα, η Παναγιά, ο Άι- Γιώργης και τα παρεκκλήσια περίπεσαν σε
αργία και μόνο μια φορά το χρόνο, στη ενιαύσια μνήμη τους γινότανε σ΄ αυτά λειτουργία … Η
Παναγιά μονάχα διατήρησε το προνόμιο του να εξακολουθούν να γίνονται εκεί, σ΄ ένα
πρόσθετο συναπτόμενο ναΰδριο , τα στεφανώματα και τα βαπτίσια»415.
Ο μητροπολίτης Ικονίου Προκόπιος Λαζαρίδης(1911-1923), δραστήριος και
επικοινωνιακός, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τον ναό του Αγίου Αμφιλόχιου στην έδρα της
μητρόπολής του416. Αρκετές φορές, πάλι, έκανε περιοδείες στην εκκλησιαστική επαρχία
του, για να γνωρίσει από κοντά το ποίμνιο του, να αφουγκραστεί τις ανησυχίες του, να γίνει
κοινωνός των προβλημάτων του και να δώσει τις απαραίτητες λύσεις. Όταν τα βήματά του
τον έφερναν στην Αξό, τότε προτιμούσε να καταλύσει στην άνετη κατοικία του Παυλίδη
Χρήστου, ενός ευκατάστατου έμπορου χαλιών, γνωστού στην μητρόπολη για τις ευεργεσίες
και την συνδρομή του στο φιλανθρωπικό έργο της τοπικής εκκλησίας417.
Τουρκικά σχολεία και τζαμιά δεν λειτουργούσαν, μιας και το χωριό ήταν και
ελληνόφωνο και, αμιγώς, ελληνικό. Οι ελάχιστοι Τούρκοι αξιωματούχοι ή έμποροι που
έκαναν κατά περιόδους την εμφάνισή τους προέρχονταν από γειτονικά χωριά. Πάντως, δεν
έχουμε επίσημα–σύμφωνα με προσωπικές μαρτυρίες—συχνά περιστατικά μικτών γάμων
μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, αν και ορισμένοι το αποδέχονται ως ένα πραγματικό γεγονός
καταπίεσης και συμβιβασμού.
Υπάρχουν 5-6 περιπτώσεις γυναικών, που ως νύφες τούρκεψαν κάτω από πιεστικές και
αφόρητες συνθήκες. Εννοείται ότι οι τελευταίες, κατά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών του
1924, δεν ήρθαν στην Ελλάδα και προτίμησαν, αφού πλέον είχαν δημιουργήσει οικογένεια,
να παραμείνουν στην Τουρκία418.

413
Αναστάσιος Λεβίδης, Αι εν μονολίθοις Μοναί , 171-172. βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 448.
414
« φέραμε μάρμαρα για το πάτωμα και φτιάξαμε τσιμέντο για συνδετικό υλικό…» μαρτυρεί ο Ιορδάνης
Παυλίδης στον γράφοντα.
415
Γεώργιος Π. Μαυροχαλιβίδης, Η Αξό της Καππαδοκίας, εκδ Εστία Νέας Σμύρνης, Αθήνα 1990, τ. 1ος,
.11-12. βλ. και Κοιμίσογλου, 448.
Καππαδοκία , 448.
416
Καραθανάσης, Καππαδοκία, 43.
417
προφορική μαρτυρία του γιου του, Ιορδάνη Παυλίδη, στον γράφοντα.
418
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Παντζαρτζή- Αρνάκη, της Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου και
της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου και προφ. διήγηση της Καλλιόπης Μισαηλίδου -Λεμονίδου .
97
ε΄---Εκπαίδευση

Οι κάτοικοι της Αξού της Καππαδοκίας ήταν ελληνόφωνοι και ομιλούσαν στην
συντριπτική τους πλειοψηφία την λεγόμενη διάλεκτο των Μιστιλήδων, ενώ, φυσικά,
γνώριζαν και την τουρκική. Ο Α. Σαραντίδης αναφέρει πως οι Αξενοί «…ευρισκόμενοι εν
παχυλή αμαθία , κινδυνεύουσι δε να απολέσωσι την μητρικήν αυτών γλώσσαν »419. Σε
παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και η κρίση του Συμεών Σ. Φαρασόπουλου περί παιδείας
και ιερέων: «Οι δε ιερείς ως προσόντα κέκτηνται εκτός της δεινής αμαθείας και την μέθην,
εξαίρεσιν δε αποτελεί εις τελειόφοιτος της εν Συνασσώ δημοτικής σχολής, όστις επί πληρωμή
εν ιδίω σχολείω διδάσκει μαθητάς τινας τα πρώτα στοιχεία των γραμμάτων… Δυστυχώς
ουδεμίαν φροντίδα καταβάλλουσιν οι αρμόδιοι προς σύστασιν σχολείων, εν ω ακόπως
ηδύναντο να πορίζωνται τα απαιτούμενα προς συντήρησιν αυτών χρήματα, δια πολλών μεν
άλλων μέσων, αλλά προ πάντων δια των χρημάτων, άτινα εισπράττονται εκ των περί την
Νίγδην ερχομένων προσκυνητών »

Το δημοτικό σχολείο στην Αξό (σημ.Χασάκιοϊ) Καππαδοκίας. .


φωτ. Συμεών Κ..Κοιμίσογλου

Στα 1905 υφίστατο ελληνικό αρρεναγωγείο με δύο τάξεις, όπου εδίδασκε ένας
δάσκαλος420. Στο σημείο αυτό, δέον να σημειωθεί ότι, όπως υποστηρίζει η θυγατέρα του
μεγάλου Αξινού δημοδιδάσκαλου Γεώργιου Π. Μαυροχαλυβίδη, η Μαριάνθη-Ανθούλα
Μαυροχαλυβίδου, και με την οποία συμφωνούν και άλλοι έγκυροι και αξιόπιστοι
πληροφορητές, η εκπαίδευση αφορούσε αποκλειστικά τα αγόρια και σε καμία περίπτωση τα
κορίτσια421. Σύμφωνα, πάντως, με άλλη μαρτυρία λειτουργούσε τετρατάξιο δημοτικό
σχολείο, στο οποίο τα μαθήματα γίνονταν αποκλειστικά στην ελληνική γλώσσα και,
μάλιστα, εκεί πήγαιναν και κορίτσια, αν και ολιγότερα στον αριθμό. Το σχολείο ήταν,
δηλαδή, μικτό. Το γεγονός ότι, παρά τις φοβέρες των Τούρκων, υπήρχαν γυναίκες
πρόσφυγες που γνώριζαν αρκετά καλά τα γράμματα βάζει σε σκέψεις τους ερευνητές. Ίσως
να τα έμαθαν σε κατ΄ οίκον διδασκαλία422. Πάγια αντίληψη των Αξινών ήταν ότι τα

419
Αρχέλαος. Σαραντίδης , «Σιν…» , 126, βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία , 446
420
Ξενοφάνης, Σύγγρ.Περ., τ.3ος, τ.1ον , βλ. και Κοιμίσογλου ,Καππαδοκία ,446.
421
προφορική διήγηση της Μαριάνθης-Ανθούλας Μαυροχαλυβίδου.
422
προφορική μαρτυρία της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου στον γράφοντα.
98
κορίτσια προτιμότερο ήταν να παραμένουν στο σπίτι, να μην κυκλοφορούν αναίτια έξω, να
μην «σουλατσάρουν» όπως έλεγαν, να ασχολούνται με τις δουλειές του νοικοκυριού και να
προετοιμάζονται επαρκώς, ώστε αργότερα, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, να αναδειχθούν σε
καλές νοικοκυρές, πιστές σύζυγοι και άξιες μητέρες.
Υπήρχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκπαίδευση και οι γονείς επιδίωκαν και έστελναν τα
παιδιά τους για μάθουν γράμματα παρά το γεγονός ότι η εκπαίδευση δεν ήταν υποχρεωτική
και οι ίδιοι οι κάτοικοι συνεισέφεραν για την λειτουργία του σχολείου και την μισθοδοσία
των δασκάλων423. Οι ιερείς του χωριού προέτρεπαν τους συγχωριανούς τους να μην
γογγύζουν και να ανταποκρίνονται στο σχετικό κάλεσμα, όταν ερανικές επιτροπές
χτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού τους, για να συλλέξουν χρήματα για την πληρωμή του
εκάστοτε δασκάλου. Οι πλουσιότεροι κατέβαλλαν μεγαλύτερα ποσά, οι δε πτωχότεροι
μικρότερα ποσά ή, συχνά, σε είδος, όπως αυγά, κότες κλπ. Η επίσημη τουρκική πολιτεία;
ουδεμία ενέργεια έκανε, για την ομαλή και απρόσκοπτη εκπαιδευτική διαδικασία, την
πρόσληψη και την αποζημίωση των δασκάλων. Όλα τα σχετικά ζητήματα τα ρύθμιζε,
εγκαίρως και αξιοπρεπώς, η ελληνική κοινότητα424.
Στα νεότερα χρόνια, όμως, ιδίως μετά την εδραίωση του κεμαλικού κινήματος στην
Τουρκία, τα εκπαιδευτικά πράγματα πήραν δυσμενέστερη τροπή. Αυτό έρχεται να
επιβεβαιώσει και η παρατήρηση Αξινού, που έζησε από κοντά τα γεγονότα: «…δεν υπήρχαν
ούτε δάσκαλοι ούτε και επιτρέπονταν νάχουν φανερά δασκάλους· αναγκάζονταν οι γονείς και
μας στέλνανε σε κρυφά σχολεία δηλαδή σε κανένα φυγόδικο που λιποταχτούσε και ερχόνταν
στο χωριό μας και γύρευε άσυλο…Αυτό βάσταξε μέχρι το 1920-21 οπότε έτυχε να ΄ρθη ο
ηρωικός και αδάμαστος σοφός δάσκαλος ο Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης και διοργάνωσε το
σχολείο και λειτούργησε ένα χρόνο … έφυγε αυτός και διέλυσε πάλι το σχολείο… »425.
Αξίζει, λοιπόν, να μνημονευθεί για την ιδιαίτερη προσφορά στην πνευματική και
εκπαιδευτική ζωή ο γνωστός λόγιος διδάσκαλος Γεώργιος Π. Μαυροχαλυβίδης (1885-
1972). Αν και δίδαξε μόνον επί διετία στο σχολείο της Αξού, κατά τα έτη 1920-1922, επειδή
μετά έφυγε καταδιωγμένος από τους Τούρκους στη Μαλακοπή και, αργότερα, στο Ικόνιο,
εντούτοις αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι άφησε βαθιά τα χνάρια του στα εκπαιδευτικά
πράγματα της περιοχής του426. Με άοκνες και συντονισμένες ενέργειές του κατόρθωσε να
θεμελιώσει το σχολικό κτίριο που αποπερατώθηκε το 1909. Υπήρξε άνθρωπος με οράματα
και δράση. Μάλιστα, έλεγαν μεταξύ τους οι Αξινοί στην παλιά αλλά και στη νέα πατρίδα
τους για κάποιον επιμελή μαθητή «ο Μαυροχαλυβίδης του το έμαθε το μάθημα, γι΄ αυτό και
είναι τόσο μορφωμένος»427.
Ο εν λόγω δάσκαλος υπήρξε ως άνθρωπος σοβαρός, συνεπής και άτεγκτος. Αυστηρός
και απόλυτος, εργαζόταν με αυταπάρνηση και μεράκι, πιστός στο χρέος και στις ιδέες του.
Εκτιμούσε βαθύτατα τους επιμελείς και ευφυείς μαθητές, όπως ήταν η Χατζηστεφάνου
Μαρία428, απέναντι στην οποία ήταν ήπιος, συγκαταβατικός και προσηνής. Όταν δίδασκε
το μάθημά του, ήταν τόσο απορροφημένος στο καθήκον του, που, κυριολεκτικά,
ενοχλούνταν και οργίζονταν, όταν τον διέκοπταν, εφόσον, μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές
που συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Τότε, όμως, αδυνατούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του και
ξεσπούσε οπουδήποτε. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως, όταν τόλμησε η μητέρα του, με το
απόλυτα κατανοητό θάρρος της μάνας, να τον ενοχλήσει εν ώρα μαθήματος, τότε αυτός
εκνευρισμένος άρπαξε με το χέρι του το μελανοδοχείο, που βρισκόταν μπροστά του, και το
εκσφενδόνισε εναντίον της. Με μια προσεγμένη, όμως, κίνηση η μητέρα του απέφυγε το
μπουκαλάκι με την μελάνη, που προοριζόταν για αυτήν και ερχόταν κατευθείαν καταπάνω

423
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Παντζαρτζή-Αρνάκη .
424
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Παυλίδη, στον γράφοντα.
425
Μηνάς Ιακωβίδης χ/φ. Κ.Μ.Σ. αρ.404 σελ. δακτ.11-12. βλ. και Ασβέστη, ό.π. 111.
426
προφορική διήγηση του Ιορδάνη Παυλίδη.
427
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Αρνάκη-Παντζαρτζή.
428
προφορική διήγηση της κόρης της, Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπίδου στον γράφοντα.
99
της. Εάν το μελανοδοχείο έβρισκε τον στόχο του, θα αντιμετώπιζαν περιστατικό σοβαρού
τραυματισμού ή και θανάτου. Το γεγονός επιβεβαίωσε ο Ιωσήφ Παυλίδης που, ως μαθητής
στην τάξη, ήταν παρών στο συγκεκριμένο επεισόδιο429.
Ο Γεώργιος Π. Μαυροχαλυβίδης είχε όνειρα και σχέδια για το σχολείο του
χωριού, μα δεν πρόλαβε να τα ολοκληρώσει. Μερικές από τις ουσιαστικές παρεμβάσεις του:
Διόρισε 25μελη σχολική επιτροπή, κατάργησε τους αυτοδιόριστους επιτρόπους,
συγκέντρωσε σημαντικά ποσά που τα διέθεσε για κοινωφελείς σκοπούς, επισκεύασε το
σχολείο, το εφοδίασε με καινούριο εξοπλισμό, συνέστησε βιβλιοθήκη, προσθέτοντας βιβλία
εθνικού περιεχομένου, προσέλαβε ικανούς δασκάλους και συνέταξε εσωτερικό σχολικό
κανονισμό430. Υφίστατο σχετική πίεση στους μαθητές να είναι μελετηροί και συνεπείς στις
υποχρεώσεις τους. Μέχρι και μάθημα Λατινικών διδασκόταν στο αυστηρό σχολείο431.

Γεώργιος Προδρόμου Μαυροχαλυβίδης. Διδάσκαλος στην Αξό Καππαδοκίας.


φωτ. Μαριάνθης –Ανθούλας Μαυροχαλυβίδου

Ο ενθουσιασμός του για κάθε τι ελληνικό, η επιμονή του να απαγορεύει στους μαθητές
του να εκφράζονται στα τουρκικά, οι γιορτές και οι εκδηλώσεις που οργάνωνε και που
αποσκοπούσαν ως κύριο στόχο στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος και η ακαταπόνητη
δραστηριότητά του είχαν ως αποτέλεσμα να συλληφθεί από τον αιμοδιψή Τούρκο νομάρχη
Αζμή Μπεγ στο Ικόνιο, όπου υπηρετούσε ως διευθυντής εκπαιδευτηρίων, και να
καταδικαστεί από τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» του Κεμάλ. Τον θάνατο δια
απαγχονισμού τον απέφυγε τελικά, χάρη στην παρέμβαση του προκρίτου Νικόλαου
Σαράφογλου, ο οποίος κατέβαλλε εγγύηση 500 χρυσών λιρών. Η εκτόπισή του στην
γενέτειρά του την Αξό χαροποίησε τους συγχωριανούς του. Η δράση του εκεί ήταν
συγκλονιστική. Το επεισόδιο φανερώνει τον ιδεαλισμό του: στο προαύλιο του σχολείου την
ώρα του μαθήματος της φυσικής αγωγής οι μαθητές τραγουδούσαν πατριωτικά άσματα και
έψαλλαν τον εθνικό ύμνο κατά προτροπή του ηρωικού δασκάλου τους. Το γεγονός έπεσε

429
προφορική μαρτυρία από τον Ιορδάνη Παυλίδη, μικρότερο αδελφό του εν λόγω μαθητή.
430
Μαυροχαλιβίδης τ.β΄, 417.
431
την εν λόγω πληροφορία την κατέθεσαν Νεοαξινοί στον γράφοντα.
100
στην αντίληψη παρακείμενων σε χάνι Τούρκων. Γνωρίζοντας την σχετική απαγόρευση
χρήσης της ελληνικής γλώσσας και, για να μην επιρριφθούν ευθύνες σε γονείς και μαθητές,
ο Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης οργισμένος απαίτησε από τους ενοχλητικούς Τούρκους να
απομακρυνθούν και προτάσσοντας το πιστόλι, που είχε για προσωπική προστασία του,
κατάφερε και τους έδιωξε. Το περιστατικό αυτό είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω όξυνση
της κατάστασης, με αποτέλεσμα να βρει καταφύγιο στη Μαλακοπή για να σωθεί. Όμως εκεί
τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στα «Τάγματα Εργασίας». Υπέφερε τα πάνδεινα. Το 1923
μέσω Μερσίνας, Θεσσαλονίκης έφτασε στην Έδεσσα, όπου συνέχισε να εργάζεται ως
δάσκαλος. Έτυχε αρκετών τιμητικών διακρίσεων από το ελεύθερο ελληνικό κράτος και
απεβίωσε στην Αθήνα πλήρης ημερών 432.
Σύμφωνα με διήγηση Νεοαξινής, στο σχολείο υπηρετούσε και ένας άλλος ντόπιος
δάσκαλος ο κ. Ανέστης…., ο οποίος, μάλιστα, είχε ερωτευθεί μια μαθήτριά του. Την
περίμενε, λοιπόν, υπομονετικά να αποφοιτήσει από το σχολείο. Όταν η Μαρία. Π. έφτασε
σε ηλικία γάμου, εκείνος πήγε στο πατρικό της σπίτι και ζήτησε επίσημα το χέρι της από
τους γονείς της. Εκείνοι, όμως, αρνήθηκαν την πρότασή του, προτιμώντας να την
παντρέψουν με άλλον Αξινό και, μάλιστα, επαγγελματία και, σίγουρα, οικονομικά πιο
ευκατάστατο. Ο δάσκαλος απαρηγόρητος, απελπίστηκε, κλείστηκε στον εαυτό του και
κάποιοι κακεντρεχείς διέδωσαν πως εξαιτίας αυτού του δυσάρεστου περιστατικού, ο
«καημένος ο δάσκαλος δεν στεκόταν, πλέον, καλά στα λογικά του»433.

στ΄--- Κοινωνία

Βασικό σημείο κοινωνικής αναφοράς των Αξενών στην Καππαδοκία ήταν η


οικογενειακή εστία. Η κατοικία δεν εξυπηρετούσε μόνο υλικούς, βιολογικούς και
ψυχολογικούς σκοπούς, αλλά αποτελούσε λειτουργικό συστατικό στοιχείο του κοινωνικού
ιστού. Οι οικογένειες δομημένες πάνω σε πατριαρχική αντίληψη, πολύτεκνες κατά
συντριπτική πλειοψηφία, φιλοξενούσαν τρεις και τέσσερις γενιές. Τα μέλη τους μέσα στον,
σαφώς, καθορισμένο ρόλο του καθενός ένιωθαν σιγουριά και ασφάλεια, ένα μεγάλο μέρος
της ζωής τους ήταν ενταγμένο στην οικογένεια και οι περισσότερες, αν όχι όλες οι
δραστηριότητές τους πραγματώνονταν μέσα σε αυτήν, κάτω από τον έλεγχό της αλλά και
την προστασία της. Οι Ρωμιοί δεν αισθάνονταν ιδιαίτερα άνετα και ασφαλείς έξω από το
σπίτι τους. Πολλές φορές έπεφταν θύματα αξιόποινων και εγκληματικών πράξεων, που τις
διέπραττε εις βάρος τους ο μουσουλμανικός πληθυσμός. Όσοι τολμούσαν να προβούν σε
καταγγελίες προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους, σε δικαστές(καδήδες) ή χωροφύλακες,
αντιμετώπιζαν την αδιαφορία της επίσημης πολιτείας και την δυσπιστία των στελεχών του.
Η χειρότερη εξέλιξη αλλά και ο εφιαλτικότερος φόβος τους, που πάντα έσφιγγε την ψυχή
τους, ήταν να αντιμετωπίσουν πράξεις αντεκδίκησης από τους Τούρκους. Εξάλλου, και οι
περιπτώσεις διαφθοράς με χρηματισμούς αξιωματούχων, το λεγόμενο μπαξίσι, ήταν
συνήθεις434.
Για αρκετές δεκαετίες τα σπίτια της Αξού βρίσκονταν βαθιά σκαμμένα στο
υπέδαφος σε βάθος 8-10 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της γης. Αυτά τα κερέρια, όπως
ήταν γνωστή η ονομασία τους, λαξευτά και λαβυρινθώδη επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω
ειδικών διαδρομών, γνώριμων στους ιδιοκτήτες. Αργότερα, όταν οι κάτοικοι έχτισαν τις νέες

432
προφορική διήγηση της κόρης του Ανθούλας-Μαριάνθης Μαυροχαλυβίδου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες νεοαξινών, μαθητές του φημισμένου διδάσκαλου υπήρξαν οι Ζαχαριάδης
Αθανάσιος, Ζαχαριάδης Λουκάς, Κόρχατζης Κυριάκος, Νεοκοσμίδης Ελευθέριος,Νικολαϊδης Νικόλαος,
Ξενίδης……,Τσιρκινίδης Ευδόκιμος κ.ά. ουδείς εκ των παραπάνω βρίσκεται σήμερα εν ζωή.
433
προφορική διήγηση της Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπίδου.
434
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Παυλίδη στον γράφοντα.
101
κατοικίες τους τις κατασκεύασαν, επάνω από την γήινη επιφάνεια. Τα παλιά, πλέον, κερέρια
χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες και κρυψώνες σε ώρα έκτατης ανάγκης435.
Οι κάτοικοι ζούσαν σε μόνιμη ανασφάλεια, που την προκαλούσε, κατά κύριο λόγο, η
ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση των ληστοσυμμοριών των Τσετών, που λυμαίνονταν την
περιοχή. Αρκετές φορές όταν κατέβαιναν από τα γύρω βουνά, για να επιδοθούν στις
παράνομες πράξεις τους, γινόταν αντιληπτοί από Αξινούς, που ήταν επιφορτισμένοι με τον
ρόλο του τελάλη. Αυτοί έσπευδαν αμέσως να χτυπήσουν τις καμπάνες ή φώναζαν δυνατά,
ενημερώνοντας τους φιλήσυχους κατοίκους του χωριού για την εμφάνιση των ληστών. Όσοι
προλάβαιναν κατάφερναν και γλίτωναν, οι υπόλοιποι γίνονταν βορρά στα απάνθρωπα
σχέδιά τους. Ληστείες, βιασμοί και αρπαγές νεαρών, κυρίως, γυναικών με σκοπό τον
εξισλαμισμό ήταν συνηθισμένες τακτικές τους436.
Στην ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας οι κάτοικοι προκειμένου να αποφύγουν
συμπλοκές, λεηλασίες, κακοποιήσεις και εξανδραποδισμούς, κυρίως, των γυναικόπαιδων,
κατασκεύαζαν σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων έξω από τα χωριά ή τους οικισμούς, όπου
διέμειναν, τα γνωστά σε πολλούς ως κερέρια. «…Υπόγεια καταφύγια, σήραγγες υπό την
κώμην επί 4 και 5 ώρας υπό την πεδιάδα εκτεινόμεναι. Εν απάσαις ταις επί την πεδιάδα
ταύτην κώμαις ευρίσκονται τοιαύτα υπόγεια, χρησιμεύοντα εις καταφυγήν εν καιρώ επιδρομής
αλλοφύλων και των επιπολαζόντων άλλοτε ενταύθα κλεπτών»437. Τα υπόγεια αυτά, λαξεμένα
αρκετές φορές σε βράχους, ήσαν ασφαλείς χώροι, όπου κατέφευγαν οι φοβισμένοι από τις
βαρβαρικές επιδρομές χωρικοί. Εκεί συναντιόντουσαν οι κυνηγημένοι, αντάλλασσαν
παρηγορητικά λόγια και αναθάρρευαν οι κατατρεγμένοι. Ταυτόχρονα, αποτελούσαν ιδανικές
κρυψώνες, όπου κατέφευγαν όσοι νέοι ήθελαν να γλιτώσουν την στράτευση στον
νεοτουρκικό στρατό, αποφεύγοντας έτσι τις δυσμενέστατες συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι
νεοσύλλεκτοι και, μάλιστα, οι χριστιανοί, οι οποίοι και στελέχωναν αρκετές κατώτερες
στρατιωτικές υπηρεσίες και επωμίζονταν δυσβάσταχτες και επαχθείς εργασίες438.
Το μεγαλύτερο κερέρι βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κεντρική πλατεία και
κάλυπτε μεγάλη έκταση, ίσως και το ήμισυ του χωριού. Από τα πλάγια ήταν χτισμένο
κάθετα με λίθινους τοίχους και δίχως ανοίγματα, που θα χρησίμευαν ως παράθυρα.
Φωτιζόταν από άνοιγμα στην στέγη, υπήρχαν παράθυρα με τζάμια και, πιθανόν, σιδεριά και
πλέγμα. Τίτλους ιδιοκτησίας είχε η κοινότητα, η οποία και το ενοικίαζε σε ιδιώτες κάτοικους
της Αξού. Ο κάθε ενοικιαστής είχε το δικό του τμήμα και το αξιοποιούσε, όπως θεωρούσε
καλύτερα. Τα υπόγεια αυτά ορύγματα διέθεταν αποθηκευτικούς χώρους, σόμπες για
μαγείρεμα και υποτυπώδη έπιπλα. Είχαν μεγάλο μήκος ή και, ενίοτε, ορόφους. Σε
περίπτωση κινδύνου οι έγκλειστοι κάλυπταν την είσοδο με τεράστιους βράχους ή
μυλόπετρες σε κυλινδρικό σχήμα ή και σιδερόπορτες. Από ένα μικρό άνοιγμα προέβαλε,
συνήθως, κάποιο όπλο για άμυνα και εκφοβισμό των επιτεθεμένων. Οι ληστές και οι άλλοι
παράνομοι, αδυνατούσαν να τους ακολουθήσουν και να τους παρακολουθήσουν μέσα στα
κερέρια. Η προστασία των κατοίκων ήταν αρκούντως αποτελεσματική και, όταν αργότερα
αποσοβούταν ο φόβος από τις επιδρομές των αλλοφύλων, οι κάτοικοι εξερχόμενοι των
κερερίων επέστρεφαν στα –συνήθως– λεηλατημένα ή κατεστραμμένα σπίτια τους 439.
Η ανάγκη να ασχοληθούν και πάλι με τις ειρηνικές εργασίες τους παρουσιαζόταν
επιτακτική, καθότι οι βιοτικές μέριμνες ήταν πιεστικές, σε συνδυασμό μάλιστα με την
άνυδρη περιοχή που κατοικούσαν, τα λιγοστά ύδατα και το μικρό ύψος βροχοπτώσεων. Οι
κάτοικοι ανακουφισμένοι από το γεγονός της σωτηρίας τους, απογοητεύονταν βαθύτατα με
τις εικόνες που αντίκριζαν, όταν επέστρεφαν στα σπίτια τους· αναστατωμένα, αισθητικά

435
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 447.
436
προφορική μαρτυρία Ιορδάνη Παυλίδη.
437
Στ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μ.Ασίας ,.76. πρβλ. Η Αξό της Καππαδοκίας,
δίτομη μονογραφία , Μαυροχαλυβίδης Γεώργιος
438
προφορική διήγηση της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου.
439
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Αρνάκη-Παντζαρτζή, στον γράφοντα.
102
κακοποιημένα ή και, αρκετές φορές, καμένα. Έσφιγγαν, όμως, τα δόντια τους και
ξανάρχιζαν τη ζωή τους σχεδόν από την αρχή. Εργάζονταν σκληρά στους Τούρκους ακόμη
και για ένα τσουβάλι άχυρα ως μεροκάματο440. Οι γείτονες, οι συγγενείς, οι φίλοι αλλά και
σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί έσπευδαν να συμπαρασταθούν στους δεινοπαθούντες, ηθικά και
υλικά, να τους συνδράμουν με τροφές, αλλά και με προσωπική εργασία, να τους βοηθήσουν
να (ξ)αναστήσουν τα σπιτικά τους. Σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς, οι άνθρωποι ήταν
πιο ζεστοί και δεμένοι μεταξύ τους, υπήρχε αλληλεγγύη στις σχέσεις τους441. Στην σημερινή
εποχή, όσα έχουν απομείνει, πλέον, αποτελούν μνημεία ιστορικού και τουριστικού
ενδιαφέροντος, ικανά να προσελκύσουν επισκέπτες με ενδιαφέροντα και περιέργεια442.
Αρκετοί κάτοικοι της Αξού λόγω της εσωστρέφειας, της απομόνωσης και της
άγνοιας, που τους χαρακτήριζε, για τις σύγχρονες εξελίξεις, ένιωθαν έκπληξη και
ξάφνιασμα, όταν αντίκριζαν καινούρια πράγματα. Όταν έτυχε να πετάξει πάνω από το χωριό
ένα αεροπλάνο, τρόμαξαν και αναρωτιόντουσαν περί τίνος πρόκειται. Τους έμοιαζε σαν να
πετούσε ένα τεράστιο πτηνό! Μεγάλη έκπληξη τους περίμενε, όταν αναγκάστηκαν να
ανέβουν σε τραίνο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Νίγδης το καλοκαίρι του 1924,
προκειμένου να ξεκινήσουν το ταξίδι της προσφυγιάς για το λιμάνι της Μερσίνας. Δεν ήταν
λίγοι εκείνοι, που έβλεπαν τραίνο για πρώτη φορά στη ζωή τους, «τι πράγμα, αλήθεια, ήταν
εκείνο» έλεγαν φοβισμένοι, «σαν ένα μεγάλο θηρίο!»443

ζ΄---Επαγγελματικές ασχολίες

Η κύρια επαγγελματική ασχολία των Ελλήνων κατοίκων ήταν η γεωργία και, κατά
δεύτερο λόγο, η κτηνοτροφία. Καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, σίκαλη, μπιζέλια, φακές,
ρεβίθια, ρόκα, που ήταν ένα είδος καλαμποκιού από το οποίο έβγαινε ένα είδος λαδιού,
αλλά έσπερναν και ρόβη444 πολύτιμη τροφή για τα ζώα τους. Δεν μπορεί να γίνει ιδιαίτερη
μνεία για αναπτυγμένη πτηνοτροφία445. Τα ζώα που εξέτρεφαν ήταν αγελάδες, πρόβατα,
βόδια, κατσίκια. Η επικρατούσα και καταπιεστική θρησκεία του μουσουλμανισμού δεν
ευνοούσε την εκτροφή χοίρων (=γουρουνιών), ακόμη και στις κοινότητες των χριστιανών.
Ειδικά, μάλιστα, για τους χωρικούς της Αξού, του Τροχού, των Φλογητών, του Μισθίου, του
Σεμέντερε, της Λήμνας και του Ανταβάλου ο Συμεών Φαρασόπουλος αναφέρει
«…ασχολούνται κυρίως περί την γεωργίαν και κτηνοτροφίαν αναπνέοντες εν ταις εξοχαίς
καθαρόν αέρα, είνε πάντες ανεπτυγμένοι σωματικώς και εύρωστοι, συνάμα δε και
γενναίοι…»446.
Οι αγρότες στην Αξό υποδιαιρούνταν σε τρεις υποομάδες: οι λεγόμενοι εσεκτήδες,
που αριθμούσαν 120 οικογένειες, δηλαδή, το 1/5 των γεωργών, και είχαν στην κατοχή τους
επαρκή γεωργικό κλήρο, που περιλάμβανε 30-40 στρέμματα ποτιστικά και άλλα τόσα
ξερικά χωράφια. Οι μεσαίοι γεωργοί αριθμούσαν 360 οικογένειες, που κάλυπταν ποσοστό

440
προφορική μαρτυρία της Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου.
441
προφορική διήγηση της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου.
442
ό.π. , 76 .
443
προφορική διήγηση της Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπίδου.
444
αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι και ακριτικά τραγούδια, τα οποία τοποθετούνται από έγκυρους
μελετητές στην αρχή του 10ου αιώνα στην Καππαδοκία, συμπεριλαμβάνουν ως καλλιεργήσιμο είδος
την ρόβη ως ζωοτροφή: «Κάτω στα ρούσια χώματα και σε βαθύ λιβάδι
εκεί σπέρνει ο Διγενής με τ΄ ώριον του ζευγάρι.
Φακήν και ρόβιν έσπερνε, ταήν του ζευγαριού του…»
Χιακή παραλλαγή της αρπαγής της γυναίκας του Διγενή. βλ..Αλίκη Γαλλοπούλου, Ελληνικός Λαϊκός
Πολιτισμός , ακριτικά τραγούδια, Αθήνα 1982.και Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1980, 2, 20.
445
προφορική μαρτυρία Ιορδάνη Παυλίδη στον γράφοντα. βλ. και Ασβέστη, ό.π. , 109.
446
Συμεών Φαρασόπουλος: Τα Σύλατα , 80. βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 369
103
3/5 του συνόλου των γεωργών, και ήταν ιδιοκτήτες 10-15 ποτιστικών στρεμμάτων και
ορισμένων ξερικών. Στην τελευταία κατηγορία τοποθετούνταν οι ακτήμονες, που
αριθμούσαν 120 οικογένειες και που εξασφάλιζαν τα χρειώδη, εργαζόμενοι σε κτήματα
ιδιοκτησίας άλλων συμπατριωτών τους. Την σημαδιακή χρονιά του ξεριζωμού, δηλαδή το
1924 οι οικογένειες, που είχαν ως κύρια και μοναδική απασχόληση την γεωργία,
κυμαίνονταν μεταξύ 100 έως 200. Ο Μ. Ιακωβάκης, που έζησε την ζωή του στην
Καππαδοκία της εποχής εκείνης, ανεβάζει σε 400 τον αριθμό των αγροτικών οικογενειών447.
Οι άνθρωποι του κάματου, όμως, είχαν μεγάλη και πικρή εμπειρία από την
κακοδιοίκηση και τις αυθαιρεσίες των κυρίαρχων Τούρκων, ανάμεσά τους, φυσικά, και των
φοροεισπρακτόρων. Οι κρατικοί υπάλληλοι, οι λεγόμενοι δεκατιστές, διαθέτοντας σχετική
ξύλινη σφραγίδα με διάφορα σκαλίσματα: φεγγάρι με λουλούδια, καρδιά και άστρο448,.
δέσμευαν το ένα δέκατο της περιουσίας των φορολογούμενων. Παρακρατούσαν, όμως, όχι
μόνο όσες ποσότητες τους επέτρεπε ο νόμος, βάσει της παραγωγής του αγρότη, αλλά πολύ
περισσότερες. Η είσπραξη του φόρου από μια συγκεκριμένη περιφέρεια με αρκετά χωριά,
έβγαινε σε πλειστηριασμό, τον οποίο κέρδιζε εκείνος που πρόσφερε στο κράτος το
μεγαλύτερο ποσό. Αφού οι δεκατιστές κατέθεταν την εγγύηση ότι κατέχουν ακίνητη
περιουσία, εισέπρατταν από τους φορολογούμενους ποσά πολλαπλάσια από όσα
δικαιούνταν449. Άρπαζαν, κυριολεκτικά, την σοδειά από τα χέρια του και του άφηναν
ελάχιστη ποσότητα, ίσα-ίσα για να μην πεθάνει της πείνας. Οι απροστάτευτοι και
εκτεθειμένοι στο έλεος και τις αυθαιρεσίες των Τούρκων, υπόδουλοι Ρωμιοί, αναγκάστηκαν
εκ των πραγμάτων να πονηρευτούν μηχανευόμενοι τρόπους και μεθόδους για να αποφύγουν
την υπέρμετρη και αυθαίρετη φορολόγηση των αγροτικών προϊόντων τους. Έτσι επινόησαν
την τοποθέτηση σε κρυψώνες, στα γνωστά κερέρια, μέρους των γεωργικών τροφίμων:
σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, φακές κι άλλες σοδιές της χρονιάς, σε τσουβάλια και σάκους,
για να τα φυλάξουν για τον εαυτό τους και να καλύψουν τοιουτοτρόπως επείγουσες
οικογενειακές ανάγκες για εκείνη την χρονιά450. Ο δεκατιστής, που λεγόταν στα τουρκικά
οσυρτζής, δεν επέτρεπε να μεταφερθεί η γεωργική παραγωγή του καλλιεργητή στην
κατοικία του, εάν, προηγουμένως, δεν πλήρωνε τον αναλογούντα φόρο, τον λεγόμενο
οσύρ451.
Εκτός της γεωργίας και της κτηνοτροφίας -ως εγράφη- ως κύριες επαγγελματικές
ενασχολήσεις των κατοίκων, ασκούνταν και άλλες εργασίες. Υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι που
ως έμποροι, πραματευτάδες, αγωγιάτες και γυρολόγοι περιδιάβαιναν την περιοχή,
επισκέπτονταν χωριά και οικισμούς και εφοδίαζαν τους ενδιαφερόμενους με ποικίλα αγαθά,
όπως με υφάσματα και μαλλί. Ο Θυσιάδης Ιορδάνης ικανότατος τσαγγάρης έφτιαχνε με
μεράκι και υπομονή δερμάτινα υποδήματα τα οποία διοχέτευε στις τοπικές αγορές των
καππαδοκικών χωριών που επισκεπτόταν 452. Οι Αξενοί αναδείχθηκαν σε επιτήδειους και
ικανότατους εμπόρους ξεκινώντας από τους μαγγανατζήδες. Οι τελευταίοι φρόντισαν και
διαμόρφωσαν μια πλευρά του εργαστηρίου τους, του μάγγανου, σε ένα υποτυπώδες
ψιλικατζίδικο, προκειμένου να ικανοποιήσουν ορισμένες ανάγκες του καταναλωτικού
κοινού. Με το πέρασμα του χρόνου αυτός ο τύπος μικροκαταστήματος εξελίχθηκε σε
πλήρες κατάστημα και επεκτάθηκε σε νέες δραστηριότητες. Πετυχημένος, επαγγελματικά,
υπήρξε ο Αρνάκης Πρόδρομος, ιδιοκτήτης καταστήματος-μπακάλικου,ο οποίος, αργότερα,
όταν οι συνθήκες έγιναν ευνοϊκότερες, ανεδείχθη σε ικανότατο έμπορο-αγωγιάτη, που
μετέφερε προϊόντα και αγαθά σε πολλά γειτονικά χωριά453.

447
προφορική μαρτυρία της Αναστασίας Θυσιάδου- Αυτζίδου. Βλ. και Ασβέστη , ό.π. , 109.
448
Ασβέστη, ό.π., 94.
449
Ασβέστη, ό.π. 182.
450
προφορική διήγηση της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου.
451
Ασβέστη, ό.π. 182.
452
προφορική μαρτυρία από την κόρη του Αναστασία Θυσιάδου-Αυτζίδου στον γράφοντα.
453
σύμφωνα με αφήγηση του Κωνσταντίνου Κικιρίκη απόγονό του, που κατοικεί στη ( Νέα) Αξό.
104
Στο μεταξύ δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι γυρολόγοι, που δωροδοκώντας τον αγά του χωριού
έστηναν μικρό κατάστημα και εξελίσσονταν πλέον σε μόνιμους μαγαζάτορες454. Οι έμποροι
επέλεγαν την ανταλλαγή των αγαθών παρά τα ίδια τα χρήματα. Τα προϊόντα που
συγκέντρωναν, όπως σιτηρά, βούτυρο, τυρί, μαλλί, δέρματα, αφιόνι και τιφτίκι, τα
μετέφεραν σε γνωστούς τους συνεργάτες, που ήταν μεγαλέμποροι και δραστηριοποιούνταν
στα αστικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής.
Άλλη σχετικά επικερδής απασχόληση ήταν η συλλογή και η κατοπινή πώληση
περισσευμάτων από την ύφανση των ρούχων στα σπίτια του χωριού, όπως ήταν τα
«τσεμπέρια», οι γνωστές μαντήλες, τα «ποσσ(ι)ά», που ήταν ένα είδος μεταξωτό σάλι και
κάλυπτε τους γυναικείους ώμους, τα «τσίτια», που ήταν τα πλουμιστά, λουλουδάτα λεπτά
φορέματα υποδεέστερης ποιότητας, τα «γεμενιά», που ήταν οι απλές, μαύρες μαντίλες 455
κ.ά. Τα παραπάνω τα αντάλλασσαν στα χωριά, των οποίων οι κάτοικοι δεν διέθεταν τέτοια
είδη.
Ορισμένοι έμποροι, οι γνωστοί ως «αγιανκάτζηλοι», ασχολούνταν με λαθρεμπόριο
καπνού, απέφευγαν, δηλαδή, την κρατική φορολόγηση των καπνικών προϊόντων. Άλλοι,
πάλι, εμπορεύονταν τις «τσιλιές». Αντάλλασσαν, δηλαδή, τα περιττώματα των περιστεριών
με άλλα είδη, όπως σταφίδα κλπ. Έδιναν π.χ. ένα τσουβάλι «τσιλιές» (κουτσουλιές) και
έπαιρναν 5-6 οκάδες σταφίδες. Όσο και αν ηχεί παράξενη και δυσώδης η συγκεκριμένη
δοσοληψία, χρήσιμο είναι να επισημανθεί ότι η κοπριά των πουλιών ανακατεμένη με την
διαβρωμένη σκόνη, είναι εξαιρετικό λίπασμα για την καλλιέργεια αμπελιών ή και άλλων
ειδών και, ειδικά, όταν το φυσικό τοπίο δεν προσφέρει γόνιμη γη για καλλιέργεια456. Οι
κουτσουλιές από τα αγριοπερίστερα, που ζούσαν κατά δεκάδες στους λαξευμένους βράχους,
έπαιζαν ρόλο ζωτικής σημασίας και διευκόλυναν, πολλαπλώς, τις συνθήκες ζωής των
ντόπιων. Εφόσον υπήρχαν σε αφθονία, οι Καππαδόκες δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να
αξιοποιήσουν προς όφελός τους αυτή την φυσική πραγματικότητα.
Οι πολλές οπές, που άνοιγαν οι Καππαδόκες στα λαξευμένα βράχια, εξασφάλιζαν για
τα πτηνά φωλιές και καταφύγιο. Το εξώκοσμο τοπίο, που μπορεί να το παρατηρήσει μέχρι
και σήμερα ο ερευνητής, μαρτυρά τέτοιες εικόνες και συμπεριφορές. Τα εν λόγω πτηνά
εξασφάλιζαν, πρωτίστως, την οργανική λίπανση των περιορισμένων καλλιεργούμενων
εκτάσεων, διασφάλιζαν, επίσης, σε χαλεπούς καιρούς την επικοινωνία των έγκλειστων
μοναχών και λαϊκών με τον υπόλοιπο κόσμο. Εξάλλου, σύμφωνα με την βαθιά ριζωμένη
θρησκευτική αντίληψη των Ορθόδοξων Χριστιανών, το περιστέρι συμβολίζει το τρίτο
πρόσωπο της Αγίας Τριάδας457.
Μεγάλο κίνδυνο διέτρεχαν οι οδοιπόροι και οι έμποροι, γιατί σημειώνονται εις βάρος
τους επιθέσεις με στημένες ενέδρες από κακοποιά στοιχεία, τα οποία προέβαιναν σε
αιματηρές ληστείες. Τέτοιο θλιβερό περιστατικό συνέβη το 1922 ή 1923, όταν κάποιοι
ληστές έστησαν καρτέρι σε απόμερα και σκοτεινά περάσματα στον Χρήστο Παυλίδη,
ευηπόληπτο και επιφανές στέλεχος της Αξιώτικης κοινωνίας. Ο εν λόγω έμπορος
ασχολούνταν με εισαγωγές και εξαγωγές χαλιών από την Περσία, την Βηρυτό, την
Καισάρεια, την Κωνσταντινούποληκαι άλλες πόλεις. Οι κακοποιοί, όχι μόνο τον λήστεψαν,
αλλά και τον δολοφόνησαν, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη τους458. Ένας τρόπος για να
αντιμετωπίσουν οι Ρωμιοί αυτές τις εγκληματικές ενέργειες, ήταν να ταξιδεύουν πολλοί
μαζί, ώστε να νιώθουν ασφαλείς459.
Φημισμένοι τεχνίτες, οι οποίοι και έμαθαν την δουλειά τους στα κοντινά Φλογητά
(σημ. Σουβερμέζ), υπήρξαν οι μαγγανατζήδες, όσοι δηλαδή ασχολούνταν με την κατασκευή

454
Ασβέστη. , ό. π., 185.
455
προφορικές διηγήσεις του Δημήτριου Σενικίδη και της Σοφίας Σενικίδου.
456
Ασβέστη, ό.π., 109
457
προσωπική διαπίστωση του γράφοντα από οδοιπορικό στην Καππαδοκία από 13-4-08 έως 20-4-08.
458
προφορική μαρτυρία του γιου του, Ιορδάνη Παυλίδη.
459
προφορική μαρτυρία της Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου , στον γράφοντα.
105
μαγγάνων460 από την λειτουργία των οποίων παράγονταν το γνωστό λινέλαιο ή λινόλαδο.
Οι Τούρκοι το ονόμαζαν μπεζίρ ή πεζίρι και ήταν εξαιρετικά χρήσιμο ως φωτιστική ύλη,
μιας και δεν χρησιμοποιούσαν ακόμα το πετρέλαιο. Μάγγανους ονόμαζαν αυτά τα
υποτυπώδη μηχανήματα οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί, ενώ οι Οθωμανοί τα αποκαλούσαν
πεζιρχανάδες (σποροτριβεία)461. Αν και οι Αξενοί μαγγανατζήδες ως γκιαούρηδες ήταν
αντιπαθείς, εν τούτοις, θεωρούνταν αναγκαίοι τόσο για τον εκάστοτε αγά, που ήταν συνήθως
ιδιοκτήτης μάγγανου, αλλά και, γενικότερα, για όλη την οθωμανική αυτοκρατορία.
Αξιοσημείωτη ήταν η εκτίμηση που έχαιραν από τους τοπικούς Τούρκους άρχοντες. Αυτοί
οργάνωναν προς τιμήν τους λαϊκές εκδηλώσεις υποδοχής τους στα μέρη τους με μουσική,
νταούλια και ζουρνάδες462 ή, ορισμένες φορές, πήγαιναν στην Αξό να τους παραλάβουν με
τιμητική συνοδεία463. Γνωστοί μαγγανατζήδες ήταν οι γονείς της Αικατερίνης Παυλίδου-
Καρυπίδου 464, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως κινητήρια δύναμη δύο δυνατά και γεροδεμένα
άλογα που γύριζαν γύρω-γύρω την μυλόπετρα, για να αλεστεί επαρκώς ο σπόρος.
Παρήγαγαν λάδι για τις δικές τους ανάγκες αλλά και των άλλων, που έρχονταν στο
εργαστήρι τους για να κάνουν τις ανάλογες παραγγελίες και προμήθειες.
Ακόμη, στα χειροποίητα έργα τους συγκαταλέγεται και το σουντού, ένα είδος
σχάρας, που τοποθετούνταν στο κάτω μέρος των «ταντουριών», για να ανάβει καλά η
φλόγα, να γίνεται καλύτερη διοχέτευση του καπνού και να διατηρείται ο αερισμός.
Πιθανότατα, λόγω οικονομικής στέρησης, ανακάτευαν με το λιγοστό σιτάρι και το ντέλετζε,
έναν άλλον σπόρο, παράσιτο, που φύτρωνε δίπλα στο σιτάρι. Τα δύο είδη αλέθονταν μαζί,
αλλά το ντέλετζε είχε περίεργες παρενέργειες, γιατί όσοι το έτρωγαν, παρουσίαζαν
συμπτώματα ζάλης και νάρκωσης465. Λίγα χρόνια πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών,
που συνέβη το 1924, ήρθαν μερικοί Νιγδελήδες από την πόλη τους, κατασκεύασαν στην
Αξό και έθεσαν σε λειτουργία πετρελαιοκίνητο μύλο, για να αλέθουν το σιτάρι που
παρήγαγαν οι ντόπιοι αγρότες και, έτσι, να καλυφθούν οι ανάγκες των κατοίκων της
περιοχής σε αλεύρι ή άλλα προϊόντα466. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονισθεί ότι, όταν
άνοιξε φούρνος στο χωριό για ψήσιμο ψωμιού, δεν λειτούργησε, όμως,για μεγάλο χρονικό
διάστημα, γιατί μη έχοντας δουλειά, ανέστειλε την λειτουργία του. Αυτό συνέβη, γιατί οι
Αξινοί συνέχισαν να ψήνουν το φαγητό και το ψωμί στα ταντούρια τους. Κάθε σπίτι είχε και
το δικό του ταντούρι, είδος φούρνου περσικής, και όχι –όπως πιστεύεται– τουρκικής,
προέλευσης467 .
Μια άλλη επαγγελματική ενασχόληση ήταν η βιοτεχνία των «καρχινιών». Αυτή η
δραστηριότητα ήταν έργο, κυρίως, των χειρών των γυναικών. Στις υποτυπώδεις οικοτεχνίες
που διατηρούσαν, κατασκεύαζαν τα «κα(ε)ρχινιά» ή καχρίνια (κούπια για φαγητό) όπως τα
αποκαλούσαν. Αναδείχθηκαν σε εξαιρετικές κατασκευάστριες χειροποίητων πήλινων
αγγείων. Τα «καρχίνια» ήταν πήλινα δοχεία και ανάλογα με τη βάση τους, την κοιλιά, τα
χερούλια, τον λαιμό και την χρήση τους έπαιρναν το αντίστοιχο όνομα: «παγιρία»,
«κοπετζίκια», «λωνιά», «τσικιά», «τσικόπα»(κούπια για γιαούρτι), λαγήνια(κούπια για
νερό), «κουμνιά», «πεϊβανάγια». Τα παραπάνω είδη τα πουλούσαν στα κοντινά χωριά.
Έδιναν στο χειροποίητο αγγείο, πλάθοντάς το δίχως την χρήση ειδικού εργαλείου,

460
παράβαλε το χωριό Μάγγανα της Ξάνθης.
461
Ασβέστη, ό.π., 35.
462
πρβ. τον στίχο από γνωστό λαϊκό τραγούδι : Ήμουν λαουτιέρης στην Καππαδοκία,
στη Μακεδονία, στη Μακεδονία
ζουρνατζής καλός……….
463
Ασβέστη, ό.π. , .111, πρβλ. και Γεώργιου Μαυροχαλυβίδη : ΄΄ Η Αξός της Καππαδοκίας…΄΄
σελ. δακτ. 86, επίσης Μ. Ιακωβίδη , χειρ.Κ.Μ.Σ. αρ.404, .1-2.
464
σύμφωνα με διήγηση της ίδιας.
465
προφορική διήγηση της Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπίδου στον γράφοντα.
466
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία , 449.
467
Ασβέστη, ό.π. , 175.
106
στρογγυλό σχήμα και κατασκεύαζαν καπάκια επίπεδα, που είχαν ένα χερούλι που έμοιαζε
με θηλιά 468.

………
Αβανός Καππαδοκίας. Χωριό φημισμένο για τα πήλινα αγγεία του. Ανταγωνιστικό
της Αξού. Απρίλιος 2008.
φωτ. Λάζαρου. Η. Κενανίδη.

Άλλο έργο τους ήταν οι στάμνες νερού σε μεγάλο σχήμα. Την πρώτη ύλη την
έπαιρναν από ένα κοινόχρηστο χωράφι, τον «μυστάκωνα», δηλαδή, τόπος που παίρνουν το
χώμα και φτιάχνουν τα «μύστατα». Η κατασκευή ενός αγγείου απαιτεί μεράκι, μαεστρία
αλλά και υπομονή, ο πηλός πλάθεται και παίρνει το απαιτούμενο σχήμα και μέγεθος, αλλά
η διαδικασία είναι αργή, γιατί κάθε επιπλέον προσθήκη του αφήνεται να στεγνώσει. Δεν
χρησιμοποιούνταν καμίνια για το ψήσιμό τους, τα τοποθετούσαν σε ανοικτή φωτιά
μισοχωμένα σε σωρό άχυρου και κοπριάς. Αισθητικά δεν ήταν και τόσο ελκυστικά,
χοντροκομμένα, άτεχνα, αστόλιστα και, όσον αφορά το χρώμα τους, ήταν σκούρα καφέ.
Τα, ποιοτικά, υποδεέστερα πήλινα αγγεία της Αξού αντιμετώπισαν οξύ εμπορικό
ανταγωνισμό από τα αντίστοιχα του Αβανού, που ήταν πιο καλαίσθητα και
μηχανοποιημένα469. Έτσι, τα πρώτα βρέθηκαν στο περιθώριο. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι
τα «λωνοειδή» και τα «πεϊβανάγια» αγγεία ήταν άκομψα, παρέμειναν περιζήτητα, γιατί
διατηρούσαν το νερό δροσερό. Αυτό στην άνυδρη γη της Καππαδοκίας είχε τεράστια
σημασία. Οι Αξινοί αντάλλασσαν τα καρχίνια τους στο χωριό Λίμνα, από εκεί έκαναν τις
470
προμήθειές τους σε πατάτες, κρεμμύδια, ραπάνια, φασόλια, παντζάρια κ.ά.
Ικανότατος και φημισμένος επαγγελματίας υπήρξε ο Χατζηστεφάνου Συμεών, που είχε,
μάλιστα, επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους για το χατζηλίκι. Υπήρξε δραστήριος έμπορος και

468
προφορική μαρτυρία της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου στον γράφοντα . βλ και Ασβέστη, 470 κλπ.
469
προσωπική παρατήρηση του γράφοντα, επ΄ ευκαιρία του οδοιπορικού στην Καππαδοκία 16/4/08.
470
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία ., .449. βλ. και Ασβέστη, ό.π., .110.
107
ιδιοκτήτης τεσσάρων μαγαζιών, μπακάλικου, ελαιοτριβείου, υφασματοπωλείου και
αποθήκης προϊόντων. Είχε στη δούλεψή του πολλούς εργάτες Έλληνες και Τούρκους, ως
τσιράκια, και οι άμαξές του εφοδίαζαν με ποικίλα αγαθά τα γύρω χωριά471.
Επίσης, αναφέρονται δύο σιδεράδες που ικανοποιούσαν τις ανάγκες των κατοίκων και
των γειτονικών χωριών. Τα περισσότερα ρούχα που φορούσαν τα έφτιαχναν οι ίδιοι και,
έτσι, ένας ράφτης και μία ράφτρια, που εργάζονταν στο χωριό δεν είχαν πολλή δουλειά.
Αρκετές γυναίκες διέθεταν στο σπίτι τους κάποιον αργαλειό και σε αυτόν ύφαιναν υφαντά
«ντοκουρτζήν», χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη μαύρο μαλλί. Τα εν λόγω υφαντά
προορίζονταν για την ραφή «αναξιρίδων» για τους αγρότες, γνωστά στους περισσότερους
ως σαλβάρια. Δεν υπήρχαν επαγγελματίες κουρείς στην Αξό και οι νεαροί του χωριού
αναλάμβαναν ως ερασιτέχνες να κουρεύουν και να ξυρίζουν τους γεροντότερους, αλλά και
μεταξύ τους. Επίσης, να υπογραμμίσουμε τους τσατσί, που ως πετράδες εξειδικεύονταν στην
κατασκευή κεμερίων (τοξοειδών οροφών), καθώς και την ύπαρξη 6 λατόμων και λιθοξόων,
που προμηθεύονταν πρώτη ύλη από το λατομείο του Νταζ-κεστί και λάξευαν «λακκιά»,
«πλακόνια», «χερμύλια» (μυλόπετρες)472.
Αρκετοί Αξινοί έφυγαν από το χωριό τους και δημιούργησαν δραστήρια παροικία στα
Άσχαρα(Ακσαράι). Εκεί εργάζονταν σε διάφορες δουλειές, όπως στα χωράφια, τους μύλους,
τα καμίνια, τα σποροτριβεία ή μάγγανους. Κάποιοι από αυτούς επέστρεφαν στο χωριό τους,
για να βρεθούν με συγγενείς και φίλους σε μεγάλες γιορτές και πανηγύρια και, έπειτα,
ξαναγύριζαν στις εργασίες τους στο Ακσαράι473.
Οι μαιευτήρες δεν είχαν σπουδάσει, αλλά ασκούσαν το επάγγελμά τους εμπειρικά. Ήταν,
κατά κύριο λόγο, γυναίκες πρακτικές μαίες. Την μαμή την αποκαλούσαν «Πασκάλ ιναίκα».
Μαρτυρείται, πάντως, και η ύπαρξη μιας πρακτικού οδοντογιατρού, η οποία αμέσως μετά
την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών, για να προλάβει άλλες επιπλοκές τοποθετούσε στην
πληγή μικρή ποσότητα αλατιού και ξυδιού474. Η συνήθεια αυτή έβρισκε εφαρμογή μέχρι
πριν 3-4 δεκαετίες στο νέο χωριό στη Μακεδονία από τους νεοφερμένους πρόσφυγες475
Σύμφωνα με τους πίνακες των επαγγελμάτων των Ρωμιών που ήρθαν πρόσφυγες στην
Ελλάδα την κρίσιμη χρονιά του 1924, ήρθαν 440 οικογένειες με πληθυσμό 1359 ατόμων . Οι
6 δήλωσαν βοσκοί, από τους οποίους ο ένας ήταν αγελαδάρης, οι 4 ήταν γεωργοί από τους
οποίους δύο καπνοκαλλιεργητές, οι άλλοι δύο ασχολούνταν και με το εμπόριο. Οι 26
δήλωσαν έμποροι και, μάλιστα, οι περισσότεροι μικρέμποροι. Οι 11 δήλωσαν εργάτες, από
τους οποίους οι έξι ήταν βοηθοί στο μάγγανο, ο ένας καπνεργάτης και δύο καπνεργάτριες.
Οι 5 δήλωσαν τεχνίτες, εκ των οποίων οι τρεις σιδεράδες και οι δύο υποδηματοποιοί. 1
δήλωσε καφετζής, 1 μεταφορέας, 3 υπάλληλοι και διάφοροι άλλοι. Από 8 άτομα-οικογένειες
ο ένας ήταν νυκτοφύλακας476.

471
προφορική μαρτυρία της κόρης του, Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου.
472
Ασβέστη , ό.π. , 109, 110, 111 και 191.
473
ό.π. , 26 και προφ. μαρτυρία της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου στον γράφοντα.
474
ό.π., 189.
475
προσωπική παρατήρηση του γράφοντα.
476
Ασβέστη, ό.π., 139 και 143.
108
η΄ ---Κατοικία, ενδυμασία

Οι κτίστες ήταν ολιγάριθμοι και τούτο γιατί οι κατοικίες των Αξενών ήταν απλοϊκές,
εύκολες και λιτές και οι ίδιοι οι ένοικοι αναλάμβαναν την κατασκευή τους. Στα παλαιότερα
χρόνια για το χτίσιμο κτηρίων, ως βασικό οικοδομικό υλικό χρησιμοποιούσαν τα
«κερπέτσα» ή πλινθιά, όπως τα ξέρουμε477.

.. Κεμέρια που κατοικούνται ακόμη στην σημερινή Καππαδοκία. Απρίλιος 2008.


φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Αργότερα, όταν βελτιώθηκαν οι μέθοδοι και η ποιότητα κατασκευής στα σπίτια τους,
χρησιμοποιούσαν και πέτρινες καμάρες ή «κεμέρια» από την τουρκική λέξη κεμέρ
=καμάρα478, όπως ήταν πιο γνωστές αυτές οι πέτρινες θολωτές οροφές. Αυτή η ανάγκη
δημιούργησε την ειδικότητα του καμαροποιού ή «κεμεροποιού». Οι τελευταίοι δούλευαν με
κομμάτια πέτρας τα ονομαζόμενα τας, τα οποία έβγαζαν από τους βράχους. Με αυτά
συναρμολογούσαν και έχτιζαν τα κεμέρια.
Οι πολύπειροι τεχνίτες, οι αποκαλούμενοι τσατσί, συγκρατούσαν αυτές τις τοξοειδείς
οροφές χρησιμοποιώντας ως συνδετικό υλικό το κιρς, είδος χοντρού χώματος που έμοιαζε
με αλεσμένη πέτρα479 .
Τα λαξευμένα σε βραχώδη εδάφη σπίτια συνδέονταν μεταξύ τους, στη συντριπτική τους
πλειοψηφία, με «κερέρια» ή «κελλέρια», υπόγειους, δηλαδή, διαδρόμους που συνέδεαν τα
σπίτια μεταξύ τους. Πολύ εύστοχη είναι η επισήμανση του Γεώργιου Μαυροχαλυβίδη :
«κερέρια, υπόγειοι διάδρομοι που όλα τα σπίτια του χωριού επικοινωνούσαν μεταξύ τους και
δεν εσκέφθη κανείς καμμιά φορά να χτίσει ή να φράξει την με τον γείτονα υπόγεια επικοινωνία
του. Πόσο ο κοινός κίνδυνος συναδέλφωνε και σύσφιγγε τόσο γερά τόσον κόσμο! »480.

477
προφορική μαρτυρία Ιορδάνη Παυλίδη στον γράφοντα.
478
κεμέρ αποκαλούσαν και την ζώνη στη γυναικεία στολή. Ασβέστη , ό.π. , . 40. βλ. και
Αθανάσιου Κωστάκη : Το Μιστί της Καππαδοκίας… σ.σ. 108, 146.
479
Ασβέστη, ό.π. , 191.
480
Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης, Αξός αριθ. Χρφ. 54α/68α .
109
Οι κατοικίες των ντόπιων Ρωμιών ήταν φτωχικές στην όψη αλλά και στην ποιότητα
κατασκευής. Χτισμένες με πλινθιά, δηλαδή, λάσπη στεγνωμένη στον ήλιο και ανακατωμένη
με άχυρα σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, συγκρατιόταν με ξύλα για δέσιμο των
τοίχων ή για κολώνες, τα γνωστά ντιρέκια. Τα σπίτια των πλουσίων είχαν πέτρες στο κάτω
μέρος για μεγαλύτερη ασφάλεια και αντοχή. Το πάτωμα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, ήταν
αδιανόητο τότε. Αποτελούνταν από απλωμένο χώμα, προσφέροντας στους ένοικους των
γειτονικών σπιτιών την δυνατότητα να επικοινωνούν υπογείως, με σκαμμένους διαδρόμους,
μεταξύ τους. Στα σημεία που κάθονταν χάμω στρώνανε κετσέα, είδος σκληρού και τραχιού
χαλιού φτιαγμένο από κατσικίσιο μαλλί. Στα κρύα βράδια του χειμώνα τα πολύτιμα κετσέα
ζέσταιναν την εσωτερική ατμόσφαιρα του σπιτιού. Τα μαξιλάρια γεμίζονταν με φύλλα
καλαμποκιού και άχυρα.
Εδώ να σημειωθεί ότι οι χωρικοί φορούσαν για υποδήματα τα τσαρούχια. Αυτά τα
έφτιαχναν μόνοι τους στα σπίτια τους από δέρμα βοδιού ή τα αγόραζαν από τη Νίγδη ή, σε
ορισμένες περιπτώσεις, τους τα έστελναν οι ξενιτεμένοι τους. Κατά συνέπεια, η τυχόν
ύπαρξη τσαγκάρηδων δεν είχε λόγο χρησιμότητας481.

θ΄---Διατροφή

Ο λιτοδίαιτος τρόπος ζωής των Αξενών αντικατοπτριζόταν και στην διατροφή τους. Η
κατανάλωση κρέατος ήταν εξαιρετικά σπάνια. Μόνο στα πλουσιόσπιτα έτρωγαν σχετικά
συχνά διάφορα είδη κρεατικών. Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού τρεφόταν με ζυμαριού φαγί(
σούπα-τραχανό), τόπια (σαν γιουβαρλάκια-σούπα), όσπρια, όπως οι φακές, τα φασόλια, τα
ρεβύθια, τα μπιζέλια και το ρύζι-πιλάφι. Έφτιαχναν και ένα είδος μακαρόνια σπιτικά.
Ιδιαίτερα δημοφιλή υπήρξαν το πλιγούρι και το κουρκούτι. Το κρέας καταναλωνόταν μόνο
στις μεγάλες γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα, όταν έσφαζαν κότες και μοσχάρια, και το
Πάσχα, όταν ήταν η σειρά των αρνιών και των κατσικιών.
Ένα από τα πλέον δημοφιλή εδέσματα, που παρασκεύαζαν, ήταν ο παστουρμάς.
Φτιαχνόταν από αποξηραμένο στον ήλιο και στον αέρα κρέας, που προερχόταν από καμήλα,
βόδι ή αγελάδα. Το συμπίεζαν αλατισμένο ανάμεσα σε δυο σανίδες και του πρόσθεταν
γύρω-γύρω ένα κοκκινωπό μείγμα από καυτερά μπαχαρικά. Το μείγμα αυτό ήταν το
περίφημο και νοστιμότατο τσιμένι. Ο παστουρμάς σερβιριζόταν παστός ή καπνιστός, αλλά
είχε βαριά μυρωδιά· το σώμα του καταναλωτή ανέδιδε μιαν «ανυπόφορη» οσμή για κάποιες
ημέρες. Για όποιον,όμως, ήταν κρυωμένος αποτελούσε το καταλληλότερο φάρμακο εξαιτίας
της υπεραιμίας και της εγρήγορσης που προκαλούσε στις καύσεις του ανθρώπινου
οργανισμού. Οι σημερινοί κάτοικοι της Καππαδοκίας θυμούνταν ότι οι Αρμένηδες και οι
Ρωμιοί ήταν εξαιρετικοί στην παρασκευή του παστουρμά, τέχνη την οποία διδάχθηκαν
πιστά από εκείνους482.
Αγαθά δικής τους παραγωγής, όπως τα αυγά, το γάλα, το τυρί και το βούτυρο,
συμπλήρωναν τη διατροφή τους. Παραμονές της μεγάλης γιορτής των Θεοφανείων οι
νοικοκυρές μαγείρευαν μια ξεχωριστή νηστίσιμη σούπα σαν κομπόστα, που μέσα περιείχε
μαύρες σταφίδες, πλιγούρι, δαμάσκηνα, ρεβίθια. Όσο για την εξασφάλιση του αλευριού
δημιουργούνταν πρόβλημα σοβαρό, μιας και στο χωριό δεν υπήρχε μύλος για το άλεσμα του
σιταριού. Έτσι αναγκάζονταν να πηγαίνουν κάθε φορά σε γειτονικά χωριά, για να
προμηθευτούν το αλεύρι της χρονιάς. Δεν διέθεταν επαγγελματικό φούρνο στο χωριό, αλλά
ούτε και στα σπίτια είχαν χτισμένο φούρνο. Έτσι και το ψήσιμο του ψωμιού γινόταν στα
τουντούρια483, το δε αγαπημένο φαγητό των λαϊκών τάξεων, την φασολάδα, την σιγόβραζαν

481
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Αρνάκη-Παντζαρτζή.
482
προφορική μαρτυρία της Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου κ.ά. στον γράφοντα. βλ.και Πλουμίδης,282
483
για την λέξη τουντούρι βλ. και σελ. 129.
110
στο τσικί (γκιούμι), τοποθετώντας το σκεύος πάνω σε ένα σίδηρο έσα στο τουντούρι, που
βρισκόταν στο πάτωμα του σπιτιού τους. Εκτός από το μαγείμερα το τουντούρι ήταν ένας
άριστος τρόπος θέρμανσης των σπιτιών και των ενοίκων τους. Ένας αποτελεσματικός
τρόπος άμυνας του οργανισμού απέναντι στους ρευματισμούς 484.

ι΄---Μετακινήσεις

Οι Αξενοί, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα και τα μέτρα της εποχής, ήταν άνθρωποι
ανήσυχοι, κοσμοπολίτες και ταξιδεμένοι. Μετανάστευαν στην Κωνσταντινούπολη, το
Ικόνιο, τη Νίγδη, το Καραμάν, το Ερεγλί, το Ιλκήν, το Κοτζιχισάρ, το Σεβερί Μπερλήκ, τη
Νάχσαρα (Άκσεράι), αλλά και σε άλλες πόλεις. Από την Αξό έφυγαν 30-40 οικογένειες και
εγκαταστάθηκαν ως άποικοι στου Αξενού το χωριό, όπως το ονόμασαν, ή Μπέ-κιόι στα
τουρκικά. Στα τέλη του 18ου αιώνα, περίπου 70 οικογένειες βρέθηκαν στο Ικόνιο, όπου
δημιούργησαν την δική τους παροικία485. Στα τέλη του 19ου αιώνα αρκετοί έφυγαν από την
Αξό και κατοίκησαν στο χωριό Τσελκέκ486. Ορισμένοι, πάλι, από την Αξό(Χασάκιοϊ)
βρέθηκαν εγκαταστημένοι στο χωριό Καρατζόρεν του Έβερεκ. Χαρακτηριστικό γεγονός
είναι ότι κάποιοι από το χωριό Οβατζίκ θεωρούσαν ότι έλκυαν την καταγωγή τους από την
Αξό487. Όσοι από τους Αξενούς είχαν σχετική οικονομική άνεση, επισκέπτονταν τους
Αγίους Τόπους, για να εκπληρώσουν ένα τάμα ή να δεηθούν την εκπλήρωση μιας ανάγκης ή
επιθυμίας τους. Επέστρεφαν πίσω στο χωριό τους κατά την περίοδο του Πάσχα, φέρνοντας
διάφορα δώρα για τους δικούς τους ανθρώπους. Όσοι πήγαιναν τρεις φορές στη ζωή τους
για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, και, εφόσον το επιθυμούσαν, έπαιρναν το προσωνύμιο
χατζής(=ευλογημένος) και το πρόσθεταν στην αρχή του επώνυμού τους 488.
Κάτοικοι από την Αξό στις 18 Νοεμβρίου του 1895, ανέλαβαν πρωτοβουλία να ιδρυθεί η
«Αδελφότης Παιδίων Αξού», με στόχο την δημιουργία σχετικού αποθεματικού κεφαλαίου
για ικανοποίηση εκπαιδευτικών αναγκών της κοινότητας. Η πορεία της αδελφότητας δεν
είχε δημιουργική συνέχεια, με αποτέλεσμα να ανασταλεί η λειτουργία της για αρκετά
χρόνια. Αργότερα, όμως, με ενέργειες του γνωστού διδάσκαλου, Γεώργιου Μαυροχαλυβίδη,
επανασυστάθηκε στο Ικόνιο με την ονομασία «Η Αγία Μακρίνα»489. Να σημειωθεί ότι και
στις ημέρες μας έχει ιδρυθεί και λειτουργεί στην πόλη της Φλώρινας ιεραποστολική
αδελφότητα με την ονομασία «Η Αγία Μακρίνα»490.
Η λεγόμενη επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 με την χορήγηση συντάγματος και το
απατηλό σύνθημα «Ελευθερία-Ισότης-Αδελφότης», ουσιαστικά προωθούσε το σύνθημα «Η
Τουρκία στους Τούρκους», επιδιώκοντας την εφαρμογή, στην πράξη, της πολιτικής του
βίαιου εκτουρκισμού και της εθνοκάθαρσης των χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας491. Ιδιαίτερα, όμως, μετά το 1914 το κλίμα είχε αλλάξει αισθητά προς το
χειρότερο. Ο μουχτάρης του χωριού στα τελευταία χρόνια πριν από την προσφυγιά ήταν ο
Σάββας Αρνάκης492.

484
προφορικές μαρτυρίες της Θεοδοσίας Αρνάκη-Παντζαρτζή και της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου .
485
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Αρνάκη-Παντζαρτζή στον γράφοντα βλ. και Κοιμίσογλου, 449.
486
Πλουμίδης, ό.π.,200.
487
Ασβέστη, 62 και 129.
488
προφορικές μαρτυρίες Άννας Σαρόγλου (1920-2007) και Θεοδοσίας Παντζαρτζή (1920- )
ειδικά ο πατέρας της πρώτης ονομάστηκε Χατζηστεφάνου Συμεών. Ήταν μάλιστα προπάππος μου.
489
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία , .450.
490
από προσωπική έρευνα του γράφοντα.
491
Καργάκος, 392.
492
προφορική μαρτυρία της κόρης του Θεοδοσίας Αρνάκη- Παντζαρτζή στον γράφοντα.
111
ια΄---Δραματικά γεγονότα

Περιστατικά κακομεταχείρισης Ελλήνων και χρήσης απειλών υπήρχαν αρκετά. H


Θεανώ Μισαηλίδου493 βρισκόταν στην κατοικία της και κουνούσε στην κούνια τους τα
παιδιά της, όταν εμφανίστηκαν ξαφνικά Τσέτες. Κλωτσώντας βίαια την πόρτα του σπιτιού,
εισέβαλαν μέσα και της ζήτησαν φορτικά όσα χρήματα διέθετε. Τοποθέτησαν επιδεικτικά τα
όπλα τους με την κάνη προς τα μικρά και απείλησαν να τα σκοτώσουν. Η μητέρα
τρομαγμένη έτρεξε να φέρει μερικές λίρες, που είχε μαζεμένες, και τους τις ενεχείρισε. Οι
Τσέτες μόλις τις έλαβαν στα χέρια τους, εγκατέλειψαν το σπίτι ικανοποιημένοι, ωσάν να μη
συνέβη τίποτε!
Κάποια φορά ήρθαν μερικοί Τούρκοι οδοιπόροι και ζήτησαν επιτακτικά να
διανυκτερεύσουν στο σπίτι μιας χωρικής στην Αξό και να ξεκουράσουν τα άλογά τους στον
στάβλο. Ο σύζυγός της έλειπε στον τουρκικό στρατό, όπου υπηρετούσε. Οι Τούρκοι
παραβίασαν τους κανόνες της φιλοξενίας και βίασαν την κοπέλα, που τους δέχτηκε
φοβισμένη στο σπίτι της. Την άλλη ημέρα έφυγαν και συνέχισαν το ταξίδι τους. Σε μια
μικρή κοινωνία που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και που τα ήθη ήταν πολύ αυστηρά, οι
δομές συντηρητικές και χωρίς ιδιαίτερα δικαιώματα και σεβασμό στη γυναίκα και το παιδί,
είναι αυτονόητο πως το γεγονός του βιασμού αντιμετωπιζόταν όχι ως έγκλημα του θύτη
αλλά ως αισχύνη για το θύμα, πολύ δε περισσότερο όταν ο θύτης είναι ο κατακτητής. Οι
δικοί της γεμάτοι ντροπή και όνειδος, αποφάσισαν ότι η εγκυμοσύνη της κοπέλας έπρεπε να
κρυφτεί από τους συγχωριανούς τους, με την δικαιολογία ότι ήταν άρρωστη. Για αυτό και η
παθούσα γυναίκα δεν μπορούσε να βγει έξω. Όταν γεννήθηκε το κοριτσάκι, το αφιέρωσαν
στην εκκλησία του χωριού. Αργότερα, βρέθηκαν κάποιοι συγχωριανοί τους, που το
συμπόνεσαν και το έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα με την ανταλλαγή. Εδώ ανταποκρίθηκαν
με περισσή φροντίδα στις πιεστικές ανάγκες, που δημιουργήθηκαν, και, όταν έπρεπε, την
πάντρεψαν και την αποκατέστησαν!494
Σε άλλη περίσταση, πάλι, σε μια ήσυχη οικογενειακή βραδιά, εμφανίστηκαν ληστές
και κλωτσώντας βίαια την πόρτα μπήκαν στο σπίτι του Σάββα Αρνάκη. Οι, κατά πάσα
πιθανότητα, Τσέτες πυροβόλησαν τον άντρα του σπιτιού και τον τραυμάτισαν σοβαρά στα
πόδια· η σφαίρα είχε διαπεράσει τον μηρό του. Οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν αλαφιασμένοι σε
μιαν άκρη και η σύζυγός του, Μακρίνα, έτρεξε να φέρει χρήματα, και τους τα έδωσε,
φοβούμενη μήπως τον σκοτώσουν. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε ξαφνικά,
ενημερώνοντας τους χωρικούς για την εμφάνιση των ληστών στο χωριό τους. Οι ληστές
ξαφνιασμένοι πρόλαβαν και έφυγαν με την λεία στα χέρια495.
Οι θλιβερές διηγήσεις δεν έχουν τελειωμό. Σε μια ληστρική έφοδό τους οι Τσέτες
μπήκαν στο σπίτι του Χρήστου Παυλίδη, ενός ευκατάστατου έμπορου χαλιών, γνωρίζοντας
ότι την συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο νοικοκύρης έλειπε για εργασία στο Ικόνιο.
Απειλούσαν την σύζυγό του Ελένη και της ζητούσαν χρήματα, κοσμήματα και ό,τι άλλο
πολύτιμο διέθετε. Η γυναίκα δεν δέχεται να τους δώσει όσα της ζητούν παρά μόνο ελάχιστα
χρήματα. Τότε αυτοί αρπάζουν το μικρό της αγοράκι, τον Ιορδάνη, τον σηκώνουν ψηλά, το
κρατούν ανάποδα και βγάζοντας το μαχαίρι από την ζώνη τους απειλούν ότι θα το «κόψουν
στα δύο». Τρομαγμένη η μητέρα του από τον επικείμενο αφανισμό του παιδιού της,
υποχωρεί και βγάζει από την ζώνη της ό,τι πολύτιμο είχε. Απλώνει τα χέρια της και τους τα
προσφέρει. Ο εκβιασμός των κακοποιών επέτυχε! Παρά, όμως, την φασαρία που
δημιουργήθηκε, γείτονες δεν εμφανίστηκαν, για να ενδιαφερθούν εμπράκτως ή να τους
συμπαρασταθούν. Ο φόβος τους κράτησε μακριά496.

493
γιαγιά της Πελαγίας Μισαηλίδου.-Λεμονίδου.
494
προφορική διήγηση της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου.
495
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Παντζαρτζή - Αρνάκη.
496
προφορική μαρτυρία του ιδίου του Ιορδάνη Παυλίδη, στον γράφοντα.
112
Στα χρόνια τα δύσκολα, ξάφνου ήρθε η είδηση ότι συμμορία από Τσέτες
καβαλλαραίους κατεβαίνει από τα γύρω βουνά για πλιάτσικο. Η μικρή κοινωνία του χωριού
πανικοβλήθηκε. Όσοι ειδοποιήθηκαν, έσπευσαν να κρυφτούν στο μεγάλο και κεντρικό
κερέρι της Αξού. Οι μεγάλοι φρόντισαν τους μικρότερους. Τα ποδοβολητά των αλόγων
ακούγονταν. Η κατάσταση γίνεται τραγική. Η γιαγιά Ποτήρα [όνομα σπάνιο] φώναξε στην
12χρονη Μαρία: «φύγε γρήγορα, πήγαινε και κρύψου στο κερέρι». Η Μαρία έτρεξε
αλαφιασμένη προς την πλατεία. Τα σύννεφα σκόνης πλησιάζουν, η μικρή από τον φόβο της
κοντοστέκεται, τα μέλη της είναι μουδιασμένα, τα βήματά της αργά. Οι κακοποιοί έχουν
ήδη εισχωρήσει στο χωριό. Οι εκκλήσεις των συγχωριανών την συνεφέρνουν. Τελευταία
στιγμή, λοιπόν, έρχεται στα σύγκαλά της. Τρέχει στο κερέρι, για να κρυφτεί. Η μεγάλη
μυλόπετρα κλείνει βιαστικά πίσω της. Η ανακούφιση όλων είναι μεγάλη, σώθηκε την
τελευταία στιγμή, δόξα τω Θεώ 497 !
Γινόταν, λοιπόν, φανερό ότι η κατάσταση εκτραχύνονταν όσο περνούσε ο καιρός και
τα ήθη των ανθρώπων αγρίευαν. Η ποιότητα ζωής στην Αξό είχε χειροτερέψει, οι συνθήκες
διαβίωσης είχαν υποβαθμισθεί. Οι Έλληνες είχαν απογοητευθεί από τις δυσμενείς εξελίξεις,
φοβόντουσαν για τις ζωές και τις περιουσίες τους. Τα άσχημα νέα που κυκλοφορούσαν,
προκαλούσαν ταραχή και αναστάτωση. Αρκετοί Αξενοί που υπηρετούσαν με το ζόρι στην
τουρκικό στρατό λιποτάκτησαν και έφυγαν για την Ελλάδα, φτάνοντας στο σημείο να
εγκαταλείψουν την οικογένειά τους. Έτσι ενήργησε και ο Θυσιάδης Ιορδάνης που
αποχωρίστηκε, ευτυχώς προσωρινά, τους δικούς του, για να συναντηθούν έπειτα από λίγα
χρόνια στην Αριδαία της Μακεδονίας όπου είχε εγκατασταθεί 498.
Ο πόλεμος του 1919-1922 αύξησε την αμοιβαία καχυποψία, δημιούργησε εχθρούς,
«υψώθηκαν τείχη» φανερού μίσους και εκδίκησης ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και τους
Χριστιανούς. Για να παραμείνουν οι τελευταίοι και άλλο στην πατρίδα τους, θα έπρεπε,
οπωσδήποτε, να τουρκέψουν. Άλλη δυνατότητα δεν υπήρχε. Το κοράνιο και οι πιεστικές
κοινωνικοοικονομικές καταστάσεις που βίωναν οι επαρχιώτες μικρασιάτες υπήρξαν
αδυσώπητες. Πολλές όμορφες κοπέλες από τον τρόμο τους, κρυβόντουσαν στα σπίτια
δικών τους ανθρώπων, γιατί διαδόθηκε η είδηση ότι οι Τούρκοι μπαίνουν σε ελληνικά
σπίτια-όταν έλειπαν οι άντρες τους- για να τις απαγάγουν. Κάθε προσπάθεια των Ρωμιών να
τις ξαναπάρουν πίσω, απέβαινε μάταια. Μια φτωχή αλλά εμφανίσιμη νεαρή γυναίκα
παρέμεινε υποχρεωτικά στην Τουρκία όταν την παντρεύτηκε κάποιος ευκατάστατος και
προχωρημένης ηλικίας Τούρκος. Κάποια άλλη αναγκάστηκε να νυμφευτεί Τούρκο και
παράτησε τα παιδιά της σε συγγενή που ανέλαβε την υποχρέωση να τα μεταφέρει στην
Ελλάδα. «Τούρκος και καλός γίνεται παιδί μου;» αναφέρει γεμάτη θλίψη μια μάρτυρας 499 .
Ήδη, όσες κοπέλες είχαν παντρευτεί –η προσωπική γνώμη τους ήταν άνευ σημασίας–
Τούρκους, αλλά και ολιγότεροι στον αριθμό άνδρες που νυμφεύθηκαν Τουρκάλες
αλλαξοπίστησαν υποχρεωτικά, βάσει εφαρμογής του ισλαμικού νόμου. Και ως
εξισλαμισμένοι παρέμειναν στο χωριό μαζί με τις νέες οικογένειές τους, όταν οι υπόλοιποι
Έλληνες πήραν τον δρόμο για την προσφυγιά500.
Σύμφωνα με διήγηση Αξενού ανταλλάξιμου, δύο εβδομάδες περίπου πριν αναχωρήσουν
για την Ελλάδα, εμφανίστηκαν μουσουλμάνοι Ελλαδίτες, ανταλλάξιμοι και αυτοί, από τα
χωριά της Κοζάνης της Μακεδονίας. Για την διαμονή των διακοσίων αυτών οικογενειών
διατέθηκαν υποχρεωτικά δωμάτια σε κάθε ελληνικό σπίτι. Η συμβίωση λαών με
διαφορετική θρησκεία, γλώσσα και πολιτισμό υπήρξε ανυπόφορη. Οι επήλυδες Τούρκοι
προκαλούσαν συνεχώς με την αλαζονική και αυταρχική συμπεριφορά τους. Βρίσκονταν σε
διαρκείς προστριβές με τους ντόπιους Ρωμιούς, τους κατέκλεβαν, τους απειλούσαν. Αρκετοί

497
προφορική διήγηση της Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπίδου, κόρης της Μαρίας .
498
το περιστατικό μαρτυρεί η κόρη του, Αναστασία Θυσιάδου-Αυτζίδου.
499
προφορική μαρτυρία της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου.
500
προφορική διήγηση της Άννας Σαρόγλου, στον γράφοντα. Τα ίδια υποστηρίζει και η Πελαγία Μισαηλί-
δου-Λεμονίδου.
113
Αξενοί σκέφτηκαν πάνω στην απελπισία τους να μετακομίσουν στην κοντινή πόλη της
Νίγδης, όπου κατοικούσαν πολλοί ομοεθνείς τους, για να νιώσουν περισσότερη σιγουριά
και ασφάλεια. Επιχείρησαν, λοιπόν, να φύγουν. Ξεκίνησαν, μα τις δυο φορές που το
επιχείρησαν, τους γύρισαν πίσω οι Τούρκοι. Απαιτούσαν να δωροδοκηθούν. Δίχως μπαξίσι
ελάχιστα πράγματα γίνονταν!501
Επόμενο ήταν η είδηση της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας
να προκαλέσει ανάμεικτα αισθήματα. Πάντως, πολλοί ήταν εκείνοι που δέχθηκαν με
ανακούφιση την συγκεκριμένη είδηση. Δεν άντεχαν, πλέον, οι Αξενοί την περαιτέρω
παραμονή τους στην Μικρασία· έπρεπε να φύγουν για την Ελλάδα. Η Ανταλλαγή, που
αποφασίστηκε, θεωρήθηκε πολύ επιδέξια διπλωματική ενέργεια, ήταν ευλογία γι΄ αυτούς.
Δεν μπορούσαν άλλο οι Ρωμιοί να παραμείνουν στις εστίες τους και, μάλιστα, υπό τις
παρούσες δυσμενείς συγκυρίες. Επικρατούσε, σύμφωνα με διηγήσεις αρκετών προσφύγων,
η αντίληψη ότι όσοι τυχόν από αυτούς δεν ήθελαν την ανταλλαγή, δεν στέκονταν καλά στα
μυαλά τους!502

ιβ΄----Πορεία των προσφύγων

Η τελευταία Λειτουργία της γιορτής του Πάσχα είχε κάτι το διαφορετικό. Ο αέρας της
ανασφάλειας και της αβεβαιότητας τους είχε τρομοκρατήσει. Τελέστηκε η αναστάσιμη
ακολουθία βιαστικά και νύχτα βγήκαν από τον ναό, ενώ, άλλοτε στις ήρεμες εποχές,
τελείωνε κανονικά το ξημέρωμα. Ο κόσμος είχε μάθει για τα δυσάρεστα νέα. Η αναστάτωση
και ανησυχία ανάμεσά τους ήταν διάχυτη 503.
Οι Αξενοί όταν έμαθαν πότε ακριβώς θα γίνει η Ανταλλαγή Πληθυσμών, είχαν έναν
λόγο παραπάνω να στενοχωρηθούν. Ήταν καλοκαίρι του 1924 και οι περισσότεροι
εργάζονταν στις αγροτικές τους ασχολίες. Άφησαν στην μέση το θερισμό στους αγρούς και
έτρεξαν να ενημερωθούν για τα γεγονότα. Οι Τούρκοι της περιοχής αλλά και οι
ανταλλάξιμοι νεομεταφερθέντες, εκείνη την χρονιά, από την Ελλάδα δεν χρειάστηκε να
κοπιάσουν πολύ στην ύπαιθρο· τα βρήκαν, σχεδόν, έτοιμα. Οι Έλληνες είχαν κάνει καλή
δουλειά H σοδιά, απλώς, περίμενε εργατικά χέρια, για να μαζευτεί. Οι Ρωμιοί θλίβονταν
που όλα τούτα, τους κόπους της χρονιάς αλλά και όλης της ζωής τους, θα τα παρατούσαν σε
ξένες αγκαλιές. Εν τούτοις, παραμέριζαν την πίκρα τους και έδιναν θάρρος και κουράγιο ο
ένας στον άλλον: «Θα πάμε στο Γιουνανιστάν», «θα πάμε στην πατρίδα μας», «θα
καλυτερεύσουμε τις συνθήκες ζωής μας», «όλα θα πάνε καλά».
Η διαδρομή των ξεσπιτωμένων και εξαθλιωμένων κατοίκων της Αξού ξεκίνησε τον
Αύγουστο του 1924. Από την ιδιαίτερη πατρίδα και μέσω Νίγδης, όπου συγκεντρώθηκαν
πολλοί πρόσφυγες από τα χωριά της Καππαδοκίας, κατευθύνονταν προς το λιμάνι της
Μερσίνας. Η πορεία ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική, χρονοβόρα και επώδυνη. Τα κάρα που είχαν
διατεθεί για την μεταφορά τους, μόλις και μετά βίας επαρκούσαν. Ελάχιστα πράγματα τους
επιτράπηκε να πάρουν μαζί τους. Τα ακίνητα τους εγκαταλείφθηκαν δίχως αποζημίωση ή
πωλήθηκαν σε ντόπιους και νεοφερμένους Τούρκους αντί ενός ευτελέστατου τιμήματος. Τα
γραμμάτια και τις συναλλαγματικές τις εξαργύρωναν, στις καλύτερες των περιπτώσεων,
στην μισή τιμή. Ειδάλλως, τις αντάλλαζαν για λίγα τρόφιμα, αναγκαία για την πορεία τους
προς το λιμάνι της Μερσίνας504.
Περιγράφονται, μάλιστα, εξωφρενικές στιγμές, όταν οι εξ Ελλάδος Τούρκοι πρόσφυγες
που είχαν εγκατασταθεί στα ρωμέικα σπίτια με επίταξη, δημιούργησαν έκρυθμες

501
Γιώργος Δεληγιάννης, Η Ανταλλαγή των Πληθυσμών και η εγκατάσταση των προσφύγων της Καππα-
δοκίας στη Μακεδονία, εκδ. Ίδμων, Αθήνα 1997, 37.
502
ό.π. , 38.
503
από διηγήσεις (νέο)Αξενών βλ. και Δεληγιάννης ,35.
504
προφορικές μαρτυρίες Άννας Χατζηστεφάνου- Σαρόγλου και Ιορδάνη Παυλίδη στον γράφοντα. .
114
καταστάσεις. Επιχείρησαν να κατακλέψουν τους Ρωμιούς συντοπίτες τους και να αρπάξουν
την κινητή περιουσία τους. Η στάση του Τούρκου βαλή (νομάρχη) υποδαύλιζε τα μίση:
«Κάντε ό,τι θέλετε, φτάνει να μη σας δει κανείς». Άρπαζαν τα υπάρχοντα των Ελλήνων με
την προσφιλή μέθοδο του παζαριού. Την ώρα, όμως, της πληρωμής αθετούσαν τον λόγο
τους και χειροδικούσαν εναντίον τους. Τα περιστατικά ήταν, σαφώς, λιγότερα από την
πλευρά των παλαιών Τούρκων κοντοχωριανών, γιατί ως γνώριμοι ντρέπονταν να
προβαίνουν σε τέτοιες κινήσεις απέναντι στους Ρωμιούς. Έτσι, πολλές δοσοληψίες από τον
φόβο των Ελλαδιτών Τούρκων γίνονταν, σε εξευτελιστικές τιμές, την νύχτα. Οι
μουαζίρηδες, όμως, καραδοκούσαν και άρπαζαν από τα χέρια Ρωμιών και μερικών
μουσουλμάνων την πραμάτεια τους 505.

φωτ. Βασίλειου Χατζηανεστιάδη

Αλλά και όσοι κατάφεραν και πήραν μαζί τους αντικείμενα αξίας, δηλαδή χρήματα ή
χρυσαφικά, κατά την παραμονή τους στο λιμάνι της Μερσίνας για 3-4 εβδομάδες και κατά
την επιβίβαση τους στα πλοία, που θα τους μετέφεραν στο ελληνικό κράτος, ελέγχθησαν με
αυστηρότητα και αδιακρισία από τους Τούρκους υπαλλήλους και μη, και τους τα
κατάσχεσαν. Έφτασαν σε σημείο να τους αφαιρούν τα καπέλα ή και τα ρούχα τους.
Ελάχιστοι κατάφεραν, ράβοντας λίρες στα ρούχα των παιδιών τους, να τα περάσουν κρυφά
κάτω από τους επίμονους ελέγχους που υπέστησαν. Αυτοί στάθηκαν οι τυχεροί. Κάποιοι,
πάλι, κατάφεραν και έκρυψαν λίρες μέσα σε γκιούμια (πήλινες στάμνες) σε συγκεκριμένο
σημείο στα χωράφια τους. Όταν, αργότερα, στην δεκαετία του 1950 επιχείρησαν,
επισκεπτόμενοι την ιδιαίτερη πατρίδα, να βρουν τον μικρό θησαυρό, δεν εντόπισαν τίποτε.
Και τούτο, γιατί τα εγγειοβελτιωτικά έργα και οι διανοίξεις καναλιών, που
πραγματοποιήθηκαν από τους Τούρκους, καθώς και η χρήση της μπουλντόζας για
χωματουργικές εργασίες αφάνισαν τους μικρούς θησαυρούς, αν και το πιθανότερο σενάριο
είναι η οικειοποίησή τους από τους εργάτες που τα αποκάλυψαν με τις εργασίες τους!506.

505
Δεληγιάννης, 36.
506
προφορικές μαρτυρίες στον γράφοντα του Ιορδάνη Νεοκοσμίδη και της Άννας Χατζηστεφάνου-
Σαρόγλου του Συμεών (αναφερόμενη στον πατέρα της που κράτησε και διευθύνσεις
αλληλογραφώντας μέχρι που πέθανε, με τους Τούρκους) στον γράφοντα. .
115
Οι συνθήκες ήταν δραματικές. Οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία εξαθλιωμένοι,
ασθενείς, ρακένδυτοι περίμεναν επί δύο σχεδόν μήνες στην πόλη της Μερσίνας να έρθει το
καράβι, για να τους παραλάβει και να τους μεταφέρει στην Ελλάδα. Αναφέρονται, μάλιστα,
και τοκετοί υπό δύσκολες συνθήκες κατά την παραμονή τους εκεί507. Το μεγάλο πλήθος
συνωθείται στην προκυμαία, Τούρκοι στρατιώτες τους κτυπούν με τα κοντάκια των όπλων
τους, ορισμένοι πιεζόμενοι από τον πανικό που επικρατεί, πέφτουν στη θάλασσα. Κάποιοι,
πάλι, από τα αγγλικά καράβια ρίχνουν ζεματιστό νερό, για να εκδικηθούν τους Έλληνες,
γιατί δεν παρέμειναν στην ζώνη της Σμύρνης, που τους επιδίκασε η συνθήκη των Σεβρών
και προχώρησαν στα ενδότερα της Μικράς Ασίας508.
Επιτέλους, ύστερα από αγωνιώδη προσμονή καταφθάνει και πλευρίζει στην προκυμαία
ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο το «Λέσβος». Τρεις χιλιάδες άνθρωποι καταφέρνουν να ανέβουν
επάνω και στοιβάζονται όπως –όπως. Μαζί τους, όμως, είναι και άλλοι πρόσφυγες από
κοντινά με την Μερσίνα ελληνικά χωριά509. Το πλήθος μεγάλο, πολλές οι ανάγκες. Το
πόσιμο νερό το τραβούσαν από την προκυμαία μέσα στο πλοίο με σχοινιά. Πολύτιμο
στοιχείο και, δυστυχώς, εν ανεπαρκεία. Τα τρόφιμα που διατίθενται είναι λιγοστά. Το
μαρτύριο της δίψας, όμως, ήταν το χειρότερο510.
Όλοι οι Αξενοί φεύγουν αυθημερόν με το ίδιο μεταφορικό μέσο, όλοι μαζί σαν
ένα σώμα. Υπάρχει αλληλεγγύη και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους. Τα βάσανα είναι
πολλά, όταν, όμως, βρίσκονται αντάμα, έχουν περισσότερες πιθανότητες και ευκαιρίες να τα
αντιμετωπίσουν. Έτσι, σφυρηλατείται η ενότητα και η συμπόνια μεταξύ των προσφύγων 511.
Κάποιοι προσπαθούν να αναπτερώσουν το ηθικό στους συμπατριώτες τους: «Θα πάμε στο
Γιουνανιστάν, θα πάμε στην πατρίδα μας. Θα καλυτερέψουν οι συνθήκες. Όλα θα πάνε καλά ».
Μαζί με τους Αξενούς πείθεται να ανέβει στο καράβι και μια νέα γυναίκα, η
Δέσποινα Σαρόγλου, αλαφιασμένη, με την απόγνωση στο βλέμμα της. Έχει έρθει από το
Μιστί κρατώντας στην αγκαλιά της τα τρία εναπομείναντα ορφανεμένα παιδιά της, τον
επτάχρονο Ιερεμία, τον Κυριάκο και τον Γεώργιο512. Περιπλανιέται από δω και από κει,
προσπαθώντας να βρει τους υπόλοιπους δικούς της ανθρώπους· μάταιος, όμως, κόπος. Οι
συγχωριανοί της μέσα στην όλη αναστάτωση έχουν φύγει για την Ελλάδα με άλλο καράβι,
εδώ και μέρες. Στο καράβι που θα τους μετέφερε στην Ελλάδα, βρέθηκαν και άλλες δυο
οικογένειες προερχόμενες από το Μιστί της Καππαδοκίας. Οι Αξενοί συμπονούν την χήρα
με τα δυο ορφανά, της συμπαραστέκονται και την καλούν να ταξιδέψει μαζί τους. Την
ενσωματώνουν, πάμφτωχη καθώς ήταν στην δική τους μικρή κοινωνία. Αργότερα, στην
(Νέα) Αξό, στην καινούρια πατρίδα τους, ριζώνει μέσα σε χίλια βάσανα και βρίσκει τρόπο
να αποκαταστήσει και να νοικοκυρέψει τα παιδιά της513.
Οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν κατά την διάρκεια του τριήμερου ταξιδιού, από
τη Μερσίνα στον Πειραιά, ήταν δύσκολες, πράγμα που ταλαιπώρησε αρκετά τους
πρόσφυγες στο παρθενικό τους ταξίδι με πλοίο. Το «Λέσβος» έπιανε ταχύτητα 9-10 μίλια
την ώρα. Στην διαδρομή κάποιες γριές, αλλά και μικρά παιδιά αρρώστησαν, η θάλασσα
έγινε ο υγρός τάφος τους, αφού εκεί τους πέταξαν. Έτσι, επέβαλαν οι σκληροί, άγραφοι
κανόνες που ίσχυαν για τέτοιες περιπτώσεις514. Μαρτυρείται, πάντως, και το όνομα της
Βαρβάρας…, μητέρας του Ιωσήφ και του Συμεών Χατζηστεφάνου, που οι κακουχίες, η

507
προφορική μαρτυρία του Νικόλαου Γιαλίδη που γεννήθηκε τον Ιούνιο 1924 στη Μερσίνα.
508
προφορική διήγηση της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου και Νικόλαου Γιαλίδη, στον γράφοντα.
509
Δεληγιάννης, ό.π. , 43.
510
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Παυλίδη στον γράφοντα.
511
προφορικές διηγήσεις (νέο) Αξενών στον γράφοντα.όπως του Ιορδάνη Παυλίδη.
512
που απεβίωσε νεότατος κατά την έλευση και προσωρινή διαμονή των προσφύγων στο Ποντοχώρι. Το
νοσηρό κλίμα και οι κακουχίες που αντιμετώπισαν είχαν τραγικές επιπτώσεις.
513
επρόκειτο για τη μητέρα του παππού μου Ιερεμία Σαρόγλου (1917-1997) και πεθερά της συζύγου του
και γιαγιάς μου Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου(1920-2007)
514
Δεληγιάννης, ό.π. , .43,καθώς επίσης και προφορική μαρτυρία της Άννας Χατζηστεφάνου
-Σαρόγλου στον γράφοντα.
116
αρρώστια και οι στερήσεις την οδήγησαν στον θάνατο και το ρίξιμό της από τους
συνταξιδιώτες της στη θάλασσα515. Αλλά μέσα στην πίκρα και την δυστυχία της προσφυγιάς
ελάμβαναν χώρα και ευχάριστα γεγονότα. Έτσι, είχαμε και κάποιους τοκετούς εν πλω! 516

ιγ΄ ---Άφιξη στην Ελλάδα

Το πλήθος των ανταλλάξιμων Ρωμιών αποβιβάστηκε στην περιοχή «Άγιος Γεώργιος»


Σαλαμίνας, κοντά στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «Μύλοι Αγίου Γεωργίου». Εκεί
τακτοποιήθηκαν πρόχειρα σε αποθήκες και στρατιωτικά καταλύματα για ένα μήνα περίπου.
Το φαγητό που τους προσφέρθηκε ήταν λιτό· όσπρια, ελιές, κουλούρια. Αμέσως μπήκαν σε
καραντίνα, απολυμάνθηκαν και τέθηκαν σε άμεση ιατροφαρμακευτική επιτήρηση. Άνδρες
και γυναίκες αναγκάστηκαν εξαιτίας της εμφάνισης ψείρας στην κεφαλή τους, να κόψουν
σύρριζα τα μαλλιά τους. Αυτό στοίχισε ψυχικά, ιδίως, στις γυναίκες. Ποτέ δεν είχαν υποστεί
κάτι παρόμοιο στην πατρίδα τους. Τους έπιασε μελαγχολία και το έφεραν βαρέως. Το θέαμα
δεκάδων κουρεμένων ανθρώπινων όντων υπήρξε, το ολιγότερον, θλιβερό. Διόλου δεν ήταν
σπάνιες οι φορές που ακούγονταν η φράση: «Όλαν βάλε το τσεμπέρι(=μαντίλα) σου, να μη σε
βλέπω έτσι»517.
Υπήρξαν περιπτώσεις γυναικών που μεταχειρίστηκαν πλάγιες μεθόδους, για να
αποφύγουν αυτόν τον ευτελισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Ελένη…..επιχείρησε να
βουτήξει την κόρη της Μαρία μέσα στα νερά της θάλασσας και να την κρατήσει εκεί για
λίγο, με σκοπό να την σώσει από τον έλεγχο κουρέματος των μαλλιών, που θα
επακολουθούσε. Δεν έλειψαν και περιστατικά δωροδοκίας των μελών της επιτροπής με την
ελπίδα να επιτρέψουν στην ελεγχόμενη γυναίκα, αφού κόψει μόνο τις κοτσίδες, να
διατηρήσει, τουλάχιστον, τα υπόλοιπα μαλλιά518.
Η έξοδος των τελευταίων Αξενών δεν φαίνεται να παίρνει τέλος. Αρκετούς τους
στοίβαξαν σε καράβια με προορισμό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ορισμένους τους
ξεμπάρκαραν στην Κέρκυρα. Κάποιοι σκοτώθηκαν από τους Ιταλικούς βομβαρδισμούς και
οι υπόλοιποι διεκπεραιώθηκαν στην απέναντι ηπειρωτική ακτή, στην Σαγιάδα, και την
ενδοχώρα της. Αλλά ούτε και εκεί βρήκαν αποκούμπι, αφού πολλοί πέθαναν από την
ελονοσία και τις κακουχίες. Αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και από εκεί. Οι Αξενοί που
πριν την Ανταλλαγή αριθμούσαν 900 σπίτια στην Αξό, 70 στο Ικόνιο, 40 στ΄ Αξενού το
χωριό ή Μπεήκιοϊ και περίπου άλλα δέκα στο Καραμάν της Καππαδοκίας, ελαττωμένοι
αριθμητικά, ηθικά καταρρακωμένοι και οικονομικά εξαθλιωμένοι σκορπίστηκαν στις
μεγαλουπόλεις, στην (Νέα) Αξό Γιαννιτσών, στην Δυτική Θράκη, ενώ αρκετοί, πάλι, μέσω
θάλασσας βρέθηκαν από τον Πειραιά στην Κρήτη519.

515
προφορική διήγηση της Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπίδου.
516
προφορική μαρτυρία του Συμεών Νεοκοσμίδη που γεννήθηκε στις 25-8-1924 πάνω στο καράβι.
517
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Παυλίδη που επιβεβαιώνει με προφορική διήγησή της και η Πελα-
γία Μισαηλίδου-Λεμονίδου.
518
προφορική διήγηση της Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπίδου στον γράφοντα.
519
Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης τ.β΄, 388.
117
3. Τ΄ ΑΞΕΝΟΥ το χωριό ή ΜΠΕΗΚΙΟΪ

α΄---Τοπογεωγραφία, δημογραφικά στοιχεία

Όπως δηλώνει και το όνομά του, πρόκειται για ένα χωριό που ιδρύθηκε από άποικους
προερχόμενους από την Αξό της Καππαδοκίας. Σε απόσταση 9 χιλιομέτρων, περίπου,
ανατολικά από το Έρεγλι, 70 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Νίγδης, 93 χιλιόμετρα ΝΔ. της
Αξού βρέθηκαν 30-40 οικογένειες, που αποφάσισαν να χτίσουν έναν καινούριο οικισμό. Το
1924 μαρτυρούνταν 22 οικογένειες με 101 κατοίκους520.
Οι λόγοι της μετακίνησης των Αξινών και της εγκατάστασής τους σε άλλη περιοχή, που
οδήγησε στην ίδρυση του Μπέηκιοϊ, θα πρέπει να αναζητηθούν στην σύμπτωση πολλών
παραγόντων. Πρωτίστως, επέδρασε ο φόβος που διακατείχε τους κατοίκους εξαιτίας των
συχνών ληστρικών επιδρομών που υφίσταντο. Επιπρόσθετα, τους πανικόβαλλε η τιμωρία
τους από τις τουρκικές αρχές, που τους επιβαλλόταν με την μορφή της μετατόπισης, εξαιτίας
της εχθρικής συμπεριφοράς τους απέναντι στο τουρκικό στοιχείο της Αξού, το οποίο και
τελικά αναγκάστηκε να αλλάξει τόπο διαμονής. Και, τέλος, το πιθανότερο αίτιο αφορά στον
μεγάλο λιμό που ενέσκηψε στην περιοχή το 1874, όταν η βαρυχειμωνιά προκάλεσε τεράστια
ζημιά στην γεωργική παραγωγή, με αποτέλεσμα τον θάνατο από πείνα πολλών ανθρώπων.
Το θλιβερό αυτό γεγονός με τους πολλούς νεκρούς, τους ασθενείς λόγω ανθυγιεινής
διατροφής και περισσότερους λιμοκτονούντες έμεινε βαθιά χαραγμένο στην μνήμη των
ντόπιων ως η μεγάλη πείνα του΄90 521.

β΄---Επαγγελματικές ασχολίες

Επαγγελματικά, ασχολούνταν με την γεωργία, σπέρνανε σιτάρι, πατάτες, κρεμμύδια,


σκόρδα, λίγα καλαμπόκια και άλλα παρόμοια522. Αλλά η ένδεια υπήρξε μόνιμη σύντροφός
τους523. Αρκετοί κάτοικοι πιεζόμενοι από τις βιοτικές μέριμνές τους και την αναζήτηση
καλύτερων προοπτικών μετανάστευαν για ένα χρονικό διάστημα στην μεγάλη πόλη του
Ικονίου, προκειμένου να εξοικονομήσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση των ίδιων και των
δικών τους ανθρώπων. Το προϊόν της εργασίας τους μετά από 3-4 μήνες, το έφερναν στο
μικρό χωριό τους και με αυτό συντηρούσαν τις οικογένειές τους, που τους περίμεναν με
αδημονία.
Μικρές εμπορικές συναλλαγές διατηρούσαν με το Ερεγλί(πρώην Κύβιστρα και
μετέπειτα Ηράκλεια). Εκεί πήγαιναν, για να πουλήσουν σαλιγκάρια(φισκιάλες), σίκαλη
(πιλιάρ). Από το ΄Ερεγλι(Αρακιλιά) αγόραζαν λάδι, βούτυρο, κρεμμύδια, τυρί, παντζάρια,
ρεπάνια(ροφάνια), ζάχαρη(σεκέρ), πετρέλαιο. Το Ερεγλί ήταν κωμόπολη που απείχε 62
χιλιόμετρα ΝΑ. της Νίγδης, το μεγάλο παζάρι της οποίας γινόταν ημέρα Σάββατο και
προσείλκυε πολύ κόσμο από όλη την περιφέρεια524. Από το χωριό Μπουλγκουρού, που

520
Ασβέστη, ό.π. , 124.
521
Μαυροχαλιβίδης, τ. β΄, 349.
522
«δίσκαμες καρύα, σταφίες, γελμά (σιτάρι), ζαρ(κριθάρι) και παίρισκαμ παρά΄ες….» διηγούνται
πρόσφυγες από το εν λόγω χωριό. βλ. και Ασβέστη , ό.π. , 124
523
«περπαίναμ΄ (πηγαίναμε) φέρναμε φρούτα. Παράες δίσκαμε. Σαν εμπόριο κάναμε. Περπαίναμ΄ σ΄ άλλα
χωρία και πούλναμ΄ τα…» βλ. και Ασβέστη, ό.π. , 124.
524
Ασβέστη, ό.π. , 104 και 123.
118
βρίσκονταν 11 χιλιόμετρα ΒΑ από το Μπέηκιοϊ, έκαναν προμήθειες σε φρούτα, που τα
πουλούσαν σε γειτονικά χωριά525.
Όταν ήθελαν να εξασφαλίσουν για την οικιακή κατανάλωση τους το απαραίτητο λάδι,
πήγαιναν στο Καράπιναρ, χωριό σε απόσταση 4 ώρες(σαγάτια) στα ΒΔ τ΄ Αξενού το χωριό.
Εκεί υπήρχαν τα σχετικά καταστήματα και οι μάγγανοι. Από κάποιους σπόρους σαν
σουσάμι(ζεερέκ) εξάγονταν το λάδι(ελάϊ ). Στα 1924 με τον ερχομό των προσφύγων στον
ελλαδικό χώρο δεν είχε συνταχθεί κατάλογος επαγγελμάτων και τα στοιχεία που
διασώζονται είναι ελλιπή526.

γ΄---Εκκλησία, εκπαίδευση

Οι κάτοικοι από τ΄ Αξενού το χωριό διατηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα που τηρούσαν
από το προηγούμενο χωριό τους, καθώς και την ιδιότυπη αλλοιωμένη ντοπιολαλιά τους. Ο
μικρός ναός του χωριού τους παρέμενε στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου κλειστός.
Προκειμένου να καλύψουν τις θρησκευτικές ανάγκες τους, καλούσαν τον ιερέα από το
γειτονικό χωριό του Ερεγλί, για να τελέσει την Θεία Λειτουργία ή τα καθιερωμένα μυστήρια
της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν λειτουργούσε ελληνικό σχολείο. Το γεγονός αυτό είχε ως
συνέπεια την αδυναμία παροχής στοιχειώδους μόρφωσης στα παιδιά, τα οποία παρέμεναν,
ουσιαστικά, αγράμματα.
Σε αυτό το σημείο εποικοδομητικό θα ήταν να επισημανθεί ότι, και σε αυτό το
χωριό, το επίσημο τουρκικό κράτος ουδεμία επίσημη ανάμιξη είχε σε θέματα παιδείας των
υπόδουλων Ελλήνων. Τα σχολεία δεν υπάγονταν στο υπουργείο παιδείας αλλά τελούσαν
υπό την εποπτεία των επιχωρίων επισκόπων. Η αιρετή σχολική εφορεία αναλάμβανε την όλη
οργάνωση και λειτουργία των σχολείων, την εξεύρεση χώρου, την ανέγερση, την οικονομική
συντήρηση των σχολικών κτιρίων και την στελέχωσή τους. Ειδικά για τα χωριά της
Καππαδοκίας, η λειτουργία τους ήταν, επιεικώς υποτυπώδης. Η σχολική εφορεία όφειλε να
πείσει τους διστακτικούς γονείς να στείλουν τα παιδιά τους, για να μάθουν γράμματα, να
επιλέξει τους σχετικούς δασκάλους, που θα αναλάμβαναν την εκπαίδευση των μαθητών, να
εφεύρει πόρους για την μισθοδοσία τους, καθώς και τον εξοπλισμό με τα αναγκαία όργανα
διδασκαλίας. Επειδή οι ανάγκες ήταν πιεστικές, η σχολική εφορεία κατάρτιζε σχετικούς
καταλόγους εισφορών για κάθε οικογένεια, αναλόγως της οικονομικής της κατάστασης. Οι
συγχωριανοί όφειλαν να συμμετέχουν αγογγύστως στην αξιέπαινη προσπάθεια που
κατέβαλαν οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι φορείς. Επίσης, οι σχολικές εφορείες ενημέρωναν για τις
δυσκολίες και τις ανάγκες, προέτρεπαν για εντονότερο ενδιαφέρον και αποδέχονταν δωρεές
από πλούσιους ομογενείς ή μετανάστες, εγκατεστημένους στα μεγάλα αστικά κέντρα 527.

δ΄---Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Όταν έγινε ανταλλαγή των πληθυσμών στα 1924 διέμεναν στον οικισμό μόνον 22
οικογένειες Ρωμιών528. Με την αναχώρηση για την Ελλάδα ελάχιστοι εγκαταστάθηκαν στην
(Νέα) Αξό Γιαννιτσών, μερικοί στις Σέρρες και οι υπόλοιποι σκόρπισαν και επέλεξαν να
κατοικήσουν όπου είχαν συγγενείς ή όπου εξασφάλισαν οικιστική και επαγγελματική
αποκατάσταση.

525
Ασβέστη , 124.
526
ό.π. , 124 και 144..
527
Παυλίδης, 58.
528
Κ.Μ.Σ. ΄΄Έξοδος΄΄ τ. Β΄ , 206, βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 511.
119
4. ΤΡΟΧΟΣ
α΄---Τοποθεσία, δημογραφικά στοιχεία

Ο Τροχός ήταν γειτονικό με την Αξό χωριό, που το 1924 κατοικούνταν από
ελληνόφωνους Έλληνες, στον αριθμό 120 οικογένειες529 με 543 άτομα και οι οποίοι
διακρίνονταν για την έντονη θρησκευτικότητα, την εσωστρέφεια και το ήπιον του
χαρακτήρα τους.

………………
Πέτρινος τροχός από τη Μαλακοπή Καππαδοκίας. Πιθανότατα από αυτόν έλαβε το
όνομά του το μικρό χωριό Τροχός. Απρίλιος 2008. φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

Η πιθανότερη εκδοχή για την προέλευση του ονόματός του είναι ότι προέρχεται από
τους τεράστιους πέτρινους τροχούς, με τους οποίους οι κάτοικοι της περιοχής έκλειναν τις
εισόδους των κερερίων, των μόνιμων, δηλαδή, υπόσκαφων κατοικιών τους. Ο Τροχός
βρίσκεται στο κέντρο του οροπεδίου Μπουντάκ οβά κοντά, επίσης, στο χωριό Δήλα και σε
υψόμετρο 1200μ. περίπου. Χαρακτηριστική είναι η ρήση πολλών προσφύγων στην Ελλάδα,
προερχομένων από το εν λόγω χωριό :
Αξός Τρεχός, , Αλαϊ (μετ.Αξός, Τροχός,Αλαή
τα τρία χωριά, σειράλαή τα τρία χωριά βρίσκονται στη σειρά
με το ντουφέκ ντόκαν τα με το ντουφέκι τα χτύπησαν
με το γλιτςς γρρσαν τα με το ξίφος τα έκοψαν) 530.

529
Ο Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης στο βιβλίο του «Καππαδοκία», εκδ. Μαίανδρος, Θες/νίκη2001, σελ.90
αναφέρει τον αριθμό 90 χριστιανικών οικογενειών, τον αυτό αριθμό αναφέρει και ο Αν. Λεβίδης. .
530
το τετράστιχο αναφέρεται στην εγγύτητα των παραπάνω χωριών και πιθανώς στις κακοποιήσεις που
γνώρισαν από τους κατακτητές και κυριάρχους της περιοχής του Μπουντάκ οβά. Το αφηγούνται πολλοί
ηλικιωμένοι κάτοικοι της (Νέας ) Αξού και η δεύτερη τοποθέτηση αποτελεί εκτίμηση του γράφοντα.

120
Υπήρξε μουχταρλίκι και υπαγόταν στο μουδουρλίκι της Λίμνας, στο καϊμακαμλίκι του
Πόρου, στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και στο βαλελίκι του Ικονίου. Γεωγραφικά,
τοποθετείται σε απόσταση 85 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Καισάρειας, 30 χιλιόμετρα
βορειοανατολικά από τη Νίγδη και μόλις 2 χιλιόμετρα ΒΔ από την Αξό, στην οποία, πολλές
φορές, πήγαιναν με πεζοπορία531. Σχέσεις και εμπορικές συναλλαγές διενεργούσε με τα
γειτονικά ελληνικά και τουρκικά χωριά. Σήμερα διατηρεί την παλιά ονομασία του:
Tirhan532.
Αναφερόμενος στο εν λόγω χωριό ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ΄
υπογραμμίζει το 1815, όταν μας παραδίδει τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για το χωριό, ότι
«…είναι κωμήδρια τινά, εν χριστιανικόν Τιρχάνι λεγόμενον, κοινώς Τροχός, οιονεί τροχός
περί τον άξονα…»533. Ο Ν. Ρίζος ανάγει την καταγωγή των Τροχετών από τους αποίκους που
μεταφέρθηκαν, κατόπιν διαταγής του στρατηγού του Μιθριδάτη Αρχέλαου, από τα νησιά
Λήμνος, Νάξος και Δήλος, όταν τα κατέλαβε534.
Ο δε Αναστάσιος Λεβίδης υποστηρίζει ότι ο Τροχός, δημιουργήθηκε από Ενεχιλιώτες:
«…Άλλη αποικία ελθούσα εκ κώμης Ενεχίλ, κατώκησεν εν επίσης τρωγλοδυτική κώμη, ήτις
ένεκα των πολλών υπογείων σηράγγων και τρωγλοδυτικών οικημάτων και των εν τη εισόδω
αυτών τροχών ωνομάσθη Τηρχάς και ενταύθα υπόγειοι εκκλησίαι λελατομημέναι»535 .
Ο Αναστάσιος Λεβίδης περιγράφει τον Τροχό στα 1885: «η χριστιανική κώμη Τροχός,
τουρκιστί Τηρχάν, περιέχουσα οικίας ορθοδόξους 90…σχολείον, όμως, δεν έχουσιν· ιερείς δε
έχουσι δύο· η ομιλουμένη γλώσσα ελληνική παρεφθαρμένη …προϊόντα μόνο σιτηρά ».536 Ο
Συμεών Φαρασόπουλος, λίγο αργότερα, στα 1895 αναφέρει ότι είναι «…κατοικούμενη υπό
1500 χριστιανών ορθοδόξων…ομιλούντων την αυτήν γλώσσαν ην και οι Αξενοί».537 Στα 1899
κατοικούσαν στο εν λόγω χωριό 1500 ελληνόφωνοι χριστιανοί538.
Ο Ξενοφάνης σημειώνει ότι στα 1905 οι Ρωμιοί που κατοικούσαν σε αυτό το χωριό
ανέρχονταν στους 1500539. Ο Έλληνας πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη υπογραμμίζει:
«Η της Τροχού …αμιγής ελληνόφωνος ευτυχώς, αριθμούσα περί τας 100 περίπου γεωργικάς
οικογενείας»540. Με βάση τους πίνακες που σχηματίστηκαν, όταν ήρθαν το 1924 οι
Τροχέτες πρόσφυγες, δηλώθηκαν 120 οικογένειες με 543 άτομα541.

531
σύμφωνα με διηγήσεις Αξινών όταν αυτοί διαπληκτίζονταν και δημιουργούσαν φραστικές αντεκλήσεις
οι φωνές τους ακουγόταν ως στον Τροχό!
532
Κ.Μ.Σ. ΄΄Έξοδος…τ.β΄ , 253 . βλ. και Ασβέστη, ό.π. 136.
533
Κυρίλλου ΄΄Ιστ.Περ…΄΄,2220, βλ. και .Κοιμισογλου, Καππαδοκία .452.
534
Ν.Σ. Ρίζου,΄΄Καππαδοκικά…΄΄, .99, βλ. και .Κοιμίσογλου, ό.π. 452-453.
535
Λεβίδης, ΄΄Αι εν μονολίθοις Μοναί ..΄΄ ,175, βλ. και Κοιμίσογλου, ό.π. 453.
536
Λεβίδης, ΄΄Καππαδοκικά…΄΄,560. βλ και Κοιμίσογλου, ό.π. 453.
537
Συμεών Φαρασόπουλος , ΄΄Τα Σύλατα ΄΄, 78.
538
Κοιμίσογλου , 453.
539
Ξενοφάνης , Σύγγρ. Περ., τόμ. 3ος , τεύχος 1ο , βλ. και Κοιμίσογλου. ό.π.453.
540
Ι.Α.ΥΠ.ΕΞ. «Προξ. Αναφ.για την Καππαδοκία» βλ. και Κοιμίσογλου, ό.π. 453.
541
Ασβέστη 141.
121
β΄---Γλώσσα

Το γλωσσικό ιδίωμα που ομιλούνταν στο χωριό Τροχός, όπως και στα γειτονικά, Αξός,
Λήμνος και Μισθί, είχε ρίζες εκ της αρχαίας ελληνικής και οι κάτοικοι διατηρούσαν πολλά
ήθη κι έθιμα με ρίζες προερχόμενες από την αρχαία Ελλάδα542. Η εκπαίδευση των
ελληνοπαίδων, όμως, δεν προχωρούσε απρόσκοπτα. Ο Αναστάσιος Λεβίδης στα 1885
συνηγορεί σε αυτό: «…σχολείον όμως δυστυχώς δεν έχουσι »543. Ωστόσο, ο Συμεών
Φαρασόπουλος στα 1895 αναφέρει: «Κώμη δέκα λεπτά απέχουσα της Αξού, κατοικουμένη
υπό 1500 χριστιανών ορθοδόξων, συντηρούντων δημοτικήν σχολήν και ομιλούντων την αυτήν
γλώσσαν ην και οι Αξενοί»544.
Ενώ σύμφωνα με πληροφορίες στα 1899 οι Τροχέτες συντηρούσαν δημοτική σχολή545,
στο δε ελληνικό διτάξιο σχολείο υπηρετούσε το 1905 ένας δάσκαλος546. Σύμφωνα, πάντως,
με πληροφορίες Τροχέτη δεύτερης γενιάς, ο πατέρας του μακαριστού ιερέα Γεώργιου, που
ήταν εφημέριος στην (Νέα) Αξό Γιαννιτσών προ σαρακονταετίας547,ο αποκαλούμενος
τοπάλ(κουτσός) Αναστάσης εργάστηκε ως δάσκαλος στον Τροχό της Καππαδοκίας548.

γ΄---Δραματικά γεγονότα

Ένας αφηγητής, ο Κενανίδης Βασίλειος που ήρθε δεκάχρονο παιδί από την Μικρασία
έζησε τραγικές στιγμές, όταν διαδραματίστηκαν μπροστά του δραματικά γεγονότα. Ο
πατέρας του, ο Κενανίδης Αναστάσιος, ήταν ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης και ήταν
ράφτης, που έραβε παραδοσιακά και φράγκικα ρούχα σε ένα μικρό ραφτάδικο που
διατηρούσε δίπλα στην κατοικία του. Όταν ήταν σε ηλικία 35 χρονών, ξαφνικά,
εμφανίστηκαν αναίτια, στο σπίτι τους τζανταρμάδες(χωροφύλακες). Παρά τις διαμαρτυρίες
του και τις παρακλήσεις των δικών του τον συλλαμβάνουν με αγριότητα και με βιαιότητα
του δένουν τα χέρια. Μάλιστα, προχωράνε και σε άλλη κίνηση, δένουν με ένα μαντήλι τα
μάτια του γιου του Βασίλειου Κενανίδη, για να μη βλέπει τα τεκταινόμενα. Κατόπιν, έσυραν
τον πατέρα του έξω από το σπίτι και τον πήραν μαζί τους. Έκτοτε δεν τον ξαναείδαν, τα
ίχνη του χάθηκαν. Ποτέ κανείς δεν έμαθε, τι απέγινε, τι του έκαναν. Οι δικοί του δεν
τόλμησαν να πάνε στις αρμόδιες αρχές, για να ζητήσουν πληροφορίες για την τύχη του. Ο
φόβος για αντίποινα και πράξεις εκδίκησης από τη μεριά των Τούρκων έκανε την
δυστυχισμένη οικογένειά του να σιωπήσει και να πνίξει τον αγιάτρευτο καημό της. Το μόνο
που έφερε η σύζυγός του, Αικατερίνη Κενανίδου στην Ελλάδα, ήταν ένα ψαλίδι από την
εργασία του, ως ελάχιστο ενθύμιο μνήμης, όταν το 1924 εγκαταστάθηκαν προσωρινά δίπλα
στο Ποντοχώρι και, αργότερα, μόνιμα στην (Νέα) Αξό.
Ο Παναγιωτίδης Πρόδρομος, αγρότης στο επάγγελμα εργαζόταν, συχνά, στα χωράφια
του. Ήταν Ιούνιος μήνας, όταν θέριζε με το δρεπάνι του, λίγο έξω από το χωριό. Ξαφνικά,
εμφανίστηκε μπροστά του μια ομάδα ατάκτων Τούρκων αποτελούμενη από 4-5 άτομα. Ο
Πρόδρομος Π. τρόμαξε, γιατί κατάλαβε τις άγριες διαθέσεις τους και είχε δίκιο. Του είχαν
στήσει ενέδρα και, καθώς ήταν ολομόναχος και απροστάτευτος, του επιτέθηκαν και τον
χτύπησαν ανηλεώς. Η κακοποίηση που υπέστη από τους θύτες του, είχε ως αποτέλεσμα την
542
Καραθανάσης , Καππαδοκία. 128 . Βλ. και Ρίζος . 98-99.
543
Λεβίδης, ΄΄Καππαδοκικά… , 560. βλ. και . Κοιμίσογλου, Καππαδοκία,453.
544
Φαρασόπουλος, ΄΄Τα Σύλατα΄΄ , 78. , βλ. και Κοιμίσογλου ό,π. 453
545
Αρχέλαος Σαραντίδης. , ΄΄Σινασσός…΄΄, 126.
546
Ξενοφάνης , Σύγγρ. Περ. τόμος 3ος , τεύχος 1ο .
547
ο οποίος και ετέλεσε το μυστήριο της βάπτισης του γράφοντα
548
προφορική διήγηση του Ηλία Κενανίδη πατέρα του γράφοντα.
122
απώλεια της ακοής του. Στο περιστατικό δεν υπήρχαν άλλοι μάρτυρες. Όταν εξηντάχρονος
ήρθε στην Ελλάδα το 1924 μαζί με τους άλλους πρόσφυγες ταλαιπωρήθηκε πολύ από αυτή
την αναπηρία του. Και αυτή ήταν ο κυριότερος λόγος, που σε κάποια δεδομένη στιγμή δεν
αντιλήφθηκε ορισμένες κινήσεις του αλόγου, όταν οδηγούσε το κάρο του. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να πέσει κάτω από τις ρόδες του κάρου και να ποδοπατηθεί από το άλογο. Ο
σοβαρός τραυματισμός του επέσπευσε το θάνατό του. Εντός 2-3 μηνών απεβίωσε549.
Ήμουν πολύ μικρός, γυμνασιόπαιδο ακόμα, όταν άκουγα τον Δεμερτζή Βασίλειο, που
γεννήθηκε το 19….στον Τροχό της Καππαδοκίας και πέθανε το 19…, και συναντιόμασταν
τυχαία στην (Νέα) Αξό. Μου διηγιόταν ιστορίες από το χωριό του στον Τροχό και, μάλιστα,
μου έλεγε από στήθους τραγούδια και ποιήματα που μάθαιναν οι μαθητές στο εκεί σχολείο
τους. Μάλιστα, τον θεωρούσαν ως μορφωμένο τότε, γιατί είχε καταφέρει να τελειώσει με
επιτυχία το σχολείο του στον Τροχό και να πάρει το πολυπόθητο απολυτήριο. Η απόκτηση
τίτλου απολυτηρίου ήταν εξαιρετικά δύσκολη, εφόσον οι συμμαθητές του, σχεδόν όλοι τους,
το εγκατέλειπαν το δημοτικό στη μέση, επικαλούμενοι, κυρίως, βιοποριστικούς λόγους. Οι
γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες πιεστικά απαιτούσαν εργατικά χέρια και οι οικογένειες,
πολυμελείς στην πλειονότητά τους, χρειάζονταν τα παιδιά τους όλη την ημέρα δίπλα τους,
αποτρέποντάς τους, έτσι, να πάνε στο σχολείο και να μορφωθούν.

δ΄---Επαγγελματικές ασχολίες

Οι κάτοικοι του χωριού απασχολούνταν σχεδόν κατά αποκλειστικότητα σε αγροτικές


εργασίες. Όμως, το άγονο του εδάφους, η ανεπάρκεια της γης, οι ελάχιστες βροχές, οι
απαρχαιωμένες μέθοδοι καλλιέργειας της καλλιεργούμενης γης και οι πενιχροί γεωργικοί
πόροι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες γεωργούς, κατά κύριο λόγο, και κτηνοτρόφους να
αποκτήσουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Είναι χαρακτηριστική η διήγηση ενός πρόσφυγα
δεύτερης γενιάς ότι τα σιτάρια που σπέρνανε ήταν πολύ αδύνατα στον καρπό και πολύ
χαμηλά στο ύψος, ώστε τον Ιούνιο στην συγκομιδή οι παραγωγοί τα μάζευαν με το χέρι και
δεν τα έκοβαν με το γνωστό δρεπάνι, όπως θα περίμενε κανείς550. Η οικονομική ένδεια και
οι ανάγκες για επιβίωση ανάγκαζαν τους Τροχέτες να μεταναστεύουν προς την
Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα, το Ικόνιο, τη Χάμαινα και το ΆκΣεράι(Άχσαρα). Εκεί
δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά ως ιδιοκτήτες υφασματοπωλείων, υαλοπωλείων και
παντοπωλείων. Ορισμένοι από αυτούς προμηθεύονταν διάφορα εμπορεύματα και τα
μεταπωλούσαν σε τουρκικά χωριά της Άγκυρας και της Χάϊμανας 551.
Αναφέρεται μικρός αριθμός επαγγελματιών από τον Τροχό, οι οποίοι τον χειμώνα
εργάζονταν στους μαγγάνους (σποροτριβεία), που είχε η κωμόπολη της Μαλακοπής. Στο
ιδιόκτητό τους πιεστήριο οι μπεζιρτζήδες, όπως αναφέρονται αλλιώς, παρήγαγαν το μπεζίρ,
το λιναρόλαδο. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το λινάρι(ζεϊρέκ), που το
παρήγαγαν σε ικανοποιητικές ποσότητες από τους αγρούς τους. Το λινέλαιο ή λιναρόλαδο
αποτελούσε βασικό συστατικό, ως συμπλήρωμα στα φαγητά και, γενικά, στη μαγειρική,
εφόσον πρωτύτερα το έβραζαν για να του φύγει η πικρή γεύση που προκαλούσε. Πολύ
ευρέως διαδεδομένη, όμως, ήταν και η χρήση του για φωτισμό στα λυχνάρια(σιραπκί).

549
προφορικές διηγήσεις του Κενανίδη Σάββα του Βασίλειου και εγγονό του Αναστάσιου Κενανίδη, από
τη μεριά του πατέρα του, και εγγονό του Πρόδρομου Παναγιωτίδη από τη μεριά της μητέρας του Ελέ-
νης Παναγιωτίδου-Κενανίδου , στον γράφοντα..
550
προφορική διήγηση Αναστάσιου Κενανίδη στον γράφοντα
551
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 454. βλ. και Ασβέστη , ό.π. .136.
123
Μεγαλύτερες ποσότητες λιναριού καλλιεργούσαν οι Τούρκοι αγρότες, από τους οποίους
έσπευδαν να το προμηθευτούν οι Έλληνες 552.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Λάζαρου Λινείδη, Ελληνοδάσκαλου στα
1850 από το χωριό Προκόπι. Ο εν λόγω Καππαδόκης είχε εξελληνίσει το επώνυμό του και
από Μπεζιρτζόγλου(εκ του τουρκικού μπεζίρ=λινέλαιο) το μετέτρεψε σε Λινείδης, σαφώς
ελληνοπρεπέστερο.
Στο ΑκΣεράι αρκετοί Τροχέτες είχαν δημιουργήσει ολόκληρη παροικία, όπου, εκτός
από το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν σε αγροτικές και βιοτεχνικές εργασίες. Το χωριό
καταγωγής τους το επισκέπτονταν μόνο σε περιόδους εορτών ή πανηγύρεων. Ήταν μια
πρώτης τάξεως ευκαιρία να συναντηθούν με τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους, με
συγγενείς ή και με συμπατριώτες τους553.
Η αγορά της Νίγδης λόγω της σχετικής εγγύτητάς της, εξυπηρετούσε ανάγκες των
χωρικών του Τροχού, σε υποδήματα, εργαλεία και άλλα χρειώδη. Αναφέρεται, μάλιστα,
περιστατικό, όπου ο Κενανίδης Σταύρος αγόρασε λαστιχένια παπούτσια από τη Νίγδη και
γεμάτος χαρά τα επιδείκνυε στους οικείους του. Τα προηγούμενα, άκομψα, φτιαγμένα από
δέρματα ζώων του φαίνονταν, πλέον, ξεπερασμένα554. Ο αδελφός του πατέρα του, από τους
πλέον ευκατάστατους Τροχέτες, ο Χατζηανεστιάδης Χρήστος είχε ολοκληρώσει με επιτυχία
την εμπορική σχολή της Κωνσταντινούπολης και είχε επτά ιδιόκτητα μαγαζιά στην Νίγδη.
Εκεί δραστηριοποιούνταν με ιδιαίτερη επιτυχία555.
Στον Τροχό δραστηριοποιούνταν λιγοστοί κτίστες, μαραγκοί και ένας ψαράς. Μάγγανοι
υπήρχαν 2 μόνο στον αριθμό, και αυτοί ως πολύ παλιοί βρίσκονταν εν αχρηστία.
Αποτελούσαν μάλλον αντικείμενο περιέργειας και χώρος περιπέτειας για τα παιδιά. Δεν
υπήρχαν ζωντανές μαρτυρίες για μαγγανατζήδες. Ενώ, παράλληλα, υπήρχαν ελάχιστα
υποτυπώδη καταστήματα. Αυτό το επιβεβαιώνουν, σύμφωνα με διηγήσεις τους, πρόσφυγες
από την Καππαδοκία: «Έχισκαμ πέντε-έξι τουκάνια (μαγαζιά). Πούληναν φαϊμάτια
(φαγώσιμα), ζάχαρι, λάδι, αλάτι, φακούια (φακές), ροβύθια, σταφίδες, κρασί, ρακί, βορκόκα
(βερύκοκα), κέρατα(χαρούπια), ιγDία (τζίτζιφα), σπίρτα, πετρέλαιο ό,τι κρεύεις(γυρεύεις)»556.
Όπως και σε άλλα χωριά της Καππαδοκίας, έτσι και στον Τροχό τα εμπορικά
καταστήματα ήταν συγκεντρωμένα στην κεντρική πλατεία (τουρκικά: πεγιούκ χαρμάν
=μεγάλο αλώνι) ή, σε άλλες περιπτώσεις, σε ορισμένη συνοικία. Οι παντοπώλες λόγω
ανάγκης και συνήθειας ασκούσαν και άλλη δραστηριότητα, την οποία και συνδύαζαν. Ήταν,
δηλαδή, αγρότες, παντοπώλες, αργυραμοιβοί (σαράφηδες) και υφασματέμποροι. «Ότι
γύρευες το έβρισκες», σύμφωνα με τα λεγόμενα Τροχέτισσας, που εγκαταστάθηκε
πρόσφυγας μετά το 1924 στην (Νέα) Αξό. Όταν, όμως, τα τελευταία χρόνια πριν την
ανταλλαγή των πληθυσμών το1924, οι σχέσεις μεταξύ Ρωμιών και Τούρκων εκτραχύνθηκαν
και οι προστριβές έγιναν διαρκείς, οι πρώτοι μετέφεραν για λόγους ασφάλειας τα
εμπορεύματά τους στις κατοικίες τους, ώστε να τα αποθηκεύσουν. Πράττοντας με αυτόν τον
τρόπο οι νοικοκύρηδες ένιωθαν, σαφώς, πιο ασφαλείς 557.
Λόγω της αποδημίας των ανδρών, έμεναν οι γυναίκες στο χωριό. Αυτές επωμίζονταν,
κατά κύριο λόγο, τις βαριές αγροτικές εργασίες. Όργωναν, τσάπιζαν και έσπερναν. Τα
χώματα ήταν άγονα και ξερικά, τα δε στρέμματα που αναλογούσαν στις οικογένειες ήταν
λίγα. Ορισμένοι διέθεταν 20 στρέμματα, άλλοι 30 και ελάχιστοι περισσότερα. Υπήρχαν,
μάλιστα, και οικογένειες δίχως καθόλου ιδιοκτησία. Η ένδεια ήταν μόνιμος συνοδός τους
558
.

552
Ασβέστη, ό.π., 96, 178 και 191.
553
Ασβέστη, ό.π. , 26.
554
προφ. διήγηση Ηλία Κενανίδη πατέρα του γράφοντα και εγγονό του Σ.Κ. βλ. και Ασβέστη, ό.π., 129.
555
προφορική διήγηση του ανεψιού του Βασίλειου Χατζηανεστιάδη, στον γράφοντα.
556
Ασβέστη, ό.π. , 136 και 145.
557
ό.π., 183 και 194..
558
προφορική διήγηση του Αναστάσιου Κενανίδη, βλ. και Ασβέστη , ό.π. 136.
124
φωτ. Βασίλειου Χατζηανεστιάδη

Οι γυναίκες ασχολούνταν, κυρίως, τους χειμερινούς μήνες στις κατοικίες τους με το


γνέσιμο και την ύφανση στους αργαλειούς τους, που τους αποκαλούσαν «χώστρες».
Κούρευαν το τρίχωμα των προβάτων που εξέτρεφαν και το μαλλί τους το χρησιμοποιούσαν
ως πρώτη ύλη, για να φτιάξουν το «σαλ». Αυτό ήταν ένα λεπτό ύφασμα, με το οποίο
έφτιαχναν φορέματα, στρώματα, μαξιλαροθήκες και τσουβάλια. Επίσης, με χοντρό ύφασμα
ετοίμαζαν κιλίμια και σαλβάρια (παντελόνια). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω
προϊόντα της οικοτεχνίας τους δεν τα εμπορεύονταν, αλλά τα είχαν, για να ικανοποιούν τις
βασικές ανάγκες του σπιτικού τους. Εξάλλου, ήταν τόσο μικρή η παραγωγή τους, ώστε δεν
τους περνούσε από το μυαλό κάτι τέτοιο559.
Η κτηνοτροφία τους αφορούσε, κυρίως, οικόσιτα ζώα. Κάθε σπίτι συντηρούσε μία-δύο
αγελάδες και 10 έως 15 πρόβατα. Οι βοσκοί που φρόντιζαν τα γιδοπρόβατα ήταν Τούρκοι.
Και αυτό συνέβαινε, γιατί οι Ρωμιοί δεν αναλάμβαναν ή, πολλές φορές, δεν καταδέχονταν
καν να απασχοληθούν σε τέτοιες εργασίες560.

559
Ασβέστη , ό.π. , 136.
560
Ασβέστη , ό.π. , 136.
125
ε΄---Εκκλησία

. Εκκλησιαστικώς ο Τροχός ανήκε στην μητρόπολη Ικονίου, ο δε μητροπολίτης είχε ως


έδρα του την πόλη της Νίγδης, όπου και διέμεινε συνήθως. Έφερε δε τον τίτλο: «Υπέρτιμος
και έξαρχος πάσης Λυκαονίας και δευτέρας Καππαδοκίας»561.
Στο χωριό υπήρχε ναός στο όνομα του προφήτη Ηλία, όπου και τελούσαν τις ακολουθίες
τους οι ντόπιοι και εκπλήρωναν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις. Η εκκλησία σώζεται
μέχρι και σήμερα, αλλά βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Αξιοσημείωτο υπήρξε το
πανηγύρι του αγίου Γεωργίου, που συγκέντρωνε πολύν κόσμο και από τα γειτονικά χωριά,
για να τιμηθεί ο πολιούχος άγιος του Τροχού. Η παλαιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου
γκρεμίστηκε στις 27-9-1908, για να χτιστεί στη θέση της προϋπάρχουσας καινούριος και
μεγαλύτερος σε μέγεθος και χωρητικότητα ναός. Οι οικονομικές δυσχέρειες έφεραν σε
δύσκολη θέση τους κατοίκους του χωριού, αλλά ο ενθουσιασμός, η άμιλλα με τα άλλα
γειτονικά χωριά, η θερμή πίστη, το πείσμα και η προσωπική τους συμβολή με εργασία και
τα απαραίτητα οικοδομικά υλικά συνετέλεσαν, ώστε να τεθούν τα θεμέλια του κτίσματος
και να χτιστούν οι τοίχοι562.

φωτ. Βασίλειου Χατζηανεστιάδη

Επιπλέον, υπήρχαν και αρκετά ερείπια αρχαίων εκκλησιών, τα αποκαλούμενα από


τους κατοίκους ως μοναστήρια. Την θέση αυτή την υποστηρίζει και γνωστός ερευνητής, ο
Αναστάσιος Λεβίδης το 1899, όταν γράφει ότι: «…πέριξ μεν πολλά ερείπια αρχαίων
εκκλησιών Μοναστήρια καλούμενα, εντός δε της κώμης επίσης πολλά ερείπια αρχαίων
εκκλησιών και λουτρώνος, σωζομένην δε έχουσι μίαν και αυτήν αρχαίαν Βυζαντινής
εποχής…»563. Ο ίδιος, μάλιστα, λίγα χρόνια νωρίτερα, στα 1885 επισημαίνει ότι στον Τροχό
«...Ιερείς δε έχουσι δύο»564. Αναφέρεται ότι και το 1905 ιερουργούσαν στον ναό δύο ιερείς,
αλλά χαμηλής μόρφωσης .565

561
Μ.Μαραβελάκης-Α.Βακαλόπουλος, Αι προσφυγικές εγκαταστάσεις εν τη περιοχή της Θεσσαλονίκης,
σελ.29 βλ. και Κ.Μ.Σ. ΄΄Έξοδος΄΄ β΄ τόμος, σ. 253. .
562
Κοιμίσογλου, .454.
563
Αναστάσιος Λεβίδης : «Αι εν μονολίθοις Μοναί …» , 172. βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία,454.
564
Αναστάσιος Λεβίδης : «Καππαδοκικά…», 560. βλ. και Κοιμίσογλου, ό.π. ,454
565
Ξενοφάνης, Σύγγρ. Περ.τόμ. 3ος, τεύχος 1ος , βλ. και .Κοιμίσογλου,ό.π. ,454
126
Συγκροτήθηκε επιτροπή από σχετικούς με το θέμα κατοίκους του χωριού, η οποία
στάλθηκε στην μακρινή Νεάπολη (σημ.Νεβσεχίρ), για να καλέσει έναν φημισμένο για την
αξιοσύνη του κτίστη, τον Μεντές Κάλφα Γιώργη. Αυτός ανέλαβε να ολοκληρώσει το έργο.
Η φήμη των μαστόρων της Νεάπολης είχε φτάσει και στον Τροχό. Η έκρηξη του μεγάλου
πολέμου (1914-1918), όπως ονόμασαν οι άνθρωποι της εποχής τον πρώτο παγκόσμιο
πόλεμο, θεωρείται ως η αιτία που αποτέλεσε τροχοπέδη για την παράδοση του νέου ναού
στους Ορθόδοξους Χριστιανούς του χωριού. Αρκετοί Τροχέτες προκειμένου να αποφύγουν
τις εκδικητικές τάσεις των Τούρκων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό, για να
βρουν καταφύγιο αλλού. Εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ακ Σεράι (Αρχεραΐς-Άχσαρα). Εκεί
παρέμειναν μέχρι την τραγική χρονιά της Ανταλλαγής των Πληθυσμών στα 1924. Όταν,
λοιπόν, αναγκάστηκαν να φύγουν οι εναπομείναντες ντόπιοι κάτοικοι του χωριού ο ναός
του Αγίου Γεωργίου δεν είχε ολοκληρωθεί. Στερούνταν στέγης και, ως εκ τούτου, ήταν
ημιτελής. Το κτίριο στέκει όρθιο εν μέρει, σύμφωνα με σύγχρονες μαρτυρίες, ακόμη και
σήμερα, αλλά δυστυχώς σε ερειπιώδη κατάσταση.
Σύμφωνα με μαρτυρίες Αξενών όταν Τροχέτες επισκέπτονταν την ονομαστή εκκλησία
της Αγίας Μακρίνας της Αξού, στην μεγάλη πανήγυρη αντιμετώπισαν καυστικά σχόλια και
ενίοτε τα παιδιά τους δέχονταν πετροπόλεμο από τους ντόπιους κοντοχωριανούς τους. Οι
λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός ότι οι φιλήσυχοι Τροχέτες υπέκυπταν στους
εκβιασμούς και στις πιέσεις που ασκούσαν πάνω τους οι συγχωριανοί τους Μουσουλμάνοι
Τούρκοι. Και αυτό ήταν κάτι που δεν το ανέχονταν και ούτε το συγχωρούσαν οι ατίθασοι
και ανυπότακτοι Αξινοί 566!

566
προφορική μαρτυρία της Αναστασίας Θυσιάδου-Αυτζίδου.
127
στ΄---Κοινωνία, κατοικία

Σκόπιμο είναι να υπογραμμισθεί ότι η απαρέγκλιτη τήρηση αυστηρών παραδόσεων από


τους Τροχέτες συνετέλεσε, ώστε να αποκαλούν τις νεαρές νύφες μέχρι πριν λίγα χρόνια, ως
κόρες. Συνήθεια που ανάγεται μέχρι τα βυζαντινά χρόνια567 και συναντάται, ακόμη και
σήμερα, στην Κύπρο και, ιδιαίτερα, στα χωριά των επαρχιών της568.

φωτ. Βασίλειου Χατζηανεστιάδη

Η νύφη, όταν πήγαινε νιόπαντρη στο πατρικό σπίτι του συζύγου της, ήταν πάντα
σιωπηλή μπροστά στα πεθερικά της, σε σημείο, μάλιστα, παρεξήγησης! Πότε σχεδόν δεν
ελάμβανε πρώτη τον λόγο και περίμενε υπομονετικά να της απευθύνουν την κουβέντα και
ύστερα να μιλήσει, αλλά όχι να φλυαρήσει. Το βράδυ πήγαινε τελευταία για ύπνο και αφού
είχε καθαρίσει και συμμαζέψει το σπίτι από το βραδινό φαγητό.
Οι κατοικίες χτίζονταν πάντα με υλικά που έβρισκαν στην φύση ή που έφτιαχναν οι
ίδιοι. Βασικά δομικά υλικά ήταν οι πέτρες, η λάσπη, τα ξύλα κλπ.

567
Φαίδων Κουκουλές , Βυζαντινός βίος και πολιτισμός , τ.4ος , σελ.
568
προσωπική διαπίστωση του γράφοντα.
128
ζ΄---Λαογραφία

Τα τουντούρια ή ταντούρια

Το ψύχος, ειδικά στη διάρκεια του χειμώνα, στην Καππαδοκία ήταν εξαιρετικά δριμύ.
Μέσα στα σπίτια, ημέρες και νύχτες, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προστατευθούν από το
έντονο κρύο. Σπάνια συναντούσες σε σπίτια ξυλόσομπες όπως τις γνωρίζουμε ή τις
φανταζόμαστε εμείς σήμερα. Οι λόγοι έλλειψής τους θα πρέπει να αποδοθούν στην
οικονομική ένδεια που μάστιζε τους κατοίκους των χωριών, αλλά, κυρίως, στην έλλειψη
επαρκούς πρώτης ύλης. Η ευρύτερη περιοχή ήταν άνυδρη, δίχως την παρουσία του
απαραίτητου δάσους, που θα πρόσφερε καύσιμη ξυλεία για τις ανάγκες θέρμανσης των
κατοίκων. Βασική αιτία η λειψυδρία. Μάλιστα στα τελευταία χρόνια, πριν τον ξεριζωμό,
όπως διηγούνταν οι παλαιότεροι, είχε να βρέξει επί μία διετία και άνθρωποι, ζώα και σπαρτά
υπέφεραν κυριολεκτικά.

……….
Ταντούρι για μαγείρεμα και θέρμανση. Από περιοχή Καππαδοκίας. Απρίλιος 2008.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Για να ζεσταθούν οι ντόπιοι, επινόησαν τα τουντούρια. Αυτά ήταν στενόμακρα


πήλινα δοχεία. Άνοιγαν αρκετά μεγάλους και βαθείς(μέχρι σχεδόν ένα μέτρο) λάκκους,
τοποθετούσαν μέσα τα ταντούρια. Έρριχναν μέσα ένα δεμάτι άχυρα ή, σπανιότερα, ξύλα.
Άλλοι, πάλι, έριχναν ως καύσιμη ύλη σβουνιές, ξεραμένες δηλαδή κοπριές από αγελάδες. Τα
άναβαν και για μισή ώρα περίπου αυτά καιγόταν569. Ο καπνός που παραγόταν έβρισκε
διέξοδο από τα ανοίγματα της πόρτας. Η αναγκαία καπνοδόχος, όπως την γνωρίζουμε, ήταν
ανύπαρκτη. Σε άλλες, πάλι, περιπτώσεις, όπου δεν υπήρχε ούτε και αυτό ακόμα το πήλινο
ταντούρι, ενεργούσαν διαφορετικά. Αφού καθάριζαν τα αποκαϊδια, ζύμωναν αλεύρι με νερό
και το έφτιαχναν ζύμη. Το έπλαθαν σε μέγεθος ανθρώπινης παλάμης και το στήριζαν στα
χωματένια τοιχώματα του τουντουριού. Έτσι έψηναν τα ψωμάκια(σεπέα) ή, άλλοτε πάλι,
πάνω σε χοντρή λαμαρίνα έβαζαν μερίδες ζυμαριού δίχως ζύμη, για να ψηθεί, τις λαλαγγίδες
ή λαλάγγια, όπως τα αποκαλούσαν. Ενίοτε, πάλι, έβαζαν μικρή ποσότητα φασόλια, νερό και
λίγο λίπος σε πήλινη στάμνα με καπάκι(κιούπι), για να μαγειρευτεί και το τελευταίο το
τοποθετούσαν στην άκρη του ζεστού λάκκου. Το φαγητό σιγόβραζε και η φασολάδα με την

569
Ασβέστη, ό.π. 66.
129
νοστιμιά της χόρταινε και ενθουσίαζε τους ενοίκους αλλά και τους τυχόν φιλοξενούμενους
του σπιτιού.
Τα μέλη της –κατά κανόνα πολυπληθούς– οικογένειας άπλωναν στο χωματένιο
πάτωμα ψάθες και κιλίμια και κάθονταν πάνω τους, ενώ, ταυτόχρονα, τα πόδια τους τα είχαν
«κρεμασμένα» μέσα στο άνοιγμα του τουντουριού και τα κάλυπταν με μπάσι και από πάνω
ένα πάπλωμα. Έτσι, για να ζεσταθεί το «κοκαλάκι τους» ή, όπως λέει η λαϊκή ρήση, «πόδια
ζεστά και κεφάλι κρύο». Και, όταν τα πόδια θερμαίνονται, τότε όλο το σώμα είναι ζεστό.
Με αυτή την μέθοδο επιτυγχάνονταν, ταυτόχρονα, πολλαπλοί στόχοι. Και το φαγητό
μαγειρευόταν και οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν την βαρυχειμωνιά και, παράλληλα, έβρισκαν
μια χρυσή ευκαιρία οι παλαιότεροι να διηγηθούν στους νεώτερους παραμύθια και ιστορίες,
να συζητήσουν τα τυχόν προβλήματά τους, να συνδεθούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, να
ενισχυθούν οι οικογενειακοί δεσμοί και να νιώσουν όλοι τη σημασία της θαλπωρής του
σπιτικού.

Τα κεμπρέα

Οι φτωχότεροι κάτοικοι είχαν επινοήσει και έναν άλλό τρόπο, αρκετά αντιαισθητικό,
για να εξασφαλίσουν καύσιμη ύλη. Τα περιττώματα των μεγάλων ζώων, όπως αγελάδες,
βουβάλια και καμήλες ήταν «περιζήτητα». Τα τοποθετούσαν σε τετράγωνες ξύλινες
κατασκευές με τέσσερα χωρίσματα, τα πίεζαν γερά και μετά από λίγο τα αναποδογύριζαν
και τα άφηναν στο ύπαιθρο, κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού να στεγνώσουν και
να «σφίξουν».Το «αποτέλεσμα» αυτών των προσπαθειών ήταν μιας πρώτης τάξεως καύσιμη
ύλη, μιας και οι σβουνιές (κεμπρέα) άναβαν πολύ γρήγορα570, σαν λαμπάδες, και η μεγάλη
θερμαντική αξία τους ήταν αναμφισβήτητη. Ήταν εξαιρετικά χρήσιμες για το μαγείρεμα και
για την θέρμανση. Σε άλλες περιπτώσεις οι σβουνιές χρησιμοποιούνταν ως επιχρίσματα για
τους τοίχους των σπιτιών, των αποθηκών ή, σπανιότερα, των στάβλων τους.

Σαποντήρι

Παιδικό πολεμικό παιχνίδι, χρησιμοποιούνταν ευρύτατα σε πολλές ευκαιρίες.


Αποτελούνταν από ένα τεμάχιο δέρματος, συνήθως τετράγωνου σχήματος, στις άκρες του
οποίου δημιουργούσαν τέσσερις οπές. Μέσα από αυτές περνούσαν ανάλογο αριθμό από
σχοινιά ή σπάγκους. Μέσα στο τετράγωνο πανί τοποθετούσαν μια πέτρα, την στερέωναν
όπως-όπως με την μια –αριστερή συνήθως –χούφτα τους και, έπειτα, με την άλλη
κρατούσαν τις τέσσερις άκρες των σπάγκων σφιχτά. Κρατώντας ψηλά το σαποντήρι, το
περιέστρεφαν χρησιμοποιώντας όλη την δύναμή τους. Μετά τις αναγκαίες στροφές, την
κατάλληλη στιγμή εκσφενδόνιζαν την πέτρα κατά του αντίπαλου. Αν ο δράστης ήταν καλός
στο σημάδι, το «αποτέλεσμα» επιβεβαίωνε την φήμη του. Τα «ανοιγμένα» κεφάλια, τα
αίματα και οι οιμωγές των χτυπημένων σήμαιναν ότι ο κόπος δεν πήγε «χαμένος». Τα παιδιά
που τραυματίζονταν πήγαιναν κλαίγοντας στις μανάδες τους, για να κάνουν τα παράπονά
τους και να βρουν παρηγοριά. Αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές, που αντί για συμπόνια και
χάδια εισέπρατταν, επιπλέον, μαλώματα και ξυλοφορτώματα.
Οι αψιμαχίες αυτές συχνά είχαν την μορφή εκτεταμένης και συνηθισμένης σύρραξης
μεταξύ παιδιών και, ενίοτε, και εφήβων. Τα αλώνια και οι χέρσες εκτάσεις «φιλοξενούσαν»
τέτοιου είδους ακραίες εκδηλώσεις 571.

570
βλ. και Ασβέστη , ό.π., 133.
571
προφορική διήγηση του Βασίλειου Χατζηανεστιάδη στον γράφοντα.
130
η΄---Πορεία προσφύγων

Στην περιοχή του καππαδοκικού χωριού στην Μικρά Ασία έφτασαν νωρίτερα πριν το
1924 οι Τούρκοι ανταλλάξιμοι ελληνικής υπηκοότητας και, μάλιστα, από την περιοχή των
Γρεβενών572. Για χρονικό διάστημα ολιγότερο των δύο χρόνων Ρωμιοί ντόπιοι κάτοικοι του
Τροχού και Μουσουλμάνοι μεταφερμένοι από την Ελλάδα έμειναν μαζί στα ίδια σπίτια,
αναγκαστικά. Τα χωράφια του χωριού δόθηκαν, με κρατική εντολή, για καλλιέργεια στους
Τούρκους, ενώ οι ιδιοκτήτες Έλληνες, απλώς, είχαν την επικαρπία τους573. Στην αρχική
χρονική περίοδο οι σχέσεις με τους ντόπιους Τούρκους δεν ήταν καλή, επειδή υπήρχε
καχυποψία, αμφισβήτηση, αδιαφορία. Μάλιστα, δεν τους έδιναν τα κορίτσια τους για νύφες,
γιατί θεωρούσαν ότι είναι χειρότεροι και από τους γκιαούρηδες. Οι ανταλλάξιμοι
Ελληνομουσουλμάνοι, γνωστοί, αλλιώς, ως Βαλλαάδες, προερχόμενοι από τα Γρεβενά της
Μακεδονίας, αντίκρισαν έναν τόπο πραγματικά ξερό και άνυδρο. Είχε να βρέξει σχεδόν δύο
χρόνια. Το θέαμα τους απογοήτευσε. Σαν προχωρούσαν από το λιμάνι της Μερσίνας προς τα
ενδότερα διανύοντας πολλά χιλιόμετρα τα έβαζαν με την μοίρα τους και έλεγαν στα
ελληνικά, στην μητρική γλώσσα τους: «Αλλάχ, πού μας πάνε, πού πηγαίνουμε». Τα λόγια
τους τα άκουγαν Ρωμιοί, που κατευθύνονταν προς αντίθετη κατεύθυνση, εγκαταλείποντας
τα χωριά τους, με κατεύθυνση τη Μερσίνα..
Όταν γνωστοποιήθηκε, πλέον, μέσα στο καλοκαίρι του 1924, η είδηση περί
υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών και αναχώρησης των χριστιανών Ελλήνων για
την Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην περιοχή επιτροπή, που θα ρύθμιζε τα της ανταλλαγής
πληθυσμών. Κάποιος Τροχέτης, ο Ιακωβίδης Νικόλαος, ανέβηκε στην στέγη ενός σπιτιού
και φώναξε δυνατά, για να ακουστεί από τους συγχωριανούς του: «Ε! οοοόλαν, ελάτε
φεύγουμε, φεύγουμε!», δίνοντας έτσι το «σύνθημα» της αναχώρησης. Αφού μαθεύτηκε το
γεγονός, αμέσως σχεδόν οι χωρικοί παράτησαν τις όποιες εργασίες τους, τα δρεπάνια από τα
χέρια τους στον θερισμό και ό,τι άλλο έκαναν, και βιαστικά μάζεψαν κάποια πράγματα
αξίας. Με την πίκρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και σφιγμένα τα χείλη πήραν το δρόμο της
προσφυγιάς μέσω Νίγδης574.
Η μεγάλη παραθαλάσσια πόλη Μερσίνα ήταν αυτή που φιλοξένησε για ένα χρονικό
διάστημα τους πρόσφυγες από τον Τροχό, μέχρι να εμφανιστεί το καράβι της Ανταλλαγής,
για να τους μεταφέρει στην Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι πάρα πολλά πλοία, σε ειρηνικές
περιόδους, έκαναν πολύ συχνά ταξίδια μέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφεραν
εσωτερικούς μετανάστες από την Καππαδοκία, την Κιλικία και άλλες περιοχές της Μικράς
Ασίας. Στα ταξίδια τους οι ευσεβείς Μικρασιάτες είχαν μαζί τους κόλλυβα, διαβασμένα σε
ναούς, που ετιμώντο στον Άγιο Νικόλαο. Αν, παρεπιπτόντως, στην διαδρομή η θάλασσα
εμφάνιζε κύματα, έριχναν μικρές ποσότητες από αυτά στη θάλασσα, συνοδεύοντας με τις
προσευχές τους, έχοντας την βάσιμη ελπίδα ότι αυτή θα γαληνέψει και θα τους πάει με
ασφάλεια στον προορισμό τους575. Οι Τροχιώτες στην Ελλάδα φιλοξενήθηκαν σε πρόχειρες
εγκαταστάσεις στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας. Από εκεί ακολουθώντας την τύχη και των
άλλων προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, μεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές.

572
Αλίκη Κυριακίδου-Νέστορος,, Λαογραφικά Μελετήματα, τ. Β΄, εκδ. Πορεία,Αθήνα 1993, 267.
573
προφορικές μαρτυρίες κατοίκων της (Νέας) Αξού, στον γράφοντα 7-10-2007.
574
προφορική διήγηση από τον Χατζηανέστη Βασίλειο στον γράφοντα (Νέα Αξός).
575
Σταμέλος, 95.
131
(ΝΕΑ) ΑΞΟΣ
α΄---Η εγκατάσταση των Αξινών

Ο πεδινός τόπος όπου επιλέχθηκε να κτισθεί το νέο χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 40μ.
και βορειοδυτικά της πόλης των Γιαννιτσών, σε μια απόσταση 5 χλμ. και ανατολικά της
πρωτεύουσας του νομού Πέλλας, της ΄Εδεσσας, σε απόσταση από αυτήν 46χλμ.576.
Οι πρόσφυγες από την Αξό έφεραν μαζί τους κάποια ιερά αντικείμενα θρησκευτικής
λατρείας, εικόνες, ιερά σκεύη και την καμπάνα του Ι. Ν. Αγίας Μακρίνας. Τα περισσότερα
διασώζονται έως σήμερα στην εκκλησία της (Νέας)Αξού. Ειδικά, όμως, το πολύτιμο
ευαγγέλιο πωλήθηκε, άγνωστο από ποιους. Βρέθηκε από τον Ζαχαριάδη…….στα χέρια
κάποιου κατοίκου στο χωριό Αμπελειές των Γιαννιτσών. Έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες
και χωρίς χρονοτριβή μεταφέρθηκε ξανά πίσω στην (Νέα)Αξό. Οι περισσότερες εικόνες που
είχαν τοποθετηθεί στον καινούριο Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου της (Νέας)Αξού, σύμφωνα με
μαρτυρία, πουλήθηκαν σε αγνώστους από κάποιον ιερέα του χωριού ποντιακής
καταγωγής577.

Η λάρνακα όπου φυλασσόταν το σκήνωμα της Αγίας Μακρίνας. Ι. Ν. Αγίας Μακρίνας.


Αξός (σημ.Χασάκιοϊ) Καππαδοκίας. φωτ. Συμεών Κ. Κοιμίσογλου.

Για την τύχη της καμπάνας αφηγούνται οι σημερινοί κάτοικοι της (Νέας)Αξού.
Μεταφέρθηκε με αρκετές δυσκολίες στον Πειραιά το 1924. Έκτοτε η τύχη της αγνοείται.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι χάθηκε, άλλοι ότι δόθηκε κάπου ως αντάλλαγμα της θερμής
φιλοξενίας που έτυχαν, και άλλοι, πάλι, εικάζουν ότι, ίσως, η καμπάνα να πωλήθηκε σε
επιτήδειους, σε ορισμένα πρόσωπα· άγνωστο είναι σε ποιους ακριβώς578. Το έτερο
δυσάρεστο στο εν λόγω θέμα είναι το ερώτημα γιατί οι πρόσφυγες από την Αξό, αφού
ευλαβούνταν τόσο πολύ την αγία, δεν μετέφεραν μαζί τους στην Ελλάδα στα 1924, το ιερό
σκήνωμα της Αγίας Μακρίνας, το οποίο σωζόταν μέχρι τότε στον φερώνυμο ναό 579.

576
Κατερίνα Κόμητα, Ελλάδα Ιστορία , τ.31, 88.
577
προφορική μαρτυρία της Θεοδοσίας Αρνάκη- Παντζαρτζή, στον γράφοντα.
578
προφορική μαρτυρία Ιορδάνη Παυλίδη και προφορικές διηγήσεις σημερινών κατοίκων στον γράοντα.
(Νέα) Αξός 7-9-2007.
579
Καραθανάσης,, 154. Επίσης συνηγορούν μαρτυρίες από σημερινούς κατοίκους του χωριού στο εν
λόγω ζήτημα.
132
Λαμβάνοντας υπόψη τους πίνακες με τους Αξενούς που έφτασαν πρόσφυγες από την
Καππαδοκία το 1924, ο αριθμός τους ήταν 440 οικογένειες με 1359 άτομα580. Από τον
Πειραιά μετά παρέλευση ενός μηνός περίπου, οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν ατμοπλοϊκώς
στην Θεσσαλονίκη και παρέμειναν σε στρατιωτικές αποθήκες, χτισμένες από την εποχή του
πρώτου παγκοσμίου πολέμου, στο Χαρμάνκιοϊ (Νέο Κορδελιό-Ελευθέριο). Επειδή, όμως, ο
χειμώνας πλησίαζε, η παραμονή τους εκεί δεν διήρκεσε περισσότερο από ένα μήνα. Έπρεπε
να λήξει η περιπλάνησή τους και να οριστικοποιήσουν τον τόπο διαμονής τους. Η Επιτροπή
Αποκατάστασης Προσφύγων, ανάμεσα στα μέλη της οποίας υπήρξαν ο Μελετιάδης
Χρήστος και Νομίδης…….,γεωπόνος στο επάγγελμα, καθόρισε τους τόπους εγκατάστασης
των νεοφερμένων Ρωμιών581. Ορισμένοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη,
άλλοι στην Προσοτσάνη, το Λιβαδερό, τους Παπάδες, το Νεστοχώρι, τα Κύργια και τον
Άγιο Αθανάσιο Δράμας, τον Άβαντα Έβρου, την Νεοκαισάρεια Ιωαννίνων, τον
Εξαπλάτανο, την Αριδαία και την Χρυσή του νομού Πέλλας.
Ορισμένοι Αξενοί προτίμησαν να μεταφερθούν από τον Πειραιά στην Κρήτη και
προσάραξαν στο λιμάνι του Ηρακλείου. Αμέσως μετά επέλεξαν να εγκατασταθούν σε 19
χωριά του Ηρακλείου Κρήτης: Φιλίσσα Πεδιάδος, Αστρακοί Πεδιάδος, Στείρωνα,
Αμουργέλες, Μπαδιάς, Τεφέλι, Λιγόρτυνος, Πυράθι, Αποσελέμι, Πύργος, Αποΐνι,
Φαραγγιανά, Βελούλι, Μετόχια, Γαρίπα, Κατσικάλι, Γουρνιά, Καλό Χωριό και, τέλος, Ίνια
Μονοφατσίου. Η μεγάλη μάζα, όμως, των προσφύγων δημιούργησε σε λίγα χρόνια την
(Νέα)Αξό Γιαννιτσών582. Επιδίωκαν να κατοικήσουν σε μέρη σχετικά ψηλά, όπου το κλίμα,
σαφώς, ήταν πιο υγιεινό και πιο ξηρό, και απέφευγαν τα χαμηλά σημεία, όπου η υγρασία, τα
κουνούπια και οι πλημμύρες δημιουργούσαν νοσηρό και ανθυγιεινό περιβάλλον. Αυτό θα
ήταν ακατάλληλο για διαβίωση τόσο για τα ανθρώπινα μέτρα, πολύ δε περισσότερο για τους
ταλαιπωρημένους και αδυνατισμένους από τις κακουχίες και την ελλιπή διατροφή
πρόσφυγες. Ό,τι σχεδίαζαν με το νου τους, πίστεψαν ότι το βρήκαν στα υψώματα, που
βρέθηκαν μπροστά στην πορεία τους. Εδώ αποφάσισαν να εγκατασταθούν και πίστεψαν
βαθιά ότι θα τα καταφέρουν. Ήταν ένα στοίχημα και όφειλαν να το κερδίσουν583.
Οι νεοφερμένοι πρόσφυγες στα πρώτα δύσκολα χρόνια διέμειναν μέσα σε σκηνές και
σε παράγκες, που τους χορήγησε η ελληνική πολιτεία και τις τοποθέτησε δίπλα στα λιγοστά
σπίτια του σημερινού χωριού Ποντοχώρι(πρώην Παλαιό). Το τελευταίο βρίσκεται σε
απόσταση 2χλμ από την σημερινή (Νέα)Αξό και επί οθωμανικής κυριαρχίας ονομαζόταν
Βετ-Παζάρ584, που σημαίνει την παλιά αγορά ή Εσκιντζέ και τους Τούρκους κατοίκους του
τους αποκαλούσαν Εσκιντζελήδες ή Σκέντζεληδες. Καθόλου απίθανο το τελευταίο, γιατί η
λέξη εσκιτζής ερμηνεύεται και ως έμπορος ζώων, ο πανηγυρτζής και κατ΄ επέκταση ο
γυρολόγος. Οι Τούρκοι τόνιζαν την παλαιότητά του σε σύγκριση και αντίθεση με τα
Γιαννιτσά, που ονομάζονταν Γιενιτζέ και σήμαινε την νέα αγορά.
Στο Ποντοχώρι ζούσαν ορισμένοι Πόντιοι πρόσφυγες μεταφερμένοι στον εν λόγω
οικισμό από το 1922. Οι νεοφερμένοι πρόσφυγες από την Αξό της Καππαδοκίας πέρασαν
τραγικά τα πρώτα χρόνια της εκεί παραμονής τους. Υγρασία, δριμύ ψύχος, κουνούπια,
φίδια, λιμός, οικογενειακά δράματα, κακουχίες και ασθένειες, όπως η ελονοσία και η
φυματίωση (το γνωστό ως χτικιό) αποδεκάτιζαν τους ταλαιπωρημένους και εξαντλημένους
καινούριους κατοίκους. Οι παράγκες και τα αντίσκηνα δόθηκαν για την προσωρινή
τοποθέτηση των μικρασιατών προσφύγων, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι νέες κατοικίες που
ετοιμάζονταν αρκετά μέτρα πιο βόρεια. Η δε έλλειψη κατάλληλων και επαρκών φαρμάκων
για το σύνολο του προσφυγικού πληθυσμού επιδείνωνε το όλο πρόβλημα. Οι περισσότεροι,

580
Ασβέστη , 139 βλ. και Κοιμίσογλου , 446.
581
προφορική δφιήγηση στον γράφοντα από τον Κωνσταντίνο Κικιρίκη νεοαξινού καππαδοκικοκρητικού.
582
Κοιμίσογλου, ό.π., 450.βλ.και Μαυροχαλυβίδη, τ.β΄ ,389.βλ. επίσης ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία
Φανής Καλαθάκη εκ Κρήτης ορμώμενη, με σύμβουλο καθηγητή τον Αθανάσιο Ε.Καραθανάση.
583
προφορική μαρτυρία της Άννας Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου, στον γράφοντα.
584
Χατζόγλου, 94-95.
133
πάντως, κάτοικοι τα κατάφεραν και επιβίωσαν, επειδή ήταν σκληραγωγημένοι και είχαν
γερή κράση ή, αλλιώς, όπως λέγανε «αυτοί έχουν Τουρκίας κόκκαλο»585. Οι Ποντοχωρίτες
στα πρώτα χρόνια τους αποκαλούσαν «παραγκατζήδες», εξαιτίας της διαμονής τους σε
προσωρινές κατοικίες, που είχαν τη μορφή παράγκας. Οι δε Αξινοί ανταπέδιδαν με τον
χαρακτηρισμό χατρατζήδες586.
Ο Γεώργιος Οικονόμου587 πρώτος έφορος αρχαιοτήτων Μακεδονίας, αιτούμενος
μετονομασία της πόλης σε Στρατονίκεια ή Στρατονίκη, σε άρθρο του στην Αρχαιολογική
Εφημερίδα της Αθήνας αποδείκνυε ότι το όνομα της πόλης είναι τουρκικό και παράγεται
από τη λέξη yeni(= νέος) ως πρώτο συνθετικό και τη λέξη –τζε που είναι τοπωνυμική
κατάληξη, περσικής όμως προέλευσης. Και ως εκ τούτου στα πλαίσια της ελληνοποίησης
τοπωνυμίων σαφώς κι επιβάλλεται η αντικατάστασή του. Ο καθηγητής πανεπιστημίου όμως
και επιφανής γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις διατύπωσε την θέση ότι το όνομα της εν
λόγω πόλης είναι ελληνικό, καθώς παράγεται από το κύριο όνομα Γιάννης (Γιαννι-τσέας/
Γιαννιτσός) που ήταν ένας προύχοντας της περιοχής και έτσι τελικά οι οθωμανοί
κατακτητές το προσάρμοσαν από Γιαννιτσά588 σε Γενιτζέ.. Η άποψη του Γ. Χατζιδάκι
τελικά ήταν αυτή που επικράτησε. 589 .

……..
Σπίτι Εποικισμού στην (Νέα) Αξό της επαρχίας Γιαννιτσών. Δεκέμβριος 2008.
φωτ. Λάζαρου Η.Κενανίδη

Στην έκταση που σήμερα καταλαμβάνει η (Νέα)Αξός εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες που


προέρχονταν από τα χωριά Αξός και Τροχός, γειτονικά καππαδοκικά χωριά. Η μόνιμη
εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε, όταν ολοκληρώθηκε το χτίσιμο των λεγομένων «σπιτιών
του Εποικισμού», από εταιρία γερμανικών οικονομικών συμφερόντων.

585
προφορική διήγηση της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου, στον γράφοντα. Τα αυτά αναφέρουν η
Θεοδοσία Αρνάκη-Παντζαρτζή και η Άννα Χατζηστεφάνου- Σαρόγλου στον γράφοντα.
586
προφορική μαρτυρία του Ιορδάνη Παυλίδη και άλλων κατοίκων του νέου χωριού στον γράφοντα.
587
εκτός των άλλων διενήργησε ανασκαφές στις Κλαζομενές (σημερινά Βουρλά) της Σμύρνης
βλ. άρθρο Παντελή Νίγδελη ΄΄Στρατονίκεια εναντίον Γιαννιτσών ΄΄ στο περιοδικό.΄΄ Φίλιππος΄΄
τ.36, Γιαννιτσά 2002. βλ. και Κ.Απ. Βακαλόπουλος, ,443.
588
πρβ. ‘’στου Δημουλά τον πύργο’’.
589
Παντελή Νίγδελη ό.π. .7.
134
Οι πρώτοι (Αξενοί) δημιούργησαν το νότιο μαχαλά και οι δεύτεροι (Τροχιώτες) το
βόρειο μαχαλά. Τα σπίτια σε οικόπεδα εμβαδού 600 τ.μ. διαμοιράστηκαν στους δικαιούχους
με κλήρωση και με βασικό κριτήριο τον αριθμό των μελών της εκάστοτε οικογένειας. Στις
πολύτεκνες οικογένειες δόθηκαν τα μεγάλα σπίτια -με τα δεδομένα της εποχής- στο κέντρο
του χωριού. Οι χρηματικές δόσεις, με τις οποίες σιγά-σιγά θα εξοφλούνταν το σπίτι, που
τους ετοίμασε η πολιτεία, ήταν ιδιαιτέρως συμφέρουσες590.
Οι νεοεγκατασταθέντες πρόσφυγες, πικραμένοι αλλά και αποφασισμένοι στέριωσαν
και ορθοπόδησαν. Με οδηγό την ακάματη δραστηριότητα και το ανήσυχο επιχειρηματικό
πνεύμα τους νοικοκυρεύτηκαν και πλούτισαν. Σε κάθε παλαιότερη αλλά και καινούρια
οικογένεια που δημιουργούνταν, δίνονταν γεωργικός κλήρος σε ξερικά χωράφια, ικανός για
να συντηρήσει ικανοποιητικά -για τα μέτρα, πάντοτε, της εποχής- μια οικογένεια. Έτσι, σε
κάθε παντρεμένο άτομο, παρέχονταν χωράφια έκτασης 16 στρεμμάτων. Για το νιόπαντρο
ζευγάρι δίνονταν αθροιστικά 32 στρέμματα. Σε περίπτωση που υπήρχε πολύτεκνη
οικογένεια, αυτή επιχορηγούνταν με διπλό μερίδιο γεωργικής γης. Αυτή η κίνηση
λειτούργησε ως κίνητρο για την δημιουργία πολλών νέων οικογενειών. Χαρακτηριστικό
είναι το γεγονός της τέλεσης 25 γάμων σε μια ημέρα στην (Νέα) Αξό – αριθμός ρεκόρ, που,
φυσικά, δεν καταρρίφθηκε από τότε. Κυριολεκτικά, κάποιοι παντρεύτηκαν άρον-άρον, για
να προλάβουν τις ημερομηνίες χορήγησης γεωργικού κλήρου. Για αυτό πολλοί γάμοι
στερούνταν, τουλάχιστον αρχικά, του απαραίτητου συναισθηματικού δεσμού μεταξύ των
νεόνυμφων, αφού αυτό που θεωρούνταν επείγουσα ανάγκη ήταν η ακριβής τήρηση του
ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος591.
Αργότερα, με την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών δόθηκαν –λιγοστά, όμως –
στρέμματα σε όλους τους κατοίκους-δικαιούχους. Φυσικά, στην προκοπή των Αξενών
συνέβαλλε, εκείνες τις δύσκολες δεκαετίες, και η ικανότητα της φειδωλής διαχείρισης των
χρημάτων, που χαρακτήριζε τους Αξινούς. Αυτή θεωρήθηκε υπερβολική, σύμφωνα με την
γνώμη που άλλοι σύγχρονοί τους είχαν σχηματίσει για αυτούς592. Οι ισχυρότερες οικονομικά
οικογένειες του καινούριου χωριού, κατά κοινή ομολογία, υπήρξαν η οικογένεια
Χατζηστεφάνου και Ζαχαριάδη593.
Στις πρώτες δεκαετίες απέφευγαν την ανάμειξή τους με κατοίκους άλλων οικισμών.
Κατά συνέπεια δεν παντρεύονταν , κυρίως τα κορίτσια, έξω από το χωριό!
Το σημερινό χωριό λεγόταν για σεβαστό χρονικό διάστημα Νέο Παλαιό και
αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1933. Το συγκεκριμένο έτος αποσπάστηκε από την
κοινότητα Μυλότοπου. Το 1956 η κοινότητα Παλαιού μετονομάστηκε σε κοινότητα Αξού.
Στην (Νέα)Αξό οι ακτήμονες αγρότες πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν με ικανή αγροτική
έκταση, κυρίως, μετά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών που έλαβε χώρα μετά το
1935-36 Η αποζημίωση που τους πρόσφερε το κράτος ήταν κλήρος 30 στρεμμάτων, ενώ οι
πολυμελείς οικογένειες προικοδοτήθηκαν με μισό κλήρο, επιπλέον.

590
προφορική διήγηση της Πελαγίας Μισαηλίδου-Λεμονίδου και της Αικατερίνης Παυλίδου-Καρυπί-
δου.
591
έτσι λοιπόν παντρεύτηκαν το 1934 ο 17χρονος Ιερεμίας Σαρόγλου και η 14χρονη Άννα
Χατζηστεφάνου- Σαρόγλου, προφορική μαρτυρία της τελευταίας στον γράφοντα και εγγονό τους.
592
κατά προσωπική διαπίστωση του γράφοντα , από συλλογή γνωμών και απόψεων.
593
σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες και διηγήσεις (Νέο)Αξινών, όπως της Άννας Χατζηστεφάνου-
Σαρόγλου κ.ά. στον γράφοντα
135
β΄---Η εγκατάσταση των Τροχετών

Οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην (Νέα)Αξό, στο καινούριο χωριό ήταν οι πρόσφυγες
οι προερχόμενοι από τον Τροχό, οι Τροχέτες ή Τροχανλήδες, όπως τους ονόμαζαν.
Αρκετές οικογένειες διέμειναν προσωρινά για μικρό χρονικό διάστημα στην κωμόπολη
Σοχός της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Στον χώρο όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό
της (Νέας)Αξού κατέφθασε για πρώτη φορά τριμερής Επιτροπή Αποκατάστασης
Προσφύγων, αποτελούμενη από τα παρακάτω πρόσωπα: Δεμερτζόγλου Νικόλαος,
Παναγιωτίδης Γεώργιος και Σιδηρόπουλος Γεώργιος594. Η εν λόγω επιτροπή καθόρισε την
περιοχή, αξιολόγησε ενδελεχώς το έδαφος, το κλίμα και τις οικονομικές προοπτικές που
προσέφερε και έκρινε ότι, όντως, αξίζει ως χώρος μόνιμης εγκατάστασης των προσφύγων
από τον Τροχό. Εν συνεχεία, απευθύνθηκαν στον συμπατριώτη τους Ινκίογλου Νικόλαο,
πολιτικό μηχανικό, κάτοικο Θεσσαλονίκης, ο οποίος και διέθετε προσβάσεις στην κρατική
μηχανή και σημαντικές γνωριμίες στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Κατόπιν
εμπεριστατωμένης συζήτησης, του ζήτησαν να υποστηρίξει τις απόψεις τους και να
εισηγηθεί στους αρμόδιους φορείς να υλοποιηθεί η απόφασή τους να εγκατασταθούν μόνιμα
στην περιοχή που επέλεξαν. Η απάντηση του πολιτικού μηχανικού τους έβαλε σε δίλημμα.
Ο μικρός σχετικά αριθμός των οικογενειών δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την δημιουργία
ξεχωριστού χωριού. Όφειλαν να ψάξουν και να βρουν και άλλους καταγόμενους από
κοντινό διαφορετικό χωριό, ώστε να συναποτελέσουν τον πρώτο μεγάλο πυρήνα κατοίκων
του νέου μεγάλου οικισμού.
Έτσι, οι Τροχέτες απευθύνθηκαν στους Μαλακοπινούς. Η πρόταση, όμως, δεν
ευοδώθηκε, γιατί οι τελευταίοι προτίμησαν να εγκατασταθούν, τελικά, σε συνοικία της
Τούμπας Θεσσαλονίκης. Η επόμενη κρούση έγινε στους Αξινούς, οι οποίοι και
αποδέχθηκαν ασμένως την σχετική πρόταση. Οι ολιγότεροι αριθμητικά Τροχέτες έπεισαν
τους πολυπληθέστερους Αξινούς να κατοικήσουν οι μεν πρώτοι στον άνω ή βόρειο μαχαλά,
οι δε δεύτεροι στον κάτω ή νότιο μαχαλά. Στο μεταξύ αρκετές προσφυγικές οικογένειες
μεταφέρθηκαν για προσωρινή στέγαση σε παράγκες δίπλα στο κοντινό σημερινό χωριό
Ποντοχώρι ή πρώην Παλαιό (τουρκ.΄Εσκιτζε)595.
Εγκαταστάθηκαν σχεδόν 70-100 οικογένειες στο προσφυγικό χωριό της (Νέας)Αξού,
που χτίστηκε 5χλμ έξω από τα Γιαννιτσά του νομού Πέλλας, ενώ άλλοι διασκορπίστηκαν σε
διαφορετικές περιοχές. Σύμφωνα, πάντως, με την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων
και το παράρτημα της, το Εποικιστικό Γραφείο Γιαννιτσών το σχετικό πρόγραμμα
εγκατάστασης μερίμνησε για την αποκατάσταση, στο αμιγώς προσφυγικό οικισμό,
συνολικά 267 οικογενειών με 904 άτομα Αξινών και Τροχέτων 596. Το πρώτο όνομα του
νέου μεγάλου οικισμού ήταν Νέο Παλαιό, αργότερα ονομάστηκε (Νέα)Αξός. Έχτισαν με
ιδιαίτερη ευσέβεια τον δισυπόστατο Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου και Αγίου Γρηγορίου,
ολοκληρώνοντας συμβολικά την μισοτελειωμένη εκκλησία που άφησαν πίσω τους στον
Τροχό της Καππαδοκίας, εκπληρώνοντας με αυτό τον τρόπο ένα «τάμα».

594
τα ονόματα δόθηκαν από Νεοαξινούς ανάμεσά τους και ο Δημήτριος Διονυσιάδης και ο Ηλίας
Κενανίδης .
595
προφορική διήγηση του Ηλία Κενανίδη, πατέρα του γράφοντα. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνουν
αφηγήσεις και άλλων Νεοαξινών.
596
Πελαγίδης, 165.
136
γ΄---κοινωνία

H κοινωνία, συντηρητική, διατηρούσε πολλές παραδόσεις φερμένες από την


Καππαδοκία. Ανάμεσά τους ήταν και τα παιδικά παιχνίδια Και ως τέτοιο ήταν το
σαποντήρι, που κρατούσε ακόμη από τη Μικρά Ασία. Άλλωστε, το έθιμο αυτό των παιδιών,
κατά κύριο λόγο, φερμένο από την Καππαδοκία μετά το 1924 συνεχίστηκε αμείωτο στο
προσφυγοχώρι της (Νέας) Αξού. Οι διενέξεις, οι προστριβές και ο πετροπόλεμος μεταξύ
των δύο καινούριων μαχαλάδων κρατούσαν δεκαετίες και μερικές από τις βεντέτες των
μεγαλυτέρων βαστούσαν από αυτά τα γεγονότα της παιδικής ηλικίας τους. Οι βόρειοι
Τροχέτες, που κατοικούσαν στον επάνω μαχαλά, δεν πολυταίριαζαν τα χνώτα τους με τους
νότιους Αξινούς, που κατοικούσαν στον κάτω μαχαλά. Επόμενο ήταν αυτή η αντιπαλότητα
να εκδηλώνεται ορισμένες φορές με βίαιο κι απαράδεκτο τρόπο597. Στα τελευταία, όμως
χρόνια, οι όποιες αντιθέσεις έχουν αμβλυνθεί, οι σχέσεις έχουν εξομαλυνθεί πλήρως και
τέτοια φαινόμενα, πλέον, αποτελούν αντικείμενο μελέτης της τοπικής ιστορίας.

597
Τα παραπάνω λαογραφικά-ηθογραφικά στοιχεία προέρχονται από διηγήσεις του συνταξιούχου ιατρού.
Βασίλειου Χατζηανέστη . Η συνέντευξη δόθηκε στον γράφοντα στις 18-2-2007, στα Γιαννιτσά.
137
6. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
α. –γενικά

Στην (Νέα)Αξό δραστηριοποιείται με αρκετή επιτυχία ο πολιτιστικός σύλλογος «Η


Φλόγα» που ιδρύθηκε στις 26-8-1982. Ο σύλλογος στα πλαίσια της εορτής του Αγίου
Δημητρίου υλοποιεί το θεσμό των «Δημητρίων» που περιλαμβάνει πολιτιστικές εκδηλώσεις
με την παρουσία χορευτικών συγκροτημάτων, έκθεση ζωγραφικής, επιμορφωτικές
εξορμήσεις κ.ά. ιδιαίτερα σημαντικές για την ευρύτερη περιοχή του Δήμου Κύρρου 598.
Το Δημοτικό Σχολείο κατασκευάστηκε το 1928, επί υπουργού παιδείας και
θρησκευμάτων Γεώργιου Παπανδρέου και πρωθυπουργίας Ελευθέριου Βενιζέλου. Στα 1988
με πρωτοβουλία και έμπνευση του τότε κοινοτάρχη Αξού, του υπουργού Μακεδονίας-
Θράκης και του διευθυντή του δημοτικού σχολείου, η προτομή του μεγάλου διδασκάλου
Γεώργιου Π. Μαυροχαλυβίδη κοσμεί τον αύλειο χώρο του σχολείου. Το τελευταίο
προβλέπεται να ονομαστεί: «Δημοτικό Σχολείο (Νέας) Αξού: Γεώργιος Π.
Μαυροχαλυβίδης».

…..
Το Δημοτικό Σχολείο της (Νέας) Αξού με την προτομή του Γεώργιου Π.
Μαυροχαλυβίδη στον αύλειο χώρο. Δεκέμβριος 2008.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

Αξιοσημείωτες είναι οι ετήσιες εκδηλώσεις «Μαυροχαλιβίδεια», που


οργανώνονται πάντα στα τέλη Μαΐου ως ελάχιστη απόδοση τιμής στον μεγάλο Αξινό
εθναπόστολο και διδάσκαλο. Οι πρωτοβουλίες αυτές λαμβάνουν χώρα στο αθλητικό κέντρο
του χωριού και από το 2000 αποτελούν θεσμό για τον Δήμο Κύρρου. Αξιοσημείωτη είναι η
συμμετοχή όλων των δημοτικών σχολείων του τοπικού δήμου ή και όμορων δήμων 599
Η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού με το όνομα «Νίκη Αξού» συμμετέχει σε τοπικά
ερασιτεχνικά πρωταθλήματα.

598
προφορική αφήγηση του Πρόδρομου Παντζαρτζή.
599
για την τοπική ιστορία αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα του πρόεδρου της κοινότητας Θωμά Τσίτα,
του υπουργού Στέλιου Παπαθεμελή και του Διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου (Νέας) Αξού
Απόστολου Τσολάκη. Προφορική αφήγηση του τελευταίου στον γράφοντα.
138
β΄ --συγγραφείς του τόπου μας

1. ΒΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ

Γεννήθηκε στις 24-10-1965 στην Γερμανία. Κατάγεται από αγροτική οικογένεια


προσφύγων, ο δε πατέρας του ζει στην (Νέα)Αξό Γιαννιτσών. Μετά την αποφοίτησή του
από το Λύκειο Δενδροποτάμου Θεσσαλονίκης, εγγράφεται σε Σχολή Δημοσιογραφίας,
τα μαθήματα της οποίας παρακολουθεί ως υπότροφος.
Είναι αρχισυντάκτης του μηνιαίου περιοδικού «Ιστοριογραφία».
Είναι συν-ιδρυτής του Ελληνοκεντρικού περιοδικού «Δίαυλος Ελλήνων».
Γραπτά του πονήματα υπήρξαν τα βιβλία: «Μακεδονία και Ύβρεις», «Αυτοί είναι οι
Τούρκοι», «Αλέξανδρος, ο Μέγιστος των Ελλήνων», «Η Ελλάδα αιμορραγεί»,
«Αριστοτέλους: Αθηναίων Πολιτεία», «Παγκοσμιοποίηση, ο μεγάλος όλεθρος» 600.

2. ΜΑΚΗΣ ΤΣΙΤΑΣ

Γεννήθηκε στην (Νέα)Αξό Γιαννιτσών το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία στην


Θεσσαλονίκη. Από το 1994 ζει μόνιμα στην Αθήνα και είναι ο αρχισυντάκτης του
περιοδικού «Περίπλους». Κείμενά του(διηγήματα, ποιήματα, βιβλιοκρισίες)
δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά : Ρεύματα, Περίπλους, Ελίτροχος, Μανδραγόρας και στις
ισραηλινές εφημερίδες : Haarets και Maariv601.
Διηγήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γερμανικά, εβραϊκά, σουηδικά και
φινλανδικά. Έχουν κυκλοφορήσει τα κάτωθι βιβλία του: «Πάτυ εκ του Πετρούλα», εκδ.
Καστανιώτη 1996, «Τ΄ όνομά μου είναι Δώρα», εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2003, «Η
Δώρα και ο Οδυσσέας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2004, «Δε μου αρέσει το γάλα!», εκδ.
Ψυχογιός 2005, «Ποιανού είναι αυτή η σούπα;», εκδ. Ψυχογιός 2005, «Χριστούγεννα
στο Νηπιαγωγείο», εκδ. Σαββάλα 2005, «Ο Κοκκινούλης», εκδ.Κάστωρ 2006 602.

600
‘’Γνωριμία με τους συγγραφείς του τόπου μας’’ , Σύλλογος φίλων του βιβλίου Γιαννιτσών , 23.
601
΄΄Γνωριμία με τους συγγραφείς του τόπου μας,΄΄ Σύλλογος φίλων βιβλίου Γιαννιτσών, 89.
602
εφημερίδα ΄΄Γιαννιτσά΄΄ αρ. φύλλου 3023, 15-7-2006, 7
139
Δ΄ ΜΕΡΟΣ

1. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΥΛΟΤΟΠΟΥ


ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ

Α. πρόσφυγες προερχόμενοι από το χωριό Γκιουρούμτζα. Καππαδοκίας


Β. πρόσφυγες προερχόμενοι από το χωριό Τάστσι Καππαδοκίας
Γ. κάτοικοι μεταφερμένοι από το γειτονικό χωριό Κρώμνη

140
2. ΚΟΥΡΟΥΜΤΖΑ (ΓΑΡΙΠΤΣΑΣ)603

α΄ ---Γεωμορφολογία-δημογραφία

. Το προηγούμενο όνομά του χωριού ήταν Γαριπτσιέ (Γαριπτσάς). Με το παραπάνω


όνομα ήταν γνωστό ήδη από το 1600604. Το εν λόγω χωριό, πάντως, χρονολογείται επίσημα
από το 1710. Στα 1899 κατοικούσαν στο χωριό 500 Έλληνες. Οι κάτοικοί του
εγκαταστάθηκαν εκεί προερχόμενοι από την περιοχή της Κιλικίας. Στα 1924 αριθμούσε 128
οικογένειες με 554 άτομα και οι οποίοι καθ΄ ολοκληρίαν ήσαν τουρκόφωνοι Έλληνες605.
Αναφέρεται, σύμφωνα με μαρτυρίες, ότι διέμενε στο χωριό μόνο μια οικογένεια
μουσουλμάνων. Ωστόσο, σταδιακά αυξήθηκαν σε τρεις και, αργότερα, σε περισσότερες με
την εγκατάσταση και άλλων606. Γεωγραφικά, τοποθετείται 84 χλμ νοτιανατολικά της
Καισάρειας και περίπου 32 χλμ. βορειοανατολικά των Φαράσων. Κείται στις
νοτιοανατολικές πλαγιές του Τσως νταγ, προέκταση του όρους Αντίταυρος(Ελμά νταγ) και
σε υψόμετρο περίπου 1200 μέτρων. Το χωριό σήμερα διατηρεί το παλιό όνομά του και
ονομάζεται Gurumze. Η λέξη Γκουρούμτζε, κατά πάσα πιθανότητα, είναι παραφθορά από
την λέξη Ουρούμκιοϊ, δηλαδή, Ρωμιοχώρι. Έτσι το ονόμασαν οι Τούρκοι, γιατί όλοι σχεδόν
οι κάτοικοί του ήταν Ρωμιοί, σε μια περιοχή η οποία έβριθε τουρκικών χωριών-607. H
Κιουρούμτζα ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν στο μουδουρλίκι της Κίσκας, στο
καϊμακαμλίκι της Φέκε, στο μουτεσαριφλίκι του Κοζάν και, τέλος, στο βαλελίκι των
Αδάνων. Οι σχέσεις και οι κοινωνικοοικονομικές επαφές εκτείνονταν στα ελληνικά και στα
τουρκικά χωριά τόσο στην Καππαδοκία όσο και έξω από αυτήν, όπως ήταν η όμορη Κιλικία
κλπ.608.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος στα 1815 σημειώνει: «…Γκιόρουμτζε χωρίον
μικρόν χριστιανικόν… εν πετρώδει τόπω…ο δε τόπος…κοινότερον καλείται Κοζάνι»609.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στα 1856,ο Ν. Ρίζος υπογραμμίζει: «…Παχτζατζήκι, Κιορούμτζε,
χωρία χριστιανικά …ο δε τόπος αυτών κοινώς λέγεται Χοζάνι»610. Κάτι παρόμοιο
συμπληρώνει και ο Ι. Ιωαννίδης: «το χωριό Αφσάρ και τα χριστιανικά χωριά Παγτζεδζίκ,
Κιορουμδζε και Ποστανλήκ είναι πέριξ του Αφσάρ. Οι κάτοικοι αυτών των χωριών
καταγίνονται εις το να βγάζουν μεταλλεύματα, εξάγουν και πέτρες και μερικά σαν μάρμαρα
πράγματα, είναι δε πολύ πτωχοί άνθρωποι. Το μέρος , όπου ευρίσκονται τα ρηθέντα χωριά ,
λέγεται Χοζάν» ή «Κοζάν»611. Τέλος, ο Ι. Σαραντίδης Αρχέλαος στα 1899 γράφει: «…κώμη
γεωργική πληθυσμός ελληνικός 500 τουρκόφωνοι»612.

603
άλλες ονομασίες του χωριού που απαντώνται: Κουρουμζέ, Κιούρουμζε, Κούρουμζα, Κιούρουμδζε
Γκιόρουμτζε, Γκιουρούμζε, Κιορούμτζε, Γαρίπτσας. βλ. και Κοιμίσογλου, 533.
604
προφορική μαρτυρία του Σωκράτη Τσίνογλου στον γράφοντα.
605
Ν. Σ. Ρίζου, ΄΄Καππαδοκικά…΄΄, 80, Κ.Μ.Σ. Έξοδος τ. Β΄, .332.
606
προφορική μαρτυρία των Χρυσόστομου Καραογλανίδη, Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου και Σω
κράτη Τσίνογλου..
607
διήγηση της Χρυσούλας Μελετιάδου , στον γράφοντα
608
Κ.Μ.Σ. τ.2, σ.322
609
Κυρίλλου. ΄΄Ιστ. Περ…΄΄, 14-15, βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, .533.
610
Ν.Σ. Ρίζου, ΄΄Καππαδοκικά…΄΄, .80. βλ. και .Κοιμίσογλου, ό.π..533
611
Ασβέστη , ό.π., 162.
612
Ασβέστη, ό.π., 171. βλ. και Ι. Σαραντίδης Αρχέλαος ΄΄Η Σινασός΄΄ , 121.
141
β΄ ---Εκκλησία, εκπαίδευση

Εκκλησιαστικώς το χωριό υπαγόταν στην μητρόπολη Καισαρείας. Όλη η γύρω


περιοχή ήταν κατάσπαρτη από ερείπια ναών της βυζαντινής εποχής, τα «Μοναστήρια»,
όπως ήταν γνωστή στους περισσότερους. Ο Αναστάσιος Λεβίδης σημειώνει «Εν τοις πέριξ
σώζονται ερείπια ναών Βυζαντινών καλούμενα Μοναστήρια , μάλιστα δε εν Κούρουμζε εν τοις
αγροίς, ταις φάραγξι, ταις αμπέλοις»613. Υπήρχε ιερός ναός που ετιμάτο στην μνήμη του
Αγίου Γεωργίου, άγιος δημοφιλής σε όλους τους Καππαδόκες. Η Θεία Λειτουργία αλλά και
άλλες ακολουθίες γίνοντα στην τουρκική γλώσσα. Άλλωστε ήταν η μοναδική που
κατανοούσαν οι ντόπιοι. Οι ιερείς της ενορίας τους, όπως ο π. Ιωάννης αλλά και ο π.
Λάζαρος Αβραμίδης, που κατάγονταν από γειτονικό χωριό ήταν τουρκόφωνοι, όπως και το
σύνολο του ποιμνίου τους. Το ευαγγέλιο και τα υπόλοιπα ιερά βιβλία ήταν γραμμένα στην
καραμανλήδικη γραφή, δηλαδή, τουρκικές λέξεις με ελληνικούς χαρακτήρες614.
Σημαντικό ιερατικό έργο προσέφερε ο π. Λάζαρος, ο οποίος, μετέπειτα, ως πρόσφυγας
ακολούθησε το ποίμνιό του στην Ελλάδα, όπως και ο γιος του, π. Ευστάθιος. Ειδικά ο
τελευταίος, δίγλωσσος όντας, παράλληλα με το πνευματικό του έργο περιέτρεχε σε σπίτια
συγχωριανών του, αλλά και σε γειτονικά χωριά, και δίδασκε την ελληνική γλώσσα σε παιδιά
Ρωμιών, με αυταπάρνηση και πολλές δυσκολίες, παρά την σχετική απαγόρευση. Το γεγονός
αυτό κίνησε τις υποψίες και την έχθρα των κυρίαρχων Τούρκων, τόσο που ορισμένοι πήραν
την απόφαση να τον εξοντώσουν. Το τέλος του ήταν τραγικό615.
Υφίστατο, επίσης, από το 1860 ευαγγελική κοινότητα και, αργότερα, και ευαγγελικός
616
ναός και ο οποίος -δογματικά- δεν ήταν αφιερωμένος σε κανέναν άγιο. Να σημειωθεί ότι
σημαντικό τμήμα των κατοίκων της Γκουρούμτζας εγκατέλειψε την ορθόδοξη πίστη,
μεταστράφηκε δογματικώς και είχε ασπασθεί το θρησκευτικό δόγμα των Ευαγγελικών617. Η
μύηση στην συγκεκριμένη θρησκευτική πίστη, ή αίρεση, σύμφωνα με την ορθόδοξη
Εκκλησία, είχε συντελεσθεί εξαιτίας των συστηματικών και άοκνων προσπαθειών
Αμερικανών, κυρίως, ιεραποστόλων, οι οποίοι δεν φείδονταν χρόνου και χρημάτων,
προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ανάμεσά τους ξεχώριζε και ο Ιωνάς Κίνγκ.
Υπήρξε άριστος ρήτορας, καλός γνώστης της τουρκικής γλώσσας και με τα κηρύγματά του
και την πειθώ, που διέκρινε τα λόγια του, κατάφερε και παρέσυρε στις κακοδοξίες του
αρκετούς ορθόδοξους Κουρουμτζιώτες και δημιούργησε την ευάριθμη κοινότητα των
ευαγγελικών. Να σημειωθεί ότι και ορισμένοι προτεστάντες Αρμένιοι από τα Άδανα ήταν
ανάμεσα στους πρωτεργάτες του προσηλυτισμού. Η επαφή των Γκιουρουμτζιωτών με τους
παραπάνω είχε την αρχή της, πιθανώς, στις εμπορικές και άλλες συναλλαγές που λάμβαναν
χώρα στην εν λόγω πόλη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα και με οικονομική, έξωθεν,
ενίσχυση, οικοδόμησαν ευαγγελικό ναό, για να μπορούν να τελούν εκεί τα θρησκευτικά
τους καθήκοντα. Στην διαδικασία αυτή βοήθησε πολλαπλώς και ο πρόεδρος της κοινότητας
Τσακιρίδης Δημήτριος, αν και ορθόδοξος ο ίδιος. Ένα τριώροφο κτίριο ολοκληρώθηκε το
1864 και στέγαζε τις εξής δραστηριότητες: στο ισόγειο λειτουργούσε το σχολείο, στον
μεσαίο όροφο είχαν την μεγάλη αίθουσα για τα κηρύγματα του ευαγγελίου και στον επάνω

613
Λεβίδης, «Αι εν μονολίθοις Μοναί…»,.170, βλ. και .Κοιμίσογλου, 533.
614
προφορική μαρτυρία του Αναστάσιου Καλαλίδη του οποίου μάλιστα ο πατέρας Συμεών Αναστασιάδης
άλλαξε το επώνυμό του σε Καλαλίδης, όταν μετακόμισε από τον πύργο(=καλέ) στο Γκουρούμτζε.
615
βλ. σελ. 124. Προφορική μαρτυρία του γιου του, Χρυσόστομου Καραογλανίδη, στον γράφοντα.
616
Α.Χατζόγλου, .65.
617
χαρακτηριστικές είναι η περιπτώσεις: α) του Κυριάκου Καλαλίδη γεν. το 1916 ,βαπτισμένου ορθόδοξου
. του οποίου ο πατέρας Παϊσιος Καλαλίδης με όλη την οικογένεια του στην Καππαδοκία προσηλυτίστη-
καν στο ευαγγελικό δόγμα. β) της Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου γεν. το 1920, βαπτισμένης
ορθόδοξης που τη μεγάλωσαν στην Ελλάδα τα αδέλφια της μητέρας της και τη μύησαν στο ευαγγε-
λικό δόγμα. Συμφώνως με αφηγήσεις των ιδίων.
142
όροφο βρίσκονταν οι κατοικίες των ιεροκηρύκων. Μετά την προσφυγιά του 1924 οι Τούρκοι
γκρέμισαν τον τρίτο όροφο και μετέτρεψαν το υπόλοιπο κτίσμα σε τζαμί 618.
Οι προσηλυτιστικές αυτές ενέργειες ανησύχησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, και
αναστάτωσαν σφόδρα την κοινότητα των Ορθόδοξων και προκάλεσαν, όπως ήταν λογικό,
το ενδιαφέρον αλλά και συνεπακόλουθες αντιδράσεις από την μεριά τους. Όταν το ποίμνιο
της Εκκλησίας κινδυνεύει και αποκόπτεται από αυτήν, θεωρείται ως υποχρέωσή της να
παρέμβει, για να σώσει τα πλανηθέντα τέκνα της. Σύμφωνα με μαρτυρία, ορισμένοι
Ορθόδοξοι προέβησαν σε φραστικές απειλές εναντίον των νεοφώτιστων και, ενδεχομένως,
να διασκορπίστηκαν κάποια βιβλία τους και ορισμένα να καταστράφηκαν. Τότε αμέσως οι
θιγόμενοι προσέτρεξαν στις τουρκικές αρχές, για να βρουν το δίκιο τους. Με αυστηρότητα
και χρησιμοποιώντας βία οι Τούρκοι απαγόρευσαν στους Ορθόδοξους κάθε ενέργεια
εναντίον των αλλόδοξων με την υπενθύμιση ότι εκεί, κουμάντο κάνουν οι ίδιοι τους, και όχι
οι Ρωμιοί619.
Γεγονός αναμφισβήτητο, πάντως, είναι ότι τέτοια περιστατικά, την αποκλειστική
ευθύνη των οποίων φέρουν οι αλλόδοξοι προπαγανδιστές και προσηλυτιστές, προκάλεσαν
διχασμό και αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των Ελλήνων κατοίκων. Αυτό συνεχίστηκε και
αργότερα στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς και της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα.
Στις ημέρες μας θεωρώ ότι αυτή η αντιπαράθεση έχει αρκούντως ατονήσει και τούτο,
κυρίως, γιατί το θρησκευτικό συναίσθημα έχει ατονήσει και, επιπλέον, παίζει ρόλο λιγότερο
σημαντικό σε σύγκριση με τα παλαιότερα χρόνια.
Οργανωμένο και θεσμοθετημένο σχολείο, όπως το γνωρίζουμε εμείς σήμερα, δεν
λειτουργούσε εκείνα τα χρόνια. Ανάμεσα στους δασκάλους που προσέφεραν τις υπηρεσίες
τους και τις γνώσεις τους ήταν ο Σαββίδης Ιωάννης και ο Χατζηλιάδης Σάββας. Αυτοί
έφερναν από τα Άδανα σχολικά βιβλία στα παιδιά και τα χορηγούσαν δωρεάν. Εξάλλου, οι
οικονομικοί πόροι ήταν άνετοι. Στο εν λόγω σχολείο πήγαιναν με παρότρυνση από τους
γονείς τους και αγόρια και κορίτσια620. Σε αυτό το σημείο δέον να τονισθεί η τραγική θέση
των ορθόδοξων γονέων, που διαπίστωναν ότι γίνεται προσηλυτισμός στα προτεσταντικά
δόγματα. Εκφράζοντας την δυσαρέσκεια τους για αυτή την κατάσταση, απέτρεπαν τα παιδιά
τους να παρακολουθούν μαθήματα στο εν λόγω σχολείο. Παρά το γεγονός ότι αυτή η
επιλογή τους, τους προκαλούσε μεγάλη θλίψη 621.
Τρεις κοπέλες έφυγαν από το χωριό, για να σπουδάσουν με την καταβολή διδάκτρων
στο αμερικανικό κολέγιο στην κωμόπολη Μουταλάσκη (σημ. Ταλάς), λίγα χιλιόμετρα έξω
από την Καισάρεια. Το συγκεκριμένο κτήριο υφίσταται ακόμη και σήμερα και
χρησιμοποιείται ως κέντρο επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης των Τούρκων δασκάλων622.
Στην Μουταλάσκη είχαν μεταβεί μετά το1885 Άγγλοι και Αμερικανοί μισσιονάριοι και
προχώρησαν σε κτίσιμο γυμνάσιου και γλωσσικής σχολής, αλλά και νοσοκομείου, στο
οποίο εργαζόταν ένας χειρουργός-επίσκοπος, ο δόκτορας Δαδδ 623. Στο εν λόγω κτήριο μαζί
με την διδασκαλία των μαθημάτων, γινόταν, όπως ήταν επόμενο, και η απαραίτητη
θρησκευτική προπαγάνδα και ο ανάλογος προσηλυτισμός .

618
τις τελευταίες πληροφορίες τις επιβεβαιώνει ο Σωκράτης Τσίνογλου( στα ελληνικά Κινεζόπουλος)
619
προφορική προσωπική διήγηση των Κυριάκου Καλαλίδη και Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου.
620
τα ονόματα αναφέρει ο πληροφορητής Σωκράτης Τσίνογλου στον γράφοντα. Όταν σε άλλες περιπτώ-
σεις ορθοδόξων υπήρχε μεγάλη οικονομική στενότητα (σημ. του γράφοντα)
621
προφορική μαρτυρία Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου, στον γράφοντα.
622
από προσωπική παρατήρηση του γράφοντα, επ΄ευκαρία οδοιπορικού στην Καππαδοκία 17-4-08.
623
Καραθανάσης , 161.
143
Η σχολή των Δυτικών μισσιονάριων στην Μουταλάσκη (σημ.Ταλάς). Απρίλιος 2008.
Σήμερα χρησιμοποιείται ως σχολή μετεκπαίδευσης Τούρκων δασκάλων.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Όταν, λοιπόν, τρεις νεαρές κοπέλες, η Αλεξανδρίδου Μαρία, η Βεζυρίδου Σοφία και η
Φωτιάδου Σοφία, επέστρεψαν σπουδαγμένες στο χωριό καταγωγής τους, ανέλαβαν να
διδάξουν στα παιδιά γραφή, αριθμητική και θρησκευτικά. Γνώριζαν και αρμενικά, αλλά δεν
τα δίδασκαν. Η διδασκαλία γινόταν σε ένα υποτυπώδες οίκημα και χρησιμοποιούσαν ως
γλώσσα διδασκαλίας την τουρκική γλώσσα, την μοναδική, εξάλλου που καταλάβαιναν τα
παιδιά της εποχής εκείνης. Άλλωστε, αυτή την γλώσσα μιλούσαν και μέσα στα σπίτια τους.
Οι μετρημένοι στα δάχτυλα που γνώριζαν την ελληνική, την είχαν μάθει, όταν ξενιτεύτηκαν
σε άλλους τόπους, όπου ομιλούνταν παράλληλα και τα ελληνικά624.
Στα 1899 ο Α. Σαραντίδης σημειώνει πως δεν λειτουργούσε σχολείο, για να τύχουν
μόρφωσης τα παιδιά του χωριού625. Συμπληρωματικά, σύμφωνα με κάποια πληροφορία,
δίδασκε ένας δάσκαλος, που μισθοδοτείτο από τους γονείς των μαθητών. Το τραγικό τέλος
του βίου του ήταν αποτέλεσμα του φόβου του απέναντι στους Τσέτες626.

624
προφορικές μαρτυρίες των Αναστάσιου Καλαλίδη και Κατίνας Καλαλίδου , στον γράφοντα
625
Α. Σαραντίδης , «Σιν…» , 121. βλ. και Κοιμίσογλου, Καππαδοκία,533
626
Ασβέστη. ό.π., 162.
144
γ΄---Κατοικία

Οι κατοικίες, όπου διέμειναν οι Γκουρουμτζιώτες, ήταν ενδεικτική της κοινωνικής


διαστρωμάτωσης τους και, κατά κανόνα, μικρές, λιτές και πλινθόχτιστες. Χτισμένες από
τους ίδιους, ανάμεσα σε στενά και, εν πολλοίς, αδιέξοδα δρομάκια, όπου αυτά υφίσταντο,
έκαναν φανερή την αίσθηση ένδειας και κακομοιριάς. Εν πρώτοις, οι άνθρωποι της εποχής
προέβαιναν στην ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών τους, που ήταν επιτακτικές
και άμεσες. Ήταν πολυτέλεια για αυτούς η ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου και
ρυμοτομημένου οικισμού· πράγμα, βέβαια, που ποτέ δεν επιτεύχθηκε.
Τα υλικά δόμησης ήσαν πέτρες και λάσπη ανακατεμένη με άχυρα. Αφού τα ξέραιναν
στον ήλιο, τα χρησιμοποιούσαν ως οικοδομικά υλικά. Μικρά ανοίγματα δίχως τζάμια,
χρησίμευαν ως παράθυρα. Τα τζάμια ήταν ανύπαρκτα, εν πολλοίς άγνωστα και το ρόλο τους
τον αντικαθιστούσαν πανιά ή καλαμιές. Μάλιστα, εδώ υπάρχει ένα χαρακτηριστικό
περιστατικό, όταν κάποιος νεαρός Γκιουρουμτζώτης επιστρέφοντας από την στρατιωτική
θητεία του στον τουρκικό στρατό, έφερε μαζί του στο χωριό ένα κομμάτι γυαλί. Οι δικοί του
άνθρωποι παραξενεύτηκαν και αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν, αφού μέσα από το γυαλί
δεν περνάει ο αέρας, να περνάει το ηλιακό φως!627
Ως σκεπή χρησιμοποιούσαν κομμένα χοντρά ξύλα. Άλλωστε, το κοντινό δάσος παρείχε
άφθονη ξυλεία. Τα ξύλα απλώνονταν σε μια στρώση, από πάνω τους τοποθετούσαν φλοιούς
από δέντρα και δοκάρια628, ειδικά για την περίσταση, και, τελευταία, έριχναν χώμα που το
πατούσαν με τα πόδια ή με ειδικά υποτυπώδη μηχανήματα. Η πρωτότυπη αυτή μέθοδος
χρησιμοποιείται και από ορισμένους σύγχρονους βιοκαλλιεργητές, προκειμένου να
εμποδίσουν την ανάπτυξη παράσιτων, αλλά και να διατηρήσουν σχετική δροσιά το
καλοκαίρι, αφού το σύστημα λειτουργεί ως θερμομονωτικό στρώμα629. Το γεγονός ότι ο
οικισμός ήταν χτισμένος με κλίση πάνω σε πλαγιά βουνού, έδινε την δυνατότητα να
δημιουργηθούν υπόσκαφα σπίτια και υπόγεια, τα οποία κατοικούνταν από αρκετούς
χωρικούς630.

627
προφορική μαρτυρία από τον θείο του τον Αναστάσιο Καλαλίδη, στον γράφοντα.
628
προφορική μαρτυρία Σωκράτη Τσίνογλου στον γράφοντα. βλ. και Ασβέστη , 77.
629
περιοδικό ΄΄Κ΄΄, εφ. ΄΄Καθημερινή΄΄ , τ. 226/ 30-9-2007.
630
προφορικές μαρτυρίες του ΑναστάσιοΚαλαλίδη και της συζύγου του Κατίνας Καλαλίδου.
145
δ΄---Ενδυμασία

Τα ενδύματα των χωρικών ήταν πολύ απλά. Οι γυναίκες φορούσαν το σαλβάρι και την
παραδοσιακή απλή μαντήλα, οι νεώτερες σε λευκό ή ανοιχτόχρωμο ύφασμα, ενώ οι
ηλικιωμένες σε σκουρότερο. Πολλοί άνδρες φορούσαν το φέσι. Περισσότερο, όμως,
επέλεγαν αυτή την συνήθεια, για να μην ξεχωρίζουν από τους Τούρκους και να μην
προκαλούν με την παρουσία τους. Συνηθισμένο ήταν το σαγιάκι, που έμοιαζε με το
ευρωπαϊκό σακάκι και ήταν υφασμένο από πρόβειο μαλλί σε αργαλειό από τις νοικοκυρές.
Το παντελόνι έμοιαζε με κιλότα και το έσφιγγαν στην μέση τους με ζωνάρι υφασμάτινο,
το κουσάχ. Οι κάλτσες ήταν πλεχτές από πρόβειο μαλλί. Τα υποδήματά τους, συνήθως, ήταν
τα τσαρούχια φτιαγμένα από επεξεργασμένο δέρμα ζώου, βοδιού ή αγελάδας. Τα τσαρούχια
τα κατασκεύαζαν πάντα οι άνδρες, οι οποίοι και τα φορούσαν. Στις βαριές αγροτικές
εργασίες και στα βουνά, όμως, πολλές ήταν οι γυναίκες που τα φορούσαν και αυτές. Όσοι
είχαν συγγενείς στην Αμερική και καλοστεκούμενους οικονομικά επιδείκνυαν με καμάρι τα
δυτικοσταλμένα παπούτσια τους. Τα επίσημα ρούχα της γαμήλιας τελετής πήγαιναν και τα
ψώνιζαν από την μεγάλη αγορά των Αδάνων 631.

ε΄---Επαγγελματικές ασχολίες

Τους καλοκαιρινούς μήνες οι κάτοικοι υπέφεραν από την υψηλή ζέστη και αναζητώντας
περισσότερη δροσιά ανηφόριζαν προς τα ορεινά, και πήγαιναν στο γιαϊλά-ταμού (για
παραθέριση)632, όπως έλεγαν οι ίδιοι. Αντίθετα, τον χειμώνα, όταν οι καιρικές συνθήκες δεν
ευνοούσαν άλλο την εκεί παραμονή τους, κατέβαιναν σε χαμηλότερα μέρη. Οι ασχολίες των
κατοίκων ήταν κατά κύριο λόγο αγροτοποιμενικές. Εξάλλου, εκτάσεις για καλλιέργειες και
βοσκοτόπια υπήρχαν άφθονες. Εξέτρεφαν αγελάδες, γαϊδούρια, κατσίκες, μουλάρια και
πρόβατα. Αναφέρει σχετικά και ο Αρχέλαος Σαραντίδης στο πόνημά του «Η Σινασός»,
Αθήναι 1899, σελ.121: «…κώμη γεωργική, πληθυσμός ελληνικός 500 τουρκόφωνοι »633. Η
κοινότητα ανέθετε σε επαγγελματία βοσκό, που εναλλασσόταν κάθε 1-2 χρόνια, την
φροντίδα για τα κοπάδια όλου του χωριού. Επισκέπτονταν την Γκιουρούμτζα ζωέμποροι
από άλλα χωριά για αγορά των ντόπιων ζώων, που αφθονούσαν634.
Η σπορά γινόταν με έναν περίεργο τρόπο. Αφού έκαιγαν μια θαμνώδη ή δασική έκταση,
σκόρπιζαν πάνω στην συγκεκριμένη έκταση τους σπόρους που ήθελαν να φυτέψουν. Έπειτα
αμολούσαν τα γιδοπρόβατα πάνω στο χώμα και αυτά ανακάτευαν με τις οπλές των ποδιών
τους τα χώματα και τους σπόρους, που κάποιοι από αυτούς ρίζωναν και αργότερα
βλάσταιναν635. Παρήγαγαν σιτηρά, κηπευτικά, φασόλια, ρεβίθια, σησαμέλαιο, καρύδια,
δαμάσκηνα, κρέατα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Σε αυτό συνηγορούσε το γεγονός ότι η
φύση δεν φάνηκε φειδωλή και η αφθονία των νερών ευνοούσε την λειτουργία νερόμυλων
για το άλεσμα του σιταριού και την παρασκευή του αλευριού, απαραίτητου για την
διατροφή των κατοίκων. Η άφθονη και καλής ποιότητας ξυλεία, καθώς και τα υπόλοιπα

631
προφορική μαρτυρία του Σωκράτη Τσίνογλου στον γράφοντα.
632
προφορική διήγηση του Σάββα Χατζηλιάδη στον γράφοντα . βλ. και Ασβέστη, ό.π., 133.
633
Ασβέστη ό.π. , 162 και 171..
634
προφορική μαρτυρία του Σωκράτη Τσίνογλου στον γράφοντα.
635
προφορική μαρτυρία του Αναστάσιου Καλαλίδη, στον γράφοντα .
146
προϊόντα του δάσους (κάστανα κλπ), μαζί και τα είδη κτηνοτροφίας πρόσφεραν στους
γηγενείς τα αναγκαία υλικά μέσα για την επιβίωσή τους636.
Η αφθονία του δάσους ήταν δεδομένη. Χαρακτηριστικές ήταν οι συμβουλές της
νοικοκυράς: «όποιος έρχεται στο σπίτι σου για να σου γυρέψει κάτι, μην του το αρνηθείς, μην
τον στέλνεις πίσω με άδεια χέρια. Όχι, όμως, αν ζητήσει ξύλα, τότε μην του δώσεις τίποτα…»
Που σήμαινε αυτή η ρήση ότι επρόκειτο για τεμπέλη, επαγγελματία επαίτη, που δεν ήθελε
να πηγαίνει να μαζέψει από το δάσος ένα σωρό ξύλα637. Ακόμη και σήμερα οι επισκέπτες
της περιοχής μπορούν να θαυμάσουν τον επιβλητικό κέδρο που είχαν φυτέψει τότε οι
Ρωμιοί στο κέντρο του χωριού τους. Το θεόρατο δέντρο υπάρχει ακόμη και σε τουριστικούς
οδηγούς 638. Το καλό κλίμα, ιδανικό για αμπελοκαλλιέργειες, τους επέτρεπε να παράγουν
άφθονο κρασί εξαιρετικής ποιότητας. Αυτή την επαγγελματική ενασχόληση
μεταλαμπάδευσαν στον Νέο Μυλότοπο της Μακεδονίας, όπου και εγκαταστάθηκαν. Από τα
σταφύλια έβγαζαν και το πετιμέζι, που ήταν απαραίτητο για τα γλυκά που παρασκεύαζαν.
Ορισμένες φορές το έβραζαν μαζί με τα ξηρά φρούτα και γέμιζαν με αυτό ολόκληρα
τουλούμια φτιαγμένα από κατσικίσιο δέρμα639.
Ελάχιστοι ασχολούταν με το εμπόριο ή τις μεταφορές640. Στο χωριό δεν υπήρχαν
καταστήματα, για να εφοδιαστούν οι κάτοικοί του με τα χρειώδη. Επισκέπτονταν μαγαζιά
στο Έβερεκ, το Σίση (Σις) και ως πέρα στα Άδανα της Κιλικίας. Οι λιγοστοί επαγγελματίες
που υπήρχαν, επεξεργάζονταν τα αγαθά που παρήγαγαν. Με την κατάλληλη επεξεργασία
του κατσικίσιου δέρματος κάποιοι υποδηματοποιοί κατασκεύαζαν τα γιεμενιά(είδος
παπουτσιών)641. Κατασκεύαζαν ξύλινα αγροτικά εργαλεία για κόσκινα, που τα
αποκαλούσαν «κασνάκια»(πλαίσια στρογγυλά). Ακόμη, έφτιαχναν και ξύλινα δοχεία, ένα
είδος στάμνας, για τη μεταφορά του νερού, που τα ονόμαζαν στα ελληνικά «ΒDόκκου», στα
δε τουρκικά: «μπαρδάκια». Τα μικρότερα είχαν χωρητικότητα 3 οκάδων, τα δε μεγαλύτερα
15. Τα παραπάνω, προϊόντα μιας υποτυπώδους βιοτεχνίας, τα εμπορεύονταν ή, προτιμότερο,
τα αντάλλασσαν με άλλα αγαθά. Περίπου 30 Κουρουμτζιώτες κάθε φθινόπωρο έφευγαν από
το χωριό με προορισμό το Σις. Εκεί έβρισκαν εργασία στο εκκοκκιστήριο βαμβακιού του
μοναδικού Έλληνα, εν μέσω Τούρκων και Αρμενίων, του Ιωάννη Χαβατζά642.

636
Χατζόγλου , 65.
637
προφ. μαρτυρία της Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου, ανφερόμενη στην κόρη της πεθεράς της.
638
προφορική αφήγηση του Αναστάσιου Στεφανίδη.
639
βλ. και Ασβέστη, ό.π. , 152 και 162.
640
αναφέρεται μάλιστα ένας έμπορος ο Γρηγόριος Καλαλίδης , θείος του Αναστάσιου Καλαλίδη, του
οποίου τα ίχνη χάθηκαν σ΄ ένα ταξίδι που πραγματοποίησε.
641
όπως ο πατέρας του Σάββα Χατζηλιάδη , προφορική μαρτυρία του ιδίου στον γράφοντα.
642
Ασβέστη, ό.π. , 162.
147
………….

Σχεδιάγραμμα του χωριού Γκουρούμτζε στην Καππαδοκία.


Έργο από το 1993 του Ιωνάθαν Τσίνογλου (+).
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

Ελάχιστοι ήσαν οι σιδεράδες και οι πεταλωτές. Αναφέρονται μάλιστα και


ορισμένοι μουσικοί-οργανοπαίκτες με ιδιαίτερη επίδοση στον ζουρνά και το νταούλι. Οι
πλείστοι των κατοίκων επιδιόρθωναν μόνοι τους τα εργαλεία, το σπίτι και φρόντιζαν τα
οικόσιτα ζώα τους643. Από το άγριο χόρτο «τατίφ», αφού το ξέραιναν και κοπανούσαν τα
φύλλα του, έβγαζαν μια σκόνη. Από τη φλούδα του πεύκου μετά από κατάλληλη
επεξεργασία παρήγαγαν μια βαφή, την «τσεφτ», την οποία και χρησιμοποιούσαν στην βαφή
των δερμάτων. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις την σκόνη και την βαφή τις
μεταχειρίζονταν και ως φάρμακα για διάφορες ασθένειες. Πήγαιναν έως το Έβερεκ, για να
τις πουλήσουν. Εκεί διέθεταν και τα ξυλοκάρβουνα, που έφτιαχναν παίρνοντας την πρώτη
ύλη από τα δάση γύρω από το χωριό. Κάποιοι από τους χωρικούς δούλευαν, κάτω από
δύσκολες συνθήκες, στα μεταλλωρυχεία και επεξεργάζονταν με ιδιαίτερη μαεστρία τα
μέταλλα. Σχετικά σημειώνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος στα 1815 ότι «…οι
κάτοικοι δουλεύουσι τα μέταλλα του σιδήρου»644. Ο Ν. Ρίζος συμπληρώνει τρεις δεκαετίες
αργότερα, στα 1856, ότι «…οι κάτοικοι…εργάζονται τα μέταλλα»645.
Σύμφωνα με τους πίνακες επαγγελμάτων, που συντάχθηκαν το 1924, έτος έλευσης των
προσφύγων της Καππαδοκίας στην Ελλάδα, οι κάτοικοι της Κουρούμζας κατανέμονταν ως
εξής: 120 γεωργοί, 3 τεχνίτες εκ των οποίων 2 σιδεράδες, 3 ιερείς εκ των οποίων ο ένας ήταν
και παντοπώλης, ο δεύτερος και ξυλουργός, και 1 μυλωνάς646.

643
προφορικές μαρτυρίες από Αναστάσιο Καλαλίδη και Κυριάκο Καλαλίδη, στον γράφοντα
644
Κυρίλλου , ΄΄Ιστ.Περ…΄΄, 14-15 , βλ. και Κοιμίσογλου , Καππαδοκία,.533.
645
Ν.Σ. Ρίζου, «Καππαδοκικά…», .80. βλ. και Κοιμίσογλου, ό.π. .533.
επίσης και βλ. Ασβέστη , ό.π. .162.
646
Ασβέστη , ό.π. , .170.
148
στ΄---Διατροφή

Τα φαγητά τους ήταν φτιαγμένα με μεράκι και υπομονή. Οι πρώτες ύλες, σιτάρι, όσπρια,
κηπευτικά και κρέας, ήταν δική τους παραγωγή. Η σχετικά μειωμένη παραγωγή του χωριού,
μόλις, επαρκούσε για τις τοπικές ανάγκες και ούτε σκέψη για εξαγωγή σε άλλα μέρη. Η
κοινωνία της εποχής θεωρούνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτάρκης647. Για τους τολμηρούς
τα γειτονικά δάση προσέφεραν ευκαιρίες για κυνήγι αγριογούρουνου, μιας και η εκτροφή
ήμερων γουρουνιών, λόγω της κυριαρχούσας μουσουλμανικής θρησκείας των κατακτητών,
δεν επιτρεπόταν648.
Ο βαρύς χειμώνας, που διαρκούσε και αρκετούς μήνες τον χρόνο, καθόριζε τις δουλειές
και την προετοιμασία των κατοίκων του χωριού. Ήδη από το φθινόπωρο παρασκευαζόταν
το φλομάρι, από ζυμάρι δίχως ζύμη, προερχόμενο από αλεύρι σιταριού. Αυτά τα φύλλα,
αφού στέγνωναν, τα στοιβάζανε το ένα πάνω στο άλλο και τα διατηρούσανε 6-7 μήνες. Τα
μούσκευαν ελαφρά, τα σκέπαζαν με πανί και, έπειτα, ήταν έτοιμα για σερβίρισμα.
Κατανάλωναν πολύ το πλιγούρι και το γκιοτσέ-γιαρμά, παράγωγα του σιταριού.
Αγαπούσαν, ακόμη, και το σιμίτι, που παρασκευαζόταν από σιτάλευρο με προσθήκη μαγιάς
από τριμμένα ρεβίθια. Ιδιαίτερα δημοφιλής και νόστιμος θεωρούνταν ο παστουρμάς
Καισάρειας, στεγνά κομμάτια κρέατος από καμήλα ή βουβάλι, αναμεμειγμένα με
μπαχαρικά. Το ιρίκεφτε(μεγάλος κεφτές) και το ισλίκεφτε (=δουλεμένος κιμάς από
πλιγούρι) έχουν δεχθεί σαφή επηρεασμό από την αρμενική κουζίνα649. Τα ταντούρια στην
μέση του σπιτιού ήταν συνηθέστατος τρόπος μαγειρέματος αλλά και θέρμανσης, όπως και
σε όλη την Καππαδοκία. Εκεί τοποθετούσαν τα ταψιά με το φαγητό και από κάτω έβαζαν
άχυρα ή πουρνάρια ως καύσιμη ύλη650.
Τα κρέατα που κατανάλωναν οι κάτοικοι, σπάνια και σε μικρές ποσότητες,
προέρχονταν από τα γιδοπρόβατα, που εξέτρεφαν οι ίδιοι. Στις σκοτεινές –κρυφές αποθήκες,
στις μπουτζάχ, όπως τις αποκαλούσαν, τα διατηρούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα
σε πιθάρια (γκιούμια), αφού πρόσθεταν ικανή ποσότητα αλατιού, με σκοπό την καλύτερη
δυνατή συντήρησή τους. Εν όψει του χειμώνα, αποθήκευαν, ακόμη, διάφορα γλυκά:
πετιμέζι, ρετσέλι (με πρώτη ύλη το κολοκύθι), χαλβάδες με σταφίδες και αποφλοιωμένο
σιτάρι, σύκα ξερά κλπ. Το καλοκαίρι αποθήκευαν τρόφιμα σε δροσερές σπηλιές, που
βρισκόταν έξω από το χωριό. Μάλιστα, κάθε οικογένεια διέθετε την δική της ξεχωριστή
σπηλιά651.
Χαρακτηριστική ήταν η ανυπαρξία φούρνου στην Κουρούμτζα, ούτε καν στα σπίτια
δεν υπήρχε. Σχεδόν αγνοούσαν το ζυμωτό ψωμί. Αντί αυτού έτρωγαν μια άζυμη λεπτή
πίττα, που την έλεγαν «γιουφκά», και την έψηναν πάνω σε λαμαρίνα652.

647
προφορική μαρτυρία της Κατίνας Καλαλίδου.
648
προφορική μαρτυρία του Χρυσόστομου Καραογλανίδη.
649
προφορική μαρτυρία στον γράφοντα από τον Σάββα Χατζηλιάδη του οποίου η γιαγιά και ο πατέρας
υπήρξαν Αρμένιοι, βλ. επίσης περιοδικό ΄΄Κ΄΄ της εφημερίδας ΄΄Καθημερινή΄΄τ.232/ 11-11-07 , 98.
650
προφορική μαρτυρία της Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου.
651
προφορική μαρτυρία του Αναστάσιου Καλαλίδη , στον γράφοντα.
652
Ασβέστη, ό.π. , 162.
149
ζ΄---Λαογραφία

Οι ντόπιοι τηρούσαν απαρέγκλιτα τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα. Στις ονομαστικές


γιορτές, τις γιορτές αγίων και στα πανηγύρια συμμετείχαν σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί.
Ήταν μια ευκαιρία, για να συναντηθούν και πάλι μεταξύ τους, να ανταλλάξουν κουβέντες,
να γίνουν νέες γνωριμίες, συνοικέσια κλπ. Περιπτώσεις μεικτών γάμων ορθοδόξων-
ευαγγελικών υπήρχαν αρκετές. Στα γλέντια και στους χορούς, οι οργανοπαίκτες έπαιζαν
χαρούμενα, τραγουδούσαν στα τούρκικα και οι γλεντοκόποι διασκέδαζαν και χόρευαν τον
χορό Καρτσιλαμά και μια παραλλαγή του, τον Κόνιαλι(=από το Ικόνιο προερχόμενος).
Οι παραδοσιακοί καππαδοκικοί χοροί διακρίνονται για την σεμνότητά τους. Το πέλμα
πατάει σταθερά στη γη, το σώμα σχεδόν αλύγιστο, τα χέρια κινούνται μπροστά στο στήθος
και οι κινήσεις τους δεν υπερβαίνουν το ύψος του κεφαλιού. Όταν δεν κρατούν κάτι στα
χέρια τους, είχαν τα τρία δάχτυλα ενωμένα, όπως όταν κάνουμε το σχήμα του σταυρού. Η
σεμνότητα, η θρησκευτικότητα και η αυστηρότητα συντελούν, ώστε να είναι αισθητικοί και
όχι αισθησιακοί, όπως της υπόλοιπης Ανατολής. Μεταξύ των δύο φύλων, που χορεύουν,
υπάρχει πάντα σχετική απόσταση.

Χορός Καππαδοκίας. Από πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Νέο Μυλότοπο τον


Σεπτέμβριο του 2007.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

Πολλοί χοροί έλαβαν το όνομά τους από τους Αγίους. Χαρακτηριστικός είναι ο
αγιοβασιλιάτικος. Πρωί-πρωί την Πρωτοχρονιά, οι προσκυνητές ανέβαιναν στην εκκλησία
του Αγίου στο ύψωμα.. Το σκοτάδι ήταν ακόμη πηχτό. Πιάνονταν από τα χέρια ή από το
ζωνάρι κατά ζευγάρια και, κρατώντας φαναράκια ή κεριά από τον φόβο να μην πέσουν,
οδοιπορούσαν σε ένα μονοπάτι δύσβατο και επικίνδυνο. Τραγουδούσαν για να έχουν οδηγό
και ενθάρρυνση τον σκοπό: «χυττάτε(=κυττάτε) να πάμε στον Άη Βασίλη…». Με τα λόγια
του τραγουδιού γινόταν επίκληση στην Θεοτόκο να βοηθήσει να φτάσουν ασφαλείς στο
εκκλησάκι. Στον γυρισμό, βέβαια, δεν υπήρχε ζήτημα, μιας και είχε, πλέον, ξημερώσει και η
ημέρα είχε φωτίσει για τα καλά653.

653
προφορική διήγηση Αθανάσιου Κάππα χοροδιδάσκαλου.
150
Στην βάπτιση, που γινόταν με την παρέλευση 40 ημερών από την γέννηση του παιδιού,
τον πρώτο λόγο τον είχε ο νουνός. Αυτός ανακοίνωνε στην εκκλησία το όνομα του
νεοφώτιστου. Οι ευαγγελικοί, όμως, δεν είχαν το έθιμο του ανάδοχου και δεν έκαναν,
συνήθως, γλέντι του γάμου654. Εννοείται ότι γενικά σε μια πατριαρχική κοινωνία, απόλυτη
προτεραιότητα είχαν οι γονείς του πατέρα, οι οποίοι κληροδοτούσαν τα ονόματά τους στα
δύο πρώτα εγγόνια τους. Υπήρχε πιθανότητα για τους γονείς της μητέρας να «ακούσουν»
και τα δικά τους ονόματα, αν το ζευγάρι δημιουργούσε πολύτεκνη οικογένεια. Ο γάμος
γινόταν, συνήθως, κατόπιν συνοικεσίου και οι μελλόνυμφοι, κατά το πλείστον, ήταν μικρής
ηλικίας, οι δε γνωριμίες των νέων μεταξύ τους -προ του γάμου- ήταν ασυνήθιστες. Μετά
την γαμήλια τελετή στην εκκλησία και τους εθιμοτυπικούς χορούς του αποχαιρετισμού της
νύφης, οι νεόνυμφοι πήγαιναν να εγκατασταθούν στο πατρικό σπίτι του γαμπρού. Το
ακριβώς αντίθετο ήταν εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο. Σε ένα, κατά κανόνα, φτωχό σπιτικό
προσθέτονταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Χώριζαν ένα δωμάτιο στα δύο, για να βολευτούν και
οι νέοι. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, όμως, πρόσθεταν, με προσωπική εργασία και
συμμετοχή στο χτίσιμο, ένα επιπλέον δωμάτιο. Η φτωχική προίκα της νύφης -ουδεμία σχέση
με τις σημερινές συνήθειες- περιοριζόταν σε μερικά κιλίμια, κουβέρτες και σεντόνια
χειροποίητα.
Τα παιδιά υπάκουαν απόλυτα και σέβονταν την επιθυμία των γονέων. Κάθε λόγος
των μεγαλυτέρων ήταν και διαταγή. Απέφευγαν τις μακρινές βόλτες και συνήθιζαν να
παίζουν κοντά στο σπίτι τους. Εκεί ο έλεγχος από τους γονείς τους ήταν καλύτερος. Ουδεμία
σχέση με όλα αυτά που συμβαίνουν στις ημέρες μας.
Η κηδεία ήταν πάντα ένα θλιβερό γεγονός. Μετά την εξόδιο ακολουθία στην
εκκλησία του χωριού, όλοι οι συγχωριανοί συνόδευαν τον νεκρό, για να ενταφιασθεί στα
κοιμητήρια του χωριού. Δεν υπήρχαν φέρετρα και το σώμα του θανόντος, αφού το έπλεναν,
το καθάριζαν και το τύλιγαν με το σάβανο, το τοποθετούσαν πάνω σε μια ξύλινη φαρδιά
σανίδα και το πήγαιναν προς ενταφιασμό. Κοιμητηριακός ναός δεν υπήρχε και οι σταυροί,
που έστηναν πάνω στο χώμα, ήταν ξύλινοι και απέριττοι, δίχως μαρμάρινη επιγραφή με το
όνομα του πεθαμένου655. Τα μνημόσυνα είχαν, αναπόφευκτα, πέραν της θρησκευτικής τους
χροιάς, και επικοινωνιακό χαρακτήρα μεταξύ των συγχωριανών.

η΄---Κοινοτική διοίκηση

Το χωριό είχε ως πρόεδρο της κοινότητας (μουχτάρη), Έλληνα στην καταγωγή με


ελάχιστες αρμοδιότητες τοπικού χαρακτήρα. Η θητεία του δεν ήταν χρονικά καθορισμένη,
όσον αφορά στην διάρκειά της, όπως γίνεται σήμερα. Όταν ένιωθε ότι παρήλθε αρκετός
χρόνος, όταν ασθενούσε ή όταν γερνούσε, μάζευε τους κατοίκους, συνήθως, έξω από την
εκκλησία και εκεί τους ανακοίνωνε την απόφασή του να παραιτηθεί από το αξίωμά του.
Σύμφωνα με την κρίση του ή με παροτρύνσεις των συμβούλων του, έδινε την σφραγίδα του
σε εκείνον που θεωρούσε ως τον καταλληλότερο να τον διαδεχθεί στο δημαρχιακό θώκο.
Βασικά κριτήρια ήταν η εμπειρία, η ικανότητα, το ήθος και η ηλικία του υποψήφιου656.
Οι Ρωμιοί που κατοικούσαν στο χωριό ένοιωθαν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, είχαν
συναίσθηση της σκλαβιάς τους και ήταν υποχρεωμένοι να αποκαλούν τον Τούρκο όχι με το
όνομά του, αλλά με ιδιαίτερες προσφωνήσεις. Εκφράσεις όπως : «Πεάμ, Πασάμ, Αγάμ,

654
το τελευταίο αφηγείται ο Σωκράτης Τσίνογλου.
655
προφορική μαρτυρία του Αναστάσιου Καλαλίδη, της Κατίνας Καλαλίδου και του Χρυσόστομου Καρα
-ογλανίδη.
656
προφορική μαρτυρία των Αναστάσιου Καλαλίδη και Κατίνας Καλαλίδου στον γράφοντα.
151
Σεφερλή (άρχοντά μου, αξιοτίμητος, αρχηγός, αξιοπρεπής κλπ.) ήταν οι πλέον
συνηθισμένες657 .
Κάθε χρόνο, όταν λάμβανε χώρα η άφιξη της τουρκικής επιτροπής είσπραξης φόρου, ο
μουχτάρης του χωριού τους υποδεχόταν μαζί με μια ομάδα ευυπόληπτων κατοίκων του
χωριού. Ως γηγενείς, γνώριζαν πόσοι συγχωριανοί τους και ποιοι είχαν πλούσιες σοδιές από
τα προϊόντα που παρήγαγαν. Με τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους, καθόριζαν την
ποσότητα που όφειλαν να καταβάλουν στους φοροεισπράκτορες. Οι φορολογούμενοι
πρόσφεραν αγογγύστως ένα μέρος από τα εισοδήματά τους, μιας και η φορολόγηση ήταν σε
είδος -και όχι σε χρήμα- κατά το σύστημα της «δεκάτης».
Το κλίμα, όμως, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είχε αρχίσει να επιδεινώνεται. Είχαν
μαθευτεί τα γεγονότα των διωγμών εναντίον των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου.
Πολλοί ανησυχούσαν για την τύχη τους. Ο φανατισμός των μουσουλμάνων είχε ενταθεί,
δεδομένου ότι οι Ρωμιοί παρά τις απειλές και τις φορτικές πιέσεις δεν αλλαξοπίστησαν.
Ορισμένοι Τούρκοι είχαν ενημερώσει εμπιστευτικά Ρωμιούς γνώριμούς τους για τα
μέλλοντα να συμβούν. «Μαζέψτε τα και φύγετε, μετά τους Αρμεναίους και τους Πόντιους
έρχεται η σειρά σας…αλλά μην το πείτε πουθενά», τους συμβούλευαν και, όσοι τους
πίστεψαν, έφυγαν και έσωσαν τις ζωές τους658. Η έγκαιρη φυγή659, ήδη από το 1922, μέσω
Αδάνων και Αλεξανδρέττας της τότε Συρίας, τους γλίτωσε και από τα τραγικά γεγονότα που
περιγράφονται παρακάτω.

θ΄---Τραγικές στιγμές

Ένα απάνθρωπο, βάρβαρο και οδυνηρότατο περιστατικό έλαβε χώρα στις 22


Φεβρουαρίου του 1923660. Βάσει οργανωμένου σχεδίου, οι Νεότουρκοι ήρθαν σε
συνεννόηση με ορισμένους ορεσίβιους Κούρδους, τους οποίους δελέασαν και τους
υποσχέθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων, καθώς και αόριστες δεσμεύσεις για
παραχώρηση εδαφών με σκοπό την δημιουργία, αργότερα, αυτόνομου κουρδικού κράτους.
Υλοποιώντας, εν μέρει, το παραπάνω σχέδιο, κάλεσαν με τελάλη τους Ρωμιούς κατοίκους
του χωριού, άνδρες και γυναικόπαιδα, στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία, απειλώντας
τους ότι σε περίπτωση άρνησής τους να παρουσιαστούν αμέσως, θα τιμωρηθούν με θάνατο.
Διαψεύστηκαν φρικτά, όταν κάποιοι έδωσαν χρήματα στους δήμιούς τους πιστεύοντας -εις
μάτην, όμως- ότι θα γλιτώσουν την ζωή τους. Έπειτα, οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιώντας
βία και πυροβολώντας στον αέρα για εκφοβισμό αλλά και στο ψαχνό, σκότωσαν κάποιους
και τους υπόλοιπους τους έκλεισαν στο εσωτερικό της εκκλησίας, όπου εκεί είχαν
τοποθετήσει δεμάτια με άχυρα και τριφύλλι, τα οποία είχαν αρπάξει από στάβλους του
χωριού. Τούρκοι αντάρτες, οι γνωστοί Τσέτες 661 ή κατά άλλες μαρτυρίες662Κούρδοι

657
Αθανάσιος Δ. Στεφανίδης, Γενεές γενεών, περιουσίες ρίζες ζωής, στο προσφυγοχώρι μας στα Γιαννιτσά,
εκδ. Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Νέου Μυλότοπου, Γιαννιτσά 1991,13-14.
658
προφορική μαρτυρία των Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου και Σωκράτη Τσίνογλου .
659
ανάμεσά τους και η οικογένεια του πληροφορητή Κυριάκου Καλαλίδη.
660
η προφορική όμως μαρτυρία του Χρυσόστομου Καραογλανίδη διαφέρει και ο οποίος αντίθετα με
άλλες μαρτυρίες αναφέρει την παρακάτω ημερομηνία : 23-2-1922.
661
από το τουρκ. cete=ληστοσυμμορίτης, άτακτος Τούρκος στρατιώτης, λιποτάκτης του σουλτανικού
στρατού .Επέδειξε ιδιαίτερη βαρβαρότητα απέναντι σε άμαχους Έλληνες. Το κυριότερο στήριγμα
του Κεμάλ πασά. Βλ. και Σαράντης Ι.Καργάκος, ,431.
662
το περιστατικό επιβεβαιώνουν με προφορικές μαρτυρίες τους οι : Κων/νος Ιωαννίδης, Μεσσίας
Καλαλίδης, Αλέξανδρος Λαζαρίδης και Αναστάσιος Καλαλίδης στον γράφοντα .
152
προχώρησαν σε ρίψη χειροβομβίδας και εμπρησμό του Ι. Ν. του Αγίου Γεωργίου και την
θανάτωση των 125663 εγκλείστων απελπισμένων κατοίκων του χωριού.
Το ολοκαύτωμα των αθώων χωρικών έγινε προς τρομοκράτηση των υπολοίπων.
Ανάμεσα στα αθώα θύματα αυτής της τρομοκρατικής ενέργειας υπήρξαν ο Χρυσόστομος
Κιοσόγλου, μουχτάρης της κοινότητας και οι 3 ιερείς της ενορίας, οι οποίοι δολοφονήθηκαν.
Τους δε τελευταίους, τους κατέκαψαν, αφού τους ακρωτηρίασαν φρικτά, κόβοντάς τους με
γιαταγάνια τα χέρια από τους ώμους τους664. Μάλιστα, τα θύματα θα ήταν πολύ
περισσότερα, αν δεν κατάφερναν κάποιοι από τους έγκλειστους, όπως η Λαζαρίδου
Φωτεινή, να σπάσουν τις πόρτες και να εξέλθουν σε κατάσταση αλλοφροσύνης, από την
καιόμενη εκκλησία του χωριού. Ορισμένοι βρέθηκαν από τους συγχωριανούς τους,
ημιθανείς κάτω από καμένα πτώματα, όπως ο δίχρονος γιος της, ο Σωκράτης. Το νήπιο το
εντόπισε συγχωριανός τους και το οδήγησε στην αγκαλιά της χαροκαμένης μητέρας του,
που τον είχε για νεκρό665.
Η Αναστασία Κιοσόγλου βγήκε γεμάτη εγκαύματα από τον καιόμενο ναό σε
αξιοθρήνητη κατάσταση. Θεώρησε ότι η μικρή κόρη της Σουλτάνα χάθηκε και πέθανε μέσα
στις φλόγες. Με αξιοθαύμαστο, όμως, θάρρος η τέταρτη κόρη της, ψάχνοντας ανάμεσα
στους νεκρούς, βρήκε την μικρότερη αδελφή της ημιθανή και καταπλακωμένη από πτώματα
συγχωριανών της. Επιχείρησε να την σύρει προς τα έξω κρατώντας την γερά από τα πόδια.
Τα κατάφερε, τελικά, και της έσωσε τη ζωή, όμως, της προκάλεσε εξάρθρωση στα κάτω
άκρα, με αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρότατα ορθοπεδικά προβλήματα. Σε αυτό το
σημείο δέον να επισημανθεί ότι ανάμεσα στους τραυματίες υπήρξε και ο ορφανός
Ελευθέριος Ελευθεριάδης, η μητέρα του οποίου, Αναστασία, σκοτώθηκε στο μεγάλο
χαλασμό. Ο ίδιος δέχθηκε σφαίρα στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να χάσει το ένα μάτι του. Η
μοίρα το έφερε έτσι, ώστε αργότερα τα δύο θύματα να έλθουν εις γάμου κοινωνίαν!666.
Ανάμεσα στους ελάχιστους διασωθέντες αναφέρεται και το όνομα του Αναστάσιου
Τσίνογλου667.
Σύμφωνα, πάντως, με διήγηση αυτόπτη μάρτυρα, σε διαφορετικό χρονικά περιστατικό,
οι Τσέτες έσυραν δεμένο στο σπίτι του έναν ιερέα, τον π. Ευστάθιο, και πρόσταξαν να τους
δώσει τις υποτιθέμενες κρυμμένες λίρες του. Ο ιερέας, όμως, αδυνατούσε να ικανοποιήσει
τις απαιτήσεις τους. Εξαγριωμένοι οι Τσέτες με την συμπεριφορά του, άρπαξαν τα
τσεκούρια και κατακρεούργησαν φρικτά το θύμα τους, ακρωτηριάζοντας τα χέρια του από
το υπόλοιπο σώμα του και κομματιάζοντας άγρια το άψυχο κορμί του. Το τραγικό γεγονός
το είδε με τα μάτια του ο πεντάχρονος γιος του, ο Χρυσόστομος, που ήταν κλεισμένος σε
ένα κοφίνι, εκεί τον είχε κρύψει η μεγαλύτερη αδελφή του, για να τον προστατέψει. Όμως, ο
μικρός από τον τρόμο του πετάχτηκε έξω και οι Τούρκοι, που τον αντιλήφθηκαν αμέσως,
τον άρπαξαν και τον κακοποίησαν χειροδικώντας βίαια πάνω του, αφήνοντας σημάδια στο
σώμα του. Ένας, μάλιστα, από τους θύτες του φώναξε: «Και συ γκιούρ είσαι!». Η τραγική
ειρωνεία είναι ότι οι δράστες του αποτρόπαιου φονικού ήταν γνώριμοι στην οικογένεια,
κάτοικοι γειτονικών χωριών, που αρκετές φορές φιλοξενήθηκαν και γευμάτισαν στο σπίτι
του θύματος!668
Οι Τούρκοι, όμως, πέτυχαν απόλυτα τον στόχο τους. Όσοι απέμειναν ζωντανοί, δεν
μπορούσαν να βρουν το δίκιο τους και, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους, αλαφιασμένοι και

663
άλλες πηγές όπως η Έξοδος τ. Β΄του Κ.Μ.Σ. αναφέρει τους παρακάτω αριθμούς : 70 άντρες και 20
γυναικόπαιδα βλ. και Κοιμίσογλου, 533.τον ίδιο αριθμό αναφέρει και ο πληροφορητής Χρυσόστομος
Καραογλανίδης. Ο πληροφορητής Σωκράτης Τσίνογλου ομιλεί για 84 άτομα
664
προφορική μαρτυρία των Κυριάκου Καλαλίδη και Αναστάσιου Καλαλίδη.
665
το συγκλονιστικό γεγονός επιβεβαιώνει ο Αλέξανδρος Λαζαρίδης , γιος της Φωτεινής και μικρότερος
αδελφός του Σωκράτη.
666
προφορική μαρτυρία της Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου που διασώθηκε, αφηγούμενη επίσης
στον γράφοντα το άσβεστο μίσος που έτρεφε έκτοτε ο σύζυγός της για τους Τούρκους.
667
για τον οποίο ο πληροφορητής Σωκράτης Τσίνογλου ισχυρίζεται ότι ήταν ο μοναδικός!
668
προφορική μαρτυρία από τον Χρυσόστομο Καραογλανίδη, γιο του ιερέα, στον γράφοντα
153
ρακένδυτοι μάζεψαν τα σπαράγματα της καρδιάς τους και με τον τρόμο χαραγμένο στην
καρδιά τους εγκατέλειψαν μια ώρα γρηγορότερα την ιδιαίτερη πατρίδα τους669. Οι
τελευταίοι έφυγαν το φθινόπωρο του 1924, αφού είχαν ήδη τρυγήσει τα αμπέλια τους.
Σύμφωνα, όμως, με άλλες μαρτυρίες, οι τελευταίοι κάτοικοι έφυγαν στις 15-20 Αυγούστου
του 1923, όταν εξέπνευσε η τριήμερη προθεσμία, που τους είχε ανακοινωθεί από τον
Κωτσόγλου Νικόλαο, μέλος του κοινοτικού συμβουλίου, κατόπιν αυστηρής εντολής από
τους Τούρκους670. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ανάμεσά στους αναχωρούντες βρισκόταν και
ένας Κούρδος, πρωτεργάτης της προαναφερθείσας βάρβαρης πράξης του εμπρησμού. Ο
τελευταίος, έχοντας προσωπικές διαφορές με τους ντόπιους Τούρκους, προτίμησε να
ακολουθήσει τους Ρωμιούς πρόσφυγες στην Ελλάδα και, αργότερα, παντρεύτηκε και
ενσωματώθηκε στην τοπική κοινωνία, αρνούμενος, βέβαια, την ενοχή του671.
Πληθώρα δυσκολιών ανέμεναν όσους από τους Έλληνες υπηρετούσαν στον τουρκικό
στρατό. Η ιστορία αναφέρει ότι στην οθωμανική αυτοκρατορία όσοι ήταν εύποροι και
κατέβαλαν σεβαστά χρηματικά ποσά, απέφευγαν την στρατολόγηση. Υπήρχαν, ωστόσο,
περιστατικά, όπου οι κρατικοί αξιωματούχοι οικειοποιούνταν τα χρήματα από την εξαγορά
της θητείας και ανάγκαζαν, εν συνεχεία, τους ενδιαφερόμενους να στρατευτούν672. Όσοι
αδυνατούσαν οικονομικά, δεν απαλλάσσονταν και υπηρετούσαν μια απάνθρωπη και
εξοντωτική θητεία, με αγγαρείες κλπ. Με την επικράτηση, όμως, του κινήματος των
Νεοτούρκων (1908) η υποχρεωτική στράτευση των μειονοτήτων ήταν καθολική και δίχως
εξαιρέσεις και αυτό επιδείνωσε την όλη κατάσταση 673.
Ανάμεσα στους στρατευμένους ήταν και ο Λαζαρίδης Σάββας, σύζυγος της Φωτεινής.
Στρατευμένος ως δεκανέας στον τουρκικό στρατό, έστελνε, συνεχώς, επιστολές στην
οικογένειά του, αλλά απάντηση δεν ελάμβανε, ώσπου κάποιος επίτροπος της εκκλησίας στο
Γκιουρούμτζε του έγραψε ότι η οικογένειά του βρίσκεται πρόσφυγας στην Ελλάδα. Αμέσως
λιποτάκτησε και έσπευσε να τους συναντήσει στο Χαρμάνκιοϊ της Θεσσαλονίκης.
Αργότερα, διέμειναν επί σειρά ετών στο Καλπουτζαλάρ της Κοζάνης και το 1938 ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν στον Νέο Μυλότοπο. Όταν αντίκρισε την νέα πατρίδα του, θυμήθηκε
συγκινημένος τα χρόνια της στρατιωτικής του θητείας, που υπηρέτησε στην εν λόγω
περιοχή. Τότε αντιμετώπισε, ντυμένος στο τουρκικό χακί, τις αντίπαλες ελληνικές και
βουλγαρικές στρατιωτικές μονάδες στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 674.
Ο αδελφός της Φωτεινής, ο Αλεξανδρίδης ……[το όνομα δεν έχει διασωθεί],
υπηρέτησε μόνο για 3-4 ημέρες στον τουρκικό στρατό και λιποτακτώντας επιστρέφει στο
Γκιουρούτζε. Ο πατέρας του αντικρίζοντάς τον πίσω ξανά στο σπίτι και φοβούμενος
αντίποινα από τις τουρκικές αστυνομικές αρχές, φροντίζει να τον μπάσει σε ξένο καράβι
αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Μερσίνας, με σκοπό να τον φυγαδεύσει στον Πειραιά. Με
μύριες προφυλάξεις ο νεαρός μαζί με άλλα 18 παλικάρια του χωριού, που ακολούθησαν τον
ίδιο δρόμο, απευθύνονται στον αμερικανό πλοίαρχο του καραβιού και εκλιπαρώντας τον,
του ζητούν να τους δεχθεί. Ο καπετάνιος, καλοσυνάτος άνθρωπος, ευαισθητοποιήθηκε από
την δραματική περιπέτειά τους, τους συνέστησε να κάνουν υπομονή, μέχρι να βραδιάσει,
και μετά με πολλές προφυλάξεις, να εισέλθουν στο πλοίο. Αφού, λοιπόν, τους χορήγησε
πλαστά διαβατήρια, όπως στον Ιωαννίδη Χρήστο με το όνομα Κρις Τζώρτζ 675, σήκωσαν
άγκυρα και μετά από 6 ημέρες άραξαν στο λιμάνι της Πάτρας. Εκεί, αφού έμειναν για ένα
βράδυ, αναχώρησαν δίχως χρονοτριβή για τις Η.Π.Α. Μετά από χρόνια και, αφού
αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά, ορισμένοι ήρθαν στον Νέο Μυλότοπο, παντρεύτηκαν και

669
προφορικές μαρτυρίες της Χρυσούλας Μελετιάδου του Ιγνάτιου και του Αλέξανδρου Λαζαρίδη
κάτοικου Ουισκόνσιν της πολιτείας Μιλγουώκι των Η.Π.Α.
670
προφορική μαρτυρία του Σωκράτη Τσίνογλου.
671
προφορική μαρτυρία του Αναστάσιου Καλαλίδη του Συμεών .
672
προφορική μαρτυρία του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη.
673
Κ. Α. Βακαλόπουλος, Θράκη, 267.
674
και σύμφωνα με ό,τι διηγείται ο γιος του Αλέξανδρος Λαζαρίδης.
675
σύμφωνα με διήγηση του γιου του, Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, στον γράφοντα,
154
επέστρεψαν με τις νέες οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις Η.Π.Α676. Ήταν οι
πρώτοι Γκιουρουμτζιώτες που μετανάστευσαν στην Αμερική και δημιούργησαν μια
ολιγάριθμη μεν, αλλά δημιουργική παροικία σε αυτή την μεγάλη χώρα.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε για την τύχη των ορφανών του χωριού και,
ιδίως, για τα παιδιά των θυμάτων από την πυρπόληση της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Η
Αλεξανδρίδου Μαρία, η οποία σπούδασε στο αμερικανικό κολέγιο Ανατόλια, που είχε
εγκαταστάσεις εκτός των άλλων στην πόλη Μουταλάσκη (σημ.Ταλάς) και εργαζόταν ως
καθηγήτρια ελληνικής και αγγλικής γλώσσας στο Γκιουρούμτζε, έπαιξε σημαντικότατο
ρόλο. Αυτή ανέλαβε να περιμαζέψει, συνεπικουρούμενη από αμερικανική ανθρωπιστική
οργάνωση, τα δύστυχα ορφανά και με πολλές δυσκολίες τα συνόδεψε έως τον Πειραιά. Στη
συνέχεια, αυτά διέμειναν στην Αθήνα για μερικούς μήνες σε αμερικάνικο οικοτροφείο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, έγιναν διάφορες ενέργειες, για να προωθηθούν και να
εγκατασταθούν στις Η.Π.Α, όπου ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας θα τα περιέθαλπαν ή
επιλεγμένες οικογένειες θα τα υιοθετούσαν. Τελικά, η όλη αυτή κινητοποίηση δεν
ευοδώθηκε και η Αλεξανδρίδου Μαρία με δική της πρωτοβουλία τα έφερε στον Νέο
Μυλότοπο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο ίδιος ο πρόεδρος της κοινότητας του Νέου
Μυλότοπου επισκέφτηκε το αμερικανικό φιλανθρωπικό ίδρυμα στην Αθήνα και, βλέποντας
τις όχι και τόσο καλές συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, αποφάσισε να τα μεταφέρει στο
καινούριο χωριό, αναθέτοντας την επιμέλεια και την ανατροφή τους σε συγγενικά τους
πρόσωπα. Εκεί ρίζωσαν, αποκαταστάθηκαν οικογενειακά και επαγγελματικά και μέχρι πριν
λίγο καιρό ζούσαν οι περισσότεροι από εκείνα τα ορφανά. Η τελευταία εν ζωή είναι η
Σουλτάνα Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου, κάτοικος σήμερα Νέου Μυλότοπου677.

ι΄---Πορεία προσφύγων

Η Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών, που συγκροτήθηκε, οργάνωσε και την τελευταία


ομάδα προσφύγων, που αποτελούνταν από 130 οικογένειες με 550 περίπου άτομα. Σύμφωνα
με άλλες εκδοχές επρόκειτο για πάνω από 150 οικογένειες678.Ο σεβαστός αυτός πληθυσμός
αναχώρησε οδικώς με ναυλωμένα κάρα και Τούρκους αγωγιάτες από το συγκεκριμένο
χωριό στις αρχές του φθινοπώρου του 1923 και αφού είχαν τρυγήσει τα αμπέλια τους.
Κράτησαν μαζί τους περισσότερες αναμνήσεις και νοσταλγία, ενώ μετέφεραν ελάχιστα
υπάρχοντα μαζί τους, ανάμεσα στα οποία είχαν και διάφορα εκκλησιαστικά είδη, εικόνες,
άμφια, δισκοπότηρα κλπ, ληφθέντα, κυρίως, από τον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου, διαφυλάττοντάς
τα ως κόρη οφθαλμού. Τα περισσότερα από τα προηγούμενα ιερά κειμήλια τα εναπόθεσαν
στον καινούριο ναό, που χτίστηκε στον Νέο Μυλότοπο Γιαννιτσών και ολοκληρώθηκε πριν
από λίγα χρόνια679.
Η πορεία τους συνεχίστηκε με μύριες δυσκολίες μέσω του Κοζάν ή Σις. Εκεί διέμειναν
για εννιά περίπου μήνες σε πρόχειρα αγροτόσπιτα, που έμοιαζαν περισσότερο με αποθήκες
και στάβλους παρά με σπίτια. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες, οι ασθένειες και οι
κακουχίες εξολόθρευσαν τα 300 από τα 700 περίπου άτομα. Ήταν τέτοια η εξαθλίωσή τους

676
μετά από χρόνια ο Αλεξανδρίδης ενθυμούμενος την συμπεριφορά του αμερικανού πλοίαρχου
την διηγείται με περισσή συγκίνηση στον ανεψιό του Αλέξανδρο Λαζαρίδη, μαρτυρία του τελευταίου
στον γράφοντα.
677
προφορικές μαρτυρίες του Ευγένιου Βεζυρίδη, ανεψιού της Μαρίας Αλεξανδρίδου, και του Χρυσό-
στομου Καραογλανίδη. Την δεύτερη εκδοχή διηγήθηκε στον γράφοντα η Σουλτάνα Κιοσόγλου-
Ελευθεριάδου, τρόφιμη τότε του ορφανοτρφείου, που είχε χάσει τις αισθήσεις σε ένα περιστατικό
ασφυξίας και την θεώρησαν νεκρή ώσπου βγαίνοντας έξω στον αέρα ανάρρωσε πλήρως προς έκπληξη
των αρμοδίων. Σήμερα είναι η τελευταία που απέμεινε εν ζωή !
678
Ασβέστη, ό.π. , 162. επίσης προφορική μαρτυρία του Σωκράτη Τσίνογλου.
679
προφορική μαρτυρία της Χρυσούλας Μελετιάδου στον γράφοντα.
155
που, όταν πέθανε κάποιος συγχωριανός τους, γκρέμιζαν τμήμα του χωμάτινου τοίχου από το
οίκημα, όπου διέμεναν, για να θάψουν το νεκρό! 680 Έπειτα έφθασαν στο Χαμιντιέ και μέσω
του λιμανιού της Μερσίνας, διέσχισαν την Μεσόγειο θάλασσα, το Αιγαίο πέλαγος, και
εισέπλευσαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Κάποιοι ολιγότεροι, όμως, προσάραξαν στο
λιμάνι της Πάτρας και, έπειτα, αναχώρησαν για την Αμερική.
Η μεγάλη μάζα των προσφύγων μέσω ενός συνοριακού χωριού μεταξύ Τουρκίας και
Συρίας και, αφού στάθηκαν εκεί για τέσσερις μόνο ημέρες, μετακινήθηκε προς την
Αλεξανδρέττα, παραμένοντας εκεί για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών. Σαν
ξεχειμώνιασαν εκεί, μπήκαν σε ένα παλιό καράβι και στις 2 με 4 Φεβρουαρίου του 1924
αναχώρησαν για την Θεσσαλονίκη. Αποβιβάστηκαν από το πλοίο τους και διέμειναν για
ένα χρονικό διάστημα στο Καραμπουρνάκι–Περαία Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιοι πήγαν στην
Χαλκιδική σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες. Το υγρό κλίμα, τα άγονα εδάφη, η μη εξοικείωσή
τους με το υγρό στοιχείο, η μη δυνατότητα εξεύρεσης σχετικής εργασίας, μιας και όλοι τους
ασχολούνταν με γεωργοκτηνοτροφικές ασχολίες, οι ασθένειες από τις οποίες μαστίζονταν
και μυριάδες άλλες δυσκολίες λειτούργησαν αρνητικά, με αποτέλεσμα να αναχωρήσουν από
τα προαναφερθέντα μέρη και να έρθουν και να παραμείνουν για ένα χρονικό διάστημα έξι
μηνών στο Χαρμάνκιοϊ(Νέο Κορδελιό).Ειδική Επιτροπή Προσφύγων με πρόεδρο τον
Μιχετζόπουλο Αριστείδη, ευαγγελικό στο θρήσκευμα, τους πρότεινε να εγκατασταθούν
μόνιμα στην Θεσσαλονίκη. Οι Γκουρουμτζιώτες, όμως, γεωργοί και κτηνοτρόφοι καθώς
ήταν, ήθελαν άφθονη αγροτική γη, για να αποκατασταθούν επαγγελματικά. Έτσι, πήραν
απόφαση ως η μεγαλύτερη ομάδα προσφύγων και μεταφέρθηκαν στο χωριό Εσκί
Βούδριστα (σήμερα ονομάζεται Παλαιός Μυλότοπος), σε απόσταση περίπου 10 χιλιομέτρων
από την πόλη των Γιαννιτσών681.
Ορισμένες, όμως, οικογένειες λόγω δυσμενούς κλίματος και υγρασίας, προτίμησαν να
φύγουν και έτσι εγκαταστάθηκαν στο χωριό Καλπουτζουλάρ (=Κοσκινιά, στα ελληνικά) της
Κοζάνης. Ο οικισμός σήμερα ονομάζεται Ανθότοπος. Στον Παλαιό Μυλότοπο Γιαννιτσών
διέμειναν για μια διετία περίπου. Η συγκινητική και εθελούσια φιλοξενία, που προσφέρθηκε
από τους ντόπιους κατοίκους, και η τακτοποίησή τους σε κατοικίες, αποθήκες και στάβλους
απάλυνε, κάπως,την στενοχώρια και τους ανακούφισε από τους καημούς τους682.

680
προφορική μαρτυρία της Σουλτάνας Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου.
681
προφορικές μαρτυρίες των Αναστάσιου Στεφανίδη και Μεσσία Καλαλίδη.
682
προφορική μαρτυρία των Μελέτη Μελετιάδη και Σωκράτη Τσίνογλου στον γράφοντα.
156
ια΄---Εγκατάσταση στο Νέο Μυλότοπο

Το άσχημο όμως κλίμα, η υγρασία και οι επιδημίες που ενέσκηψαν, όπως η ελονοσία,
δημιούργησαν μια τάση φυγής και επέτειναν την απόφασή τους να μεταφερθούν σε άλλη
τοποθεσία, 3χλμ. ΒΑ. Τον συντονισμό, την οργάνωση και την υλοποίηση του εποικιστικού
προγράμματος ανέλαβε ευάριθμη Επιτροπή Εποικισμού. Μέλος της επιτροπής ήταν ο
Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή, Ιωαννίδης Κωνσταντίνος, ως ο επιβλέπων της όλης
επιχείρησης, ο οποίος για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα διετέλεσε και πρόεδρος της
κοινότητας του Νέου Μυλοτόπου. Προϊστάμενος εποικισμού υπήρξε ο Καστρέτζος ………,
ο οποίος οργάνωσε τα μάλα τις αγροτοκαλλιέργειες και, ιδιαίτερα, προώθησε την
αμπελουργία και την σηροτροφία. Έτερο γνωστό μέλος της επιτροπής ανέλαβε και ο
Ουσουτζόγλου Τηλέμαχος, του οποίου τις υπηρεσίες και την προσφορά εκτιμώντας, τον
αντάμειψαν, τιμής ένεκεν, με οικόπεδο στον νέο οικισμό και 120 στρέμματα χωράφια. Ο
τελευταίος αναφέρεται ότι -σύμφωνα με διηγήσεις- είχε χαρίσει στον στρατηγό Νικόλαο
Πλαστήρα -γνωστό και ως «μαύρο καβαλάρη»- ένα πολεμικό άλογο, όταν ο τελευταίος
πολεμούσε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας για την απελευθέρωσή της από τους κυρίαρχους
Τούρκους683.
Βρέθηκε, λοιπόν, η κατάλληλη τοποθεσία, μια χέρσα έκταση αρκετών στρεμμάτων,
πιθανόν βοσκοτόπια, και, αφού μελετήθηκε από ειδικούς, σχεδιάστηκε το νέο ρυμοτομικό
σχέδιο και άρχισε η κατασκευή νέων κατοικιών από μια μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία
γερμανικών συμφερόντων. Το 1925 κτίστηκαν τα σπίτια του εποικισμού σε οικόπεδα του
ενός στρέμματος και το νέο χωριό ονομάστηκε Νέος Μυλότοπος εξαιτίας των πολλών -38
στον αριθμό- αλευρόμυλων, που λειτουργούσαν εκεί και οι οποίοι αξιοποιούσαν τα άφθονα
νερά της περιοχής. Στην δεκαετία του 1950 με την δενδροφύτευση δεκάδων μηλιών
επιχειρήθηκε να αλλάξει ορθογραφικώς το όνομα του χωριού και να ονομαστεί Μηλότοπος,
αλλά αυτή η προσπάθεια δεν είχε παγιωθεί και σε λίγα χρόνια το όνομα γράφτηκε, όπως
ήταν πριν: Μυλότοπος684. Βρίσκεται σε πεδινή περιοχή δίπλα στους πρόποδες του όρους
Πάικου και σε υψόμετρο 60μ. και απέχει 48 χλμ. από την Έδεσσα, την πρωτεύουσα του
νομού Πέλλας και 7χλμ περίπου από τα Γιαννιτσά, τη ν μεγαλύτερη πόλη του νομού 685.
Τα σπίτια του εποικισμού, όπως ονομάστηκαν, χτίστηκαν σε διάστημα περίπου δύο
ετών και το κριτήριο, με το οποίο διανεμήθηκαν στους δικαιούχους και τις οικογένειές τους
ήταν ο αριθμός των προστατευόμενων μελών τους. Στις πολυμελείς οικογένειες αποδόθηκαν
μεγαλύτερα σε εμβαδόν σπίτια, ενώ στις ολιγομελείς μικρότερα. Σύμφωνα, όμως, με άλλες
μαρτυρίες σε όλους τους κληρούχους δόθηκαν, κατόπιν συμφωνίας, ισομεγέθεις κατοικίες
και 40 στρέμματα χωράφια με πλήρεις τίτλους ιδιοκτησίας. Όσοι οικογενειάρχες ήσαν
πολύτεκνοι (6 άτομα και άνω) δικαιούνταν για κάθε παραπάνω μέλος 6 στρέμματα,
επιπλέον686. Η πρώτη διανομή ξερικών γαιών έλαβε χώρα το 1932-33. Ακολούθησε στην
δεκαετία του 1930 η αποξήρανση της πρώην λίμνης των Γιαννιτσών, οπότε στα νιόπαντρα
ζευγάρια στα 1934-35, δόθηκαν 30 στρέμματα γονιμότατης γης, του επονομαζόμενου
Βάλτου. Στους πρώτους δικαιούχους έδωσαν και 5-6 στρέμματα βαλτίσιας γης. Όταν
μαθεύτηκε η είδηση ότι καινούρια γεωργική γη και, μάλιστα, ευφορότατη διανέμεται στους
κατοίκους του χωριού, έσπευσαν να εγκατασταθούν στον Νέο Μυλότοπο μόνιμα και οι
υπόλοιποι Γκιουρουμτζώτες, που μέχρι πρότινος διέμεναν στην Κοσκινιά, (σημ. Ανθότοπος
Κοζάνης), επειδή εκεί η ζωή ήταν δύσκολη. Με αυτόν τον τρόπο, μετά το 1935-38, έσμιξαν,
τελικά, οι περισσότεροι Καππαδόκες πρόσφυγες από το Γκιουρούμτζε της Μικράς Ασίας
στον Νέο Μυλότοπο Γιαννιτσών687.

683
προφορική μαρτυρία του Σάββα Χατζηλιάδη .
684
προφορική μαρτυρία του Σωκράτη Τσίνογλου.
685
Κατερίνα Κόμητα, Ελλάδα , τ.31, σ.114.
686
προφορική μαρτυρία Σάββα Χατζηλιάδη και του Μεσσία Καλαλίδη , στον γράφοντα.
687
Χατζόγλου, 65.
157
Επίσης, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων τους χορήγησε γεωργικά εργαλεία,
όπως άροτρο με υνί για το όργωμα, σπόρους και ένα βόδι για κάθε οικογένεια. Δύο
οικογένειες ένωναν τα βόδια τους και όργωναν τους αγρούς τους. Τα πρώτα χρόνια ήταν
πραγματικά δύσκολα, όμως, οι νεοφερμένοι κάτοικοι πείσμωσαν, έκαναν την πίκρα της
προσφυγιάς ελπίδα και πάλεψαν, για να δαμάσουν την νέα γη που τους προσφέρθηκε.
Μάλιστα, υπήρξε το πρώτο -χρονικά- χωριό, που ασχολήθηκε με την αμπελουργία,
παράγοντας κρασί εξαιρετικής ποιότητας. Ήταν μια τέχνη που την έφεραν από την πατρίδα
τους στην Καππαδοκία688.
Τα δε κουκούλια από την ανεπτυγμένη σηροτροφία που διέθεταν, τα έστελναν για
περαιτέρω επεξεργασία σε εργοστάσια της Έδεσσας σε έναν Αρμένιο εργοστασιάρχη, όπως,
επίσης, και στην Νάουσα, στην Θεσσαλονίκη και αλλού. Μετά, όμως, τον δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο και την σκληρή γερμανική κατοχή με τις αναπόφευκτες
κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και την αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών των
Ελλήνων, προσανατολίστηκαν σε διαφορετικές πλουτοπαραγωγικές ασχολίες.

Το ηρώο του Νέου Μυλότοπου. Πάνω στις πλευρές του είναι χαραγμένα τα ονόματα
των θυμάτων του ολοκαυτώματος στο χωριό Γκιουρούμτζε της Καππαδοκίας.
Δεκέμβριος 2008 φωτ.Λάζαρου Η. Κενανίδη

Το ηρώο του Νέου Μυλότοπου, στην κεντρική πλατεία, έχει στηθεί, για να τιμήσει τα
αδικοχαμένα θύματα των Τούρκων, να διατηρήσει την ιστορική διάρκεια, να ξαναφέρει τα
γεγονότα στην μνήμη των παλαιοτέρων, αλλά και να παραδειγματίσει τους μεταγενέστερους
για την θυσία των κατοίκων του Γκιουρούμζε, στο βωμό της ελευθερίας και της
χριστιανικής πίστης.

688
βλ. σχετικά και Ασβέστη , ό.π. , 179.
158
Διενέξεις και προστριβές με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών δεν σημειώθηκαν.
Ίσως, η κοινή μοίρα της προσφυγιάς τους έκανε πιο ανθρώπινους και πιο αλληλέγγυους
μεταξύ τους. Βέβαια, κάποιες «επισκέψεις» και «επιδρομές» των μικρών παιδιών και
εφήβων σε ξένα μποστάνια, κήπους και αμπέλια, βεβαίως, συνέβαιναν κατά περιόδους. Kαι
μέχρις ενός σημείου θεωρούνται φυσιολογικές συμπεριφορές για άτομα αυτής της ηλικίας,
ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια..

159
3. ΤΑΣΤΣΙ
α΄ ---Τοποθεσία, δημογραφικά στοιχεία

Το Τάστσι (σημ.Bakirdagi) τοποθετείται σε απόσταση 61χλμ. ΝΑ της Καισάρειας και


43χλμ ΒΑ των Φαράσων, εντός της κοιλάδας του ποταμού Ζαμάντη και σε υψόμετρο 1270
μέτρων. Έλληνες τουρκόφωνοι ήταν οι κάτοικοί του (από 200 Έλληνες που μαρτυρούνται
στα 1899, έγιναν 219 άτομα που συγκροτούσαν 55 οικογένειες στα 1924)689 και ακόμα
λιγότεροι οι Τούρκοι. Σύμφωνα με πληροφορίες, προερχόμενες από άλλες πηγές, δεν
κατοικούσαν Τούρκοι στο χωριό690. Το συγκεκριμένο χωριό ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν
στο μουδουρλίκι της Κίσκας, στο καϊμακαμλίκι της Φέκε, στο μουτεσαριφλίκι του Κοζάν
και στο βαλελίκι των Αδάνων. Εκκλησιαστικώς, βρισκόταν στην δικαιοδοσία της
μητρόπολης Καισαρείας691.

β΄--- Επαγγελματικές ασχολίες, κοινωνία

Το όνομά του το εν λόγω χωριό το έλαβε, κατά πάσα πιθανότητα, από την τουρκική
λέξη ταστζί, που ερμηνεύεται ως πετράς. Το επάγγελμα του λιθοξόου-λαξευτή υπήρξε
ιδιαίτερα δημοφιλές σε περιοχές της Καππαδοκίας με βραχώδη διαμόρφωση του τόπου.
Υπήρχαν σε αφθονία λαξευτές κατοικίες, εκκλησίες, παρεκκλήσια, αποθήκες, αποστακτήρια
Η εργασία ενός λατόμου ή λαξευτή πέτρας (=ταστζί) ήταν πολύ δύσκολη. Όταν αποφασίσει
κάποιος να χτίσει σπίτι, καλεί αρχικά τον ταστζί. Αυτός χαράζει το πέτρινο οικόπεδο σε ίσα
τετράγωνα μέρη, όπως κόβουμε το γλυκό του ταψιού. Από κάθε υποδιαίρεση ή «σοφρά»,
όπως την αποκαλούσαν, αφού την έχουν χαράξει σε δέκα μέρη, αρχίζουν να το κόβουν. Από
κάθε «σοφρά» οφείλουν να αφαιρέσουν δέκα κομμάτια πέτρες με πλάτος μισό πήχυ και
μήκος έναν πήχυ η καθεμιά.
Με το καλέμι και την βαρειά (zob=ζόμπ) χτυπούν, αρχικά, τις πλευρές του κύβου και
ύστερα τοποθετούν από κάτω έναν λοστό και τον αφαιρούν. Έτσι, σταδιακά βγάζουν το
πρώτο στρώμα των «σοφρά» από το χαραγμένο οικόπεδο. Αφού τελειώσουν με το πρώτο
στρώμα, συνεχίζουν σε βάθος με την ίδια μέθοδο και αφαιρούν άλλα πέντε στρώματα. Τα
θεμέλια του καινούριου σπιτιού είναι έτοιμα Έπειτα, θα ακολουθήσει ο χτίστης και
χρησιμοποιώντας τις ίδιες πέτρες που αφαίρεσε ο ταστζί, θα προβεί στο χτίσιμο του
καινούριου σπιτιού692.
Σε περιοχές, πάντως, με βραχώδη σύσταση του εδάφους οι τσατσί άνοιγαν τον βράχο για
να τον διαμορφώσουν σε κατοικία. Η συγκεκριμένη εργασία γινόταν με ένα είδος
σκαπευτικού κασμά, που λεγόταν στα τουρκικά κυλύκ. Κατόπιν, προχωρούσαν στο
κάρφωμα του τοίχου με σιδερένιες σφήνες, τις ονομαζόμενες τσιβιά (civi=χοντρά καρφιά).
Αφού τις χτυπούσαν δυνατά με την βαρειά, επόμενο ήταν ο βράχος να τεμαχιστεί σε αρκετά
τμήματα. Με υπομονή και επιμονή η εργασία τους ολοκληρωνόταν, όταν ο βράχος είχε
λειανθεί αρκετά, ώστε να γίνει σχετικά ευρύχωρος και κατοικήσιμος. Προχωρούσαν σιγά-
σιγά διανοίγοντας διάδρομο και, έπειτα, άνοιγαν όσες οπές επιθυμούσαν. Τα κομμάτια
πέτρας(=tas), που αποσπούσαν από τον βράχο, δεν τα πετούσαν, αλλά τα αξιοποιούσαν για
το χτίσιμο των κεμερίων(τοξοειδείς οροφές). Σε ορισμένες περιπτώσεις, που ο βράχος ήταν
σαθρός θρυμματίζονταν, με αποτέλεσμα την εξαγωγή χοντρού χώματος που έμοιαζε με

689
Κοιμίσογλου, Καππαδοκία, 526.
690
Ασβέστη, ό.π. 166.
691
Κ.Μ.Σ ΄΄Έξοδος ΄΄ τ. 2 , σ. 332.
692
Ασβέστη, ό.π., 32-33.
160
χαλίκι. Αυτό το υλικό το λεγόμενο kirs693 το χρησιμοποιούσαν στα διάκενα των κεμερίων694.
Έτσι, λοιπόν, στα πλαίσια της αδιατάρακτης αρχής της αειφορίας, τίποτε δεν πήγαινε
χαμένο. Τίποτε δεν ήταν άχρηστο.
Σχετικά με την μόρφωση των παιδιών δεν είχαν αναληφθεί συγκεκριμένες πρωτοβουλίες
και έτσι τα παιδιά στο χωριό παρέμεναν δίχως βασική εκπαίδευση. Ένας δάσκαλος δεν
αρκούσε για το χωριό. Εργαζόταν μόνο για 3-4 μήνες το έτος695, τόσο λειτουργούσε,
δηλαδή, το σχολείο και κάθε οικογένεια μαθητή του πρόσφερε ένα «σινίκ»(6 οκάδες)
σίκαλης. Του είχαν εξασφαλίσει δωμάτιο για τον ύπνο και του πρόσφεραν φαγητό. Πιστοί
άνθρωποι οι περισσότεροι διατηρούσαν τα έθιμα με παραδοσιακό τρόπο και τα μικρά παιδιά
χαίρονταν να πηγαίνουν στην εκκλησία του χωριού το Πάσχα και να τσουγκρίζουν τα
κόκκινα αυγά 696.
Το χωριό είχε οικονομικές σχέσεις και εμπορικές συναλλαγές τόσο με ελληνικούς, όσο
και τουρκικούς οικισμούς, στους οποίους διέμεναν και Έλληνες τουρκόφωνοι, όπως ήταν το
Έβερεκ697 με τη μεγάλη αγορά, που υπήρξε και η πλέον σημαντική κωμόπολη της περιοχής.
Εκεί πουλούσαν τα παραγόμενα προϊόντα τους: δημητριακά, ψάρια, τυρί, βούτυρο, μαλλί,
πρόβατα κατσίκες, γεωργικά εργαλεία φτιαγμένα από ξύλο κ.ά. Από εκεί εφοδιάζονταν με
μοσχάρια, «καμάρια»(ράτσας) άλογα. Τα άφθονα νερά της περιοχής και οι εύφορες
καμπίσιες εκτάσεις του συνετέλεσαν, ώστε η ενασχόληση της πλειοψηφίας των κατοίκων
του χωριού, με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες να τους προσφέρουν ένα
ικανοποιητικό –για τα δεδομένα εκείνης της εποχής– εισόδημα. Ευδοκιμούσαν σιτάρι,
κριθάρι, σίκαλη, γλυκύτατες πατάτες, παντζάρια, φασόλια κλπ. Στο χωριό, μάλιστα,
λειτουργούσαν δύο νερόμυλοι, με κινητήρια δύναμη τα ορμητικά νερά του Ζαμάντη
ποταμού. Σε αυτούς τους νερόμυλους έρχονταν Ρωμιοί από το γειτονικό χωριό, το
Μπεσκαρδάς, αλλά και από άλλα χωριά, για να αλέσουν το σιτάρι τους. Εργάζονταν,επίσης,
πολλοί χτίστες, ως εγράφη, καθώς και ορισμένοι μαραγκοί και σιδεράδες. Είχαν και
ξενιτεμένους όχι πολύ μακριά αλλά στα Άδανα. Εκεί πήγαιναν λιγοστοί Ταστσιώτες κατά
την Άνοιξη, για να εργαστούν στο θέρισμα των χωραφιών. Σαν τελείωναν εκεί οι γεωργικές
εργασίες, αυτοί επέστρεφαν στο χωριό τους να ξανασμίξουν με τις οικογένειές τους698.
Τα ήθη στο μικρό χωριό ήταν πολύ αστηρά. Οι γυναίκες δεν είχαν πολλές ευκαιρίες για
κοινωνικές συναναστροφές και ήταν κλεισμένες στα σπίτια τους. Εξαίρεση στον κανόνα
αποτελούσε η Ευδοξία Μπαρούτογλου, δυναμική και ατίθαση κοπέλα, που παντρεύτηκε τον
Χρήστο Χατζηλιάδη, έναν φιλήσυχο και ιδιαίτερα, θεοσεβούμενο άνθρωπο. Το γεγονός ότι
η σύζυγός του κάπνιζε και κυκλοφορούσε οπλισμένη τα βράδια στο χωριό για να το
προστατέψει από επιδρομές των Τσετών, προκαλούσε το εύλογο ενδιαφέρον των ειρηνικών
κατοίκων στο Τάστσι. Ίσως υπήρχε, εδώ, μιαν εξήγηση. Επρόκειτο για νύμφη φερμένη από
τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) ! 699
Σύμφωνα με τους πίνακες επαγγελμάτων, που συντάχθηκαν το 1924, έτος έλευσης των
Καππαδοκών προσφύγων στην Ελλάδα, αναφέρονται τα παρακάτω στοιχεία: 55 γεωργοί και
1 ιερέας 700.

693
παράβ. το όνομα της Μωκησσού (σημ.Kirsehir).
694
ό.π. 191. βλ. και Πλουμίδης, 215.
695
ό.π. , 166.
696
προφορική μαρτυρία της Δέσποινας Μπαρούτογλου-Χατζηλιάδη στον γράφοντα.
697
πατρίδα του οποίου ήταν ο Αναστάσιος (Καζαντζόγλου) Λεβίδης, δάσκαλος,ιεροκήρυκας, ερευνητής
και λόγιος που συνέγραψε πολλές μελέτες, αναφερόμενες σε οικισμούς και κωμοπόλεις της Καππαδο-
κίας. βλ. Κοιμίσογλου, Καππαδοκία,222.
698
Ασβέστη ό.π. , 165 και 166..
699
προφορική μαρτυρία της ίδιας της θυγατέρας της, Δέσποινας Μπαρούτογλου-Χατζηλιάδη, της οποίας ο
πατέρας δεν δεχόταν ποτέ χρήματα ημέρα Κυριακή. Όταν μάλιστα ένας συγχωριανός του Τούρκος τον
πίεσε να πάρει πίσω τα χρήματα που του χρεωστούσε, αυτός κατά την προσφιλή τακτική του αρνήθηκε.
Οργισμένος τότε ο Τούρκος τον χαστούκισε στο ένα μάγουλο, ο ευσεβής Χρήστος αμέσως γύρισε το
μάγουλό του από την άλλη μεριά!
700
Ασβέστη ό.π., 170.
161
γ΄ --- Εκκλησία

Στο μικρό χωριό λειτουργούσε ναός αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο. Ο


ιεροδιδάσκαλος, παράλληλα με τα ιερατικά καθήκοντά του στην εκκλησία στο Τάστσι, είχε
αναλάβει την βαριά ευθύνη της διδασκαλίας των βασικών μαθημάτων στα Ελληνόπουλα
που πήγαιναν στο υποτυπώδες δημοτικό σχολείο 701.
Προτεστάντες, όμως, ιεραπόστολοι επέτυχαν να προσηλυτίσουν στα δυτικοευρωπαϊκά
δόγματα ορισμένους ντόπιους Ρωμιούς. Στο Τάστσι (Τασδζή), όπως και στο Γκουρούμτζε -
όπως αναφέρθηκε στο οικείο κεφάλαιο- ορισμένοι κάτοικοι βρέθηκαν σε αληθινά δυσχερή
θέση εξαιτίας του λιμού που εκδηλώθηκε το 1874. Σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες,
που συνηγόρησαν, δέχθηκαν να προσχωρήσουν στην θρησκευτική πίστη που κήρυτταν οι
δυτικοί μισσιονάριοι. Έτσι όμως αποκόπηκαν από την υπόλοιπη κοινότητα 702.

δ΄---Σχέσεις με Τούρκους

Από τους Έλληνες κατοίκους του χωριού επιλεγόταν ο μουχτάρης τους. Μάλιστα, τα
τελευταία χρόνια –πριν την ανταλλαγή πληθυσμών του 1924– επικεφαλής της κοινότητας
ήταν ο Σάββας Κεχαγιόγλου703. Οι σχέσεις με τους Τούρκους κατοίκους δεν διακρίνονταν
από περιόδους έντασης και διενέξεων. Μα ούτε και φιλικές θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν. Η κάθε κοινότητα ακολουθούσε τον δικό της τρόπο ζωής. Το πλέον
τραγικό περιστατικό αναφέρεται σε μια δολοφονία 2 Ελλήνων από Τούρκους. Οι δύο νεαροί
στην ηλικία οικογενειάρχες είχαν μεταβεί στο Έβερεκ, το εμπορικό κέντρο της περιοχής, για
προμηθευτούν φάρμακα για την ίαση των ασθενούντων παιδιών τους. Στην επιστροφή,
όμως, έπεσαν σε ενέδρα καραδοκούντων Τούρκων, οι οποίοι και τους εξόντωσαν, Οι λόγοι
της αποτρόπαιας αυτής πράξης πρέπει να αποδοθούν στην εκδικητική μανία και ζήλια που
ένοιωθαν οι Τούρκοι για αυτούς, λόγω της νύμφευσής τους με όμορφες και νεαρές γηγενείς
Ελληνίδες. Στην εκκλησία του χωριού τελέστηκε η κηδεία τους· όλο το χωριό θρήνησε τον
άδικο χαμό τους 704.

ε΄----Πορεία των προσφύγων

Η διαδρομή των προσφύγων το 1924 ακολούθησε την πορεία από το χωριό Τάστσι –
Μερσίνα –Θεσσαλονίκη. Η ταλαιπωρία των προσφύγων διήρκεσε έναν χρόνο περίπου. Εκεί
στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, έμειναν για χρονικό διάστημα 2-3 μηνών υπό ιδιαίτερα
ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης σε παλιές καπναποθήκες και στρατόπεδα που υπήρχαν από
την εποχή του μεγάλου πολέμου του 1914-1918. Σιτίζονταν μετά από ενέργειες
φιλανθρωπικών οργανώσεων και της πολιτείας. Κάποιοι αναχώρησαν από το Χαρμάνκιοϊ,
όπου είχαν καταλύσει για χρονικό διάστημα 2-3 μηνών και επέλεξαν, κατόπιν σύστασης των
αρμοδίων κρατικών φορέων, την εγκατάστασή τους στο χωριό Πετρανά της Κοζάνης, ενώ
οι υπόλοιποι την εγκατάστασή τους στην Βούνδρισα (σημ.Παλαιός Μυλότοπος) της
επαρχίας Γιαννιτσών. Για ένα διάστημα πάνω από ένα έτος διέμεναν προσωρινά σε σπίτια,
αποθήκες, ακόμη και σε στάβλους του γειτονικού χωριού, Παλαιός Μυλότοπος,
προσμένοντας την στιγμή που τα νεοκατασκευαζόμενα σπίτια του Εποικισμού θα ήταν

701
Σκιάδης, 398.
702
Καραθανάσης, Καππαδοκία, 162.
703
προφορική μαρτυρία της Δέσποινας Μπαρούτογλου- Χατζηλιάδου στον γράφοντα.
704
προφ. μαρτυρία της Δέσποινας Μπαρούτογλου-Χατζηλιάδου, που μικρό κορίτσι τότε, παρακολούθησε
από το σπίτι της, δίπλα στην εκκλησία του χωριού την εξόδιο ακολουθία- του ενός από τα θύματα-
και άκουσε τους θρήνους των απαρηγόρητων συγγενών του.
162
έτοιμα να δεχθούν τους πρόσφυγες. Άλλοι πάλι μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στις
Η.Π.Α., όπου συναντήθηκαν με συγγενείς τους που είχαν φτάσει εκεί, με διάφορες άλλες
ευκαιρίες 705.

φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

στ΄---Εγκατάσταση στο Νέο Μυλότοπο

Η έκταση που επιλέχθηκε, για να ρυμοτομηθεί ήταν χέρσα και δεν υπήρχαν άλλα
κτίσματα. Το καινούριο χωριό ονομάστηκε Νέος Μυλότοπος. Οι αρμόδιες κρατικές
υπηρεσίες χορήγησαν σπίτια στους νεοεγκαταστημένους πρόσφυγες, εντός του καινούριου
οικισμού και ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας. Ο οικισμός χτίστηκε από
εταιρεία γερμανικών συμφερόντων. Υπήρχαν 3 τύποι κατοικιών: με 2 υπνοδωμάτια, με 1
υπνοδωμάτιο και, τέλος το μικρότερο, μόνο με μια σαλοκουζίνα706.
Η συντριπτική, λοιπόν, πλειονότητα των σημερινών κατοίκων της μικρής κωμόπολης
του Νέου Μυλότοπου (έδρα του δήμου Κύρρου) προέρχεται από πρόσφυγες των δύο αυτών
χωριών της Καππαδοκίας, την Γκιούρουμτζα -κατά πλειοψηφία- και το Τάστσι, ενώ
ελάχιστοι έλκουν την καταγωγή τους από την γνωστή κωμόπολη των Φαράσων(ή
Βαρασός)707, πατρίδα του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη και του πνευματικού του τέκνου,
γέροντος Παϊσίου. Από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και το παράρτημα του
Εποικιστικού Γραφείου Γιαννιτσών, αναφερόμενη στους εγκατασταθέντες, δόθηκαν οι
παρακάτω αριθμοί: 226 οικογένειες με 825 άτομα 708

705
προφ. αφηγήσεις Νεομυλοτοπιανών στον γράφοντα.
706
προφ. μαρτυρίες της Δέσποινας Χατζηλιάδου και του Χρυσόστομου Καραογλανίδη στον γράφοντα.
707
Πλουμίδης, 314. βλ. και Καραθανάσης, Καππαδοκία, 205.
708
Πελαγίδης,, 165.
163
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μεταφέρθηκαν προς μόνιμη εγκατάσταση σε
ιδιαίτερη συνοικία στην άκρη του χωριού του Νέου Μυλότοπου, οι κάτοικοι από το
γειτονικό ορεινό οικισμό της Κρώμνης. Οι λόγοι της μετακίνησης των Κρωμνιωτών πρέπει
να αναζητηθούν στις δυσκολότατες συνθήκες διαβίωσής τους, λόγω του άγονου εδάφους,
την έλλειψη επαρκών οδικών προσβάσεων και των δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών
που επικρατούσαν.

164
4. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Στην τοπική κοινωνία. οι νέες προτεραιότητες και οι κοινωνικοοικονομικές μεταβολές
άρχισαν να γίνονται αισθητές, όταν η δυσάρεστη και δραματική γερμανική κατοχή του
1941-44 παρήλθε. Τα προβλήματα επιβίωσης άρχισαν σιγά-σιγά να αμβλύνονται. Στον
Νέο Μυλότοπο βρέθηκαν άνθρωποι με καινούρια ενδιαφέροντα, άνθρωποι που είχαν
στόχο τους την διατήρηση της ιστορικής μνήμης των προσφύγων, την ανάπτυξη του
πνευματικού επιπέδου των κατοίκων, την πολιτιστική καλλιέργεια τους και την συνολική
αναβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτών των αναζητήσεών τους,
το 1958 συγκροτήθηκε μια ομάδα κατοίκων, που προχώρησαν στην ίδρυση
Εκπολιτιστικού Μορφωτικού Συλλόγου Αγροτοπαίδων, με την βοήθεια και την
καθοδήγηση των φορέων του Δημοσίου, όπως ήταν το Υπουργείο Γεωργίας, η Διεύθυνση
Γεωργίας, η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος και άλλων φορέων.

……..
Το Δημοτικό Σχολείο του Νέου Μυλότοπου. Δεκέμβριος 2008.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη.

Με ενθουσιασμό, μεράκι και περισσή διάθεση, γεροντότεροι αλλά και πολλοί νέοι
ρίχνονται σε μια προσπάθεια που σύντομα θα καρποφορήσει. To κτίριο όπου θα
στέγαζαν τα γραφεία αλλά και τις διάφορες εκδηλώσεις τους ετοιμάστηκε σε σύντομο
χρονικό διάστημα, χάρη στην συνεισφορά αλλά και την προσωπική συμμετοχή των
κατοίκων. Για κάποια χρόνια, όμως, σταμάτησε να λειτουργεί, επειδή ο χώρος
φιλοξένησε την εκκλησία του χωριού, μέχρι να αποπερατωθεί και να παραδοθεί ο
καινούριος ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου. Ο Σύλλογος επαναδραστηριοποιείται το
1983, κυρίως χάρη στην πρωτοβουλία ορισμένων δραστήριων και φιλόπονων νέων και
μετονομάζεται σε «Πολιτιστικός Σύλλογος Νέου Μυλοτόπου: ΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ».
Μάλιστα, εφέτος συμπλήρωσε 50 χρόνια λειτουργίας. Δεν διαθέτει χορευτικό τμήμα709.
Η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού ονομάζεται «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» και
συμμετέχει σε τοπικά ερασιτεχνικά πρωταθλήματα
Το δημοτικό σχολείο λειτούργησε από την πρώτη στιγμή που χτίστηκε το χωριό,
στα 1926.

709
Ημερολόγιο 2008 εκδ. Πολιτιστικός Σύλλογος Νέου Μυλότοπου : ‘’ΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ’’ και
αφήγηση αναστάσιου Στεφανίδη πρόεδρου του εν λόγω Συλλόγου.
165
……..
Γυμνάσιο Νέου Μυλότοπου. Δεκέμβριος 2008.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

Στο χώρο, πάλι, της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ιδρύθηκε γυμνάσιο το 1982.


Στα πρώτα βήματά του λειτουργούσε συστεγασμένο με το δημοτικό στο ίδιο σχολικό
κτίριο, εφαρμόζοντας αναγκαστικά την λεγόμενη διπλοβάρδια. Το 1990, όμως, το όλο
σχήμα έλαβε τέλος, γιατί παραδόθηκε νεόδμητο κτίριο, στο οποίο στεγάστηκε το
γυμνάσιο, αυτόνομο πλέον, ικανοποιώντας τις τοπικές εκπαιδευτικές ανάγκεςκαι
αιτήματα των μαθητών, των γονέων τους και των καθηγητών Στο εν λόγω Γυμνάσιο
προσέρχονται μαθητές από τα δημοτικά διαμερίσματα του Νέου Μυλοτόπου, της (Νέας)
Αξού και του Παλαιού Μυλοτόπου, που υπάγονται στον νεοπαγή «Καποδιστριακό»
Δήμο Κύρρου 710.

710
προφορική διήγηση του Διευθυντή Γυμνασίου Κωνσταντίνου Τσέρκη.
166
Ε΄ ΜΕΡΟΣ
1. ΟΙ ΒΑΛΛΑΧΑΔΕΣ (ΒΑΛΑΑΛΑΔΕΣ)
Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην περιφέρεια
της δυτικής Μακεδονίας και, συγκεκριμένα, στην περιοχή των Γρεβενών, της Καστοριάς και
της Σιάτιστας. Είναι αυτοί που το όνομά τους προήλθε από την τουρκική λέξη βαλλαχί = μα
τον Αλλάχ. Οι Βαλαάδες ήταν εξισλαμισμένοι Έλληνες, που, αν και ασπάστηκαν την
μουσουλμανική θρησκεία, φαινομενικά τουλάχιστον, εντούτοις, διατήρησαν την ελληνική
γλώσσα και τα ήθη και έθιμα τους. Απέφευγαν την συναναστροφή με τους Τούρκους, οι δε
θρησκευτικές συνήθειές τους περιείχαν χριστιανικές και ισλαμικές δοξασίες, συχνά
ανάμεικτες μεταξύ τους. Τους αναφέρει ο γνωστός Γάλλος ιστορικός και περιηγητής
Φραγκίσκος Πουκεβίλ, ο οποίος, μάλιστα, τους αποκαλεί Βαρδαριώτες στο βιβλίο του
«Ταξίδι στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με τους κώδικες της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως της Ζάβορδας Γρεβενών και
του Ζωσιμά Σιατίστης, οι Βαλλααλάδες σταδιακά εξισλαμίστηκαν μεταξύ 1692 και 1797,
ενώ ο Στίλπων Κυριακίδης αναφέρει ότι αυτό το γεγονός έλαβε χώρα κατά το δεύτερο ήμισυ
του 18ου αιώνα. Άλλοι μελετητές, πάλι, τοποθετούν τον εξισλαμισμό τους, την περίοδο του
Αλή Πασά. Οι Βαλλαχάδες απομακρύνθηκαν από το ελληνικό κράτος το 1923, κατόπιν της
εφαρμογής της Συνθήκης Ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (30-1-
1923). Η ελληνοφωνία και η άγνοια της τουρκικής γλώσσας, αλλά και η εν πολλοίς
ελληνική συνείδησή τους δεν στάθηκαν ικανά να τους κρατήσουν στην Ελλάδα, που τόσο
επιθυμούσαν711. Περιγράφονται, μάλιστα, οι συγκινητικές στιγμές αναχώρησής τους με τα
τραίνα για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, από όπου θα ταξίδευαν για την Μικρά Ασία.
Υποστηρίζεται από έγκυρους μελετητές ότι είχε ξεκινήσει μια διαδικασία
επανελληνοποίησής τους από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, η οποία ανακόπηκε
βιαίως με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, αφού ως τελικό κριτήριο
ελήφθη το θρήσκευμα και όχι η γλώσσα. Αν καθυστερούσε η Ανταλλαγή μερικά χρόνια
ακόμη, το πιθανότερο θα ήταν να παρέμειναν ως χριστιανοί πλέον στα χωριά καταγωγής
τους. Στα καφενεία της Κοζάνης πριν το 1923 άκουγε κανείς ελληνικά, ενώ μετά την
εγκατάσταση εκεί των Ελλήνων τουρκόφωνων, Μικρασιατών προσφύγων, κυριαρχούσαν τα
τουρκικά. Οι Βαλλαάδες μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν, κατά κύριο λόγο, στα χωριά
που επρόκειτο να εγκαταλείψουν οι Ρωμιοί κάτοικοι των χωριών που εξετάζουμε. Μάλιστα,
θεωρώντας ότι οι Έλληνες που κατοικούσαν στα χωριά της Καππαδοκίας, γνώριζαν τα
ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα, απευθύνονταν σε αυτούς σε αυτή την γλώσσα, αλλά οι
δικοί μας ελάχιστα τους καταλάβαιναν, προκαλώντας εύγλωττα την περιέργεια και την
απορία των νεοφερμένων μουσουλμάνων –τύποις– ελληνόφωνων.
Στα σημερινά χωριά του Χασάκιοϊ, Τιρχάν, Γκιορούμτζα κλπ κατοικούν, ως επί το
πλείστον, απόγονοι εκείνων των Ελλήνων υπηκόων που ως Ανταλλάξιμοι πρόσφυγες
(τουρκ.mahacir),μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, εγκαταστάθηκαν το 1924, στα
εγκαταλειμμένα από τους Ρωμιούς σπίτια, υπό συνθήκες, βέβαια, απείρως ανθρωπινότερες
έναντι των δικών μας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι
αγανακτούσαν από την πολυήμερη πορεία τους εκατοντάδων ναυτικών μιλίων μέσω
Θεσσαλονίκης –Αιγαίου πελάγους –Μερσίνας, και από εκεί επιβιβασμένοι σε κάρα της
εποχής διήνυσαν δεκάδες χιλιομέτρων, προκειμένου να φτάσουν στην Καππαδοκία και να
εγκατασταθούν στα νέα σπιτικά τους. Γόγγυζαν και κακοτύχιζαν τον εαυτό τους γιατί τους
έλαχε η μοίρα τους, το κισμέτ, να βρεθούν τόσο μακριά από την ελληνική πατρίδα τους712.

711
Κέλλυ Κυλίτου, Πληθυσμός, Οικονομία, Ιστορία, Πολιτισμός.Ν. Γρεβενών, Ελλάδα εκδ. Δομή,
Αθήνα τ. 24, 171.
712
προφορική μαρτυρία-συνέντευξη του συνταξιούχου ιατρού Βασίλειου. Χατζηανέστιάδη, στον
γράφοντα.
167
2. Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ
Στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας υπογράφτηκε η Συνθήκη Ειρήνης, η οποία και σε
γενικές αρχές διατηρείται έως τις ημέρες μας. Πιστοποίησε την απώλεια της Μικράς Ασίας
και οριστικοποίησε τον αφανισμό του ακμαίου εκεί ρωμαίικου στοιχείου. Όσοι Έλληνες δεν
εξολοθρεύτηκαν και γλίτωσαν από τα κεμαλικά στρατεύματα, τους τσέτες και τον
παραληρούντα μουσουλμανικό όχλο, παρέμειναν, ελάχιστοι όμως, κρυπτοχριστιανοί στην
πατρώα γη ή αναγκάστηκαν από τις πιεστικότατες συνθήκες, που δημιουργήθηκαν, να
μεταφερθούν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, την Ρωσία και σε άλλες μακρινές χώρες. Στις 3
Οκτωβρίου 1922 άρχεται η σύσκεψη για ανακωχή που επιβάλλουν οι νικητές. Η ελληνική
αντιπροσωπεία φθάνει στην Ελβετία στις 4 Οκτωβρίου 1922, όταν ήδη Δυτικοί και Κεμάλ
έχουν υπογράψει συμφωνία ανακωχής. Οι Έλληνες, αρχικά, αρνήθηκαν να βρεθούν προ
τετελεσμένων γεγονότων. Στις 13-10-1922, όμως, πιεζόμενοι ασφυκτικώς υποχωρούν. Στις
18-10-1922 με την ανακωχή των Μουδανιών παραδίδουν στους συμμάχους την διοίκηση
της Ανατολικής Θράκης, αν και ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι της περιοχής και δίχως,
μάλιστα, να ηττηθούν, όπως είχε συμβεί στην Μικρά Ασία. Οι σύμμαχοι παραβιάζοντας την
σχετική συμφωνία ότι θα την διατηρήσουν επί οκταημέρου, την παραδίδουν αυθημερόν
στους Τούρκους.
Νέα διάσκεψη ορίστηκε για τις 21-11-1922 και συμμετείχαν η Ιταλία, Γαλλία, Βρετανία,,
Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία, Σοβιετική Ένωση, Ιαπωνία, Ισπανία κ.ά., οι δε Η.Π.Α.
παρίστανται μόνον με παρατηρητή. Τελικά, ύστερα από χρονοβόρες διαδικασίες και
κωλυσιεργία οχτώ μηνών, υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 το τελικό κείμενο της
Συνθήκης της Λωζάννης. Σε αυτήν εντάχθηκε και η από 30-1-1923 υπογραφείσα σύμβαση
περί Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών και η σύμβαση περί Ανταλλαγής των
αιχμαλώτων και των πολιτικών ομήρων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας713.
Καθορίστηκε επιτροπή καθορισμού συνόρων με πρόεδρο τον Ολλανδό στρατιωτικό
Βάκερ και μέλη Έλληνα και Τούρκο. Ως νέο σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τέθηκε ο
ποταμός Έβρος. Η Ελλάδα αποχωρεί και επίσημα από την Μικρά Ασία. Τα νησιά Ίμβρος
και Τένεδος με ακμαίο ελληνικό πληθυσμό και κάτω από καθεστώς αυτοδιοίκησης
αποδίδονται στην Τουρκία. Τα Δωδεκάνησα παραμένουν στην Ιταλία και η Τουρκία
αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κύπρου, ήδη από το 1912, στην Μεγάλη Βρετανία. Η
εκβιαστικοί όροι που τέθηκαν από τους Τούρκους γίνονται δεκτοί από τους Δυτικούς
συμμάχους. Επανακτούν τον έλεγχο των Στενών της Προποντίδας και του Ελλήσποντου.
Καταργήθηκαν οι διομολογήσεις. Η Αρμενία έπαυσε να υπάρχει, το ίδιο και ο Πόντος και το
Κουρδιστάν.

713
Δεληγιάννης, 11.
168
3. Η ΣYΜΒΑΣΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ στις 30-1-1923
Από 1ης Μαϊου 1923, αποφασίζεται η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων
ελληνικού ορθόδοξου δόγματος και των Ελλήνων υπηκόων μουσουλμανικής θρησκείας.
Στην ανταλλαγή αυτή με αναδρομική ισχύ, θα συμπεριληφθούν και όσοι Έλληνες ή
μωαμεθανοί έχουν ήδη μεταναστεύσει, οποτεδήποτε, από τον Οκτώβριο του 1912 και εξής.
Η κινητή περιουσία που υπάρχει στα σπίτια, στα τεμένη, στις εκκλησίες, στα
μοναστήρια ή στα νοσοκομεία τους θα μπορεί να εξέλθει αδασμολόγητα από τη χώρα, μαζί
τους. Η ακίνητη περιουσία, καθώς θα εγκαταλείπεται, θα απογράφεται, θα εκτιμάται και θα
ρευστοποιείται από τη Μεικτή Επιτροπή. Η διαδικασία ρευστοποίησης θα έχει αναδρομική
ισχύ, όσον αφορά στις περιουσίες Ελλήνων και μωαμεθανών, που έχουν ήδη μεταναστεύσει,
οποτεδήποτε, από τον Οκτώβριο του 1912 και εξής.
Η Μεικτή Επιτροπή θα αποτελείται από 2 Τούρκους, 2 Έλληνες και 3 υπηκόους χωρών
που έμειναν ουδέτερες στη διάρκεια του Παγκόσμιου Πολέμου. Οι 3 τελευταίες θα
επιλέγονταν από την κοινωνία των Εθνών.
Καταρχάς, κάθε πρόσφυγας θα λαμβάνει περιουσία ίσης αξίας με την περιουσία που
εγκατέλειψε. Η αποτίμηση της συνολικής αξίας των εγκαταλελειμμένων περιουσιών, σε
αμφότερες τις χώρες, θα συνιστά κρατικό χρέος και μόνο μεταξύ της Τουρκίας και της
Ελλάδος. Αφού ολοκληρωθεί ο ισολογισμός, η πιστώτρια χώρα θα πάρει από την χρεώστρια
διακανονισμό εξόφλησης, σύμφωνα με τον οποίο ένα μέρος του χρέους θα πληρωθεί σε
μετρητά και ένα άλλο με κρατικά ομόλογα.
Δεν επιτρέπεται να τεθούν εμπόδια, να ασκηθούν πιέσεις ούτε να επιβληθούν φόροι
στους μετανάστες. Όσοι εξαιρούνται της υποχρεωτικής ανταλλαγής είναι ελεύθεροι, αν το
επιθυμούν, να μεταναστεύσουν.
Εξαιρούμενοι θεωρούνται:
α) οι Έλληνες, οι εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη πριν τις 30 -12-1918,καθώς
και των νησιών Ίμβρου και Τένεδου και
β) οι Μωαμεθανοί κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται παρακάτω είναι αποκαλυπτικά των ραγδαίων
δημογραφικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα.
Από τα 2.348.739 των Ρωμιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με την
τουρκική απογραφή του 1912, αριθμός που αγγίζει το 1.000.000 ήταν τα θύματα της
γενοκτονίας των Νεοτούρκων από το 1914 έως το 1922. Περίπου άλλο ένα εκατομμύριο
ανθρώπων σώθηκαν και εγκατέλειψαν την μικρασιατική γη έντρομοι, για να γλιτώσουν
από την οργή, την μανία και το μίσος των Τούρκων. Η εναπομείνασα ανθρώπινη μάζα των
300.000 περίπου Ελλήνων υπάχθηκε στις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Το ήμισυ
αφορούσε Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, ενώ απέμειναν μόνον 150.000 Ρωμιοί της
Ανατολής. Από τους τελευταίους σε 55.000 έως 60.000 άτομα υπολογίζονται οι πρόσφυγες
Καππαδόκες, που διαβίωναν στα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, στην περιοχή της
Καππαδοκίας. Η συντριπτική πλειοψηφία τους αναχώρησε ατμοπλοϊκώς για την Ελλάδα από
το λιμάνι της Μερσίνας.
Ο αριθμός των Τούρκων που ζούσαν στην Ελλάδα του1920 ανερχόταν στις 770.000
άτομα. Ήδη, όμως, από αυτούς οι 143.189 μετοίκησαν στην Τουρκία με άνεση και
ασφάλεια. Σημαντικό τμήμα από τους υπόλοιπους κατοικούσε στην Ανατολική Θράκη που
παραδόθηκε με τη Συνθήκη στο τουρκικό κράτος. Το 1924 απέμειναν, λοιπόν, 388.000
Τούρκοι, εκ των οποίων οι 348.000 ήταν Τούρκοι της Μακεδονίας. Η Ανταλλαγή των
Πληθυσμών αφορούσε άμεσα τα παραπάνω άτομα714.

714
Δεληγιάννης , 20, 50.
169
4. ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

α.—Γενικά

Πριν αναλύσουμε διεξοδικά το θέμα της οικιστικής, εργασιακής και κοινωνικής


αποκατάστασης των χιλιάδων, ανέστιων πλέον, και κατατρεγμένων προσφύγων στον
ελλαδικό χώρο του 1922-24, χρήσιμο θα ήταν να υπογραμμίσουμε ότι δεν επρόκειτο για
πρωτόγνωρη εικόνα για τα νεότερα ελληνικά ιστορικά δεδομένα.
Το ελληνικό κράτος με στενότερα ή ευρύτερα σύνορα υπήρξε γη υποδοχής και
φιλοξενίας από το 1906. Η άνοδος του βουλγαρικού εθνικισμού και η έξαψη των παθών
οδήγησε σε προσφυγοποίηση σημαντικού τμήματος Ελλήνων κατοίκων από την Ανατολική
Ρωμυλία, όταν δεκάδες Βορειοθρακών ξεριζώθηκαν βιαίως από τις πατρογονικές εστίες τους
και κάτω από τις απειλές, τις πιέσεις και τις καταδιώξεις των Βουλγάρων με χίλιες δυο
προφυλάξεις κατέφυγαν στην κυρίως Ελλάδα 715.
Ένα δεύτερο κύμα προσφύγων εμφανίστηκε γύρω στα 1914, όταν μαζικές βίαιες
μετοικήσεις και διωγμοί, βάσει οργανωμένου σχεδίου των Νεότουρκων, ανάγκασαν
300.000 περίπου Ρωμιούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους716. Αν και άλλοι μελετητές
δίνουν διαφορετικούς αριθμούς717, η ουσία των δραματικών στιγμών που πέρασαν οι
τρομοκρατημένοι Έλληνες δεν είναι δυνατόν να αποκρυφτεί. Η κατάσταση υπήρξε
αφόρητη, κυρίως, για τους κατοίκους των παραλίων της Προποντίδας από τη μεριά της
Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, που εκτοπισμένοι βρήκαν καταφύγιο στην
ελεύθερη Ελλάδα, στην νότια Ρωσία και σε άλλες χώρες.
Ο τεράστιος, όμως, όγκος των προσφύγων του 1922-24, που έφθασαν σε μια
πληγωμένη από τον πόλεμο και εξαντλημένη οικονομικά Ελλάδα, αναστάτωσαν συθέμελα
την χώρα. Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων λειτούργησε από τις 3-11-1922 και είχε
μορφή φιλανθρωπικού οργανισμού, αλλά έγινε φανερό ότι δεν επαρκούσε. Οι αυξημένες
ανάγκες πίεζαν με διογκούμενη σφοδρότητα. Η ελληνική κυβέρνηση ωθούμενη από τα
γεγονότα και τις δυσάρεστες εξελίξεις, τον Φεβρουάριο του 1923 αποτάθηκε στην Κοινωνία
των Εθνών, προκειμένου να της σταθεί αρωγός στην τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε
για την οικιστική και επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων. Ζήτησε, λοιπόν,
επειγόντως άμεση παροχή βοήθειας, προκειμένου να αντεπεξέλθει στα πιεστικότατα
προβλήματα που αντιμετώπιζε.
Η Κ.Τ.Ε (Κοινωνία Των Εθνών), ανταποκρινόμενη, οργάνωσε μια επιτροπή
εμπειρογνωμόνων που αφίχθη στην χώρα μας, για να μελετήσει διεξοδικότερα το όλο
ζήτημα. Στις 29 Σεπτεμβρίου εγκρίθηκε η δημιουργία ενός αυτόνομου οργανισμού, της
Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η οποία και επιφορτίστηκε με το τιτάνιο έργο της
εγκατάστασης και πλήρους αποκατάστασης των προσφύγων στη νέα τους γη. Σύμφωνα με
το δελτίο τύπου στις 31-12-1923, εγκαταστάθηκε στα γραφεία της οδού Κηφισίας, που
εκκένωσε η Επαναστατική Επιτροπή. Η Ε.Α.Π ως διεθνής οργανισμός είχε στο διοικητικό
της συμβούλιο 4 μέλη: 2 Έλληνες, διορισμένους από την κυβέρνηση, και 2 ξένους,

715
Πέρα από την καταστροφή .Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ,19.
716
ό.π. 19, επίσης προφορική μαρτυρία κ.Χατζηπαρασκευαίδη Σάββα κατοίκου Ν. Αραβησσού στον
γράφοντα .
717
ό.π. 128 , βλ. επίσης και Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ.10 , Α.Πάλλης, «Ελλάς-Προσφυγικόν
ζήτημα» όπoυ γίνεται λόγος για 100.000 άτομα, ενώ ο J.Simpson στο βιβλίο του «The Refugee Problem
:Report of a Survey», Oxford 1939,13-14, δίνει τον αριθμό των 150.000 ατόμων.
Ο δε Αθ. Ε. Καραθανάσης ομιλεί για 130.000 Ρωμιούς Μικρασιάτες πρόσφυγες ,παράλληλα με τους
150.000 εκτοπισμένους στο εσωτερικό της Μικρασίας, στο βιβλίο του: «Σε λένε Σμύρνη, Φώκαια,
Σερέκιοϊ,Μαινεμένη,Σαγγάριο», 15.
170
εγκεκριμένους από την Κ.Τ.Ε. Πρώτος, χρονικά, πρόεδρός της τοποθετήθηκε ο Χένρυ
Μοργκεντάου, πρώην αμερικανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, και δύο από τα
μέλη της υπήρξαν οι Αργυρόπουλος Π. και Δέλτου Στ.
Η Ε.Α,Π. εργάστηκε παραλλήλως με την Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών στο
πλαίσιο της Κ.Τ.Ε. και συμφώνως με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάννης. Ως σκοποί
της τέθηκαν:
α. Στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων σε όλη την επικράτεια, αναλόγως της
προέλευσης των πληθυσμιακών ομάδων. Επιδιώχθηκε το μικρότερο δυνατό κόστος
ανέγερσης σπιτιών. Οι κατοικίες πωλούνται ή ενοικιάζονται έναντι συμβολικού τιμήματος.
β. Έγκριση και υλοποίηση έργων υποδομής σε νέους οικισμούς.
γ. Υιοθέτηση προγραμμάτων υγείας με την λειτουργία σταθμών υγείας και
υγειονομικών υπηρεσιών.
δ. Ενίσχυση και δανειοδότηση της ελληνικής παραδοσιακής βιοτεχνίας-βιομηχανίας.
Η οικονομική στήριξη στο έργο της επιτεύχθηκε με την σύναψη αρκετών δανείων:
Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚΤΕ (12.300.000 λίρες Αγγλίας) το 1924718.
Δάνεια ανταλλαξίμων το 1926
Δάνειο Εταιρείας Τέκτων το 1927
Τριμερές δάνειο το 1928
Διχοτόμηση του χαρτονομίσματος στις 24-1-1926719.
Στις 24-1-1930, όταν και διαλύθηκε η επιτροπή, είχε συντελεστεί κολοσσιαίο έργο,
παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπισε. Από τούδε όλες οι αρμοδιότητες και οι
υπηρεσίες που είχε αναλάβει, παρεδόθησαν στην ελληνική πολιτεία720.
Η οικονομική ισχύς του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας φαίνεται, εν μέρει, και από
την αξία της περιουσίας που εγκατέλειψε στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας. Ο Α. Αιγίδης
την υπολογίζει στα 300.000.000 χρυσές λίρες (μία χρυσή λίρα=330δρχ) Τουρκίας ή σε
100.000.000 δραχμές –σε τιμές του 1904– ποσό πολλαπλάσιο της περιουσίας που άφησαν
στην Ελλάδα οι Ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι και που την κοστολογεί στα 12.500.000
δισεκατομμύρια δραχμές μόνο721. Ενώ ο Ισαάκ Λαυρεντίδης προχωρεί ακόμη περισσότερο
και με πίκρα διαπιστώνει ότι οι περίφημες αποζημιώσεις, που χορήγησε το επίσημο
ελληνικό κράτος στους δυστυχείς πρόσφυγες, ανέρχονται στο ποσό των 6.992.879.144 δρχ.,
χρήματα που αντιπροσωπεύουν μόλις τα 7/100 της εγκαταλελειμμένης περιουσίας των
Ελλήνων. Μάλιστα, τα θεωρεί, απλώς, ως «ετήσιο τόκο» της τεράστιας υλικής περιουσίας,
που απέμεινε στην Μικρά Ασία και την οποία, βέβαια, νέμονται οι νέοι κυρίαρχοί της722.
H στέγαση των προσφύγων ήταν ένα ουσιώδες στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί. Οι
ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν στην Ελλάδα σεβαστό, αλλά όχι επαρκή αριθμό
κατοικιών. Δίπλα, λοιπόν, στα 63.886 διαθέσιμα σπίτια έπρεπε να προστεθούν άλλα 13.477,
που ανοικοδόμησε η ελληνική πολιτεία την δεκαετία του ΄20, παραλλήλως με τα 52.561
σπίτια, που ανεγέρθησαν με αποκλειστική μέριμνα της Ε.Α.Π. Ήταν, συνηθέστατα, απλές
κατοικίες 2 δωματίων με στάβλο και αποθήκη. Τελικά, στον ευρύτερο αγροτικό χώρο
ικανοποιήθηκαν οι στεγαστικές ανάγκες 144.000 περίπου οικογενειών723.
Κατασκευάστηκαν, επίσης, έργα υποδομής:145 υδραγωγεία, 305 φρέατα, τα οποία
λειτουργούσαν με αντλία, και 109 αρτεσιανά. Ταυτοχρόνως κατασκευάστηκαν 180
χιλιόμετρα σύγχρονου, για την εποχή, υδρευτικού δικτύου. Γέφυρες και λοιπά έργα
οδοποιίας συμπλήρωσαν την όλη εικόνα, ενώ υποβοηθήθηκε η αγροτική παραγωγή με την

718
Κνσταντίνος Ε. Βακαλόπουλος ,εκδ. «Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985» , 382.
719
επαναλήφθηκε η ευφυής αλλά επώδυνη ενέργεια της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη, μεσούσης
της μικρασιατικής εκστρατείας.
720
Κωνσταντίνος Νίγδελης , 21.
721
Λαμψίδης, 55.
722
ό.π. , σ.59.
723
Κατσάπης «Πέρα από την καταστροφή», 31
171
χορήγηση γεωργικών εργαλείων, ζώων παραγωγής και εργασίας, σπόρων και δενδρυλίων
στους αγρότες πρόσφυγες.
Η απαλλοτρίωση των μεγάλων τσιφλικιών, η αναδιανομή της γης, η εκχέρσωση
εκτάσεων και η αποξήρανση λιμνών και ελωδών εκτάσεων724 άλλαξε την εικόνα της
ελληνικής υπαίθρου, καθώς τα 12.453.000 στρέμματα καλλιεργούμενης γης που υφίσταντο
το 1923, στα 1936 σχεδόν διπλασιάστηκαν και έφτασαν τα 23.156.000 στρέμματα εύφορης
και παραγωγικής γης725.
Οι 2086 νέοι οικισμοί που ιδρύθηκαν στην ελλαδική επικράτεια και, κυρίως, στον
βορειοελλαδικό χώρο αποτελούν αδιάψευστοι μάρτυρες των κοσμογονικών -εν τινί τρόπω-
εξελίξεων που συνέβησαν στην μεσοπολεμική Ελλάδα. Ανάμεσά τους δημιουργούνται τα
καινούρια χωριά-οικισμοί της (Νέας)Αραβησσού, της (Νέας)Αξού και του Νέου Μυλοτόπου
της επαρχίας Γιαννιτσών, που εξετάσαμε διεξοδικότερα.

β.---Συνέπειες της έλευσης των προσφύγων

Η προσφυγοποίηση, ο ξεριζωμός και η γενοκτονία που υπέστη η Ρωμιοσύνη της


Ανατολής είχε θλιβερότατες συνέπειες στον εθνικό, κοινωνικό, οικονομικό και δημογραφικό
τομέα.
Η Μικρασιατική Καταστροφή στιγμάτισε όχι μόνο την ιστορία της νεότερης Ελλάδας,
αλλά επηρέασε βαθύτατα τον πνευματικό βίο της. Και αυτό φαίνεται στην λογοτεχνία, τα
γράμματα, τον πολιτισμό, τις τέχνες και τις επιστήμες. Οι μικρασιάτες λογοτέχνες Στρατής
Μυριβήλης, Φώτης Κόντογλου, Στρατής Δούκας, Διδώ Σωτηρίου, Ηλίας Βενέζης, Γιώργος
Σεφέρης κ.ά. αποτέλεσαν σταθμό στον πολιτισμό του νεότερου Ελληνισμού.
Η εγκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων έγινε, κατά κύριο λόγο, στις ακριτικές
επαρχίες της Μακεδονίας, της δυτικής Θράκης και, λιγότερο, της Ηπείρου, της Αττικής, των
νήσων του Αιγαίου πελάγους και της Κρήτης.
Η «εθνική ολοκλήρωσις» της νεότερης Ελλάδας, στην οποία ανεφέρθη σε λόγο του ο Ε.
Βενιζέλος, επετεύχθη μόνο με την έλευση μιας τεράστιας ανθρώπινης μάζας,
αποτελουμένης από 1.500.000 περίπου διασωθέντες, κατατρεγμένους, ρακένδυτους και
φοβισμένους Έλληνες από την Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Καππαδοκία, την Ανατολική
Θράκη και σε μικρότερους αριθμούς από άλλες περιοχές των αλησμόνητων πατρίδων της
Ανατολής. Σύμφωνα, πάντως, με την απογραφή του 1928 δηλώθηκαν ως πρόσφυγες μόνο
1.221.850 κάτοικοι της Ελλάδας, αριθμός που αποκαλύπτει τις μεγάλες ανθρώπινες
απώλειες που υπέστησαν κατά την μετακίνησή τους, αλλά και τους θανάτους κατά τα πρώτα
δύσκολα χρόνια εγκατάστασης στην ελλαδική γη, από διάφορα νοσήματα, από τις
κακουχίες, από την επίδραση του κλίματος.
Ενισχύθηκε εθνολογικά το ελληνικό στοιχείο σε ακριτικές και σχεδόν έρημες περιοχές
της Βόρειας Ελλάδας και πύκνωσε ο αραιωμένος ελληνικός πληθυσμός. Η δημιουργία ενός
συμπαγούς ανθρώπινου δυναμικού με αδιαμφισβήτητη την εθνική και θρησκευτική του
συνείδηση αποτέλεσε το κύριο όπλο, επιχείρημα και αποστομωτική απάντηση στην,
πολλάκις, επιχειρούμενη από ξένα κέντρα και φορείς συστηματική αμφισβήτηση της
ελληνικότητας της Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης.
Η εθνολογική ομοιογένεια της βόρειας Ελλάδας κατέστη πλέον γεγονός, ενώ οι αριθμοί
είναι αποκαλυπτικοί. Το 1912-13, όταν η Ελλάδα απελευθέρωσε την μακεδονική γη από την
οθωμανική δουλεία πεντακοσίων σχεδόν ετών, ο γηγενής ελληνικός πληθυσμός με τις
δημογραφικές αλλοιώσεις που υπέστη, τους εξισλαμισμούς, τις σφαγές και την φυγή του
ανερχόταν στις 513.000 ψυχές και αποτελούσε μόνον το 42,6 % του τοπικού πληθυσμού. Η

724
π.χ. η γνωστή λίμνη των Γιαννιτσών κλπ.
725
Λαμψίδης, 30,31,32.
172
εικόνα αυτή άλλαξε άρδην με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών και τον ερχομό και την
εγκατάσταση των προσφύγων. Το 1929 και παρά τις μεγάλες απώλειες λόγω θανάτων από
ασθένειες και λόγω εξωτερικής μετανάστευσης, ο ελληνικός πληθυσμός ανήρχετο στα
1.341.000 άτομα, αριθμός που κάλυπτε το 88,8 % της Μακεδονίας. Το τελευταίο ποσοστό
ανέβηκε ακόμη περισσότερο, όταν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αρκετοί
Σλαβόφωνοι και Ισραηλίτες, είτε εκουσίως είτε ακουσίως, αναχώρησαν για άλλα κράτη.
Βελτιώθηκαν ταχύτατα τα δημόσια οικονομικά της ρημαγμένης από εθνικές περιπέτειες
χώρας μας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αύξηση της κυκλοφορίας
τραπεζογραμματίων, από 3.698.000.000 δραχμές στις 31-12-1922 σε 5.406.000.000 δραχμές
στις 31-12-1923726.
Εφαρμόστηκαν νόμοι περί απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών (ανενεργός βενιζελικός νόμος
1072 του 1917 και αναγκαστικός νόμος στις 14-2-1923 του Ν. Πλαστήρα δίχως την
υποχρέωση αποζημίωσης των προηγούμενων ιδιοκτητών).
Εντατικοποιήθηκε η αγροτική παραγωγή και καλλιεργήθηκαν χιλιάδες στρέμματα χέρσας,
παρθένας και, εν μέρει, άγονης γης. Αυξήθηκε η παραγωγή κηπευτικών και φρούτων και
καταβλήθηκαν προσπάθειες για εξαγωγές. Η μονοκαλλιέργεια σιταριού και καπνού
αντικαταστάθηκε με άλλες ποικίλες καλλιέργειες: κτηνοτροφικά φυτά, καλαμπόκι, όσπρια,
βαμβάκι, αμπελοκαλλιέργεια. Η εικόνα της κτηνοτροφίας βελτιώθηκε και αυξήθηκε ο
αριθμός των εκτρεφόμενων ζώων και τα παραγόμενα κτηνοτροφικά προϊόντα. Οι
παρωχημένες μορφές καλλιέργειας, με το ξύλινο ησιόδειο άροτρο και την «δουκάνα»,
έδωσαν την θέση τους σε γεωργικούς ελκυστήρες (τρακτέρ), σπαρτικές, θεριστικές και
αλωνιστικές μηχανές.
Λόγω πιεστικότατων αναγκών επιβίωσης των προσφύγων εφαρμόστηκε ένα φιλόδοξο
πρόγραμμα υλοποίησης εγγειοβελτιωτικών έργων. Αποξηράνθηκαν έλη, βαλτώδεις εκτάσεις
καθώς και λίμνες. Αποξηράνθηκαν 1.079.275 στρέμματα, ενώ άλλα 1.126.700 στρέμματα
γης προστατεύθηκαν από τις συνεχείς πλημμύρες των ποταμών Αξιού, Στρυμόνα, Νέστου
κλπ. Η περίφημη λίμνη των Γιαννιτσών, γνωστή και από το βιβλίο της συγγραφέως
Πηνελόπης Δέλτα «Στα μυστικά του Βάλτου» υπήρξε εστία κακοσμίας, μόλυνσης και
ελονοσίας. Με την κατασκευή της περιφερειακής τάφρου, τα νερά συγκεντρώθηκαν
δημιουργώντας τον ποταμό Λουδία και από εκεί διοχετεύονται στον Θερμαϊκό κόλπο.
Ειδικά στην πεδιάδα Γιαννιτσών εκπονήθηκε πρόγραμμα αποξήρανσης, το οποίο σε πλήρη
ανάπτυξη προέβλεπε ότι θα γίνουν καλλιεργήσιμα 320.000 στρέμματα, ενώ θα
προστατεύονταν από τις πλημμύρες άλλα 200.000 επιπλέον 727. Η ευρύτερη πεδιάδα των
Γιαννιτσών –Θεσσαλονίκης προσφέρει καινούρια και εύφορη γη στους αγρότες της
περιοχής, αναβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής και το εισόδημά τους.
Η ελληνική βιομηχανία με την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα αναπτύχθηκε έτι
περαιτέρω και, χάρη στο φτηνό εργατικό δυναμικό, διευρύνθηκε σε πολλούς τομείς:
ταπητουργία, υφαντουργία, χαρτοβιομηχανία, ειδών διατροφής, καπνού, αλευροβιομηχανία
με τους γνωστούς «Μύλους Αγίου Γεωργίου», όπου βρισκόταν και το λοιμοκαθαρτήριο των
νεοεισερχομένων προσφύγων από την Καππαδοκία, κ.ά. Το προσωπικό και ο αριθμός των
εργατών αυξήθηκε από 154.633 το 1920 σε 429.831 άτομα το 1928.
Το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, όπως και η ναυτιλία, εντατικοποίησαν τους
ρυθμούς τους και κατέκτησαν περίοπτη θέση στην γενική οικονομική εικόνα της χώρας.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ιστορική αγόρευσή του στις 25-6-1930 δήλωσε: «Ο
προσφυγικός πληθυσμός εις όλα σχεδόν τα στάδια της ανθρωπίνης δραστηριότητος
διακρίνεται και είδομεν ήδη τα αποτελέσματα της παρουσίας του εδώ, κυρίως εις την
γεωργίαν, την αλιείαν, το εμπόριον, δια να περιοριστώ μόνον εις αυτά»728

726
Λαμψίδης,123
727
Πελαγίδης, 263
728
Πελαγίδης, 407.
173
Βάσει οργανωμένου προγράμματος, δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί ανά την επικράτεια,
καινούρια χωριά, όπως η (Νέα) Αραβησσός, η (Νέα)Αξός, και ο Νέος Μυλότοπος στην
επαρχία Γιαννιτσών. Πύκνωσε και ζωντάνεψε ο πληθυσμός της υπαίθρου, ενώ κωμοπόλεις
και πόλεις αστικοποιήθηκαν και άλλαξαν τρόπο και μορφή ζωής.

γ.---Υγειονομική κατάσταση

Οι ανάγκες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πρόνοια των προσφύγων υπήρξαν


τεράστιες. Οι ποικίλες ασθένειες αποδεκάτιζαν τους πληθυσμούς και καθιστούσαν δεκάδες
ασθενείς, κοινωνικά ανενεργούς και ανίκανους για εργασία.
Στην ανώτερη βαθμίδα του συστήματος υγείας βρίσκονταν τα νοσοκομεία, που
διακρίνονταν σε κρατικά, δημοτικά, πανεπιστημιακά και εκείνα των φιλανθρωπικών
οργανώσεων. Έτσι, ιδρύθηκαν αποκλειστικά για την περίθαλψη και θεραπεία των ασθενών
προσφύγων, κατά κύριο λόγο, δεκαέξι νοσοκομεία, η πλειοψηφία των οποίων στην Βόρεια
Ελλάδα. Ανάμεσά τους λειτούργησαν τα νοσοκομεία Γιαννιτσών, Έδεσσας και το
Κεντρικόν Προσφύγων Θεσσαλονίκης. Οι ελλείψεις, όμως, εξακολουθούσαν να είναι
μεγάλες. Στην κατώτερη βαθμίδα του συστήματος υγείας τοποθετούνταν τα λαϊκά ιατρεία,
που παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε οικονομικά ανίσχυρους ασθενείς. Από το
1923, επικουρικά, λειτούργησαν οι δημοτικοί και κοινοτικοί γιατροί. Παραλλήλως δε, μια
παραλλαγή τους, αυτή των γιατρών προσφύγων, προσέφερε σημαντικότατο έργο σε
κατοίκους προσφυγικών συνοικισμών729.

δ΄---Κοινωνικές εξελίξεις

Είναι δεδομένη στις μέρες μας η υιοθέτηση κάποιων κοινωνικών στερεότυπων, που
περιγράφουν και χαρακτηρίζουν τους σύγχρονους Καππαδόκες. Βέβαια, στις εκφράσεις και
τις εικόνες, που χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν ανθρώπινα σύνολα, περιοχές ή
συνήθειες, ελλοχεύει ο κίνδυνος διατύπωσης αυθαίρετων ή γενικευμένων χαρακτηρισμών,
με ολέθρια συνέπεια την εξαγωγή ισοπεδωτικών ή λανθασμένων προκαταλήψεων. Παρόλα
αυτά είναι αναγκαία μια κατά το δυνατόν θεμιτή κριτική στην συμπεριφορά των
Καππαδοκών. Λαμβάνοντας υπόψη τις κρίσεις, που συνόδευαν την παρουσία και την δράση
τους, υπάρχουν βάσιμες απόψεις ότι τους χαρακτήριζε η έντονη θρησκευτικότητα, το
εμπορικό δαιμόνιο, το επιχειρηματικό πνεύμα730, η σκληραγωγία και η αντοχή, ειδικά σε
περιόδους πείνας και κακουχιών, η εργατικότητα, η νοικοκυροσύνη, ο λιτός τρόπος ζωής, η
εξυπνάδα και η αυστηρή προσήλωση στην τήρηση των εθίμων, αλλά και η εσωστρέφεια και
η συντηρητικότητα ,όσον αφορά στα ήθη τους.
Άνθρωποι συνεπείς και ειλικρινείς στην αίσθηση του χρέους ήταν προνοητικοί για τις
ανάγκες της οικογένειάς τους και «κουβαλητές», ώστε να μην λείψει τίποτε από το σπιτικό
τους. Η φήμη τους, πάντως, ως ανθρώπων «σφιχτών» περί την οικονομική διαχείριση
χρημάτων και αγαθών, τους κατέτρεχε πολλά χρόνια731. Η αλήθεια είναι ότι αγαπούσαν τα
χρήματα, όχι, βέβαια, για να τα στοιβάζουν, να τα κάνουν κομπόδεμα και τα καθιστούν
αχρείαστα, αλλά για να τα επενδύουν δημιουργικά, ώστε να πιάνουν τόπο και να
δημιουργούν περιουσίες. Η φράση: «εμείς οι Καραμανλήδες μόνο αγοράζουμε, ποτέ δεν
πουλάμε» ακουγόταν από πολλά χείλη. Έπρεπε οπωσδήποτε «κάτι ν΄ αφήσουν» αργότερα
στα παιδιά τους ή και στα εγγόνια. τους. Η συντομότερη αλλά και, ίσως, η πληρέστερη

729
Κατσάπης, . «Πέρα από την καταστροφή…» , σ.66-67.
730
παράβ. οι πασίγνωστοι επιχειρηματίες: Αριστοτέλης Ωνάσης, Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης,
. Πρόδρομος Εμφιετζόγλου κ.ά.
731
βλ. και Νικόλαος Ιντζεσίλογλου Καππαδοκών βίοι , 117.
174
κρίση για αυτούς θεωρούνταν η παρακάτω: «Οι Καππαδόκες ήταν ή του Χριστού ή του
χρυσού!»
Σήμερα, βέβαια, στην εποχής μας πολλά πράγματα και συμπεριφορές έχουν αλλάξει.
Η αλλοίωση στην συμπεριφορά τους, η επιμειξία με διαφορετικής προέλευσης και
καταγωγής συμπατριώτες μας, η αστυφιλία και ο αναπόφευκτος συγχρωτισμός με άλλους
ανθρώπους, η άμβλυνση των αντιστάσεών τους σε κάθε καινούριο, η μειωμένη αντίσταση
που επιδεικνύουν σε κάθε νεωτερικότητα, η απόκτηση ανώτερης και ανώτατης παιδείας, η
υιοθέτηση ξένων τρόπων ζωής και, μάλιστα, του δυτικού μοντέλου συμπεριφοράς έχουν
διαφοροποιήσει, εν πολλοίς, την εικόνα του Καππαδόκη. Κάτι αντίστοιχο, βέβαια, συμβαίνει
και για όλους τους Έλληνες και, ιδιαιτέρως, τους νέους ανθρώπους. Αν κάποιος επιχειρήσει
σήμερα να σκιαγραφήσει χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους, θα διαπιστώσει ότι οι
σημερινοί Καππαδόκες ελάχιστα και αμφίβολα κοινά σημεία έχουν με τους γονείς, τους
παππούδες και , ακόμη πιο ελάχιστη σχέση, με τους προπαππούδες τους732.
Η εικόνα της νεοελληνικής κοινωνίας έχει διαφοροποιηθεί, έχει γίνει πιο σύνθετη.
Αυτός ο πλουραλισμός έφερε θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία. Οι 1.400.000 πρόσφυγες
από τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής μετέφεραν διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες,
έθιμα, τοπικές παραδόσεις, συνήθειες (π.χ. το συχνό πλύσιμο των γυναικών προκαλούσε
πικρόχολα σχόλια), βαπτιστικά ονόματα, περισσότερη ευσέβεια κλπ. Οι όποιες, λοιπόν,
αντιθέσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων αλληλοπεριχωρήθηκαν ή εντάθηκαν. Στις
ημέρες μας θεωρείται ότι η κατάσταση έχει αλλάξει πλέον, οι προστριβές έχουν
εξομαλυνθεί, οι άνθρωποι έχουν προτάξει άλλες προτεραιότητες και η αναπόφευκτη
όσμωση διαμόρφωσε μια νέα τροποποιημένη εικόνα της νεοελληνικής πραγματικότητας 733.

732
προσωπικές παρατηρήσεις του γράφοντα.
733
Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα τ. Β΄,εκδ. Πορεία, Αθήνα 1993, 56.
175
5. ΜΕΛΠΩ ΜΕΡΛΙΕ ΛΟΓΟΘΕΤΗ
Φιλόλογος και μουσικολόγος η Μέλπω Λογοθέτη γεννήθηκε στην πόλη της Ξάνθης
το 1895. Οι εγκύκλιες σπουδές της ολοκληρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, οι
μουσικές σπουδές συνεχίστηκαν στην Βιέννη, στην Γενεύη και στην Δρέσδη. Στα 1920
διορίστηκε βοηθός του καθηγητή της Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο
πανεπιστήμιο της Σορβόνης, Ιμπέρ Περνό. Παντρεύτηκε τον Οκτάβιο–Πιέρ Μερλιέ,
σημαντικό ελληνιστή, ο οποίος και ασχολήθηκε συστηματικά με την μελέτη του
ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Το 1930 ίδρυσε το Μουσικό και Λαογραφικό Αρχείο
και, την επόμενη χρονιά, το Κέντρο Μικρασιατών Σπουδών, με σκοπό την διάσωση του
πλουσιότατου αλλά διασκορπισμένου ιστορικού, πολιτιστικού και λαογραφικού υλικού
του προσφυγικού ελληνισμού της Μικρας Ασίας.
Στα κυριότερα έργα της συγκαταλέγονται: Τα τραγούδια της Ρούμελης(1931),
Μουσική λαογραφία στην Ελλάδα(1935). Εξέδωσε, επίσης, στα γαλλικά την μελέτη «Le
premier mode et son plagal», η οποία και αναφέρεται στον πρώτο ήχο της βυζαντινής
μουσικής και στον πλάγιό του. Δημοσίευσε αρκετά άρθρα σχετικά με την βυζαντινή και
λαϊκή ελληνική μουσική. Ο θάνατος την βρήκε στην Αθήνα το 1979. Η προσφορά της στον
μικρασιατικό κόσμο θεωρείται ως ανεπανάληπτη και εξαιρετικά πολύτιμη. 734

734
Κυλίκου, Ιστορία, Οικονομία, Πολιτισμός, Πρόσωπα, Γεωγραφία, Χάρτες,Λαογραφία, Μουσεία,
ν. Ξάνθης.Ελλάδα τ. 38, , εκδ. Δομή , Αθήνα 2006, 219.
176
6. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΡΟΥ

Η ονομασία του νέου Δήμου Κύρρου, που δημιουργήθηκε, προήλθε από την αρχαία
και φημισμένη μακεδονική πόλη, που προϋπήρχε της Κύρρου, η οποία και τοποθετείται
ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από την σημερινή (Νέα)Αραβησσό.
Ο Δήμος Κύρρου συγκροτήθηκε βάσει του νόμου «Καποδίστρια» στις 4 Δεκεμβρίου
1997 και αριθμεί σύμφωνα με την απογραφή του 2001, τους 7.645 κάτοικους, έχει ως
έδρα του τον Νέο Μυλότοπο και περιλαμβάνει τα παρακάτω διοικητικά διαμερίσματα:

Δ.Δ. Μυλότοπου, με οικισμούς τον Νέο Μυλότοπο (2.605 κ.) και την
Κρώμνη (14 κ.)
Δ.Δ. Αξού, με οικισμούς την (Νέα)Αξό (1.442 κ.) και το Ποντοχώρι
(58 κ.)
Δ.Δ. Αραβησσού, με οικισμό τη (Νέα) Αραβησσό (1514 κ.)
Δ.Δ. Αχλαδοχωρίου, με οικισμό το Αχλαδοχώρι (417 κ.)
Δ.Δ. Λάκκας, με οικισμό τη Λάκκα (401 κ.)
Δ.Δ. Παλαιού Μυλότοπου, με οικισμό τον Παλαιό Μυλότοπο (831 κ.)
και
Δ.Δ. Πλαγιαρίου, με οικισμό το Πλαγιάρι (363 κ.).

Για να φτάσουμε στην σημερινή εικόνα της διοικητικής δομής της περιοχής, θα
χρειαστεί να ανατρέξουμε λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Η απελευθέρωση και ενσωμάτωση
της επαρχίας Γιαννιτσών, καθώς και όλης της Μακεδονίας, στο Ελληνικό κράτος
συντελέστηκε με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Σύμφωνα με τα
επίσημα στοιχεία, που υπήρχαν την εποχή εκείνη, εκτός των άλλων υφίσταντο και τα
χωριά Παλαιόκαστρο(ακρόπολη της αρχαίας Κύρρου) και Όμπαρ(1χλμ νότια της
σημερινής (Νέας)Αραβησσού), τα οποία σχημάτισαν με βάση σχετικό διάταγμα του
1918, την κοινότητα Κισσαλάρ. Τα δε χωριά Εσκιτζέ(σημ. Ποντοχώρι), Μπαλίτζα και
Πούργα σχημάτισαν την κοινότητα Βούδριστας, ενώ το χωριό Κύρρος ανήκε στην
κοινότητα Ασάρ-Βέη(σημ.Δροσερό). Στα 1922 καταργείται η κοινότητα Κισσαλάρ με
απόσπαση του οικισμού Όμπαρ και την ένταξή του στην κοινότητα Ασάρ-Βέη, ενώ ο
οικισμός Κισσαλάρ προσαρτάται στην κοινότητα Γενιτσών(σημ.Γιαννιτσά).
Άλλη μεταβολή έχουμε την ίδια χρονιά με την κατάργηση της κοινότητας
Βούδριστας(σημ. Παλαιός Μυλότοπος) και την υπαγωγή της στην κοινότητα Γενιτσών.
Στα 1926 μετονομάζεται ο οικισμός Όμπαρ σε Αραβυσσό και γίνεται ξεχωριστή
κοινότητα συμπεριλαμβανομένων των οικισμών Παλαιοκάστρου και Κύρρου. Την ίδια
χρονιά ο οικισμός Μανδαραί(σημ. Αχλαδοχώρι) αποσπάται από τον Δήμο Γιαννιτσών
και εντάσσεται στην κοινότητα Αραβυσσού. Παράλληλα, η Βούδριστα ανακηρύσσεται
εκ νέου κοινότητα και προσαρτά τον οικισμό Παλαιόν(σημ. Ποντοχώρι),που αποσπάται
από τον Δήμο Γιαννιτσών. Το 1927 η κοινότητα Βούδριστας μετονομάζεται σε
κοινότητα Μυλοτόπου και ο οικισμός Μανδαραί αποσπάται από την κοινότητα
Αραβυσσού και γίνεται ξεχωριστή κοινότητα. Το 1928 στην κοινότητα Αραβυσσού
εντάσσεται και ο οικισμός Πλαγιάρι. Το 1931 αναγνωρίζεται ο οικισμός Παλαιόν και
αποσπάται από την κοινότητα Αραβυσσού ο οικισμός Πλαγιάρι, ως ξεχωριστή πλέον
κοινότητα. Το 1933 συστήνεται η κοινότητα Παλαιού, αφού αποσπάται από την
κοινότητα Μυλοτόπου.
Στα 1940 τοποθετείται η αναγνώριση των οικισμών του Παλαιού και Νέου
Μυλοτόπου, ενώ λίγο προ της ενάρξεως του ελληνοϊταλικού πολέμου οι αρμόδιες
υπηρεσίες διορθώνουν ένα τυπογραφικό(;) λάθος και η Αραβυσσός, μετονομάζεται σε
Αραβησσό. Ταυτοχρόνως, ο οικισμός Παλαιόν διακρίνεται σε δύο οικισμούς, τον
οικισμό Παλαιό Παλαιόν(σημ. Ποντοχώρι) και τον οικισμό Νέο Παλαιόν, που είναι η

177
σημερινή (Νέα)Αξός. Το 1953 υπήρξε καθοριστική χρονιά, γιατί ο οικισμός Παλαιό
Παλαιόν παίρνει την ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα, ενώ έναν χρόνο αργότερα ο
οικισμός Νέο Παλαιόν μετονομάζεται σε Παλαιόν. Στα 1956 η κοινότητα Παλαιού
οριστικοποιεί το όνομά της και αποκαλείται πλέον (Νέα)Αξός. Το 1972 η κοινότητα
Κρώμνης συνενώνεται με την κοινότητα Μυλοτόπου και εφτά χρόνια αργότερα, το 1979,
αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερη κοινότητα ο Παλαιός Μυλότοπος, αφού αποσπάται από την
κοινότητα Μυλοτόπου735.

735
Χατζόγλου, 10-11.
178
7. ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΤΕΣ

Α. Πολλές Ευχαριστίες οφείλω, γιατί οι κάτωθι συνέβαλαν στην εργασία μου με


βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις:

1---Αλεκόζογλου Απόστολος του Νικόλαου και της Βασιλικής, γεννήθηκε το 1930 στην
(Νέα) Αραβησσό Μακεδονίας, όπου και κατοικεί (Παρασκευή 18-1-2008)
2---Σαλμανίδου-Αλεκόζογλου Μαρία(σύζυγος του τελευταίου) του Πρόδρομου και της
Σωτηρίας, γεννήθηκε το 1934 στην (Νέα)Αξό Μακεδονίας και κατοικεί στην (Νέα)
Αραβησσό Μακεδονίας (ημερομηνία συνέντευξης: Παρασκευή 18-1-2008)
3---Ζαρμακούπης Ιωακείμ του Αλκιβιάδη και της Ζαφειρώς, γεννήθηκε το 1925 στην
Νέα Απολλωνία Λαγκαδά, εκ Ταϊφύριου Ανατολικής Θράκης και κατοικεί στην (Νέα)
Αραβησσό της Μακεδονίας. (ημερομηνία συνέντευξης: Παρασκευή 22-12-2006)
4---Θυσιάδου-Αυτζίδου Αναστασία του Ιορδάνη και της Ελισάβετ, γεννήθηκε στις 7-2-
1920 στην Αξό της Καππαδοκίας και κατοικεί στη (Νέα) Αξό της Μακεδονίας.
(Παρασκευή 12-12-2008).
5---Mοναστηρίδης Ιωάννης του Ιακώβ και της Στρατηγούλας, γεννήθηκε. το 1901 στην
(Παλαιά)Αραβησσό της Καππαδοκίας και πέθανε το 2002 στην (Νέα)Αραβησσό της
Μακεδονίας (πολύτιμη βοήθεια προσέφερε αντί αυτού η εγγονή του, Μοναστηρίδου
Αλεξάνδρα, μαθήτρια Γυμνασίου (Νέας) Αραβησσού)
6---Νεοκοσμίδης Ιορδάνης του Συμεών και της Σοφίας, γεννήθηκε το 1906 στην
(Παλαιά)Αξό της Καππαδοκίας και κατοικεί στην (Νέα)Αξό της Μακεδονίας
(ημερομηνία συνέντευξης:Σάββατο 28-4-2007)
7---Καλαλίδης Κυριάκος του Παϊσιου και της Σοφίας, γεννήθηκε το 1916 στο
Γκουρούμτζε της Καππαδοκίας και κατοικεί στον Νέο Μυλότοπο της Μακεδονίας.
….. (Παρασκευή 27-4-2007)
8---Καλαλίδης Αναστάσιος του Συμεών και της Αναστασίας, γεννήθηκε το 1922 στο
Γκουρούμτζε της Καππαδοκίας και κατοικεί στον Νέο Μυλότοπο της Μακεδονίας.
.. (Πέμπτη 27-9-2007).
9---Καλαλίδου Κατίνα του Αναστασίου και της Αναστασίας (σύζυγος του τελευταίου)
γεννήθηκε στο και κατοικεί στον Νέο Μυλότοπο Μακεδονίας.
… ( Πέμπτη 27-9-2007).
10---Καραογλανίδης Χρυσόστομος του Ευστάθιου και της Δέσποινας, γεννήθηκε στις 5-
4-1918 στο Γκουρούμτζε της Καππαδοκίας και κατοικεί στον Νέο Μυλότοπο της
Μακεδονίας. (Παρασκευή 5-9-2008).
11 ---Κενανόπουλος Παντελής του Πρόδρομου και της Αικατερίνης, γεννήθηκε στις
25-1-1918 στο Ενεχίλ της Καππαδοκίας και κατοικεί στην (Νέα)Αραβησσό της
Μακεδονίας (Δευτέρα 8-10-2007)
12--- Κιοσόγλου-Ελευθεριάδου Σουλτάνα του Βασίλειου και της Αναστασίας, γεννήθη-
κε το 1918 στο Γκουρούμτζε της Καππαδοκίας και κατοικεί στον Νέο Μυλότοπο της
Μακεδονίας (Παρασκευή 14-11-2008)
13---Μοναστηρίδου-Φαρσακίδου Ευαγγελία του Πρόδρομου και της Θεοδώρας,
γεννήθηκε στην Αραβησσό της Καππαδοκίας και κατοικεί στην (Νέα)Αραβησσό της
Μακεδονίας (Τετάρτη 2-4-2008)
14---Μπαρούτογλου-Χατζηλιάδη Δέσποινα του Χρήστου και της Ευδοξίας, γεννήθηκε
το 1916 στο Τάστσι της Καππαδοκίας και κατοικεί στο Νέο Μυλότοπο Μακεδονίας
( Παρασκευή 13-7-07)
15---Παυλίδης Ιορδάνης του Χρήστου και της Ελένης, γεννήθηκε το 1919 στην (Παλαιά)
Αξό της Καππαδοκίας και πέθανε στα Γιαννιτσά Μακεδονίας το Νοέμβριο του 2008.
( Παρασκευή 7-3-2008)

179
16--Παντζαρτζή -Αρνάκη Θεοδοσία του Σάββα και της Μακρίνας γεννήθηκε το 1920
στην (Παλαιά) Αξό της Καππαδοκίας και κατοικεί στην (Νέα) Αξό της Μακεδονίας
. (Τρίτη 20-11-2007)
17.-- Τσίνογλου Σωκράτης του Απόστολου και της Σοφίας, γεννήθηκε στις 27-8-1923
στο Γκουρούμτζε της Καππαδοκίας και κατοικεί στον Νέο Μυλότοπο της Μακεδονίας.
(Τετάρτη 19-11-2008)
18--- Χατζηστεφάνου-Σαρόγλου Άννα του Συμεών και της Σοφίας, γεννήθηκε το 1920
στην ( Παλαιά)Αξό της Καππαδοκίας και πέθανε τον Αύγουστο του 2007 στην (Νέα)
Αξό της Μακεδονίας (και γιαγιά του γράφοντα). ( Τρίτη 19-12-2006)
19--- Φαρσακίδου- Χατζηπαρασκευαΐδου Οσία του Πρόδρομου και της Μαρίας(σύζυγος
του Ιορδάνη), γεννήθηκε το 1921 στο Ενεχίλ της Καππαδοκίας και κατοικεί στην (Νέα)
Αραβησσό της Μακεδονίας. (Τετάρτη 28-11-2007)
20---Χατζηπαρασκευαΐδης Ιορδάνης του Αναστασίου και της Αναστασίας, γεννήθηκε το
1919 στο Ενεχίλ της Καππαδοκίας και πέθανε τον Ιούνιο του 2008 στην (Νέα)
Αραβησσό της Μακεδονίας. (Τετάρτη 28-11-2007)
21---Χατζηπαρασκευαΐδης Σάββας του και της Αναστασίας, γεννήθηκε το 1921
στο Ενεχίλ της Καππαδοκίας και κατοικεί στην (Νέα)Αραβησσό της Μακεδονίας.
(Πέμπτη 18-1-2007)

180
……..
(Νέα)Αξός. Με τους πληροφορητές : Ηλία Κενανίδη, Συμεών Νεοκοσμίδη
και Νικόλαο Γιαλίδη. Δεκέμβριος 2008.
φωτ. Λάζαρου Η. Κενανίδη

β. Γραπτή συνέντευξη παραχώρησαν οι παρακάτω:


(σε παρένθεση ημερομηνία συνέντευξης)

1---Βεζυρίδης Ευγένιος του Ελευθέριου και της Ολυμπίας, γεννήθηκε το στον Νέο
Μυλότοπο Μακεδονίας και κατοικεί στον Παλαιό Μυλότοπο Μακεδονίας (22-9-07).
2.---Γιαλίδης Νικόλαος του Χρύθανθου και της Δέσποινας, γεννήθηκε τον Ιούνιο του
192 στην Μερσίνα της Κιλικίας και κατοικεί στη (Νέα) Αξό της Μακεδονίας
(Δευτέρα 24-11-08).
3---Δεληγεωργίου Παναγιώτης του Νικόλαου και της Μάλαμας, γεννήθηκε το 1926
στην Νέα Απολλωνία Λαγκαδά και κατοικεί στην (Νέα)Αραβησσό Μακεδονίας
( Δευτ. 25-1-08).
4---Δεληγεωργίου Παναγιώτα (σύζυγος του προηγούμενου) του Γρηγόριου και της
Μαριάνθης, που γεννήθηκε στην (Νέα)Αραβησσό Μακεδονίας όπου και κατοικεί.
( Δευτ. 25-1-08).
5.---Διονυσιάδης Δημήτριος του Κωνσταντίνου και της Γεθσημανής, που γεννήθηκε και
κατοικεί στην (Νέα) Αξό
6---Ιωαννίδης Κωνσταντίνος του Χρήστου και της Λυδίας γεννήθηκε το στον Νέο
Μυλότοπο Μακεδονίας όπου και κατοικεί. (Τετ. 26-9-07).
6---Καλαλίδης Μεσσίας του Συμεών και της Αναστασίας γεννήθηκε το στον Νέο
Μυλότοπο Μακεδονίας όπου και κατοικεί. ( Σάβ. 22-9-07 και Τετ. 26-9-07).
7—Καργατζής Ιωάννης του Κωνσταντίνου και
8---Κενανίδης Αναστάσιος του Γρηγόριου και της Άννας, γεννήθηκε το 1932 στην
(Νέα) Αξό Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. (30-10-06).
9---Κενανίδης Ηλίας του Σταύρου και της Μαρίας, γεννήθηκε το 1939 στην (Νέα)Αξό
της Μακεδονίας όπου και κατοικεί. ( Τρ. 1-7-2008).

181
10---Κενανίδης Σάββας του Βασίλειου και της Ελένης, γεννήθηκε στην (Νέα)Αξό
Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. ( Πεμ. 10-1-08).
11. Κικιρίκης Κωνσταντίνος που γεννήθηκε στην (Νέα) Αξό, όπου και κατοικεί.
12---Λαζαρίδης Αλέξανδρος του Σάββα και της Φωτεινής, γεννήθηκε το 1930 στον
Νέο Μυλότοπο Μακεδονίας και κατοικεί στο Ουισκόνσιν των Η.Π.Α (22 και 26-9-07).
13.---Μαυροχαλιβίδου Ανθούλα-Μαριάνθη του Γεώργιου και της Ουρανίας, γεννήθηκε
στις 1-1-1929 στην Έδεσσα και κατοικεί στην Αθήνα.
14.--- Μελετιάδης Μελέτης του Συμεών και της Κατίνας γεννήθηκε το στο
Νέο Μυλότοπο Μακεδονίας και κατοικεί στον Παλαιό Μυλότοπο Μακεδονίας(22-9-07).
15---Μελετιάδου Χρυσούλα του Απόστολου και της Μαρίας, γεννήθηκε το στον
Νέο Μυλότοπο Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. ( Παρ. 21-9-07).
16---Μισαηλίδου-Λεμονίδου του Πρόδρομου και της Τριανταφυλλιάς, γεννήθηκε το….
στην (Νέα)Αξό Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. ( Παρ. 16-11-07).
17---Μοναστηρίδης Στέφανος του Ιωακείμ και της Αικατερίνης, γεννήθηκε το 1927 στα
Γιαννιτσά της Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. ( Παρ. 21-3-08 ).
18.-- Νεοκοσμίδης Συμεών του Ελευθέριου και της Ταμάμας, που γεννήθηκε εν πλω στις
25-8-1924 (Μερσίνα-Πειραιάς) και κατοικεί στην (Νέα)Αξό Μακεδονίας.(Δευ 24-11-08)
19---Παντζαρτζής Πρόδρομος του Αναστάσιου και της Ειρήνης, γεννήθηκε το 1967
στη(Νέα) Αξό Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. (Πέμ. 4-12-08).
20---Παυλίδου-Καρυπίδου Αικατερίνη του Ιορδάνη και της γεννήθηκε στην
(Νέα) Αξό Μακεδονίας το 1938 και κατοικεί στα Γιαννιτσά (Παρ. 7-3-08).
21---Προδρομίδης Συμεών του Αναστάσιου και της Χρυσούλας, γεννήθηκε στη (Νέα)
Αραβησσό Μακεδονίας το 1955, όπου και κατοικεί. (Τετ. 3-12-08).
20---Σενικίδης Δημήτριος του Ευθύμιου και της Ξαϊας , γεννήθηκε στην (Νέα)
Αξό το 1934 και κατοικεί στα Γιαννιτσά της Μακεδονίας (Δευτ. 7-1-08).
22---Σενικίδου Σοφία του Χριστόφορου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην
(Νέα)Αξό και κατοικεί στα Γιαννιτσά Μακεδονίας (Δευτ. 7-1-08).
23---Στεφανίδης Αναστάσιος του Γεώργιου και της Χριστίνας, γεννήθηκε το στον
Νέο Μυλότοπο Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. ( Παρ.21-9-07).
24---Συμεωνίδου Ελευθερία του Βασίλειου και της Δέσποινας, γεννήθηκε το στη (Νέα)
Αραβησσό Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. ( Τρ.2-12-08).
25--Τσέρκης Κωνσταντίνος του
26---Τσολάκης Απόστολος του Γρηγόριου και της Αναστασίας, γεννήθηκε στα
Γιαννιτσά της Μακεδονίας το 1949, όπου και κατοικεί. ( Τρ.2-12-08).
27--- Χατζηλιάδης Σάββας του Μουράτ και της Δέσποινας, γεννήθηκε το 1934 στον
Νέο Μυλότοπο Μακεδονίας, όπου και κατοικεί. ( Σάβ.22-9-07).
28.--- Τατόγλου Βαρβάρα του Ιορδάνη και της Ευανθίας, καταγόμενη από το Ενεχίλ
Καππαδοκίας, γεννήθηκε στην Ανάβυσσο Αττικής, όπου και κατοικεί.
29---Χατζηανέστάδης Βασίλειος του Θεόδωρου και της Συμέλας, γεννή-
θηκε στην (Νέα) Αξό Μακεδονίας και κατοικεί στα Γιαννιτσά ( 18-2-07) και (7-10-07).
30.—Χαμπίδης Ακρίτας του , που γεννήθηκε στο Ποντοχώρι Μακεδονίας, όπου
και κατοικεί. (Δευτ.24-11-08).
31---Χελβατζόγλου Χρήστος του Ιορδάνη και της Φωτεινής, γεννήθηκε το στην
(Νέα) Αραβησσό Μακεδονίας, όπου και κατοικεί .

182
8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

α.----Ελληνόγλωση:΄

1. Αθανασιάδη-Fowden, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ.Ζ΄, εκδοτική Αθηνών,1978.


2. Αθανασιάδης Δημήτριος, Αλησμόνητες πατρίδες του Ελληνισμού, τόμος ι΄, εκδόσεις
Κεσόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ.305-313.
3. Ανθεμίδης Αχιλλέας, Ο Ελληνισμός στις παρευξείνιες χώρες, εκδ.Μαλλιάρης
παιδεία, Θεσσαλονίκη 2002.
4. Αναστασίου Ιωάννης Εκκλησιαστική Ιστορία εκδ. Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.
Θεσσαλονίκη 1982.
5. Ασβέστη Β. Μαρία, Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας,
εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1980.
6. Βακαλόπουλος Απ. Κωνσταντίνος, Το νέο ελληνικό έθνος, εκδόσεις Ηρόδοτος,
Θεσσαλονίκη 2001.
7. Γαλλοπούλου Αλίκη, Ελληνικός Λαϊκός Πολιτισμός, ακριτικά τραγούδια, σελ.69,
εκδ. Γνώση, Αθήνα 1982.
8. Γιαννουλάτος Αναστάσιος, Ισλάμ-θρησκειολογική επισκόπηση, εκδ. Ακρίτας,
Αθήνα 2006.
9. Γιανουλόπουλος Ιωάννης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄ , εκδ. Εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα 1978.
10. Δελληγιάννης Γιώργος, Η ανταλλαγή των πληθυσμών και η εγκατάσταση των
προσφύγων της Καππαδοκίας στη Μακεδονία, εκδ. Ιδμων, Αθήνα 1997.
11. Ελύτης Οδυσσέας, Το Άξιον Εστί, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1990.
12. Ευαγγελίδης Τρύφων, Η παιδεία επί τουρκοκρατίας (ελληνικά σχολεία από της
Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου), τ.2ος, τύποις Α.Π. Χαλκιόπουλου,
Αθήναι 1936.
13. Καραθανάσης Ε. Αθανάσιος, Καππαδοκία, εκδ. Μαίανδρος,
Θεσσαλονίκη 2000.
14. Ο ίδιος, Σε λένε Σμύρνη, Φώκαια, Σερέκιοϊ, Μαινεμένη, Σαγγάριο, εκδ. αφοί
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2007.
15. Καργάκος Ι. Σαράντος, Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου και του Μείζονος Χώ-
ρου, εκδόσεις Gutenberg, τ. Β΄, Αθήνα 2000.
16. Κασβίκη Παναγιώτα, Πληθυσμός, Οικονομία, Ιστορία, Πολιτισμός, Νομός
Τρικάλων Ελλάδα,τ. 19, εκδ. Δομή, Αθήνα 2006.
17. Κατσάπης Κώστας, Δημόσια υγεία….. Πέρα από την καταστροφή, επιστημονική
επιμέλεια: Τζεδόπουλος Γιώργος, εκδ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού,
Αθήνα 2003.
18. Κατσιαδάκη-Γαρδίκα Ελένη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ.ΙΔ΄, εκδ. εκδοτική
Αθηνών, Αθήνα 1977.
19. Κελεκίδης Μ. Λάζαρος, Τα Φάρασα της Καππαδοκίας, μνήμες Φαρασιωτών
γερόντων, εκδ. Ι. Ησυχαστήριον Μοναζουσών ΄΄Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος΄΄, Θεσσαλονίκη 2005.
20. Κέκης Βασίλης, Η δικιά μας Καππαδοκία ,εκδ. Ακρίτας , Αθήνα 2004.
21. Κεσίσογλου –Καρυστινού Μέλπω, Τοιχογραφίες του 13ου αι. από τον Άγιο
Ιωάννη (αρχαία Αραβισσός Καππαδοκίας), έκδοση Ιδιομορφή, Σπάρτη 1999.
22. Κεσίσογλου Ι. Ι. -Μαυροχαλυβίδης. Το γλωσσικό Ιδίωμα της Αξού, εκδ.
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1960.

183
23. Κοιμίσογλου Κ. Συμεών, Καππαδοκία, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής
Κληρονομιάς, εκδ. I L P productions, Θεσσαλονίκη 2005
24. Ο ίδιος, Μιστί Καππαδοκίας, Η Μάνη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας,
εκδόσεις ναυς, Θεσσαλονίκη 2006.
25. Κόμητα Κατερίνα, Πληθυσμός, Κοινωνία, Ιστορία, Πολιτισμός. Νομός
Ρεθύμνου Ελλάδα, τ.42. εκδ. Δομή, Αθήνα 2006.
26. Η ίδια, Πληθυσμός, Κοινωνία, Ιστορία, Πολιτισμός. Νομός Πέλλας Ελλάδα,
τ. 31. εκδ. Δομή, Αθήνα 2006.
27. Κυριαζής Άρης, Παλλινόστηση στις γλυκές πατρίδες 1918-1922, εκδ.
Φανάριον, Αθήνα 2003.
28. Κουκουλές Φαίδων, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. 4ος εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήναι 1951.
29. Κυλίτου Καλλιόπη, Πληθυσμός, Κοινωνία, Ιστορία, Πολιτισμός Νομός Ξάνθης
Ελλάδα, τ. 38, εκδ. Δομή, Αθήνα 2006.
30. Η ίδια, Πληθυσμός, Οικονομία, Ιστορία, Πολιτισμός, Νομός Γρεβενών,
Ελλάδα, τ.24, εκδ. Δομή, Αθήνα 2006.
31. Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη, Λαγραφικά Μελετήματα, τ. 2ος , εκδόσεις
Πορεία, Αθήνα 1993.
32. Λαζάρου Αγορώ-Ελισάβετ και Λαζάρου Αχιλλεύς, Εθνικά και μειονοτικά θέματα,
εκδόσεις Επιτροπής ενημερώσεως για τα εθνικά θέματα, Αθήνα 1993.
33. Λαμψίδης Ν. Γιώργος, Οι πρόσφυγες του 1922. Η προσφορά τους στην
ανάπτυξη της χώρας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη1989.
34. Μαγκριώτης Γιάννης, Θράκη - Η έπαλξη του ελληνικού βορρά, εκδ. Ρήσος,
Αθήναι 1995 .
35. Μ. Μαραβελάκης-Α Βακαλόπουλος, Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή
Θεσσαλονίκης, εκδόσεις Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Ι.Μ.Χ.Α.,
Θεσσαλονίκη1955.
36. Νίγδελης Κωνσταντίνος, Και έστω εις ενθύμισιν, έκδοση Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου
Συκεών, Θεσσαλονίκη.
35. Νυσταζοπούλου –Πελεκίδου Μαρία, Οι Βαλκανικοί λαοί, εκδ, Βάνιας, Θεσσαλονίκη
1991 .
37. Οικονόμου Νικόλαος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, εκδοτική Αθηνών,
Αθήνα 1978.
38. Παυλίδης Α. Ιωάννης, Σελίδες ιστορίας αίματος και θυσίας Πόντου και Μικράς
Ασίας, εκδ. Δωδώνη, Θεσσαλονίκη 1980.
39. Πλουμίδης Δημήτρης, Καππαδοκία και κεντρική Ανατολία, εκδ.infoγνώμων,
Aθήνα 2003.
40. Πελαγίδης Στάθης, Προσφυγική Ελλάδα (1913-1930).Ο πόνος και η δόξα, εκδ.
αφοί Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 1997.
41. Ράλλη Βασιλική, Ο Γολγοθάς του Ελληνισμού της Ανατολής, εκδ. ΄Αγιος
Αρσένιος, Βατοπαίδι Χαλκιδικής 2007.
42. Ροδάκης Περικλής, Ο Γόρδιος δεσμός των εθνοτήτων. Η Μικρά Ασία μέσα στο
χώρο και το χρόνο, εκδόσεις Γόρδιος, ΑΘΗΝΑ 1998.
43. Σαρρής Νεοκλής, Οσμανική πραγματικότητα, τ.2, εκδ.Αρσενίδης, Αθήνα 1990.
44. Σταμέλος Δημήτρης, Λαογραφική Πινακοθήκη, εκδόσεις Τ. Πιτσιλός, Αθήνα 1997.
45. Στεφανίδης Δ. Αθανάσιος, Γενεές γενεών, περιουσίες ρίζες ζωής στο
προσφυγοχώρι μας στα Γιαννιτσά, εκδ. Ι. Ν. Γεωργίου Νέου Μυλότοπου
Γιαννιτσών, Γιαννιτσά 1991.
46. Τσιρκινίδης Χάρης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…, εκδ. Αφοί Κυριακίδη α.ε.
Θεσσαλονίκη 1999.
47. Σκιάδης Γεώργιος, Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού, τόμος. Ι΄,

184
Η φωτοδότρα Μικρασία, εκδόσεις Κεσόπουλος, Θεσσαλονίκη,1999,
σελ.324, 398, 408, 415-420.
48. Πελεκίδης Χρύσης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών, τόμος Β΄,
Αθήναι 1971. σελ.306-323.
49. Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική 1900-1945,
Αθήνα 2000.
50. Ταϊφάκος Ιωάννης, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Στ΄, εκδοτική Αθηνών,
Αθήναι 1976. σελ.245-247.
51. Χατζηαντωνίου Κώστας , Μικρά Ασία - Ο απελευθερωτικός αγώνας(1919-1922),
εκδ.Ιωλκός , Αθήνα 2003 .
52. Χαϊδεμένου Φιλιώ, Τρεις αιώνες μια ζωή. Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα, εκδόσεις
Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα 2005.
53. Χωδιάκη Μαρία, (ανέκδοτη μεταπτυχιακή διατριβή) Ελληνόφωνοι Καππαδόκες
Λόγιοι 19ος και 20ος αιώνας, Θεσσαλονίκη 2007..
54. (συλλογικό) Πέρα από την καταστροφή, μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του
μεσοπολέμου, εκδ. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα 2003.
55. ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ, εκδόσεις΄΄Ζωή΄΄, Αθήναι 1989.
56. ΣΤ΄ πανελλήνιο συνέδριο για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας,
. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας από την αρχαιότητα ως τον εικοστό αιώνα .
εκδόσεις Α.Π.Θ., δήμος Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2002.
57. Καππαδοκία, πρακτικά Α΄πανελλήνιου επιστημονικού συνέδριου,
22/24-9-2000, Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2002.

β΄. Ξενόγλωσση :

58. G.Deschamps, Στους δρόμους της Μικρασίας, οδοιπορικό 1890, μετ. Σ.


Κασεσιάν, εκδ.Τροχαλία, Αθήνα 1990.
59. Edward Hale Bierstadt, Η μεγάλη προδοσία, μετ. Ιωσήφ Γρηγόρης
Κασσεσιάν, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1997.
60. Ηorton George, Η κατάρα της Ασίας, εκδ. The Bobbs-Merril Comrany 1926,
μετ. Γεώργιου Λ.Τσελίκα, Εστία Νέας Σμύρνης, Αθήνα.
61. Νicolas G.L. Hammond, Μέγας Αλέξανδρος, ένας ιδιοφυής, επιμέλεια –μετάφραση
Πάνος Θεοδωρίδης, εκδ. Μαλλιάρης παιδεία 1999.
62.Ντριο Εντουάρ, Ελλάδα και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μετ. Μπαρμπή Ν. Κώστα,
εκδ. Πελασγός Αθήναι 1999.
63.Richard Krautheimer, Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική,
μετάφραση Φανή Μαλλούχου –Τουφάνο, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1998.
64. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ.2, μετ.Ιωάννης
Παναγόπουλος, εκδ. Στέφανος. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1997.
65. Steven Runciman, Η Βυζαντινή Θεοκρατία, μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.
ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1984.
66. A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ.1ος , μετ. Δημοσθένη
Σαβραμή, εκδ. Μπεργαδής, Αθήνα.

185
Εφημερίδες ,περιοδικά, ημερολόγια

1. «Η κάθοδος των Αξενών», Αποστόλης Π. Παυλίδη


2. «Γνωριμία με τους συγγραφείς του τόπου μας», Σελίδες Ημερολογίου,
εκδ. Σύλλογος Φίλων του Βιβλίου Γιαννιτσών , Γιαννιτσά 2003
3. «1922, Ο μεγάλος ξεριζωμός»,εκδ. National Geographic, Αθήνα 1925/2007.
4. «Κύρρος», Στο Πάικο με θέα τις πεδιάδες της Μακεδονικής Πέλλας, εκδ.
Δήμου Κύρρου. 2006
5. «Η μικρασιατική καταστροφή», κείμενα-μαρτυρίες Κ.Μ.Σ., επιμέλεια
Πασχάλη Κιτρομηλίδη, Αθήνα 2008
6. Ημερολόγιο 2008, 50 χρόνια-πολιτιστικόςσύλλογος Νέου Μυλότοπου:
«ΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ»
7. εφημερίδα: «Γιαννιτσά», αρ.φύλλου 3023ο, 15-7-2006.
8. εφημερίδα : «Πρωινή ν. Πέλλας», αρ. φύλλου 6900ο, 4-7-2006.
9. περιοδικό : «Κ», εφημερίδας: «Καθημερινή», τ.226, 30-9-2007.
10. περιοδικό : «Φίλιππος»,τ. 36, Γιαννιτσά, Ιούλ. –Αύγ. -Σεπτ. 2002.
11. περιοδικό : «Φίλιππος», τ.53,Γιαννιτσά, Οκτ-Νοεμ-Δεκέμ 2006.
12. περιοδικό : «Κ», εφημερίδας : «Καθημερινή», τ.232, 11-11-2007.
13. περιοδικό: «ντέφι»- αφιέρωμα ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, τ.8, Αθήνα, Νοέμβρης-
-Δεκέμβρης 1993.

186
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

σελίδα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1
Κριτήρια επιλογής του θέματος 5
Μια κρίση…

Α΄ ΜΕΡΟΣ

1. Σύντομη ιστορία-γεωγραφία της Καππαδοκίας 7


2. Χριστιανισμός και ιστορία στην Καππαδοκία.
α. πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή εποχή 11
β. υστεροβυζαντινή περίοδος 15
γ. τουρκοκρατία 16
3. Η γλώσσα της Καππαδοκίας 18
4. Διοικητική διαίρεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας 22
5. Ο Σινάν Μιμάρ 26
6. Νεότερα χρόνια 26
7. Οικονομική και κοινωνική ζωή 27
8. Η συνθήκη των Σεβρών 29
9. Χάρτης της Καππαδοκίας 31
10.Σημαίνουσες ημερομηνίες νεότερης ιστορίας της Μικράς Ασίας 32

Β΄ ΜΕΡΟΣ

1. Προέλευση των κατοίκων της (Νέας)Αραβησσού 38

2. Αραβησσός
α. τοποθεσία, ιστορικά και δημογραφικά στοιχεία 39
β. εκκλησία, εκπαίδευση 42
γ. κατοικία 45
δ. επαγγελματικές ασχολίες 46
ε. ενδυμασία 49
στ. κοινωνία 49
ζ. διατροφή 50
η. δύσκολα χρόνια 51
θ. πορεία των προσφύγων 54

3. Ενεχίλ
α. τοποθεσία, δημογραφικά στοιχεία 56
β. επαγγελματικές ασχολίες 57
γ. εκκλησιαστική κατάσταση, ναοί 61
δ. γλώσσα, εκπαίδευση 64
ε. κοινωνία 65
στ. διατροφή 66
ζ. λαογραφία 67

187
η. ιστορικά στοιχεία 69
θ. πορεία των προσφύγων 72
ι. το Ενεχίλ μετά το 1924 73

4. Στοιχεία για την περιοχή εγκατάστασης των καππαδοκών προσφύγων του 1924
α. αρχαία χρόνια 75
β. ρωμαιοβυζαντινά χρόνια 75
γ. τουρκοκρατία 76
δ. νεότερα χρόνια 76
ε. σύγχρονη κατάσταση 77

5. (Νέα)Αραβησσός Γιαννιτσών
α. η εγκατάσταση των Αραβησσονλήδων 78
β. το δημοτικό σχολείο 81
γ. εκκλησία 82
δ. διατροφή 83
ε. επαγγελματικές ασχολίες 84
στ. κοινωνικές σχέσεις 84
ζ. η εγκατάσταση των Ενεχιλήδων 85
η. λαογραφία 87
θ. κοινωνία 87
ι. σύγχρονη πνευματική και πολιτιστική ζωή 88

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

1. Προέλευση των σημερινών κατοίκων της (Νέας)Αξού 90

2. Αξός
α. περί καταγωγής των Αξινών ή Αξιτών 91
β. τοπογεωγραφία, δημογραφικά στοιχεία 92
γ. λαογραφία-κοινωνία 93
δ. ναοί 95
ε. εκπαίδευση 98
στ. κοινωνία 101
ζ. επαγγελματικές ασχολίες 103
η. κατοικία-ενδυμασία 109
θ. διατροφή 110
ι. μετακινήσεις 111
ια. δραματικά γεγονότα 112
ιβ. πορεία των προσφύγων 114
ιγ. άφιξη στην Ελλάδα. 117

3. Τ΄ Αξενού το χωριό ή Μπέηκιοϊ


α. τοπογεωγραφία, δημογραφικά στοιχεία 118
β. επαγγελματικές ασχολίες 118
γ. εκκλησία, εκπαίδευση 119
δ. εγκατάσταση στην Ελλάδα 119

4. Τροχός
α. τοποθεσία, δημογραφικά στοιχεία 120

188
β. γλώσσα 122
γ. δραματικά γεγονότα 122
δ. επαγγελματικές ασχολίες 123
ε. εκκλησία 126
στ. κοινωνία 128
ζ. λαογραφία 129
η. πορεία προσφύγων 131

5. (Νέα) Αξός
α. η εγκατάσταση των Αξινών 132
β. η εγκατάσταση των Τροχετών 136
γ. κοινωνία 137

6. Σύγχρονη πνευματική-πολιτιστική κίνηση


α. γενικά 138
β. συγγραφείς του τόπου μας 139

Δ΄ ΜΕΡΟΣ

1. προέλευση των σημερινών κατοίκων 140

2. Κουρούμτζα (Γαριπτσάς)
α. γεωμορφολογία-δημογραφία 141
β. εκκλησία 142
γ. κατοικία 145
δ. ενδυμασία 146
ε. επαγγελματικές ασχολίες 146
στ. διατροφή 149
ζ.. λαογραφία 150
η. κοινοτική διοίκηση 151
θ. τραγικές στιγμές 152
ι. πορεία των προσφύγων 155
ια. εγκατάσταση στον Νέο Μυλότοπο 157

3. Τάστσι
α. τοποθεσία, δημογραφικά στοιχεία 160
β. επαγγελματικές ασχολίες 160
γ. εκκλησία 162
δ. σχέσεις με τους Τούρκους 162
ε. πορεία των προσφύγων 162
στ. εγκατάσταση στον Νέο Μυλότοπο 163
4. Σύγχρονη πνευματική και πολιτιστική κίνηση. 165

Ε΄ ΜΕΡΟΣ

1. Βαλλαχαδες (Βαλλααλάδες) 167


2. Συνθήκη της Λωζάννης 168

189
3. Η σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών στις 30-1-1923 169
4. Εγκατάσταση και αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα
α. γενικά 170
β. συνέπειες της έλευσης των προσφύγων 172
γ. υγειονομική κατάσταση 174
δ. κοινωνικές εξελίξεις 174
5. Μέλπω Μερλιέ-Λογοθέτη 176
6. διοικητική διάρθρωση του σημερινού Δήμου Κύρρου 177
7. πληροφορητές
α. 179
β. 181
8. βιβλιογραφία
α. ελληνική 183
β. ξενόγλωση 185
γ. περιοδικά 186
9. πίνακας περιεχομένων 187
.

190
..

191
……..

192

You might also like